Στην έρευνα κοινής γνώμης που διεξήγαγε το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, σε συνεργασία με την Prorata για την επόμενη ημέρα της πρώτης φάσης της πανδημίας και του , εντοπίζονται τρεις βασικές εντάσεις που διαπερνούν το κοινωνικό σώμα:
Μάλιστα, εντός των τριών αυτών μειζόνων εντάσεων, που εμφανίζουν οριζόντια διάσταση, η προσεκτική εξέταση των διασταυρώσεων με βάση παράγοντες όπως το φύλο, η ηλικία, η ιδεολογική αυτοτοποθέτηση κοκ, αναδεικνύει και επιμέρους εντάσεις και διχασμούς με έντονα κοινωνικοδημογραφικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά.
Σε ό,τι αφορά την πρώτη ένταση, το 56% των ερωτώμενων εμφανίζεται διατεθειμένο να συναινέσει σε ένα νέο lockdown (33% «μάλλον» και 23% «σίγουρα»), εάν αυτό κριθεί απαραίτητο με υγειονομικούς όρους, όποιο κι αν είναι το οικονομικό κόστος.
Αντίθετα το 40% (26% «μάλλον» και 14% «σίγουρα») εμφανίζεται να προκρίνει τη συνέχιση της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας παρά το ενδεχόμενο υγειονομικό κόστος. Σε αυτό σημείο, λοιπόν, αναδεικνύεται μία ένταση που προκύπτει από τη στάθμιση μεταξύ της αυταξίας της υγείας και της ζωής από τη μία, και της αντίληψης ότι σε συνθήκες ενδεχόμενης οικονομικής καταστροφής, ακόμη και αυτή σχετικοποιείται.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας σε αυτή την ερώτηση, ο παράγοντας φύλο φαίνεται να μη διαδραματίζει κάποιο ρόλο, καθώς άνδρες και γυναίκες απαντούν σχεδόν «ομοιόμορφα». Το ίδιο συμβαίνει και με το μορφωτικό επίπεδο. Αντίθετα, διαφοροποιήσεις εμφανίζονται στις απαντήσεις των ερωτώμενων ανάλογα με την ηλικία τους.
Έτσι, παρότι η απόφαση για έναν νέο lockdown υποστηρίζεται πλειοψηφικά από όλες τις ηλικιακές ομάδες, εν τούτοις στην 1η ηλικιακή ομάδα (17-34 ετών) καταγράφεται το χαμηλότερο ποσοστό στήριξης ενός νέου lockdown και το υψηλότερο συνέχισης της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ, αντίστροφα, στην 3η και τελευταία ηλικιακή ομάδα (άνω των 55 ετών) καταγράφεται αφενός το υψηλότερο ποσοστό στήριξης ενός νέου lockdown αφετέρου το χαμηλότερο συνέχισης της οικονομικής δραστηριότητας. Με άλλα λόγια, τα μεγαλύτερης ηλικίας άτομα, ένα μέρος των οποίων είναι και οικονομικά μη ενεργό πλέον, φαίνεται να θέτει σε απόλυτη προτεραιότητα την προστασία από την υγειονομική απειλή. Ενώ, άτομα νεαρής ηλικίας ενδεχομένως αισθάνονται πιο «ασφαλή» ή και, ως οικονομικά ενεργά, βιώνουν μεγαλύτερη ανασφάλεια από την απειλή μιας νέας οικονομικής καθίζησης και απώλειας εισοδημάτων. Ένας ακόμη παράγοντας που φαίνεται να διαδραματίζει κάποια σημασία είναι η ιδεολογική αυτοτοποθέτηση ειδικά σε όσους ερωτώμενους στηρίζουν τη συνέχιση της οικονομικής δραστηριότητας. Δηλαδή, ενώ σε όσους συντάσσονται με ένα νέο lockdown η ιδεολογική αυτοτοποθέτηση δεν φαίνεται να επηρεάζει σε κάτι, σε όσους προκρίνουν τη συνέχιση της οικονομικής δραστηριότητας, παρατηρείται ότι όσο «δεξιότερη» είναι η αυτοτοποθέτηση τόσο κλιμακώνεται η στήριξη αυτή.
