Έλεγχος. Λέξη με βαρύτητα που φέρνει ναυτία. Ελεγκτής. Το πρόσωπο που είναι επιφορτισμένο με αυτή την υποχρέωση. Να ελέγχει. Είναι και ένα υπέροχο ποίημα του Σαχτούρη, αλλά αυτό πάει σε άλλα μονοπάτια. Ελεγχόμενος. Το πρόσωπο που υφίσταται την παραπάνω διαδικασία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ψυχολογία του τη δεδομένη στιγμή.
Το θέμα πάει στο πρόσωπο που όλοι φανταζόμαστε. Στον ελεγκτή εισιτηρίου, όχι αυτόν στη συναυλία, στον άλλον που μπαίνει ξαφνικά στη στάση ή τον πετυχαίνεις στην αποβάθρα του μετρό. Αυτόν που τη στιγμή εκείνη έρχεται να σε ελέγξει, αν νόμιμα μετακινείσαι ή διαπράττεις λαθρεπιβίβαση. Το θεσμικό πλαίσιο υπάρχει. Πρόκειται για τον Ν. 1214/1981 «Περί επιβολής κυρώσεων εις τους διακινουμένους δια χερσαίων συγκοινωνιακών μέσων δημοσίας χρήσεως άνευ καταβολής κομίστρου και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων», στον οποίον ρυθμίζονται τα σχετικά με την επιβολή προστίμου και τη διαδικασία βεβαίωσης των σχετικών παραβάσεων. Αρμόδιος για τη διενέργεια του ελέγχου καταβολής κομίστρου και για την επιβολή του προστίμου είναι ο Ο.Α.Σ.Α. και η επιβολή του προστίμου γίνεται με πράξη του υπαλλήλου του οικείου φορέα που έχει ειδική εξουσιοδότηση γι` αυτόν το σκοπό, την οποία αυτός συντάσσει επί τόπου, δηλαδή εντός του οχήματος. Ως εδώ τα πράγματα είναι σαφή και οποιαδήποτε παρανόηση μόνο σε κακή προαίρεση μπορεί να αποδοθεί. Αν θέλεις να χρησιμοποιήσεις ένα μέσο μεταφοράς, οφείλεις να καταβάλεις το αντίτιμο για την παροχή της συγκεκριμένης υπηρεσίας. Έτσι λειτουργεί το οικονομικό σύστημα τη δεδομένη χρονική στιγμή στην κοινωνία την οποία είχες την τύχη-ατυχία να γεννηθείς. Όταν μισθώνω ταξί, οφείλω να πληρώσω την κούρσα, η αντιστοιχία είναι εξόφθαλμη.
Το ζήτημα αρχίζει να περιπλέκεται, όμως, όταν η διαδικασία ελέγχου του κομίστρου, αναποτελεσματική στη σύλληψή της κατά τη γνώμη μου, και κύρια αιτία των σχετικών προβλημάτων, παίρνει μια μορφή οιονεί αστυνομικού ελέγχου από τον εκάστοτε υπάλληλο του αρμόδιου φορέα. Και εδώ τα πράγματα όμως είναι εξίσου απλά. Ο Ποινικός Κώδικας προβλέπει στο άρθρο 391 το πταίσμα της αποφυγής πληρωμής εισιτηρίου. Η διάταξη προϋπήρχε ως δόλια αποφυγή πληρωμής εισιτηρίου (προφανώς υπήρχε στο μυαλό του νομοθέτη και η αμελής αποφυγή, αποφεύγω κάτι κατά λάθος δηλαδή), η οποία καταργήθηκε το 1994 και επέστρεψε το 2011 με το άρθρο 17 του Ν 3920 «Περί εξυγίανσης, αναδιάρθρωσης και ανάπτυξης των αστικών συγκοινωνιών». Το κείμενο είναι: «Όποιος χρησιμοποιεί μέσο δημόσιας συγκοινωνίας που προορίζεται για κοινή χρήση χωρίς να καταβάλλει το αντίτιμο εισιτηρίου οποιασδήποτε μορφής, τιμωρείται με κράτηση ή με πρόστιμο. Η ποινική δίωξη ασκείται μετά από έγκληση». Σύλληψη από πολίτη, γιατί αυτήν την ιδιότητα έχει ο ελεγκτής, καθώς δεν είναι αστυνομικό όργανο ούτε ανακριτικός υπάλληλος, προβλέπεται στο άρθρο 275 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας μόνο για αυτόφωρα κακουργήματα και πλημμελήματα και πρόκειται για δικαίωμα, όχι υποχρέωση. Συνεπώς, ο ελεγκτής που «συλλαμβάνει» τον «λαθρεπιβάτη», διαπράττει ποινικώς κολάσιμη πράξη. Τα αστυνομικά όργανα από την άλλη, φυσικά και μπορούν να συλλάβουν το δράστη σύμφωνα με το άρθρο 409 του ΚΠΔ, υπάρχει βέβαια το ζήτημα ότι πιθανότατα δε θα έχει υποβληθεί έγκληση. Συνεπώς, οι διάφοροι «οδηγοί αποφυγής πληρωμής προστίμου» που κυκλοφορούν έχουν νομική βάση, εκμεταλλευόμενοι κυρίως ένα νομικό κενό. Το τσιτάτο όμως πως ό,τι είναι νόμιμο δεν είναι απαραίτητα και ηθικό επιστρέφει σα μπούμερανγκ σε αυτές τις περιπτώσεις.
Ελεγκτές Δημόσιας Διοίκησης. Ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας. Ελεγκτές κομίστρου στις συγκοινωνίες. Για ποιο λόγο «επιθυμούμε» μόνο οι δύο πρώτες κατηγορίες να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους; Η απάντηση βρίσκεται στην απαίσια φράση-μόδα, δείγμα της νοοτροπίας της τσάμπα μαγκιάς «ΓΙΑΤΙ ΜΠΟΡΟΥΜΕ» και απομένει στην προσωπική ηθική του καθενός και στην αντίληψη που έχει περί κοινωνίας και αλληλεγγύης όσον αφορά στη στάση που θα κρατήσει την επόμενη φορά που θα βρεθεί μάρτυρας σε έναν «τραμπούκικο» έλεγχο εισιτηρίου ή θα βρεθεί ο ίδιος χωρίς εισιτήριο.
*Ο Ζήσης Ανδριόπουλος είναι δικηγόρος.