ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΑ

Σε όλη την Ευρώπη, οι αγρότες φωνάζουν: «Φτάνει, πια!»

Στις 18 Δεκεμβρίου, τρακτέρ από όλη τη Γηραιά Ήπειρο κατέφθασαν στις Βρυξέλλες, επιδίδοντας κοινό μήνυμα: Το αγροτικό μοντέλο που επιβάλλεται στην Ευρώπη δεν είναι πλέον βιώσιμο. Φόροι, χαμηλές τιμές παραγωγού, αθέμιτος ανταγωνισμός μέσω εμπορικών συμφωνιών ελευθέρου εμπορίου και μια Κοινή Αγροτική Πολιτική που ευνοεί τους μεγάλους παίκτες, σπρώχνουν τους μικρούς και μεσαίους αγρότες στα όριά τους.
Η οργή δεν ξέσπασε εν μία νυκτί. Πέρα από την Ελλάδα, που επιπλέον οι αγρότες αντιμετωπίζουν τη ζημία από τη διασπάθιση κοινοτικών ενισχύσεων, στο Παρίσι, το Βερολίνο, αλλά και στο μετα-Brexit Λονδίνο, τα τρακτέρ είχαν προηγουμένως βγει στους δρόμους με διαφορετικές αφορμές: Στο Λονδίνο, κατεβήκαν στολισμένα γιορτινά . Στη Γερμανία, παρατάχθηκαν μπροστά σε εκπτωτικά σουπερμάρκετ. Στη Γαλλία, «έραναν» με κοπριά κυβερνητικά κτίρια.

Αυτές οι εθνικές διαμαρτυρίες συνενώθηκαν τώρα σε ένα ενιαίο πανευρωπαϊκό μήνυμα αντίστασης με κοινό μήνυμα: «Φτάνει, πια!»

Ηνωμένο Βασίλειο: «Καλύτερα να πεθάνουμε μέχρι τον Απρίλιο»

Μία κάπως ασυνήθιστη συζήτηση διεξαγόταν στα μέσα Δεκεμβρίου στο βρετανικό Κοινοβούλιο. Ο βουλευτής των Εργατικών Άλισταιρ Καρμάικλ προειδοποιούσε τον πρωθυπουργό Κιρ Στάρμερ ότι κανείς δεν θα πρέπει να νιώθει πως «θα ήταν καλύτερα να πεθάνει μεταξύ τώρα και του επόμενου Απριλίου». Ο Στάρμερ αποκρινόταν: «Όχι, βεβαίως. Αλλά οι κυβερνήσεις οφείλουν να προχωρούν σε λογικές μεταρρυθμίσεις». Ποιοι σκέφτονται λοιπόν να αυτοκτονήσουν ομαδικά στο Ηνωμένο Βασίλειο; Οι Βρετανοί ηλικιωμένοι και ασθενείς αγρότες, προτού εφαρμοστεί ο φόρος κληρονομιάς στα αγροκτήματα που σχεδιάζει η κυβέρνηση – και πνίξει τα παιδιά τους. Ο πρωθυπουργός παραδέχτηκε ότι κάποιοι αγρότες του είπαν πως σκέφτονται να δώσουν τέλος στη ζωή τους.

Η βρετανική κυβέρνηση ετοιμάζεται να επιβάλει από τον ερχόμενο Απρίλιο 20% φόρο κληρονομιάς σε αγροτικές εκτάσεις και επιχειρήσεις που η αξία τους υπολογίζεται άνω του 1 εκατομμυρίου στερλινών. Το όριο ακούγεται υψηλό, ωστόσο αγγίζει πολλά μικρά οικογενειακά αγροκτήματα που μπορεί να έχουν στην κατοχή τους γη υψηλής αξίας, αλλά δεν είναι εύποροι. Σαν να έχεις κληρονομήσει για παράδειγμα ένα διαμέρισμα σε καλή περιοχή, αλλά εργάζεσαι με τον κατώτατο μισθό. 