Σε ό,τι αφορά τη δεύτερη ένταση, το 88% των ερωτώμενων (61% «σίγουρα» και 27% «μάλλον») υποστηρίζει ότι το δημόσιο σύστημα υγείας είναι εκείνο που μπορεί -σε σύγκριση με το αντίστοιχο ιδιωτικό- να αντιμετωπίσει καλύτερα στο μέλλον μία πανδημική κρίση. Το ποσοστό αυτό είναι τόσο αυξημένο που προφανώς είναι αποτέλεσμα οριζόντιας κοινωνικής εμπιστοσύνης και σύμφωνα με τα επιμέρους ευρήματα ούτε το φύλο, ούτε το μορφωτικό επίπεδο ή η απασχόληση (εργαζόμενος/η ή άνεργος/η) φαίνεται να διαδραματίζουν κάποιο ιδιαίτερο ρόλο στις απαντήσεις. Εκεί όμως που φαίνεται να υπάρχει αξιοσημείωτη διαφοροποίηση μεταξύ των ερωτώμενων, χωρίς να τίθεται υπό καμία αμφισβήτηση η πλειοψηφική εμπιστοσύνη προς το δημόσιο σύστημα υγείας, είναι στην ηλικία και στην ιδεολογική αυτοτοποθέτηση. Έτσι, από τη μία παρατηρείται ότι η νεότερη ηλικιακή ομάδα (βλ. 17-34 ετών) είναι εκείνη που σημειώνει τη χαμηλότερη -αν και σε κάθε περίπτωση πολύ υψηλή- εμπιστοσύνη στο δημόσιο σύστημα υγείας (77%) και την αντίστοιχα μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο ιδιωτικό σύστημα υγείας (12,8%). Αντίθετα όσο αυξάνεται η ηλικία τόσο κλιμακώνεται και η εμπιστοσύνη στο δημόσιο σύστημα υγείας και αποκλιμακώνεται η αντίστοιχη προς το ιδιωτικό. Από την άλλη, στο επίπεδο της ιδεολογικής αυτοτοποθέτησης, όσο «δεξιότερα» κινούμαστε τόσο αποδυναμώνεται -η πλειοψηφική βέβαια- εμπιστοσύνη στο δημόσιο σύστημα υγείας και ενισχύεται εκείνη προς το ιδιωτικό.
Παράλληλα, σε ποσοστό 75%, οι ερωτώμενοι υποστηρίζουν ότι εάν ένας και μόνο φορέας θα έπρεπε να ενισχυθεί οικονομικά το επόμενο διάστημα, αυτός θα έπρεπε να είναι το ΕΣΥ. Ακόμη, η «ενίσχυση του κοινωνικού κράτους» αξιολογείται ως 2η προτεραιότητα (1η η αντιμετώπιση της ανεργίας, των χαμηλών μισθών και των επισφαλών συνθηκών εργασίας) για την κυβερνητική πολιτική το επόμενο διάστημα.
Κι εδώ, με το ποσοστό να είναι ιδιαίτερα υψηλό, το φύλο, η ηλικία και η απασχόληση εμφανίζονται ως μη διαφοροποιητικοί παράγοντες. Διαφοροποιητικοί παράγοντες όμως εμφανίζονται να είναι η ηλικία και η ιδεολογική αυτοτοποθέτηση.
