Υπάρχει μια σύγχυση με την ακριβή ημερομηνία της επετείου της Ρώσικης Επανάστασης. Τα νέα με τα παλιά ημερολόγια έχουν μπλεχτεί στον κόκκινο Οκτώβρη. Υπάρχει, όμως, και μια μεγαλύτερη σύγχυση αν η επανάσταση συντελέστηκε αυτές τις «δέκα μέρες που άλλαξαν τον κόσμο», σύμφωνα και με τον τίτλο του περίφημου βιβλίου του Τζον Ριντ, ή αν όλο το 1917 πρέπει να θεωρείται επαναστατικό έτος. Υπάρχει και η τεράστια σύγχυση αν τελικά ο κομμουνισμός εφαρμόστηκε, πέτυχε, απέτυχε και αν είναι ένα ολοκληρωτικό καθεστώς όπως ο φασισμός. Κάθε φορά που υπάρχει όμως σύγχυση είναι προφανές πως δεν μπορεί να είναι όλα άσπρα ή μαύρα ιδιαίτερα όταν προσεγγίζεις μια κοσμοϊστορική αλλαγή, όπως αυτή που συνέβη πριν από 100 χρόνια στη Ρωσία. Αυτό αντιληφθήκαμε και ύστερα από την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση που είχαμε με τον ιστορικό και διευθυντή των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας Κωστή Καρπόζηλο.
Τί κρατάμε από τον Οκτώβριο του 1917 σήμερα; Τί αξίζει να συζητάμε σήμερα; Δύο πράγματα. Πρώτον, πώς κανένα γεγονός στην ιστορία δεν είναι αποκομμένο στον χρόνο. Συνηθίζουμε να εστιάζουμε στον Οκτώβρη του ’17 και ξεχνάμε ότι είχε προηγηθεί μία μεγάλη, συγκλονιστική μεταβολή τον Φεβρουάριο του ίδιου χρόνου.
Όταν και διώχνουν τον Τσάρο. Ναι. Και αν οι δύο επαναστάσεις έχουν κάτι κοινό είναι ότι εκπλήσσουν εξίσου. Οπότε θα πρότεινα να κρατήσουμε το στοιχείο της ιστορικής έκπληξης ως ένα βασικό θέμα που αξίζει να συζητάμε ακόμα και σήμερα. Κανείς δεν πίστευε ότι η εξουσία του Τσάρου, μία εξουσία αιώνων, θα μπορούσε να ανατραπεί τόσο απλά όσο συνέβη τον Φεβρουάριο του 1917 και πολλοί λίγοι, ακόμα και ανάμεσα στους σοσιαλιστές της εποχής, πίστευαν ότι η πρώτη σοσιαλιστική επανάσταση του 20ου αιώνα, θα μπορούσε να συντελεστεί σε μια χώρα όπως ήταν η τότε Ρωσία. Συχνά σκεφτόμαστε τις επαναστάσεις του 1917 μέσα από ένα πρίσμα νομοτελειών όπου όλα πάνω-κάτω ήταν λογικό να συμβούν. Εγώ θα έλεγα ακριβώς το αντίθετο. Ότι το 1917 είναι ένα παράδειγμα για το πόσο απρόβλεπτη είναι η ιστορική εξέλιξη.
Το άλλο στοιχείο; Είναι η μεγάλη απόσταση που χωρίζει τη δική μας πολιτική φαντασία για το μέλλον από τη πολιτική φαντασία των επαναστατών του 1917. Μετά την επανάσταση του ’17 πολλοί πίστεψαν ότι όντως έχει συντελεστεί μετάβαση από την προϊστορία της ανθρωπότητας, στην κυρίως ιστορία της, στο βασίλειο της ελευθερίας που προφήτευε ο Μαρξ. Πάνω σε αυτήν την βεβαιότητα απελευθερώνεται μία ενατένιση του μέλλοντος που σχεδόν μας τρομάζει σήμερα. Ο Τρότσκι για παράδειγμα στο μεσοπόλεμο έγραφε ότι ο νέος άνθρωπος, ο άνθρωπος του σοσιαλισμού, θα μπορεί να αναπτύξει τα φυσικά του χαρακτηριστικά σε βαθμό που να ακούει ήχους που μέχρι τώρα δεν μπορούσαμε να τους ακούσουμε. Τέτοιες προβλέψεις στηρίζονται σε μία βαθιά αισιοδοξία γύρω από το μέλλον, ττη δυνατότητα εξέλιξης, τη δυνατότητα της κοινωνικής ισότητας, τη δυνατότητα της ιστορίας να κινείται γραμμικά προς την ευτυχία. Αυτή η αισιοδοξία λείπει σήμερα και ειδικότερα απουσιάζει εμφατικά από εμάς που διαμορφωθήκαμε πολιτικά και κοινωνικά μετά το 1989. Εμείς είμαστε τα τέκνα της οριστικής διάψευσης αυτής της βεβαιότητας. Θυμήσου εκείνο το σλόγκαν που έλεγε “πιο εύκολα μπορούμε να φανταστούμε το τέλος του πλανήτη παρά το τέλος του καπιταλισμού”. Πιο εύκολα φανταζόμασταν έναν μετεωρίτη να προσκρούει στη γη, παρά μία επανάσταση!