«Στα χαρτιά, η γη μου κοστίζει 3,5 εκατομμύρια στερλίνες. Αλλά δεν θα δω ποτέ αυτά τα χρήματα εκτός κι αν αποτύχω οικτρά στη μόνη δουλειά που θέλω να κάνω, μια δουλειά για την οποία εκπαιδευόμουν μια ζωή», γράφει στον Guardian μια Βρετανίδα αγρότισσα. Και διευκρινίζει: «Μη με παρεξηγήσετε, η κυβέρνηση πρέπει να φορολογεί τους πλούσιους γαιοκτήμονες. Αλλά υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ εργαζομένων που δεν θέλουν να πουλήσουν τα αγροκτήματά τους και σε έναν πλούσιο μη αγρότη που ψάχνει να κρύψει τα κέρδη του».  

Γενικώς, οι Βρετανοί δεν διαδηλώνουν συχνά. Γι’ αυτό και όταν το αποφασίζουν, σημαίνει ότι τα πράγματα είναι εξόχως σοβαρά. Σε αυτή την κλίμακα, το γεγονός ότι από το 2024 οι αγρότες τους κατεβαίνουν συχνά σε μαζικές διαμαρτυρίες με τα τρακτέρ τους, αντιστοιχεί σε μικρή εξέγερση.  

Τον Νοέμβριο του 2025, τα τρακτέρ μπήκαν για άλλη μια φορά στο Λονδίνο, την ημέρα που στο Κοινοβούλιο συζητιόταν ο προϋπολογισμός. Έγιναν συλλήψεις. Ένα πλακάτ στην πλατεία Τραφάλγκαρ απολογούνταν στους πολίτες: «Συγγνώμη, Λονδίνο. Είμαι εδώ να αγωνιστώ για το μέλλον μου».   

Στις 15 Δεκεμβρίου, τα τρακτέρ έφθασαν για άλλη μια φορά μπροστά από το Ουεστμίνστερ, όταν μέσα γινόταν η δεύτερη ανάγνωση του φόρου κληρονομιάς στο πλαίσιο του Φορολογικού Νομοσχεδίου: «Στάρμερ, είσαι κλέφτης!» διεμήνυσαν στον πρωθυπουργό. 

«Ο άντρας μου πέθανε πέντε μήνες αφού πήραμε το αγρόκτημα», είπε μια αγρότισσα, που τότε έμεινε μόνη της με τέσσερα μωρά παιδιά. «Αν υπήρχε αυτός ο νόμος εκείνη την εποχή, θα έπρεπε να έχω πουλήσει τη φάρμα. Ο γιος μου ήταν 2 χρόνων. Τώρα είναι 30 και δουλεύει μαζί μου από τότε που τελείωσε τις γεωργικές σπουδές του. Είμαστε εργαζόμενοι. Τάισα τις αγελάδες και μετά ήρθα εδώ να διαδηλώσω… Ποιο είναι το πρόβλημά σου Ρέιτσελ Ριβς [σσ: υπουργός Γεωργίας] με τους αγρότες που ταΐζουν τον λαό αυτής τη χώρας με βρετανικό φαγητό; Γιατί το φέρνετε από το εξωτερικό; Γιατί πνίγετε την αγροτική κοινότητα;»

«Φροντίσαμε το αγρόκτημά μας σε περιόδους πολέμου, πανδημίας και οικονομικών προβλημάτων. Ο φόρος κληρονομιάς τώρα δείχνει πόσο λίγο σεβασμό έχει γι’ αυτό η κυβέρνηση», τονίζει άλλη αγρότισσα. 

Η νέα υπό εξέταση φορολογία όμως δεν ήταν η μοναδική αιτία της αγροτικής εξέγερσης στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι καθώς τα εισοδήματα και η ποιότητα ζωής των αγροτών έχουν καταρρεύσει μετά το Brexit, υποστηρίζουν. Η τιμή που πληρώνονται σήμερα για έναν τόνο σιτάρι είναι ίδια όπως πριν από δέκα χρόνια. 

Λονδίνο © EPA/TOLGA AKMEN

«Θα ερχόμαστε στο Λονδίνο όπως και όποτε θέλουμε»

Πριν προκύψει ο φόρος κληρονομιάς, αγρότες είχαν πάλι κατεβάσει τρακτέρ στο Λονδίνο, για παράδειγμα τον Απρίλιο του 2024. Οι διαδηλωτές ζητούσαν τον τερματισμό της συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου μεταξύ 11 χωρών του Ειρηνικού (όπως Ιαπωνία, Καναδάς, Αυστραλία, Μεξικό κ.ά.), στην οποία έχει ενταχθεί το Ηνωμένο Βασίλειο. Υποστηρίζουν ότι η Συνολική και Προοδευτική Συμφωνία για τη Διασυνοριακή Εταιρική Σχέση στον Ειρηνικό (CPTPP), σε συνδυασμό με ανεπαρκείς ελέγχους και παραπλανητική σήμανση ως βρετανικών προϊόντων που ποτέ δεν παρήχθησαν στη χώρα, επιτρέπει εισαγωγές τροφίμων με χαμηλότερα πρότυπα από τα βρετανικά, πιέζοντας τις τιμές των ντόπιων παραγωγών. 

