Ο ήλιος καίει καθώς το ταξί αφήνει εμένα και την φωτογράφο έξω από την είσοδο του Ελληνικού Κέντρου Περίθαλψης Αγρίων Ζώων, περίπου ένα τέταρτο μακριά από την πόλη της Αίγινας. Σέρνουμε την πόρτα και προχωράμε στον δρόμο εντός του χώρου, ο Γιάννης Πουλόπουλος, υπεύθυνος για το ΕΚΠΑΖ που εδρεύει στο νησί από το 1984 μας περιμένει. Ένας σύγχρονος Ροβινσώνας Κρούσος, με ανάκατα μαλλιά και γένια, φορώντας μια βερμούδα, με δέρμα ηλιοκαμένο -έτσι ηλιοκαμένο υποπτεύομαι ότι είναι όλο το χρόνο- και ζεστό βλέμμα, που έχει ναυαγήσει οικειοθελώς σε έναν τόπο όπου τα ζώα έρχονται για να θεραπευτούν, τις περισσότερες φορές από πληγές που τους έχει προκαλέσει ο άνθρωπος.
Ο κύριος Γιάννης μας υποδέχεται εγκάρδια, μας πληροφορεί ότι καθημερινά δέχεται στο Κέντρο ζώα που έχουν ανάγκη ιατρικής φροντίδας, ο ίδιος είναι δασολόγος αλλά οι κτηνίατροι του νησιού, κι αν χρειαστεί και από Αθήνα, έρχονται εθελοντικά για να παρέχουν τις πολύτιμες υπηρεσίες τους στα άγρια ζώα που το έχουν ανάγκη. Ο χώρος χωρίζεται στα ιατρεία, που όμως μας πληροφορεί δεν μπορούμε να επισκεφτούμε γιατί τα ζώα που βρίσκονται μόλις χειρουργημένα ή υπό ανάρρωση μπορεί να αναστατωθούν σε βαθμό που ίσως βλάψει την υγεία τους είτε από ανακοπή είτε από αυτοτραυματισμό «Σκεφτείτε ότι είναι κάποιος ασθενής που βρίσκεται στην εντατική ενός νοσοκομείου, η επίσκεψη δεν μπορεί να τον βοηθήσει αλλά μόνο να τον βλάψει», και στους εξωτερικούς χώρους όπου διαμένουν όσα ζώα έχουν μείνει στο Κέντρο γιατί δεν είναι σε θέση να φροντίσουν τον εαυτό τους μόνα τους στη φύση είτε λόγω σοβαρού τραυματισμού είτε επειδή από μωρά είναι υπό την φροντίδα του ανθρώπου.
«Ελάτε να σας γνωρίσω τον Οβελίξ», μας λέει ο και μας οδηγεί σε έναν χώρο που βρίσκεται ένα αγριογούρουνο πολύ αγαπησιάρικο και χαδιάρικο όπως διαπιστώνω με έκπληξη, καθώς βλέπω ότι χώνει την κάπως θηριώδη αλλά ταυτοχρόνως γλυκιά μούρη του μέσα στην παλάμη του κυρίου Γιάννη και κλείνει τα μάτια του καθώς εκείνος το χαϊδεύει. «Ο Οβελίξ ήρθε στο Κέντρο όταν ήταν μόλις 8 μηνών, κάποιοι κυνηγοί είχαν σκοτώσει τη μάνα του και βρέθηκε μόνος και απροστάτευτος. Τώρα πια είναι 8 χρονών και για μένα είναι άνθρωπος. Συχνά ανοίγω την πόρτα για να τον αφήσω να κάνει τις βόλτες του. Να τον αφήσω ελεύθερο;» μας ρωτά αλλά με την Άσπα, δεν είμαστε και τόσο θετικές. Δεν είναι ότι φοβάμαι το ζώο, είναι ολοφάνερο ότι δεν είναι επιθετικό αλλά είμαστε κορίτσια της πόλης, σε καμία περίπτωση τόσο εξοικειωμένες με ένα, έστω και αξιογάπητο αγριογούρουνο, την έντονη μυρωδιά που αποπνέει και το τρίχωμά του που μένει στη χούφτα του κυρ-Γιάννη, γιατί όπως μας εξηγεί είναι η περίοδος που βγάζει το χειμωνιάτικο πουλόβερ για να μείνει με το καλοκαιρινό μπλουζάκι. Κι ενώ ακόμη ο Οβελίξ απολαμβάνει τα χάδια του φίλου του ένα όμορφο, κατάξανθο κορίτσι με ροζ τιραντάκι και σορτσάκι μας πλησιάζει χαρούμενο κρατώντας μια φωτογραφική μηχανή. Είναι η Τάνια από τη Ρωσία, έχει έρθει να βοηθήσει ως εθελόντρια το πάρκο, ο κύρ-Γιάννης της προσφέρει μια χούφτα αγριογουρουνότριχες και εκείνη τις μυρίζει σαν να πρόκειται για ένα μπουκέτο ολόδροσα τριαντάφυλλα, αναστενάζει κιόλας και εκείνη τη στιγμή νιώθω ότι το κόκκινο φωτάκι του περιβαλλοντικού σουρεαλισμού χτυπάει τιλτ.