Έτσι, λοιπόν, σε ό,τι αφορά την ηλικία, παρατηρούνται υψηλότερα ποσοστά στις ηλικιακές ομάδες 17-34 (75,9%) και άνω των 55 ετών (80,2%), με το χαμηλότερο ποσοστό να σημειώνεται στην ομάδα 35-54 (70,7%). Παρατηρείται λοιπόν μια αξιοσημείωτη διαφοροποίηση στις λεγόμενες «παραγωγικές ηλικίες», η οποία ενδέχεται να εξηγηθεί με δύο τρόπους, όχι κατ’ ανάγκη αμοιβαία αποκλειόμενους. Ο ένας μπορεί να είναι ότι η ομάδα αυτή αισθάνεται λιγότερο «ευάλωτη» με όρους υγείας από την αντίστοιχη των 55 και άνω, ενώ δεν έχει και με ηλικιακούς όρους την εμπειρία των μεγαλύτερης ηλικίας ως προς την «τομή» που αποτέλεσε, σε όρους υγειονομικούς, το ΕΣΥ τη δεκαετία του ‘80. Ο άλλος μπορεί να είναι ότι αυτή η ομάδα είναι που κατά βάση είναι αναλαμβάνει τη μερίδα του λέοντος των φορολογικών βαρών και υποθέτει ότι μια περαιτέρω ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας θα σημαίνει πρόσθετη επιβάρυνσή της. Όταν μάλιστα, ενδεχομένως, το αντιλαμβάνεται και ως χαμηλής ανταποδοτικότητας, κάτι που ενδεχομένως στο πρακτικό επίπεδο την οδηγεί και στην επιλογή της ιδιωτικής υγείας για την αντιμετώπιση των «τρεχουσών» αναγκών του.
Σε ό,τι αφορά την ιδεολογική αυτοτοποθέτηση, εδώ παρατηρείται μια σημαντική απόκλιση μεταξύ των ιδεολογικών ομάδων. Έτσι ενώ το «αριστερόστροφο» κοινό των ερωτώμενων (0-3 στη 10βάθμια κλίμακα Αριστεράς-Δεξιάς) δίνει ένα συντριπτικό ποσοστό 95,3%, η ομάδα 4-6 δίνει 78,3% και η ομάδα 7-10 μόλις 58,9%. Εδώ λοιπόν, φαίνεται ότι το κοινωνικό κράτος γίνεται κατανοητό, ως προς τη σημασία του, με σαφείς ιδεολογικούς όρους, πολύ πιο έντονα από το ΕΣΥ καθαυτό.
Παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, βέβαια, τόσο το ΕΣΥ όσο και το κοινωνικό κράτος απολαμβάνουν, σύμφωνα με τα παραπάνω δεδομένα, υψηλή αποδοχή και αναγνώριση ανάγκης στήριξης. Όταν, όμως, διατυπώνεται η ερώτηση «συμφωνείτε ή διαφωνείτε με την ιδέα αύξησης της φορολογίας ώστε να ενισχυθούν το Εθνικό Σύστημα Υγείας και το Κοινωνικό Κράτος», σύμφωνο είναι μόνο το 25% (8% «σίγουρα» και 17% «μάλλον»). Σε αυτό το σημείο λοιπόν αναδεικνύεται μία ένταση μεταξύ της αναγνώρισης ενός σκοπού (ενίσχυση κοινωνικού κράτους και στήριξη ΕΣΥ), αλλά της απόρριψης του πλέον συνήθους μέσου ικανοποίησής του. Κι εδώ, με το ποσοστό εναντίωσης στην ιδέα αυτή να είναι οριζόντια υψηλό, παράγοντες όπως το φύλο, το μορφωτικό επίπεδο ή και η απασχόληση δεν φαίνεται να διαδραματίζουν κάποιο ρόλο. Αντίθετα, φαίνεται να προκαλούν αξιοσημείωτες διαφοροποιήσεις η ηλικία και η ιδεολογική αυτοτοποθέτηση.