Ταυτόχρονα, υποστηρίζουν ότι το εισόδημά τους συμπιέζεται από τα σουπερμάρκετ και την κλιματική αλλαγή. Από τη νέα χρονιά, μάλιστα, θα επιβαρυνθούν (και όχι μόνο στη Βρετανία) και με φόρο στα λιπάσματα, καθώς τίθεται σε ισχύ ο μηχανισμός Carbon Border Adjustment Mechanism (CBAM) της ΕΕ, που «φορολογεί στα σύνορα» προϊόντα όπως ο χάλυβας, το τσιμέντο, το αλουμίνιο, τα λιπάσματα και η ηλεκτρική ενέργεια, όταν παράγονται με υψηλές εκπομπές άνθρακα. Δεδομένου ότι τόσο η ΕΕ όσο και το Ηνωμένο Βασίλειο εξαρτώνται από εισαγόμενα λιπάσματα, ο CBAM αναμένεται να προκαλέσει σοβαρούς κραδασμούς στην αλυσίδα εφοδιασμού, εκτοξεύοντας το κόστος της αγροτικής παραγωγής και, κατ’ επέκταση, τις τιμές των τροφίμων.

Όσον αφορά στον φόρο κληρονομιάς, έχει ενδιαφέρον ότι η πιο μεγάλη βρετανική αλυσίδα σουπερμάρκετ Tesco στήριξε τους αγρότες, δηλώνοντας ότι «η διατροφική επάρκεια της χώρας βρίσκεται σε κίνδυνο». Μαζί τους σε αυτό τάχθηκαν και οι αλυσίδες Aldi και Lidl.  

Η βρετανική κοινωνία δεν έπεσε στην παγίδα του κοινωνικού αυτοματισμού. Στις 10 Δεκεμβρίου, είκοσι τρακτέρ μπήκαν πάλι στο Λονδίνο, αυτή τη φορά όμως στολισμένα χριστουγεννιάτικα, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης των αγροτών:  «Οι άνθρωποι μας στήριξαν τόσο, ακόμα και όταν τους εμποδίζαμε στους δρόμους, οπότε νιώσαμε ότι πρέπει να επιστρέψουμε κάτι». Με αφορμή τη γιορτινή παρέλαση, συγκέντρωσαν μάλιστα και χρήματα για τους άστεγους της πρωτεύουσας. 

Ταυτόχρονα, έστειλαν κι ένα μήνυμα σε κυβέρνηση και αστυνομία: «Θα ερχόμαστε στο Λονδίνο όπως και όταν θέλουμε».

Γαλλία © EPA/GUILLAUME HORCAJUELO

Γαλλία: «Σκ@τά στην πολιτική σας»

Η Γαλλία σίγουρα είναι μια πολύ διαφορετική περίπτωση από τη Βρετανία, καθώς η χώρα έχει μακρά παράδοση σε συχνές, μαζικές και επίμονες κινητοποιήσεις. Σε έναν τόπο όπου το επίσημο κράτος ενέκρινε τον αποκεφαλισμό της Μαρίας Αντουανέτας ως εικαστικό δρώμενο στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Παρισιού, οι Γάλλοι αγρότες δεν θα μπορούσαν να πράξουν τίποτε λιγότερο από το να μπλοκάρουν δρόμους και σιδηροδρομικές γραμμές – και να πετάξουν (κυριολεκτικά) σκατά σε κυβερνητικά κτίρια και στις δυνάμεις καταστολής.