Εμείς πάσχουμε περισσότερο από μια αφανισμομανία, περιμένουμε δηλαδή τη μέρα που θα εξαφανιστούμε. Ένας δείκτης για αυτό είναι η επιστημονική φαντασία. Στον 19ο και στις αρχές του 20ου υπήρχε μία ολόκληρη παράδοση θετικής ενατένισης του μέλλοντος. Κάποιος ξυπνάει μετά από 100 χρόνια και βλέπει την ανθρωπότητα να έχει θεραπεύσει τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα. Σήμερα τέτοιες ενατενίσεις έχουν συρρικνωθεί και η επιστημονική φαντασία περιγράφει μελλοντικές δυστοπίες. Αυτή είναι μια κρίσιμη μετατόπιση του 20ου στην οποία καθοριστική συμβολή έχει η εμπειρία της επανάστασης και η διάψευση του επαναστατικού ονείρου.
Γιατί πιστεύεις ότι επηρέασε τους Ρώσους η Μαρξιστική θεωρία πιο πολύ απ’ ό,τι τα ιδανικά της γαλλικής επανάστασης; Γιατί δεν το πήγανε προς μια αστική δημοκρατία; Γιατί δεν πήραν αυτό το παράδειγμα ως κάτι λαμπρό; Αρχικά γιατί η ιστορία δεν λειτουργεί με παραδείγματα. Δεν υπάρχει ένα αρχικό πρότυπο που μετά μπορείς να το κάνεις franchise και να ανοίγεις υποκαταστήματα. Ακόμα και αν συμβαίνει αυτό, το κάθε υποκατάστημα θα είναι εξαιρετικά διαφορετικό από το μητρικό. Ας σκεφτούμε όμως και το άλλο. Μήπως τα συνθήματα της ρωσικής επανάστασης ήταν τελικά σε διάλογο με το τρίπτυχο της γαλλικής επανάστασης και ειδικότερα με το αίτημα για ισότητα;
Έχουν γραφεί χιλιάδες σελίδες για το τι θα γινόταν αν η Ρωσία μετατρεπόταν σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία. Καλώς ή κακώς τη δυνατότητα αυτής της απάντησης την χάσαμε μέσα στη δίνη των πραγμάτων και δεν νομίζω ότι είναι η πιο παραγωγική συζήτηση. Ακόμα όμως και αν δεχτούμε τη βασική υπόθεση –τη χαμένη ευκαιρία μίας φιλελεύθερης Ρωσίας- υπάρχει ένα ενοχλητικό αγκάθι: μετά την ανατροπή του Τσάρου η κυβέρνηση, το νέο καθεστώς, στο πιο κρίσιμο ζήτημα, στο ερώτημα του πολέμου, επέμενε στη συνέχισή του, δηλαδή στη διαιώνιση της παλιάς κατάστασης. Πώς θα μπορούσε να εδραιωθεί μία φιλελεύθερη δημοκρατία στις ρωσικές συνθήκες όταν αδιαφορούσε για τα δεινά του πολέμου; Οι Μπολσεβίκοι πέτυχαν στο σχέδιό τους επειδή εξέφρασαν κάτι πολύ λογικό: το αίτημα για ειρήνη. Και την έκαναν πράξη. Συζητάμε, και ορθά, για τα θύματα της μεγάλης περιπέτειας του κομμουνισμού του 20ου αιώνα. Την ίδια στιγμή όμως η Οκτωβριανή επανάσταση, και η απόσυρση της Ρωσίας από τα στρατιωτικά μέτωπα, συνέβαλε στο να σωθούν εκατομμύρια ζωές, οι οποίες ενδεχομένως θα συνέχιζαν να χάνονται σε έναν παρατεταμένο παγκόσμιο πόλεμο.
Το ζήτημα είναι ότι οι Ρώσοι προσπαθούν επί περίπου 150 χρόνια, μαζεύονται, ξαναμαζεύονται, γίνονται μικροεπαναστάσεις συνέχεια, τις οποίες κατατροπώνουν οι τσάροι με φρικτή βία. Ποιο είναι εκείνο το συστατικό που φέρνει την ανατροπή το 1917; Έχεις δίκιο σε αυτό και νομίζω ότι συχνά, ιδίως στις τάξεις τις αριστεράς, όλοι επιμένουν στο επιτυχημένο παράδειγμα των Μπολσεβίκων, ξεχνώντας ότι η Ρωσία ήταν ένα εργαστήριο ιδεολογικών ρευμάτων που έρχονται σε εμάς μόνο μέσα από τη λογοτεχνία. Οι επαναστατικές απόπειρες όμως, όπως εύστοχα λες, μένουν απόπειρες. Αυτό που αλλάζει το 1917 είναι η εξάντληση των κοινωνιών από τον πόλεμο, εξέλιξη που δεν αφορά μόνο φυσικά τη Ρωσία. Οι Ευρωπαίοι είχαν απολαύσει μία παρατεταμένη ειρήνη και άξαφνα βρέθηκαν στη δίνη μίας ανθρωποσφαγής, η οποία αποσταθεροποίησε κάθε έννοια κανονικότητας και κάθε έννοια καθεστηκυίας τάξης. Ο κλονισμός αυτός διαφαίνεται και στο τι ακολουθεί την Οκτωβριανή επανάσταση: κοινωνική αναταραχή σε κάθε σημείο του πλανήτη και ιδίως στην Ευρώπη. Η γερμανική και η ουγγρική επανάσταση, οι καταλήψεις εργοστασίων στην Ιταλία, οι πρώτες ριζοσπαστικές εκφάνσεις του αντιαποικιακού κινήματος, όλα αυτά θεμελιώνονται σε μια διάθεση ανατροπής ενός συστήματος που είχε χάσει την αξιοπιστία του μέσα στα χαρακώματα του πολέμου.