Σε ό,τι αφορά την ηλικία κι εδώ η το χαμηλότερο ποσοστό συμφωνίας παρέχεται από την ηλικιακή ομάδα 35-54 (23,1% αντί 25,7% στην αντίστοιχη 17-34 και 28,1% στην άνω των 55 ετών), ενώ η ίδια ομάδα εμφανίζει το υψηλότερο επίπεδο διαφωνίας (74,2%) σε σχέση με την αντίστοιχη 17-34 (70,7%) και την άνω των 55 (69,6%).
Παρατηρείται, δηλαδή, οι πιο παραγωγικές ηλικίες, να αντιτίθεται ενισχυμένα αντί των υπόλοιπων σε αυτό το ενδεχόμενο. Συνδυαστικά με τη στάση της ομάδας αυτής στην προοπτική ενίσχυσης του ΕΣΥ, μπορεί κι εδώ να διατυπωθεί η υπόθεση περί αίσθησης αυξημένου φορολογικού βάρους και περιορισμένης ανταποδοτικότητας από τις ηλικίες αυτές.
Ακόμη, σε ό,τι αφορά την ιδεολογική αυτοτοποθέτηση, σε σχέση με το ίδιο θέμα, δηλαδή την αύξηση της φορολογίας προς στήριξη του ΕΣΥ και του κοινωνικού κράτους, όσο «δεξιότερα» κινούμαστε στη δεκαβάθμια κλίμακα Αριστερά-Δεξιά τόσο η διαφωνία προς το ενδεχόμενο αυτό ενισχύεται, με τη σημείωση, πάντως, ότι σε όλες τις βαθμίδες η διαφωνία είναι πλειοψηφική.
Λαμβάνοντας τα παραπάνω υπόψη, παράλληλα με τη βασική ασυμφωνία στόχου-μέσων που ήδη διαπιστώθηκε, σε δεύτερο επίπεδο φαίνεται να υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις διαμόρφωσης μιας «μεικτής ομάδας παραγωγικών ηλικιών» με πιο συντηρητική ιδεολογική τοποθέτηση, που εμφανίζει χαρακτηριστικά μικρότερης εμπιστοσύνης στο δημόσιο και μεγαλύτερης στο ιδιωτικό, καθώς και υψηλότερη διαφωνία στο ενδεχόμενο μεγαλύτερης στήριξης των φορολογικών εσόδων έναντι οποιουδήποτε σκοπού. Ενδιαφέρον και ίσως υποστηρικτικό της διαπίστωσης αυτής είναι ότι αυτή η μεικτή ομάδα φαίνεται να θεωρεί, με αξιοσημείωτα ποσοστά, ότι χρήζουν οικονομικής στήριξης οι ένοπλες δυνάμεις και είναι διατεθειμένη να επιτευχθεί η ενίσχυση της άμυνας της χώρας μέσω της αύξησης της φορολογίας. Στις περιπτώσεις αυτές, μάλιστα, σε συνδυασμό με τις πιο μεγάλες ηλικίες (άνω των 55) και το πιο «δεξιόστροφο» κοινό ερωτώμενων διαμορφώνεται ένα ισχυρό κοινωνικό σώμα με αυτές τις αντιλήψεις.
Σε ό,τι αφορά την τρίτη ένταση, το 76% των ερωτώμενων (45% «σίγουρα» και 31% «μάλλον») αξιολογεί θετικά την υγειονομική διαχείριση της κρίσης. Ως προς την οικονομική διαχείριση αυτής, όμως, οι συσχετισμοί μεταβάλλονται με το 56% να τους αποτιμά θετικά (23% «σίγουρα» και 33% «μάλλον») και το 42% (16% «μάλλον» και 26% «σίγουρα») αρνητικά. Αυτά τα ευρήματα, σε συνδυασμό με το ότι το 50% των ερωτώμενων δήλωσε ότι υπέστη οικονομικές απώλειες εν μέσω lockdown -με το 64% αυτού να δηλώνει πως έχει επηρεαστεί ως προς την οικονομική του κατάσταση από τις απώλειες αυτές (34% «αρκετά» και 34% «πολύ»), καθώς και με το ότι το 42% θεωρεί ότι το επόμενο 12μηνο η οικονομική του κατάσταση θα έχει επιδεινωθεί (21% «αρκετά» και 21% «πολύ»)- αναδεικνύουν μία ακόμη ένταση. Ένταση μεταξύ της σχετικής ασφάλειας που προκαλούν τα υγειονομικά μέτρα που λαμβάνονται και θεωρούνται αποδοτικά και της αυξημένης ανασφάλειας που προκαλείται στο επίπεδο της οικονομίας και των εισοδημάτων.
