Στις Ευρωεκλογές του 2019 φύσηξε ένα αεράκι αισιοδοξίας, καθώς σημειώθηκε μια σημαντική αλλαγή τάσης στη συμμετοχή των ψηφοφόρων, που αυξήθηκε για πρώτη φορά σε 50 χρόνια. Σε ολόκληρη την Ε.Ε, η συμμετοχή έφτασε κοντά στο 51% -το υψηλότερο ποσοστό από το 1994- ενώ στην Ελλάδα άγγιξε το 59%, ξεπερνώντας πολλές από τις εθνικές εκλογές της τελευταίας δεκαετίας.
Ωστόσο, η αυξανόμενη προσέλευση των ψηφοφόρων συνέπεσε με τη ζοφερή στροφή προς τον λαϊκισμό και την ακροδεξιά στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα, το 2023 σημειώθηκε το δυσοίωνο ρεκόρ του ιστορικά υψηλότερου ποσοστού αποχής από τις εθνικές εκλογές, που άγγιξε το 47,17%, ενώ η είσοδος τριών ακροδεξιών και νεοναζιστικών κομμάτων στην ελληνική Βουλή -μετά, μάλιστα, την καταδίκη της Χ.Α.- άγγιξε συνολικά σχεδόν το 13%.
Εν μέσω ισχυροποίησης των λαϊκιστικών, ακροδεξιών, αντιευρωπαϊκών και ξενοφοβικών αντιλήψεων που απειλούν το μέλλον των κρατών-μελών της Ε.Ε. και ιδίως των μικρότερων, όπως η Ελλάδα, οι επερχόμενες Ευρωεκλογές του Ιουνίου παρουσιάζουν κομβική σημασία.
Ο Δρ. Γιώργος Σαμαράς, Επίκουρος Καθηγητής Δημόσιας Πολιτικής στο Πολιτικό Ινστιτούτο και τη Διεθνή Σχολή Διοίκησης, King’s College London, μιλάει στην Popaganda για την ανάγκη αυξημένης συμμετοχής, η οποία ωστόσο κινδυνεύει να αναχαιτιστεί από το αίσθημα αναξιοπιστίας που μεταγγίζουν στους ψηφοφόρους οι υποψήφιοι των πολιτικών κομμάτων στην Ελλάδα.
Κάθε πενταετία η συζήτηση επικεντρώνεται στη σημασία της ψήφου στις Ευρωεκλογές, καθώς και στο κατά πόσο μπορούμε να αντιληφθούμε την ποιότητα και τη σπουδαιότητα της διαδικασίας. «Το επίπεδο όμως έχει πέσει πλέον θεαματικά», θα μου πει ο Γιώργος Σαμαράς. «Το γεγονός ότι πολλά άτομα από τις ελληνικές ομάδες μέσα στο Ευρωκοινοβούλιο (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΧΑ, ΣΥΡΙΖΑ) βρέθηκαν αντιμέτωπα με νομικά ζητήματα, αποδεικνύει ότι κάτι νοσεί στον τρόπο επιλογών των υποψηφίων. Ανάμεσά τους υπάρχουν πολιτικά πρόσωπα με σκοτεινό παρελθόν, όπως η Εύα Καϊλή ή ο καταδικασμένος Γιάννης Λαγός».
Με την πρόσφατη αποπομπή της Άννας-Μισέλ Ασημακοπούλου από το ευρωψηφοδέλτιο της ΝΔ, μετά τις αντιδράσεις που προκάλεσε η υπόθεση με τη διαρροή των emails των ομογενών, η δυσπιστία του κόσμου έχει κάθε λόγο να μεγεθυνθεί. Και μην ξεχνάμε την υπόθεση Γεωργούλη, «η οποία μας επιβεβαίωσε ότι πολλά πρόσωπα που πηγαίνουν στο Ευρωκοινοβούλιο είναι χαμηλής ποιότητας, χωρίς πολιτική εμπειρία, και φτάνουν στο σημείο να εκμεταλλεύονται ακόμα και τα καθήκοντά τους. Τα κριτήρια επιλογής δεν είναι αυστηρά, αλλά σχεδόν ισοπεδωτικά», θα πει ο Επίκουρος Καθηγητής και θα προσθέσει ότι «κάθε κόμμα δείχνει να διαθέτει τους δικούς του μηχανισμούς στην επιλογή προσώπων. Στους υποψήφιους της ΝΔ, χαρακτηριστικά, βλέπουμε να έχει γίνει επιλογή εξτρεμιστών (η περίπτωση του Φρέντι Μπελέρη) που έχουν μπει μέχρι και στη φυλακή. Τα κριτήρια στην πλειονότητά τους είναι κομματικά και όχι πολιτικά, εστιάζοντας σε αυτά τα πρόσωπα που τηρούν τη βάση κάθε κόμματος».