Γιατί ο Λένιν; Ο Λένιν μας φέρνει μπροστά σε ένα είδος ανθρώπου το οποίο δεν υπάρχει πια: τον επαναστάτη, δηλαδή τον άνθρωπο ο οποίος αφιερώνει τη ζωή του καθολικά στην «Υπόθεση» με ύψιλον κεφαλαίο. Ο Λένιν δεν ήταν μοναδικός. Ανήκε σε μια ολόκληρη γενιά επαναστατών με κοινά χαρακτηριστικά ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές τους αναφορές. Αναρχικοί, σοσιαλιστές και κομμουνιστές μοιράζονταν μία βαθιά πίστη ότι η ιστορική εξέλιξη θα δικαίωνε τις ιδέες τους. Και αυτή η πίστη ήταν το αντίσωμα σε κάθε καταδίωξη ή αρνητικό συσχετισμό. Αυτός ο ανθρωπότυπος πια δεν υπάρχει. Το καλούπι έχει σπάσει οριστικά.
Είχε κι αυτός ιμπεριαλιστικές τάσεις. Δεν είμαι σίγουρος. Ας μην ξεχνάμε ότι μια από τις πρώτες ενέργειες των Μπολσεβίκων επέτρεψε την κήρυξη, για παράδειγμα, της ανεξαρτησίας της Φινλανδίας, ενώ η πολιτική του γύρω από τον πόλεμο θεωρήθηκε «προδοτική» για τα Ρωσικά συμφέροντα. Την ίδια στιγμή τα χρόνια του Λένιν στην εξουσία συμπίπτουν με μία περίοδο έντονης και ζωντανής συζήτησης στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κινήματος. Όταν διαβάζει κανείς τα πρακτικά από τα πρώτα συνέδρια της Κομμουνιστικής Διεθνούς, εκπλήσσεται από το πόσο ανοιχτά φαντάζουν όλα και πόσο έτοιμοι ήταν οι Μπολσεβίκοι να ακούσουν τους εκπροσώπους από άλλες χώρες και ιδεολογικά ρεύματα. Ο θάνατος του Λένιν φέρνει το τέλος αυτής της «ανοιχτότητας». Πεθαίνει όταν πλέον έχει μαραζώσει οριστικά η δυνατότητα μίας γενικευμένης επαναστατικής συνθήκης στην Ευρώπη και την ίδια στιγμή η Σοβιετική εξουσία θεμελιώνεται σε βάρος των πειραματισμών.
Η κακή του πλευρά ποια πιστεύεις ότι είναι; Η κακή του πλευρά αφορά τον ίδιο τον πυρήνα του κομμουνιστικού κινήματος. Τον τρόπο δηλαδή που η πίστη στην ιστορία, στον τελικό σκοπό, οδηγεί στην παραγνώριση του ανθρώπινου παράγοντα.
Της ανθρώπινης ζωής, δηλαδή. Ναι. Και της ανθρώπινης ζωής. Ως προς το φιλοσοφικό σκέλος της ερώτησής σου, αυτό που δεν μπορούμε εμείς να συλλάβουμε είναι ότι αυτή η βαθιά πίστη στην Υπόθεση, οδηγεί σε μια διαρκή αίσθηση σχετικοποίησης της ανθρώπινης ζωής. Αλλά πριν βιαστούμε να αποδώσουμε στον Λένιν χαρακτηριστικά ενός μανιακού δικτάτορα ας σκεφτούμε ότι το 1917 οι ηγέτες των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων είχαν καθηλώσει την ήπειρο σε έναν πόλεμο με αποκλειστικό στόχο την αναδιανομή εδαφών και αποικιών. Αυτό δεν το λέω προς αθώωση του Λένιν. Οι ιστορικοί δεν είναι δικαστές. Αλλά το λέω γιατί συχνά η ματιά μας εστιάζει μονοσήμαντα στη Ρωσική εμπειρία λησμονώντας για παράδειγμα τη σύγχρονη με την επανάσταση πολιτική των δυτικών Δημοκρατιών στις αποικίες τους. Εκεί που η ζωή δεν έχει καμία, απολύτως καμία, αξία.
