Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, την περίοδο 2010-2015 ο δείκτης γονιμότητας στην Ελλάδα ανήλθε κατά μέσο όρο σε 1,35 παιδιά ανά γυναίκα, επίδοση που μας φέρνει στην 68η θέση της παγκόσμιας κατάταξης. Το παραπάνω στατιστικό δείχνει ότι βρισκόμαστε σταθερά πολύ κάτω από το όριο αντικατάστασης των γενεών των 2,1 παιδιών ανά γυναίκα. Έτσι έχουμε δύο αποτελέσματα: πρώτον, τη μείωση και, δεύτερον, τη γήρανση του πληθυσμού, με τις δύο αυτές συνέπειες να θεωρείται ότι θα αυξήσουν αναπόφευκτα τις δημοσιονομικές και πολιτικές πιέσεις που θα αντιμετωπίσει το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ) και το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας στο άμεσο μέλλον. Το ερώτημα που τίθεται τώρα είναι το εξής: Γιατί κάνουμε τόσο λίγα παιδιά στην Ελλάδα;
Η υπογεννητικότητα χαρακτηρίζει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό όλες τις ανεπτυγμένες χώρες και γι’ αυτό το λόγο η επιστήμη έχει αναπτύξει μία σειρά από θεωρίες, αφενός για να εξηγήσει την αναπαραγωγική συμπεριφορά των πληθυσμών ανά τον κόσμο, αφετέρου για να επιτρέψει στα κράτη να αναπτύξουν πολιτικές αντιμετώπισης της μείωσης του πληθυσμού.
Ο πρώτος συνειρμός, που κάνει οποιοσδήποτε για τους λόγους της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα, είναι η οικονομική κατάσταση. Πράγματι, μία από τις θεωρίες που προσπαθεί να εξηγήσει το φαινόμενο της υπογεννητικότητας προσεγγίζει τον άνθρωπο ως «ορθολογικό οικονομικό ον» (homo economicus), το οποίο παίρνει ορθολογικές αποφάσεις και συναρτά την απόφασή του για το αν θα κάνει παιδί από το ισοζύγιο μεταξύ του οικονομικού κόστους –το οποίο είναι σχετικά εύκολο να εκτιμηθεί σε αριθμούς– και της ψυχολογικής ικανοποίησης από την έλευσή του, η οποία ωστόσο είναι πολύ δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί.
Είναι αλήθεια ότι πολλοί κάτοικοι της χώρας μας λειτούργησαν ως «ορθολογικά οικονομικά όντα» και αποφάσισαν την περίοδο της κρίσης να αναβάλουν την απόκτηση ενός παιδιού, αναμένοντας ότι στο μέλλον η οικονομική τους κατάσταση θα βελτιωθεί και άρα η πατρότητα και η μητρότητα δεν θα είναι ένα τόσο δυσβάσταχτο βάρος. Η τάση της αύξησης της μέσης ηλικίας απόκτησης του πρώτου παιδιού (σχεδόν 31 χρόνια το 2018 –από τις υψηλότερες στην Ευρώπη– έναντι των 26,1 ετών το 1980, των 27,2 ετών το 1990, των 29,1 ετών το 2000 και των 30,4 ετών το 2010) δεν οφείλεται στη κρίση, καθώς προ υπήρξε αυτής. Ωστόσο η κρίση ήρθε να της δώσει μια μικρή «ώθηση».
