Μπορεί 15 πλέον μήνες μετά το πολύνεκρο ναυάγιο της Πύλου, οι επίσημες έρευνες να μην έχουν καταλήξει στον τρόπο με τον οποίο βυθίστηκε το αλιευτικό σκάφος Adriana, ωστόσο μέσα σε λιγότερες από 24 ώρες από τη στιγμή που οι 104 επιζώντες βρέθηκαν στη στεριά, είχε σχηματιστεί εις βάρος 9 εξ αυτών μια δικογραφία με βαρύτατες κατηγορίες που τους έφερε αντιμέτωπους με χιλιάδες χρόνια φυλάκισης. Στις 21 Μαΐου, οι 9 Αιγύπτιοι κατηγορούμενοι, ηλικίας από 21 έως 41 ετών, βρέθηκαν στο εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Καλαμάτας αντιμετωπίζοντας κατηγορίες για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, διακίνηση μεταναστών, παράνομη είσοδο στη χώρα και πρόκληση ναυαγίου.
Δεδομένου όμως ότι το ναυάγιο έγινε σε διεθνή ύδατα, τα ελληνικά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την υπόθεση και οι δικηγόροι των 9 κατηγορούμενων ζήτησαν την απόρριψη της εκδίκασης, με αποτέλεσμα οι Αιγύπτιοι να κριθούν αθώοι και να αναδειχθεί για μία ακόμα φορά ο προσχηματικός χαρακτήρας της προσπάθειας ενοχοποίησης των μετακινούμενων, που δικάζονται σε δίκες fast-track χωρίς αποδεικτικά στοιχεία και συχνά χωρίς τη δυνατότητα διερμηνείας των όσων λέγονται στο δικαστήριο στη γλώσσα τους.
Πριν τη δίκη οι 9 άνθρωποι έμειναν προφυλακισμένοι για έναν χρόνο ως εγκληματίες, για μια υπόθεση που εξαρχής δεν ευασταθούσε στα ελληνικά δικαστήρια. Οι ίδιοι είχαν αναγνωριστεί ως μέλη του πληρώματος από 9 άλλους επιζώντες που έδωσαν μαρτυρίες υπό την πίεση των αρχών λίγες ώρες μετά τη βύθιση του Adriana, σε κρίσιμη ψυχολογική και σωματική κατάσταση. Η αναγνώρισή τους, όπως λένε οι δικηγόροι τους, έγινε επειδή έκαναν απλές εργασίες στο πλοίο, όπως το να δίνουν μπουκάλια με νερό ή χουρμάδες σε άλλους επιβάτες.
Εκείνη την περίοδο, η κα. Έφη Δούση, μία εκ των δικηγόρων των προσφύγων, είχε εκφράσει «έντονη δυσπιστία σχετικά με το πώς αξιολογήθηκε το αποδεικτικό υλικό που εισέφερε η υπεράσπιση κατά τη διαδικασία της προδικασίας, το οποίο περιλαμβάνεται στη δικογραφία, αλλά και το υλικό που είναι δημοσιευμένο και διαθέσιμο στις αρχές από τον Τύπο».
Πριν από τη δίκη, οι αιτήσεις που είχαν γίνει από τους δικηγόρους των προσφύγων για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων είχαν απορριφθεί χωρίς καμία ουσιαστική αιτιολογία και παρά το γεγονός ότι η υπεράσπιση των 9 είχε εισφέρει όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία οι αρχές ως αρμόδιες όφειλαν να έχουν αναζητήσει. Το αίτημα για το άνοιγμα των κινητών τηλεφώνων των προσφύγων, που κατέθεσαν οι δικηγόροι, είχε απορριφθεί, όπως και το αίτημα συλλογής αποδεικτικού υλικού με περισσότερα από 44 αποδεικτικά στοιχεία τα οποία θα συνέβαλαν στην αποτελεσματική διερεύνηση των αιτιών της βύθισης. Το αίτημα να εξεταστούν και οι 104 διασωθέντες του ναυαγίου, επίσης απορρίφθηκε από την πρώτη μέρα.