Ο Μαρξ ή ο πόλεμος είναι τελικά αυτό που βάζει το λάδι στα γρανάζια της επανάστασης; Οι περισσότερες ιστορικές κρίσεις που οδηγούν σε επαναστατικές συνθήκες σχετίζονται με τον πόλεμο. Υπάρχει μία γενεαλογία εδώ που ανάγεται στα χρόνια της Κομμούνας και μπορεί να τη σκεφτεί κανείς να εκτείνεται στα χρόνια των αντιαποικιακών επαναστάσεων. Για να μείνουμε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο οι επιπτώσεις ήταν καταστροφικές και άμεσα αντιληπτές για όλες τις εμπλεκόμενες κοινωνίες. Αλλά η μετασχηματιστική δύναμη του πολέμου δεν περιορίζεται εκεί. Ο πόλεμος άλλαξε και τους ίδιους τους μαρξιστές. Έως εκείνο το σημείο οι σοσιαλιστές της Ευρώπης πίστευαν στην ομαλή και σταδιακή ιστορική εξέλιξη: η πρόοδος είναι νομοτελειακή, οι εργάτες συνειδητοποιούν τη θέση τους και ψηφίζουν τα Σοσιαλιστικά Κόμματα, άρα το μέλλον θα είναι σοσιαλιστικό. Στην συλλογιστική αυτή μπορεί κανείς να διακρίνει την επιρροή αντιλήψεων που σχετίζονται με τις θέσεις του Δαρβίνου για την εξέλιξη των ειδών και την επικράτηση των ισχυρότερων, στην περίπτωση των κοινωνιών αυτή είναι η «εργατική τάξη». Αυτός είναι ο πυρήνας του εξελικτικού σοσιαλισμού: η ιστορία προχωράει όπως ακριβώς την έχουμε προβλέψει.
Κάπου κάνουν λάθος, όμως, όλοι αυτοί. Κάνουν λάθος ότι η ιστορία δεν εξελίσσεται με το γραμμικό τρόπο που αναμένουν.
Κάνει ζιγκ-ζαγκ. Ότι και να κάνει, σίγουρα η ιστορική εξέλιξη δεν υπακούει σε συνταγές. Και το τεράστιο σοκ είναι ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι σοσιαλιστές μέχρι και όταν ξέσπασε έλεγαν ότι δεν θα συμβεί. Πίστευαν ότι δεν θα γίνει πόλεμος ακριβώς γιατί οι κυβερνήσεις δεν θα προχωρούσαν σε κάτι τέτοιο, φοβισμένες από τη δύναμη των σοσιαλιστικών κομμάτων που θα κινητοποιούσαν τους εργάτες ενάντια στον πόλεμο. Όταν ήρθε ο πόλεμος όλες αυτές οι προβλέψεις κατέρρευσαν. Και εκεί εντοπίζεται η μεγάλη κρίση στο εσωτερικό του σοσιαλιστικού κινήματος, η οποία επέτρεψε σε μειοψηφικές ομάδες, όπως του Λένιν, να αποκτήσουν μία νέα δυναμική. Το κορύφαίο παράδειγμα αυτής είναι η Ρωσική επανάσταση. Μετά το 1917 τίποτα δεν μπορεί να είναι πια ίδιο.
Επηρεάζεται η υπόλοιπη Ευρώπη; Επηρεάζεται ο υπόλοιπος πλανήτης.
Αν ζω εγώ στην Ελλάδα πώς αντιμετωπίζω αυτή την ιστορία; Συνηθίζουμε να λέμε ότι το 1917 ανοίγει ένα ρήγμα. Εγώ θα έλεγα ότι η Ρωσική επανάσταση είναι ένας ανεμοστρόβιλος. Δεν πατάει κάποιος ένα κουμπί και ξαφνικά σε όλη την Ευρώπη υπάρχουν επαναστάσεις, αλλά αυτό που σίγουρα μπορούμε να δούμε είναι ότι μέσα στα επόμενα τρία-τέσσερα χρόνια καταγράφονται επαναστατικές κρίσεις και η ανάδυση ενός νέου τύπου κόμματος που οδηγεί στη συγκρότηση των κομμουνιστικών κομμάτων. Εκείνοι που συγκινούνται από το παράδειγμα των Μπολσεβίκων πιστεύουν ότι όλα είναι δυνατά. Η ελληνική περίπτωση δεν είναι τόσο διαφορετική. Θα ήταν βέβαια υπερβολικό να πούμε ότι τον Οκτώβριο του 1917 γίνεται η επανάσταση στη Ρωσία και έναν μήνα μετά….
Τρελαίνονται όλοι. Όχι βέβαια. Τίποτα δεν γίνεται αυτόματα. Από την άλλη από τα τέλη του 1917 οι Έλληνες σοσιαλιστές συζητούν με νέους όρους και αναμφίβολα υπάρχει μια αλληλουχία που αποτυπώνεται στην ίδρυση της ΓΣΕΕ και του ΣΕΚΕ στα τέλη του 1918. Ο ανεμοστρόβιλος έφτασε και εδώ.