Η αυξημένη μέση ηλικία στην τεκνογονία θα επηρεάσει όμως και την τελική γονιμότητα των νεότερων γενεών. Ο Βύρων Κοτζαμάνης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και διευθυντής του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων, είπε σχετικά στο inside story: «Η αναβολή των γεννήσεων για αργότερα, εξαιτίας και της οικονομικής κρίσης, από τις γενεές που τη δεκαετία που διανύουμε θα βρεθούν στις πλέον γόνιμες ηλικίες, δηλαδή μεταξύ 25 και 40 ετών, πιθανότατα θα οδηγήσει και στην επιτάχυνση της τάσης μείωσης του τελικού αριθμού των παιδιών που αυτές θα φέρουν στον κόσμο. Αυτό θα γίνει εξαιτίας της συρρίκνωσης του διατιθέμενου αναπαραγωγικού τους “χρόνου”, καθώς μετά τα 35 οι πιθανότητες σύλληψης ενός παιδιού μειώνονται από τη φύση ραγδαία. Άρα, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι οι γυναίκες αυτές θα βρεθούν μετά από λίγα χρόνια, για παράδειγμα στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, σε ένα ευνοϊκότερο για την τεκνοποίηση περιβάλλον, σίγουρα δεν θα τα καταφέρουν για καθαρά βιολογικούς λόγους και ως εκ τούτου ο μέσος αριθμός παιδιών που θα κάνουν μέχρι το τέλος της αναπαραγωγικής τους ζωής θα είναι μικρότερος από τον αντίστοιχο αριθμό παιδιών που έφεραν στον κόσμο οι γυναίκες που γεννήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1970».
«Από την επικοινωνία μας με νέες γυναίκες σε νησιά και απομακρυσμένες περιοχές είδαμε ότι έχουν έναν διάχυτο προβληματισμό λόγω των περικοπών στο κοινωνικό κράτος και ειδικά στο εθνικό σύστημα υγείας. Αυτός ο προβληματισμός τις κάνει να φοβούνται και τις αποτρέπει από το να τεκνοποιήσουν, παρότι και θέλουν και βιολογικά μπορούν», είπε στο inside story o Δρ Στέφανος Χανδακάς, ιδρυτής της HOPEgenesis, μίας οργάνωσης, που στηρίζει σε απομακρυσμένες περιοχές και απομονωμένα νησιά γυναίκες που είτε κυοφορούν, είτε επιθυμούν να μείνουν έγκυες. «Όταν στο νησί σου δεν έχεις γιατρούς και μονάδες υγείας, όταν είναι ζήτημα το πότε και αν θα πάει το ελικόπτερο του ΕΚΑΒ για να κάνει μία διακομιδή, τότε η γυναίκα είναι λογικό να μεταθέτει την προοπτική της μητρότητας στο μέλλον, αν δεν την αποκλείσει τελείως. Γι’ αυτό το λόγο δώσαμε βάρος στην παροχή γιατρών, υπηρεσιών υγείας και μεταφορικών μέσων, ώστε μία γυναίκα να μην αποθαρρυνθεί από το οικονομικό βάρος της απόκτησης ενός παιδιού. Και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τις απομακρυσμένες περιοχές της χώρας, όπου το κόστος μίας γέννας είναι πολύ μεγαλύτερο από εκείνο για τις γυναίκες που ζουν στα αστικά κέντρα και υπολογίζεται σε περίπου 10.000 ευρώ. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να υπερτονίζουμε το ρόλο της κρίσης στην υπογεννητικότητα. Και αυτό γιατί αυτή περισσότερο ενίσχυσε παρά προκάλεσε τις αιτίες της υπογεννητικότητας, η οποία παρατηρείται διαχρονικά στην Ελλάδα πολύ πριν την είσοδό της οικονομίας σε ύφεση».
Διάβασε όλο το άρθρο στο inside story (https://bit.ly/2St3LBc).
Το inside story είναι το πρώτο συνδρομητικό–ενημερωτικό site χωρίς διαφημίσεις στην Ελλάδα. Ανεξάρτητο αποκαλυπτικό με οικονομική αυτοτέλεια και διαφάνεια.
Ειδικά για τους αναγνώστες της Popaganda: Γνώρισε το inside story για ένα μήνα δωρεάν, βάζοντας τον κωδικό κουπονιού popaganda στην http://bit.ly/2hKhNL9