Σε αυτό το επίπεδο παρατηρείται αξιοσημείωτη επίδραση τόσο της ηλικίας όσο και της ιδεολογικής αυτοτοποθέτησης, ενώ το φύλο, το μορφωτικό επίπεδο και η απασχόληση φαίνονται να μην επηρεάζουν τις απαντήσεις.
Έτσι η υγειονομική διαχείριση κρίνεται ως επιτυχέστερη όσο αυξάνεται η ηλικία και η «δεξιόστροφη» ιδεολογική αυτοτοποθέτηση.
Αντίστοιχη εικόνα παρουσιάζεται και σε ό,τι αφορά την οικονομική διαχείριση, η θετική αποτίμηση της οποίας αυξάνεται όσο μεγαλύτερης ηλικίας και πιο «δεξιόστροφο» είναι το κοινό των ερωτώμενων, ενώ η αρνητική αποτίμησής της εμφανίζει την ακριβώς αντίστροφη τάση, δηλαδή αυξάνεται όσο πιο «αριστερόστροφο» και νεότερο είναι το σώμα των ερωτώμενων.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις αναδεικνύουν εντάσεις που προκύπτουν από τη συγκυρία και οι οποίες δεν είχαν πρόσφατο προηγούμενο, όπως για παράδειγμα ο «ανταγωνισμός» μεταξύ των αγαθών της υγείας και της ζωής από τη μία και της ανάγκης για αξιοβίωτο βιοπορισμό από την άλλη. Εντάσεις που μοιάζουν να διαπερνούν οριζόντια την κοινωνία, δημιουργώντας σύνθετες και σε έναν ορισμένο βαθμό «πρωτότυπες» κοινωνικές συσπειρώσεις.
Παράλληλα όμως χαρτογραφούν και εντάσεις και διχασμούς που έχουν τη βάση τους στις κλασικές διαιρετικές τομές της κοινωνικής και πολιτικής ζωής και τις αποκλίσεις που προκαλούν κοινωνικο-δημογραφικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Αυτές αποτυπώνονται σε ανταγωνιστικές θεωρήσεις, για παράδειγμα, σε σχέση με το ρόλο του κοινωνικού κράτους ή και της φορολογίας για την παροχή δημόσιων αγαθών.
Έτσι έπειτα από τη δεκαετή σχεδόν οικονομική κρίση και την σε εξέλιξη πανδημία, δημιουργούνται δεδομένα, ρευστά βεβαίως σε ένα βαθμό λόγω των συνθηκών, που θέτουν σημαντικές προκλήσεις στη διαδικασία σχεδιασμού, χάραξης και υλοποίησης πολιτικών από τους δημόσιους δρώντες. Σε μία εποχή, μάλιστα, που κραταιές, προ κορωνοϊού, πεποιθήσεις για την οργάνωση της οικονομίας και της πολιτικής έχουν υπονομευθεί. Με αυξημένες, λοιπόν οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες να διαμορφώνονται. για την ανταπόκριση στις οποίες δρομολογούνται νέα εργαλεία άσκησης δημόσιων πολιτικών και κινητοποιούνται πρωτοφανούς εύρους πόροι, όσα αποτυπώνονται στην έρευνα χρήζουν προσεκτικής ανάγνωσης.