Από τις αιτίες των γαλλικών κινητοποιήσεων, έχει προβληθεί περισσότερο η απόφαση της γαλλικής κυβέρνησης να θανατώνονται όλα τα βοοειδή στις αγροτικές μονάδες όπου εντοπίζεται έστω κι ένα κρούσμα οζώδους δερματίτιδας, μιας ιογενούς ασθένειας που δεν μεταδίδεται στον άνθρωπο – ούτε μέσω επαφής με το μολυσμένο ζώο ούτε μέσω την κατανάλωσης κρέατος και γαλακτοκομικών. Μπορεί ωστόσο να πυροδοτήσει εμπορικές απαγορεύσεις και να οδηγήσει σε οικονομική ζημία, σημειώνει το Reuters. Η Γαλλίδα υπουργός Γεωργίας Ανί Ζενεβάρ υποστήριξε ότι μπορεί να οδηγήσει σε εξαφάνιση 1,5 εκατομμύρια ζώα στη Γαλλία, ήτοι το 10% σε εθνικό επίπεδο. 

Οι Γάλλοι αγρότες που διαδηλώνουν ανήκουν κυρίως σε μικρότερα συνδικάτα. «Για να δοθεί ένα τέλος σε αυτή την τρέλα», όπως δήλωσε η Συνομοσπονδία Γάλλων Αγροτών, χαρακτηρίζοντας τη διαχείριση της κρίσης από την κυβέρνηση «πιο τρομακτική από την ίδια την ασθένεια».

Η FNSEA (Fédération Nationale des Syndicats d’Exploitants Agricoles), η μεγαλύτερη ένωση αγροτών στη Γαλλία, στηρίζει την κυβερνητική πολιτική. Μικρότερες αγροτικές ενώσεις και συλλογικότητες την έχουν κατηγορήσει ότι είναι ταγμένη «στα συμφέροντα των πολυεθνικών και του αγροτοβιομηχανικού συμπλέγματος». Ο πρόεδρός της είναι «αγρο-μάνατζερ» όπως αναφέρει η Monde Diplomatique: Παραγωγός ελαιούχων σπόρων –και καλαμποκιού– σε ένα αγρόκτημα επτά χιλιάδων στρεμμάτων (δεκαπλάσιο του μέσου αγροκτήματος στη Γαλλία) και πρόεδρος του διεθνούς αγροτοβιομηχανικού ομίλου Avril, «γνωστού για τα σπορέλαια Lesieur, του οποίου ο κύκλος εργασιών για το 2022 ξεπέρασε τα 9 δισεκατομμύρια ευρώ».

Εκείνο που αναφέρεται λιγότερο ωστόσο όσον αφορά στις κινητοποιήσεις των Γάλλων αγροτών είναι πως τελούν εν εξάλλω και ηγούνται των διαμαρτυριών εναντίον της επικείμενης συμφωνίας ελευθέρου εμπορίου της ΕΕ με τα κράτη του εμπορικού μπλοκ Mercosur (Βραζιλία, Αργεντινή, Ουρουγουάη, Παραγουάη, Βολιβία), η οποία σταδιακά θα άρει τους δασμούς στα περισσότερα εμπορευόμενα αγαθά μεταξύ των δύο μπλοκ για τα επόμενα 15 χρόνια. 

Οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν το 1999. Η συμφωνία ολοκληρώθηκε πέρσι, αλλά αναμενόταν να ψηφιστεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πριν το τέλος του έτους. Οι υποστηρικτές της ισχυρίζονται ότι θα διευκολύνει τους αγρότες της Ευρώπης, ιδιαίτερα μετά την επιβολή των αμερικανικών δασμών και δεδομένου του ανταγωνισμού από την Κίνα. Θα επιτραπεί έτσι στην ΕΕ να εξάγει περισσότερα οχήματα, μηχανήματα και κρασί στη Νότια Αμερική, ενώ θα εισάγει περισσότερο μοσχάρι, ζάχαρη, σόγια και ρύζι. Οι αγρότες φοβούνται ότι απλώς θα πλημμυρίσει την αγορά με φθηνά προϊόντα, που παράγονται με χαμηλότερα ποιοτικά και περιβαλλοντικά κριτήρια. Εάν επικυρωθεί, θα καλύπτει μια αγορά 780 εκατομμυρίων ανθρώπων και θα αντιστοιχεί στο 25% του παγκόσμιου ΑΕΠ. 