Παρά την αθώωσή τους, η περιπέτεια για τους 9 κατατρεγμένους δεν τελείωσε εκεί. Οι 9 πρόσφυγες, αν και νομικά αθώοι (όπως και οι υπόλοιποι διασωθέντες), παρέμειναν διοικητικά κρατούμενοι μετά τις 21 Μαΐου. Ύστερα από διαδοχικές ενστάσεις που κατέθεσαν οι δικηγόροι τους, οι 8 εξ αυτών αφέθηκαν τελικά ελεύθεροι. Ένας πρόσφυγας συνέχισε να κρατείται στο κέντρο απέλασης στην Πέτρου Ράλλη, αφού του απέρριψαν δύο φορές την αίτηση ασύλου και οι ελληνικές αρχές του αρνήθηκαν την υποστήριξη και την προστασία που χρειαζόταν ύστερα από τα τραυματικά γεγονότα που βίωσε. Η ομάδα υπεράσπισης των 9 κατέθεσε εκ νέου αίτηση ασύλου για τον πρόσφυγα, ο οποίος αφέθηκε τελικά ελεύθερος.
Φτάνοντας στο παρόν, και οι 104 αιτούντες άσυλο πρόκειται να εξεταστούν αύριο σε β’ βαθμό ενώπιον της 10ης Ανεξάρτητης Επιτροπής της Αρχής Προσφυγών. Οι διασωθέντες με καταγωγή από το Πακιστάν, τη Συρία, την Αίγυπτο και την Παλαιστίνη αιτούνται την πλήρη και εξ’ υπαρχής εξέταση της αίτησής τους για χορήγηση διεθνούς προστασίας (αρ. 102 παρ. 10 Ν 4939/2022) και την αναγνώρισή τους ως πρόσφυγες.
Όσον αφορά στην αναζήτηση των αιτιών του ναυαγίου, η παραμονή των επιζώντων στην Ελλάδα είναι αναγκαία για την περαιτέρω εξέταση της υπόθεσης, καθώς οι μαρτυρίες τους (που μέχρι σήμερα έχουν αγνοηθεί επίμονα από το κράτος) είναι πολύτιμες. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης σε α’ βαθμό, οι αιτούντες άσυλο δεν δέχτηκαν ερωτήσεις αναφορικά με το αν η επιστροφή τους στις χώρες καταγωγής τους θα μπορούσε να θέσει τη ζωή τους σε κίνδυνο, και στη διάρκεια της ποινικής διερεύνησης της υπόθεσης, παρά την υποχρέωση της Υπηρεσίας Ασύλου να συλλέξει «τα στοιχεία που απαιτούνται για την κατά το δυνατόν πλήρη τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας», κάτι τέτοιο δεν έγινε.
Η Υπηρεσία Ασύλου πέραν του ότι δεν διέθετε επαρκές χρονικό διάστημα για την προετοιμασία των διασωθέντων ενόψει της συνέντευξης, δεν παρείχε και τις ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως αυτές αποτυπώνονται στο αρ. 72 Ν 4939/2022, με πιο σημαντική την απουσία ψυχολογικής υποστήριξης από εξειδικευμένους φορείς, πριν τη διεξαγωγή της συνέντευξής τους – κάτι το οποίο έχει καταγραφεί και σε ανάλογες περιπτώσεις επιζώντων ναυαγίων.
Επιπλέον, από τη στιγμή που οι αιτούντες άσυλο επιστραφούν στις χώρες καταγωγής τους, πρόκειται να συλληφθούν επιτόπου από τις αρχές και να υποστούν διαδικασίες ανάκρισης, που στόχο έχουν να κατονομάσουν στις αρχές τα άτομα που διευκόλυναν την παράτυπη έξοδό τους από τις χώρες τους προς τη Λιβύη, και να διαθέσουν τα στοιχεία των ατόμων που θα υποδείξουν ως διακινητές.
Σύμφωνα με τη Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων, οι προσφεύγοντες πρέπει να τυγχάνουν προστασίας από απέλαση στην χώρα καταγωγής τους. Η ιδιότητα των προσφευγόντων ως επιζήσαντες πολύνεκρου ναυαγίου, βίας και απάνθρωπων συνθηκών μεταχείρισης στη Λιβύη, σχετίζεται άμεσα με τις ανάγκες προστασίας τους σύμφωνα με τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις των αρ. 3 ΕΣΔΑ, αρ. 4 και 19, παρ. 2 και αρ. 3 και 14 της Σύμβασης κατά των Βασανιστηρίων.