Επίσης, δημιουργείται και ένα παράδειγμα. Δημιουργείται ένα πετυχημένο παράδειγμα.
Δηλαδή ότι, κοιτάξτε, αυτοί μπορούν, μη μας κοντράρετε πολύ γιατί μπορεί να μπορούμε κι εμείς. Αυτός είναι ο μεγάλος φόβος που πιάνει τους αστούς σε όλη την Ευρώπη. Διάβαζα τις αναμνήσεις ενός Άγγλου διπλωμάτη, ο οποίος περιγράφει πως οι Σουηδοί γαιοκτήμονες στα τέλη του 1917 πήγαιναν σε λέσχες σκοποβολής για να μάθουν να χειρίζονται τα όπλα, αναμένοντας την επανάσταση που θα ξεσπούσε από στιγμή σε στιγμή. Το ’17 λοιπόν εκτός από τον ενθουσιασμό που προξενεί, προκαλεί και έναν τεράστιο φόβο. Δεν σημαίνει ότι υπάρχει όντως κίνδυνος επανάστασης, αλλά…
Υπάρχει όμως μια προδιάθεση. Υπάρχει η βεβαιότητα σε επαναστάτες και αστούς ότι ο παλιός κόσμος κλυδωνίζεται. Εκεί θεμελιώνεται και η συγκρότηση του αντικομουνισμού ως μετεξέλιξη του παλιού αντιριζοσπαστισμού και αντισοσιαλισμού. Η φοβία του αστικού κράτους οδηγεί σε μία ταυτόχρονη προσπάθεια ενσωμάτωσης και καταστολής της κοινωνικής αναταραχής. Και εν τέλει επιτυγχάνει στον περιορισμό της επανάστασης μόνο στη Σοβιετική Ρωσία.
Θα ήταν διαφορετικά αν υπήρχε ένας «Λένιν» σε κάθε χώρα; Υπάρχουν πολλοί «Λένιν». Φτιάχνονται εκατομμύρια «Λένιν» τον 20ο αιώνα. Άνθρωποι οι οποίοι, σε εργοστασιακές επιτροπές, σε απεργίες, σε διαδηλώσεις διακηρύσσουν τη δυνατότητα μίας ριζικής κοινωνικής ανατροπής. Αλλά αυτό δεν αρκεί. Η δεκαετία του 1920 ήταν αυτή της διάψευσης της άμεσης μεταφοράς του επαναστατικού παραδείγματος υπό την διπλή επιρροή της οικονομικής ανάπτυξης και της κρατικής καταστολής. Στη δεκαετία του 1930 συχνά ξεχνάμε ότι τα ίδια τα Κομμουνιστικά Κόμματα εγκατέλειψαν το στόχο της επανάστασης προς όφελος κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών ενάντια στον φασισμό. Αυτή είναι μία πιο συμβιβαστική πολιτικής, η οποία είναι η πολιτική του λαϊκού μετώπου, η πολιτική των συνεργασιών. Ας πάρουμε ένα ελληνικό παράδειγμα που μας είναι οικείο. Συζητάμε πολύ για το 1940-44. Πολύ σπάνια θα βρει κανείς τη λέξη «επανάσταση» στα κείμενα του ΕΑΜ, ενώ ο στόχος του σοσιαλισμού δεν δεσπόζει ούτε στις επεξεργασίες του ΚΚΕ. Πολλοί λένε ότι αυτό είναι δείγμα της υποκρισίας των κομμουνιστών που δεν αποκαλύπτουν το πραγματικό τους σχέδιο για να προσελκύσουν περισσότερο κόσμο στις γραμμές τους. Κατά τη γνώμη μου αυτά είναι ανοησίες. Δεν είναι θέμα υποκρισίας, είναι προϊόν της αντίληψης της Κομμουνιστικής Διεθνούς μετά το 1935 η οποία εγκαταλείπει το στόχο της σοσιαλιστικής επανάστασης. Άρα και οι «Λένιν» εξελίσσονται μέσα στο χρόνο.
Λένε συνέχεια ότι ο κομμουνισμός απέτυχε γιατί δεν εφαρμόστηκε σωστά και για αυτό δεν πέτυχε; Σε μεγάλο βαθμό πάντως πέτυχε. Δηλαδή σκέψου ότι όταν οι μπολσεβίκοι ανέβηκαν στην εξουσία όλοι θεωρούσαν ότι δεν θα άντεχαν πάνω από ένα εξάμηνο, ενώ στη συνέχεια κατάφεραν όχι μόνο αυτό αλλά και να αντιμετωπίσουν έναν εμφύλιο πόλεμο και μια στρατιωτική επέμβαση της Δύσης (στην οποία συμμετείχε και η Ελλάδα). Άρα πέτυχαν το αδύνατο: να σταθεροποιήσουν ένα επαναστατικό καθεστώς σε αντίξοες συνθήκες.
