Τον Ιούνιο του 2020, ο 26χρονος τότε αναρχικός, Βασίλης Μάγγος, καταγγέλλει τον άγριο ξυλοδαρμό του από αστυνομικές δυνάμεις σε περιβαλλοντική διαμαρτυρία στον Βόλο, καθώς και την απάνθρωπη μεταχείριση που του επιφυλάχθηκε στη συνέχεια εντός του περιπολικού και του αστυνομικού τμήματος στο οποίο μεταφέρθηκε.
Ύστερα από την αδικαιολόγητη αστυνομική βαρβαρότητα που έχει υποστεί, γνωστοποιεί με ανάρτησή του στο Facebook στις 16 Ιουνίου του ίδιου έτους: «Βρίσκομαι στο νοσοκομείο με 6 ή 7 κατάγματα στα πλευρά και με θλάση στο συκώτι και την χοληδόχο κύστη, χτυπημένος άγρια και βασανισμένος από τις δυνάμεις καταστολής (ΜΑΤ, ΟΠΚΕ, Ασφάλεια). Υπάρχουν τα σχετικά βίντεο και φωτογραφίες, οπότε σας δίνω μια μικρή μόνο γεύση του τι έγινε… Εγώ την Κυριακή δεν ήμουν με το συγκεντρωμένο πλήθος, τυχαία βέβαια, με το που είδα τους δικούς μου ανθρώπους να διαμαρτύρονται έξω από τα δικαστήρια, σταμάτησα αμέσως με το μηχανάκι μου για να συσπειρωθώ με τους αλληλέγγυους… Δεν πρόλαβα όμως καν να φτάσω στους ασφαλίτες. Πετάχτηκε μια διμοιρία ΟΠΚΕ και μια ΜΑΤ, στοχευμένα και συγκεκριμένα για ‘μένα, μιας και με γνωρίζουν, ήρθαν τρέχοντας κατά πάνω μου και ξεκίνησαν να με βαράνε αναίτια, δολοφονικά, απάνθρωπα κι αλύπητα […]».
Όπως επισημαίνει ρεπορτάζ των Reporters United και του Χριστόφορου Κάσδαγλη, ο 26χρονος πεθαίνει περίπου έναν μήνα μετά τη συμπλοκή του με τους αστυνομικούς, από υπερβολική δόση ενός συνδυασμού ηρωίνης και συνταγογραφούμενων φαρμάκων. Η αναφορά του Εισαγγελέα Βόλου έχει αποφανθεί πως ο θάνατος δεν συνδεόταν με τα τραύματα. Ωστόσο, η οικογένειά του πιστεύει από την πρώτη στιγμή ότι έκανε χρήση ναρκωτικών προκειμένου να διαχειριστεί τις συνέπειες της κακοποίησης και θεωρεί την αστυνομία εν μέρει υπεύθυνη για τον θάνατό του. «Χωρίς να το λέμε ως σχήμα λόγου, πιστεύουμε πως ο Βασίλης πέθανε ένα μήνα μετά τη δολοφονία του», είχε δηλώσει στο Balkan Investigative Reporting Network (BIRN) ο πατέρας του, Γιάννης.
Σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του, η οικογένειά του παλεύει ακόμη για δικαίωση, αφού η υπόθεση βρέθηκε αντιμέτωπη με την κωλυσιεργία του δικαστικού συστήματος και τις προσπάθειες της κυβέρνησης να καλύψει την ΕΛ.ΑΣ δηλώνοντας πως ο Μάγγος -γνωστός στις αρχές ως αναρχικός που στα 18 του έσπασε τα τοπικά γραφεία της Χρυσής Αυγής- είχε συμπεριφερθεί απειλητικά εναντίον των αστυνομικών της Αστυνομικής Διεύθυνσης Μαγνησίας.
Οι τελευταίες θετικές εξελίξεις που αφορούν στους έξι αστυνομικούς που κακοποίησαν τον Βασίλη οδηγώντας τον σε άθλια κατάσταση στο νοσοκομείο, και οι οποίοι κατηγορούνται τώρα, μεταξύ άλλων, για βασανιστήρια και επικίνδυνη σωματική βλάβη με διάταξη του Ανακριτή Πλημμελειοδικών Βόλου, μας επιτρέπουν να πάρουμε μερικές ανάσες. Μιλώντας στην Popaganda, η δικηγόρος της υπόθεσης, Άννυ Παπαρρούσου, περιγράφει το δικαστικό χρονικό, εξηγώντας πώς φτάσαμε στη δίωξη των αστυνομικών για κακουργήματα.