«Δεν θα αγοράσουμε αυτά τα νοτιοαμερικανικά προϊόντα εφόσον υπάρχουν ισοδύναμα γαλλικά προϊόντα», δήλωνε ο Ντομινίκ Σελσέρ, επικεφαλής της Coopérative U, ενός μεγάλου γαλλικού συνεταιρισμού λιανικής πώλησης τροφίμων. 

Κι έπειτα πήραν τα τρακτέρ τους και κατέβηκαν με τα τρακτέρ στις Βρυξέλλες για να το καταστήσουν ακόμα πιο σαφές. 

Γαλλία © EPA/GUILLAUME HORCAJUELO

EPA/GUILLAUME HORCAJUELO

Γερμανοί αγρότες εναντίον Lidl

Έξω από τα κεντρικά του Lidl στην πόλη Μπαντ Βίμπφεν της Γερμανίας γινόταν χαμός. Το ίδιο κι έξω από ένα κέντρο διανομής της αλυσίδας στο Ράντεμπουργκ και από την κεντρική αποθήκη στο Κλόπενμπουργκ. Ήταν Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου, και δεν επρόκειτο για συνωστισμό για χριστουγεννιάτικα ψώνια. Οι Γερμανοί αγρότες με τα τρακτέρ τους διαμαρτύρονταν για τις χαμηλές τιμές γάλακτος και βουτύρου κατηγορώντας τις αλυσίδες χαμηλού κόστους ότι τις ρίχνουν σε μη βιώσιμα για εκείνους επίπεδα. 

Οι τιμές βουτύρου, γάλακτος και τυριού βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση διεθνώς, σημειώνουν αναλυτές (σσ: Στην Ελλάδα βέβαια ανεβαίνουν), μεταξύ άλλων λόγω της αυξημένης παραγωγής γάλακτος. 

Σε διαδικτυακό τους ψήφισμα, οι Γερμανοί αγρότες κατηγόρησαν το Lidl για πρακτικές «dumping», δηλαδή για πώληση προϊόντων σε τιμές πολύ χαμηλότερες του κόστους παραγωγής ή των κανονικών τιμών της αγοράς. Ενδεικτικά, στη Γερμανία ένα πακέτο βούτυρο «ετικέτας» των 250 γραμμαρίων κοστίζει λιγότερο από ένα ευρώ.

Οι τέσσερις μεγαλύτερες αλυσίδες σουπερμάρκετ της Γερμανίας, ανάμεσά τους και η Lidl, ελέγχουν στη χώρα το 87% της αγοράς, σύμφωνα με τον Στέφεν Βόγκελ, ειδικό στις αλυσίδες προμηθειών της οργάνωσης Oxfam. «Μέσα από την πίεση των τιμών και τη δύναμη που διαθέτουν στην αγορά, μπορούν να ορίζουν ποιος μπαίνει στη γερμανική αγορά και ποιος όχι».

Η γερμανική αλυσίδα Lidl διαθέτει 9.000 καταστήματα εκτός Γερμανίας, ενώ η Aldi 7.600 – κι έτσι έχουν τη δύναμη «να ρίχνουν τις τιμές σε οποιαδήποτε χώρα δραστηριοποιούνται», όπως είπε στο Politico ο ειδικός στο εμπόριο τροφίμων Στεφάν Ρούσεν.  

Έχουν προηγηθεί ωστόσο και άλλες αγροτικές κινητοποιήσεις στη Γερμανία. Στις αρχές του 2024, Γερμανοί αγρότες μπήκαν με 5.000 τρακτέρ στο Βερολίνο, αφού προηγουμένως είχαν στήσει μπλόκα στις εισόδους αυτοκινητοδρόμων. Προβλήθηκε περισσότερο ότι διαμαρτύρονταν για τη σχεδιαζόμενη περικοπή επιδοτήσεων και φοροαπαλλαγών για το diesel και τα αγροτικά οχήματα, με την κυβέρνηση να οπισθοχωρεί μερικώς αργότερα. 

Το συνδικάτο του Abl υποστήριξε ότι ενδεχόμενη αύξηση του diesel θα πλήξει καίρια τα αγροκτήματα, αφού δεν υπάρχουν ουσιαστικά εναλλακτικές στα αγροτικά μηχανήματα που λειτουργούν με αυτό.  