Τώρα ως προς την ίδια την ερώτηση, νομίζω ότι με κάτι τέτοια –ότι υπάρχει κάπου σε ένα ντουλάπι το εγχειρίδιο «σωστή εφαρμογή του κομμουνισμού»- αποφεύγουμε μία άβολη παραδοχή: ότι το τελικό ισοζύγιο της σοβιετικής εμπειρίας ήταν αρνητικό. Η αριστερά του 21ου αιώνα θα πρέπει να ξεκινήσει από αυτήν την παραδοχή. Αν πετάει την μπάλα στην κερκίδα, απλά φανερώνει την αμηχανία της.
Πώς κρίνεις, όμως, το γεγονός ότι, ενώ είχε τόση πολύ στο επίκεντρο τον άνθρωπο και τον εργάτη άνθρωπο, έδειξε και τόσες στιγμές βαρβαρότητας; Έχεις απόλυτο δίκιο. Αυτό είναι το ερώτημα που απαιτεί μία ειλικρινή συζήτηση για την αντιφατικότητα του κομμουνιστικού κινήματος του 20ού αιώνα.
Και τα πρώτα χρόνια. Και ο Τρότσκι, μια φιγούρα που, επειδή τον σκότωσε ο Στάλιν, τον θεωρούμε ότι είναι ίσως ο καλός της υπόθεσης, ενώ στη ουσία ήταν κι αυτός πολύ επιθετικός; Ο Τρότσκι, γράφανε κάποιοι αναρχικοί εύστοχα, μπορεί να είναι ο Στάλιν με γυαλιά. Αλλά ας πάμε πέρα από τα πρόσωπα στην πιο δύσκολη συζήτηση: οι επαναστάσεις, δυστυχώς ή ευτυχώς, ανεξάρτητα από τις δικές μας ευαισθησίες, εμπεριέχουν και απελευθερώνουν ένα βίαιο φορτίο. Αυτή τη διαπίστωση δεν την κάνω για να πω ότι είναι καλές ή κακές- επαναλαμβάνω ότι ο ιστορικός δεν είναι δικαστής. Αν μπορεί πάντως κάποιος να βρει μια ιστορική τομή, η οποία να συνέβη απολύτως ειρηνικά θα είναι ένας πολύ ευτυχισμένος άνθρωπος και φυσικά εμείς οι υπόλοιποι θα είχαμε ένα παράδειγμα για να ακολουθήσουμε. Μέχρι τότε όμως; Η Γαλλική Επανάσταση; Ο Αμερικανικός Πόλεμος Ανεξαρτησίας; Η Ελληνική Επανάσταση; Δηλαδή, ποια ιστορική τομή είναι αποκαθαρμένη από τη βία;
Στην περίπτωση της Αμερικής και της Ελλάδας υπάρχει κάποιος εξωτερικός εχθρός Πάντα υπάρχει ένας εχθρός. Και στη σοβιετική περίπτωση ο εχθρός είναι εσωτερικός: οι «διαφωνούντες» της δεκαετίας του 1930, τα θύματα των σταλινικών διώξεων. Πρόκειται αναμφίβολα για μια καταθλιπτική ιστορία. Θα σου πω ένα παράδειγμα. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 φτάνουν στη Μόσχα πολλοί κομμουνιστές από κάθε σημείο του πλανήτη αναζητώντας εκεί καταφύγιο από τις σκληρές διώξεις που αντιμετωπίζουν από τα φασιστικά και αυταρχικά καθεστώτα. Και οι άνθρωποι αυτοί, οι ίδιοι επαναστάτες, είναι τα θύματα των σταλινικών διώξεων. Εκεί εγώ νιώθω ένα πάγωμα. Όταν διαβάζω για παράδειγμα πιστοποιητικά θανάτων από εκτελέσεις το 1937, το 1938, το 1939 Ελλήνων κομμουνιστών που είχαν πάει στη Σοβιετική Ένωση πιστεύοντας ότι εκεί θα συναντούσαν ένα λαμπρό μέλλον κοινωνικής και πολιτικής ισότητας. Έτσι όταν ακούω για παράδειγμα το τραγούδι για τον Μπεζεντάκο, μια ιστορική μορφή του ελληνικού κομμουνισμού που είχε δραπετεύσει με μυθιστορηματικό τρόπο, νιώθω μια ενδόμυχη θλίψη, έχοντας δει ότι έχει έχασε τη ζωή του στη Σοβιετική Ένωση και όχι στον Ισπανικό Εμφύλιο όπως υπήρχε μια φήμη για δεκαετίες. Ε, για όλα αυτά η αριστερά του 21ου αιώνα δεν μπορεί να κρύβεται πίσω από το δάχτυλο της και να λέει ότι πρόκειται για «υπερβολές» και «παρεκκλίσεις».
Υπάρχουν ακόμα αρνητές; Υπάρχουν αυτοί που τα σχετικοποιούν.