«Το 2020 καταθέσαμε μια μήνυση κατά των αστυνομικών που συμμετείχαν στη βιαιοπραγία εναντίον του Βασίλη Μάγγου έξω από τα Δικαστήρια, αλλά και στα περιστατικά που διαδραματίστηκαν μέσα στο αστυνομικό τμήμα, έτσι όπως τα είχε περιγράψει ο Βασίλης», περιγράφει αρχικά η κα. Παπαρρούσου. «Αυτή η μήνυση απορρίφθηκε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Βόλου, ο οποίος άσκησε ωστόσο σε δεύτερο χρόνο ποινική δίωξη για επικίνδυνη σωματική βλάβη κατά τριών μόνο από τους συνολικά έξι εμπλεκόμενους αστυνομικούς. Στόχος των αρχών ήταν εμφανώς να κλείσουν την υπόθεση και έτσι έκαναν μια αυτεπάγγελτη δίωξη επιλέγοντας μικρότερα αδικήματα (εκείνο της σωματικής βλάβης). Τέτοιου είδους αδικήματα όμως, εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου».
Η ίδια καταγγέλλει ότι κατά την προκαταρκτική εξέταση που διαδέχτηκε τη μήνυσή τους, κατέθεσαν πάρα πολλοί αυτόπτες μάρτυρες οι οποίοι ωστόσο δεν ελήφθησαν υπόψη από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. «Όταν εκείνος άσκησε τη δίωξη κατά των τριών αστυνομικών, δεν είχε στα χέρια του και δεν έλαβε υπόψη του ένα μεγάλο προκαταρκτικό υλικό το οποίο είχε συλλεγεί κατά την εξέταση που ακολούθησε τη μήνυσή μας. Γι’ αυτό και δεν κάλεσε κανέναν αυτόπτη μάρτυρα στο ακροατήριο. Ήταν ξεκάθαρα μία ακόμα κίνηση στην προσπάθεια να κλείσουν την υπόθεση».
Η δίκη των τριών αστυνομικών, τους οποίους ο Εισαγγελέας εισήγαγε στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Βόλου, εκκρεμεί ακόμη. Ωστόσο, σύμφωνα με τη δικηγόρο της οικογένειας του Βασίλη, «Ο Εισαγγελέας άφηνε έξω από την ποινική δίωξη μία σειρά σημαντικών αδικημάτων όπως και άλλους εμπλεκόμενους αστυνομικούς. Για τον λόγο αυτό και κατά της απορριπτικής διάταξης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Βόλου, που απέρριπτε τη μήνυσή μας, προσφύγαμε όπως είχαμε το δικαίωμα βάσει νόμου, στην Εισαγγελία Εφετών Λάρισας η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την προσφυγή μας και πρόσθεσε και τους άλλους τρεις αστυνομικούς στη δίωξη (συνολικά τέσσερις των ΟΠΚΕ και δύο της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας για βασανιστήρια), και για περισσότερα αδικήματα, εκ των οποίων ένα είναι το κακούργημα των βασανιστηρίων».
Ύστερα από τη θετική αυτή εξέλιξη, η Εισαγγελία Εφετών Λάρισας διέταξε περαιτέρω ανάκριση η οποία πραγματοποιήθηκε, και, αφότου απολογήθηκαν, οι έξι αστυνομικοί αφέθηκαν ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους. «Οι περιοριστικοί όροι που τους επιβλήθηκαν, είναι η απαγόρευση εξόδου από την Ελλάδα και η παροχή εκ μέρους τους εγγυοδοσίας ενός συγκεκριμένου χρηματικού ποσού, προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων και να εξασφαλιστεί η εμφάνισή τους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου».
Αποτέλεσμα της ανάκρισης, ήταν να απαγγελθούν κατηγορίες κατά των έξι αστυνομικών της Αστυνομικής Διεύθυνσης Μαγνησίας για τις αξιόποινες πράξεις των βασανιστηρίων κατά συναυτουργία και κατά συρροή, της επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατά συναυτουργία και κατά συρροή, της έκθεσης κατά συναυτουργία, και της παράνομης κατακράτησης κατά συναυτουργία. Οι κατά συρροή κατηγορίες αφορούν τους τέσσερις αστυνομικούς των ΟΠΚΕ.
Ρωτώντας την κα. Παπαρρούσου ποια πιστεύει ότι θα είναι η συνέχεια στον αγώνα για τη δικαίωση του Βασίλη, η ίδια υπογραμμίζει πως, «Τώρα περιμένουμε να επικυρωθεί αυτή η κρίση της Εισαγγελίας Εφετών Λάρισας από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Βόλου, και εφόσον αυτό συμβεί, οι αστυνομικοί θα παραπεμφθούν και θα εισαχθούν κανονικά σε δίκη. Ο ανακριτής Βόλου έχει υιοθετήσει την κρίση της Εισαγγελίας και πιστεύουμε ότι και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών θα συμφωνήσει με τις κατηγορίες που έχουν αποδοθεί στους αστυνομικούς».