Το πιο κρίσιμο και αντιφατικό είναι ότι οι μικρότερες αγροτικές μονάδες που επιδίδονται σε πιο βιώσιμες αλλά ως εκ τούτου πιο ακριβές αγροτικές πρακτικές θα επηρεάζονταν δυσανάλογα περισσότερο από αυτές τις περικοπές. 

Χαρακτηριστικά ήταν τα πλακάτ στις διαδηλώσεις, όπως: «Κανένας φόρος στα βιολογικά προϊόντα», «Δημοκρατία, όχι κορπορατισμός», «Αγροκτήματα, όχι μεγάλες αγροτικές μπίζνες». Και οι Γερμανοί αγρότες εμφανίστηκαν αντίθετοι με συμφωνίες όπως της Mercosur, όπως οι Γάλλοι. 

Η γερμανική κοινωνία εμφανίζεται υποστηρικτική στα αιτήματα των αγροτών της. Σε μια έρευνα που έγινε στις αρχές του 2024 για τις μεγάλες διαδηλώσεις, το 65% δήλωσε ότι τις κατανοεί. 

Θεσσαλονίκη © EPA/ACHILLEAS CHIRAS

Βρυξέλλες © EPA/OLIVIER MATTHYS

Πολιτική υπέρ των agribusiness, όχι των μικρών αγροκτημάτων

Η απειλή περικοπής των επιδοτήσεων για το αγροτικό ντίζελ «ήταν μόνο η αφορμή για τις διαδηλώσεις», κατέληγε μελέτη του ScienceDirect για τη Γερμανία. Τα αίτια ήταν βαθύτερα: «συνδυασμός έντονης οικονομικής πίεσης, αγροτικών μεταρρυθμίσεων, αίσθησης κοινωνικής απαξίωσης και αυξανόμενων περιβαλλοντικών απαιτήσεων».

Οι ανησυχίες αναδεικνύονται κοινές στον αγροτικό κόσμο στην ΕΕ. Πέρα από τις εθνικές ιδιαιτερότητες, τους Ευρωπαίους αγρότες ενώνει ότι πλήττονται από πολιτικές που ευνοούν κυρίως το αγροτοβιομηχανικό σύμπλεγμα και τις πολυεθνικές (Στην Ελλάδα έχουμε και μια πανευρωπαϊκή ιδιαιτερότητα, οι αγρότες αντιμετωπίζουν επιπλέον τη διασπάθιση κοινοτικών αγροτικών κονδυλίων).

Στη Βρετανία, ο φόρος κληρονομιάς στη γεωργική γη εκτιμάται ότι θα επιταχύνει τη συγκέντρωση της παραγωγής: όσοι διαθέτουν κεφάλαιο θα αντέξουν, ενώ μικρότερες εκμεταλλεύσεις κινδυνεύουν να εξαγοραστούν ή να εξαφανιστούν.

Τις μεγάλες μονάδες καταγγέλλεται ότι ωφελεί και η συμφωνία ελευθέρου εμπορίου CPTPP αλλά και εκείνη της ΕΕ με το μπλοκ Mercosur. Ταυτόχρονα, η ευρωπαϊκή Κοινή Αγροτική Πολιτική –παρά τον δηλωμένο στόχο της διατροφικής ασφάλειας και της στήριξης του εισοδήματος– στην πράξη ευνοεί τους μεγάλους: το 80% των επιδοτήσεων καταλήγει στο 20% των αγροκτημάτων. Μεταξύ 2005 και 2020, τα αγροκτήματα στην ΕΕ μειώθηκαν κατά 37%, κυρίως τα μικρά. Σύμφωνα με τη Eurostat, το κόστος παραγωγής αυξήθηκε κατά 10% το 2022, ενώ οι τιμές που λαμβάνουν σήμερα οι αγρότες είναι κατά 9% χαμηλότερες από τότε.

Κι έτσι, τρακτέρ από όλη την Ευρώπη κατέβηκαν στις Βρυξέλλες στις 18 Δεκεμβρίου να διαδηλώσουν μήπως εισακουστούν πίσω από τις κλειστές πόρτες άλλης μίας συνόδου. Όπως δήλωσε εκπρόσωπος της γαλλικής αγροτικής Συνομοσπονδίας Paysanne, «η οργή στις αγροτικές περιοχές έχει φτάσει σε πρωτοφανή επίπεδα».

Δέσποινα Παπαγεωργίου