Η άλλη πλευρά είναι αυτή που εξισώνει όμως τον κομμουνισμό με τον ναζισμό. Και οι δυο πλευρές στη συζήτηση αυτή βασίζονται στην απλούστευση. Βασίζονται σε εξωφρενικές απλουστεύσεις και σε εξωφρενικές σχετικοποιήσεις.
Είχε κάποιο νόημα αυτή η κουβέντα περί ναζισμού και κομμουνισμού; Όχι. Αυτές οι συζητήσεις εξυπηρετούν μόνο βραχυπρόθεσμες πολιτικές αναζητήσεις, ενώ τα επιχειρήματα είναι τόσο προκαθορισμένα όσο σαν ακούει κανείς μια ηχογραφημένη μουσική. Ειδικά για τους ανθρώπους που υπερασπίζονται με τα μανίας την εξίσωση, υπάρχει μια ψυχολογική διάσταση, επειδή οι περισσότεροι από αυτούς είχαν ένα μικρό ή μεγάλο πέρασμα από την αριστερά και είναι ο τρόπος τους να πουν ότι «είδα το φως». Με τον ίδιο φανατισμό που θ’ αρνιούντουσαν στη νιότη τους, τα εγκλήματα του Στάλιν, με τον ίδιο ζήλο στηρίζουν τα περί εξίσωσης.
Υπήρξαν μπορείς να πεις «χρυσές εποχές» του κομμουνισμού; Τα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου αρχικά. Τότε το κομμουνιστικό κίνημα παγκοσμίως, πρωταγωνιστεί, οργανώνει, εμπνέει και μετασχηματίζει τις εμπειρίες εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη σε μια δυναμική κοινωνικής και πολιτικής απελευθέρωσης.
Δηλαδή το 1936 ένας που ζούσε στο Καζάν ή στην Τιφλίδα αντιλαμβανόταν το μέγεθος του κομμουνισμού; Προφανώς δεν υπάρχει μια εμπειρία του κομμουνισμού Πχ το ‘36 μπορεί για έναν χωρικό στη Σοβιετική Ένωση μπορεί να είναι η χειρότερη χρονιά, αλλά την ίδια χρονιά – το λέω σχηματικά- στην Ισπανία χιλιάδες άνθρωποι φτάνουν, μέσα από τους μηχανισμούς της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στην Ισπανία για να πολεμήσουν σε μια παγκόσμια εκστρατεία κατά του φασισμού, την ώρα που οι αστικές δημοκρατίες σφυρίζουν αδιάφορα. Αυτή η διπλή φύση της εμπειρίας του κομμουνισμού του 20ου αιώνα απαιτεί μια ψύχραιμη αποτίμηση. Θα πρότεινα να προσπαθήσουμε να δεχτούμε την πολλαπλότητά του φαινομένου. Πρέπει να σκεφτούμε γιατί ο κομμουνισμός τον 20ον αιώνα ενέπνευσε τόσους πολλούς ανθρώπους σε συνθήκες τόσο ριζικής διάψευσης. Η απάντηση βρίσκεται στην εμπιστοσύνη στην ιστορική εξέλιξη και στη δυνατότητα της κοινωνικής ισότητας. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό.
Δεν είναι ανάγκη και να απαντηθεί οπωσδήποτε το ερώτημα αλλά θα μπορούσα να έχω μια απάντηση στο αν η Κίνα μπορεί να θεωρηθεί κομμουνιστική χώρα; Κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχει τίποτα χειραφετητικό και τίποτα ελπιδοφόρο σε καθεστώτα που η έννοια του μαρξισμού είναι απλώς διακοσμητική για την εμπέδωση της χειρότερης μορφής καταπίεσης των εργατών και των εργατριών.
Σήμερα, στην Ευρώπη, μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού γιατί η αριστερά δεν έχει μια απάντηση ούτε στην επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού ούτε στην άνοδο της ακροδεξιάς; Η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης συμπαρέσυρε όλα τα ρεύματα της Αριστεράς και μετά το 1991 η Αριστερά στο σύνολό της βολεύτηκε στο να επισημαίνει τις αδυναμίες του καπιταλιστικού συστήματος αποσυνδέοντας τις αναλύσεις της από το ερώτημα της εξουσίας.
Είχανε γράψει κάποιοι Γερμανοί αναρχικοί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο όχι τόσο για το περιεχόμενό του, όσο για τον τίτλο του που ήταν «Τι θα σήμαινε να κερδίσουμε.» Η αριστερά της δεκαετίας του ‘90 δεν είχε σκεφτεί πάνω σε αυτό το ενδεχόμενο. Και έτσι είχε κάποια συνθήματα για το μέλλον που ήταν copy paste από το παρελθόν, ενώ την ίδια στιγμή περιοριζόταν σε ευχολόγια.