Όπως και να ‘χει πηγαίνουμε στο διπλανό χώρο όπου ο Αστερίξ, μια πανέμορφη αλεπουδίτσα 3 χρονών, μας πλησιάζει πίσω από την περίφραξη αλλά μετά από λίγο τρομάζει κάπως από την φωτογραφική μηχανή και απομακρύνεται διστακτικά. Προχωράμε πιο κάτω για να δω τα πανέμορφα φοινικόπτερα, που έχουν χάσει φτερό από πυροβολισμό και πλέον δεν μπορούν να πετάξουν, όπως και άλλα τραυματισμένα πουλιά, μεταξύ αυτών γεράκια και πελεκάνους. Απόλυτη ησυχία και ξαφνικά ένας περίεργος θόρυβος από κάπου ψηλά. Στην οροφή των περιφραγμένων χώρων έχουν φτιάξει τις φωλιές τους πελαργοί, σε κάθε φωλιά υπάρχει ένα ζευγάρι, σε κάποιες υπάρχει το ζευγάρι και το πιτσιρίκι τους, ξεκινούν από τη μια φωλιά να κροταλίζουν τα ράμφη τους, απαντούν από μια άλλη, γίνεται σούσουρο από μια τρίτη, όλο αυτό ακούγεται κάπως σαν κοροϊδευτικό γέλιο και έχω την αίσθηση ότι τα πουλιά μας κουτσομπολεύουν.
Κάνει την εμφάνισή του ένα σχολείο, δημοτικό, ο κυρ-Γιάννης πάει να υποδεχτεί τους μαθητές και τις δασκάλες, μένουμε ανάμεσα στα κλουβιά να κοιτάμε τα ζώα που ασυνείδητοι τους στέρησαν την υγεία τους και κατά συνέπεια τη δυνατότητα να κινούνται ελεύθερα στη γη που τους ανήκει. Εμφανίζονται δυο παιδιά, είναι ο Λάμπρος και η Κωνσταντίνα που έχουν έρθει για να εργαστούν εθελοντικά στο Κέντρο, η Κωνσταντίνα μάλιστα μας λέει πώς είναι Ελληνοφινλανδή, ζει μόνιμα στη Φινλανδία και ήρθε μαζί με το σχολείο της για μια εβδομάδα για να προσφέρει όλη η τάξη ό,τι μπορεί στο Κέντρο. Η ίδια αποφάσισε να μείνει άλλη μια εβδομάδα και μου διευκρινίζει ότι δεν είναι όλα τα σχολεία της Φινλανδίας που έχουν τέτοιες εθελοντικές δράσεις, όπως και να ‘χει τέτοιες δραστηριότητες είναι μάλλον άγνωστες στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα που περιορίζεται μόνο στις επισκέψεις και όχι στην προσφορά.
Ο ήλιος συνεχίζει να μας χτυπά αλύπητα, το σχολείο αποχωρεί, μένουμε μόνοι με τον κυρ-Γιάννη, τα τέσσερα σκυλιά που τον ακολουθούν από την αρχή ασταμάτητα, αράζουν δίπλα μας κάτω από την παχιά σκιά του δέντρου, καθόμαστε κι εμείς σε ένα πεζουλάκι. Μας μιλάει με στεναχώρια για την κακοδιαχείριση που έγινε από διάφορους που εκμεταλλεύτηκαν τα χρήματα που έμπαιναν στο Κέντρο με σκοπό να καταλήξουν στις τσέπες τους και όχι στα ζώα, έχει κερδίσει όμως τα δικαστήρια και στεναχωριέται που το Κέντρο δυσφημίστηκε και πλέον υποφέρει οικονομικά. Λίγο πριν φύγουμε μας παρουσιάζει μια απίθανη σειρά φωτογραφιών με τον ίδιο και ζώα που φιλοξενούνταν παλιότερα στο Κέντρο. Σε κάποια από αυτές ένας λύκος τον αγκαλιάζει, σε κάποια άλλη ο ίδιος κρατά αγκαλιά ένα δελφίνι, ξεχωρίζει τους λύκους «Α, να αυτή είναι η Λυκούλα», τους θυμάται όλους με τα ονόματά τους. Τον ρωτώ τι έμαθε ζώντας τόσα χρόνια για τα ζώα, ζώντας με τα ζώα, μου απαντά χωρίς σκέψη «Έμαθα να είμαι άνθρωπος. Να μην ζητώ ανταπόδοση. Τα ζώα όταν είναι πληγωμένα και πας να τα βοηθήσεις, δεν ξέρουν ότι πας να τα βοηθήσεις, πονούν, φοβούνται, μπορεί να σου τραβήξουν μια δαγκωνιά, να αντισταθούν. Εγώ πρέπει να το ξεπεράσω αυτό και να τα βοηθήσω. Βέβαια, οι λύκοι μου όταν έγιναν καλά με αγαπούσαν, με αγκάλιαζαν, δεν έχω ούτε μια γρατζουνιά από λύκο, τα σκυλιά είναι πιο ατσούμπαλα». Μας δείχνει μια φωτογραφία ενός πανέμορφου ζαρκαδιού και λέει «Λένε ότι τα μάτι ενός ζαρκαδιού είναι σαν το μάτι ενός κοριτσιού 17 χρονών. Μπορείς να πυροβολήσεις ένα κορίτσι;». Κι αυτό νομίζω πως είναι ό,τι πιο γνήσια ποιητικό έχω ακούσει εδώ και πολύ καιρό.
Ελληνικό Κέντρο Περίθαλψης Αγρίων Ζώων, Αίγινα, τηλ. 6979-914.851 // ekpaz.gr