Και μια τυφλή πίστη ότι υπάρχει μια διεθνής αλληλεγγύη. Ναι, την ίδια στιγμή που πλέον δεν υπάρχει κανένα διεθνές κέντρο ή μηχανισμός όπως η παλιά Σοσιαλιστική ή και η Κομμουνιστική Διεθνής. Αλλά το βασικό πρόβλημα, πανευρωπαϊκά, της αριστεράς είναι ότι δεν έχει σκεφθεί γύρω από βασικά ερωτήματα. Τι συζήτηση υπάρχει γύρω από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση; Έχουμε διάφορες προσεγγίσεις αλλά δεν έχουμε φτάσει σ’ ένα σημείο που το σύνθημα μια άλλη Ευρώπη είναι εφικτή να είναι κατανοητό αλλά ούτε και η ιδέα της ρήξης με την ΕΕ και μετά μόνοι μας να φαίνεται γοητευτικό. Μ’ έναν τρόπο η αριστερά αποσυνδεδεμένη από το ερώτημα της εξουσίας πελαγοδρομεί είτε ανάμεσα σε πολιτικές ευαισθησίας που δεν έχουν να πουν κάτι είτε σε αμήχανες προσπάθειες αντίστασης. Η αντίσταση δεν είναι αρκετή. Αυτό που συνέβη στην Ελλάδα πρόσφατα ήταν ότι η αριστερά είχε την ευκαιρία να μετατρέψει την αντίσταση σε πρόταση για την επόμενη μέρα.
«Έχουμε διάφορες προσεγγίσεις αλλά δεν έχουμε φτάσει σ’ ένα σημείο που το σύνθημα μια άλλη Ευρώπη είναι εφικτή να είναι κατανοητό αλλά ούτε και η ιδέα της ρήξης με την ΕΕ και μετά μόνοι μας να φαίνεται γοητευτικό. Μ’ έναν τρόπο η αριστερά αποσυνδεδεμένη από το ερώτημα της εξουσίας πελαγοδρομεί είτε ανάμεσα σε πολιτικές ευαισθησίας που δεν έχουν να πουν κάτι είτε σε αμήχανες προσπάθειες αντίστασης. »
Την απογοήτευση όμως απέναντι στο σύστημα που είναι έντονη γιατί δεν μπορεί να βγει και να την εκμεταλλευτεί; Υπάρχουν συνθήκες σήμερα να οριστεί με έναν άλλο τρόπο η επανάσταση; Ο Λένιν στο «Κράτος και Επανάσταση» γράφει στο τέλος πως πρέπει να σταματήσει το γράψιμο γιατί η επανάσταση έχει ξεκινήσει και είναι πολύ που ευχάριστο να συμμετέχει κανείς σε αυτήν παρά να γράφεις περί αυτής. Η επανάσταση δεν θα έρθει γιατί κάποιοι θα μαζευτούμε και θα ορίσουμε πότε θα συμβεί, ούτε θα συμβεί με τον τρόπο που εμείς θα τη φανταστούμε.
Αν η αριστερά εμφανίστηκε ως ένα φόβητρο στον 20ο αιώνα ήταν γιατί ήταν η φωνή αυτών που δεν είχαν φωνή. Των αόρατων ανθρώπων. Θα μπορέσει να ξαναγίνει; Αλλά αυτό προϋποθέτει να ακούσει τους αόρατους ανθρώπους του σήμερα και να ανοίξει η ίδια η Αριστερά τη συζήτηση ανάμεσα στις χειραφετητικές δυνατότητες της παραγωγής και την διόγκωση της ανισότητας. Όλοι παραδέχονται ότι υπάρχει ανισότητα. Έχει η Αριστερά ένα σχέδιο αντιμετώπισής της; Δεν νομίζω.
Ξέρεις γιατί όμως; αν πάρω εγώ ένα όπλο και κυνηγάω πλούσιους στην Εκάλη, το πολύ πολύ να πάρω το σπίτι τους, αλλά τα χρήματά τους, που είναι και ο βασικός μοχλός της επιβίωσης, δεν πρόκειται να τα πειράξω. Δεν είμαι σίγουρος για την επιτυχία του project που περιγράφεις και προφανώς δεν έχω στην τσέπη μου μια μαγική συνταγή. Αλλά ας σκεφτούμε κάπως έκκεντρα. Μπορούμε να φανταστούμε πώς θα αντιδρούσε ο Μαρξ αν έβλεπε έναν τρισιδιάστατο εκτυπωτή και τι θα σκεφτόταν για το στεγαστικό ζήτημα της Αγγλίας του 19ου αιώνα; Πιστεύω ότι θα είχε μπροστά του ένα εξαιρετικό παράδειγμα για να συζητήσει τη δυνατότητα της ουσιαστικής χειραφέτησης του ανθρώπου από την ιδιοκτησία και από τον καταναγκασμό της μισθωτής εργασίας. Η ουσία του κομμουνιστικού προτάγματος δεν είναι τα κεκτημένα δικαιώματα της εργατικής αριστοκρατίας, αλλά η αμφισβήτηση του ιερού δικαιώματος της ιδιοκτησίας και η χειραφέτηση από τη μισθωτή εργασία. Τουλάχιστον ας μη λέμε ότι είμαστε επαναστάτες αν δεν είμαστε διατεθειμένοι να συζητήσουμε για αυτά.