Οι ψηφοφόροι επιθυμούν την εκπροσώπησή τους στο Ευρωκοινοβούλιο και την άμεση υποστήριξη θεμάτων που τους αφορούν από πρόσωπα άξια εμπιστοσύνης, δεδομένου του σοβαρού αντίκτυπου που έχουν οι αποφάσεις τόσο στην ευρωπαϊκή πολιτική όσο και την εθνική. Αντ’ αυτού, όπως τονίζει ο Γιώργος Σαμαράς, «τα κριτήρια των επιλογών είναι χείριστα και ο κόσμος βλέπει πρόσωπα χωρίς πολιτική εμπειρία, με μία κλίση στον λαϊκισμό και τον εθνολαϊκισμό. Όταν λοιπόν, σαν ψηφοφόρος, έρχεσαι αντιμέτωπος/η με ένα τόσο ομιχλώδες σκηνικό στην επιλογή προσώπων, δεν υπάρχουν ισχυρά κίνητρα για να σε οδηγήσουν στην κάλπη και να επιλέξεις έναν υποψήφιο που θα σε εκπροσωπήσει».
«Όσο περνούν τα χρόνια, αποδεικνύεται ότι η αποχή επηρεάζει αρνητικά τις αριστερές δυνάμεις»
Μία ακόμα παράμετρος που χρήζει στενής παρακολούθησης στις ευρωεκλογές, είναι το κατά πόσο θα συνδεθεί η αποχή με τα επίπεδα των εθνικών εκλογών του 2023 (47,17%), τα οποία ήταν τα υψηλότερα και πιο δυστοπικά που έχουν σημειωθεί μετά τη Μεταπολίτευση. Όπως εξηγεί ο καθηγητής, «αυτό σημαίνει ότι ενδέχεται τα ποσοστά αποχής στις φετινές ευρωεκλογές να αυξηθούν σε σχέση με το 2019. Αν συμβεί αυτό, δεδομένης της μεγάλης αγανάκτησης και της σημαντικής κοινωνική οργής που αναδύεται από τις παθογένειες στην ελληνική κοινωνία, εμμέσως κερδισμένες θα βγουν κυρίως οι δεξιές δυνάμεις».
«Όσο περνούν τα χρόνια, αποδεικνύεται ότι η αποχή επηρεάζει αρνητικά τις αριστερές δυνάμεις. Ήδη από το 2023 υπάρχει αυτή η αίσθηση -που έχει εντυπωθεί στην ελληνική κοινωνία- ότι λόγω της χαμηλής συμμετοχής στις εθνικές εκλογές χαμένες βγήκαν κυρίως οι αριστερές δυνάμεις. Τα αποκαρδιωτικά αποτελέσματα του ‘23 έχουν χαρακτηρίσει μια γενιά ψηφοφόρων που μπορεί έναν χρόνο μετά να μην θέλουν να ασχοληθούν με την πολιτική. Αν λοιπόν ο αριστερός κόσμος δεν μπορεί να συνασπιστεί ή να συσπειρωθεί γύρω από συγκεκριμένους μηχανισμούς κομμάτων που θέλει να υποστηρίξει, η ψήφος χάνεται. Το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού επηρεάζεται από τις εξελίξεις στην Ελλάδα και δεν θέλει να ψηφίσει γιατί έχει απογοητευτεί πολλάκις από την αριστερά».
Η ταχύτατη άνοδος των ακροδεξιών και νεοναζιστικών κομμάτων, σε όλες πλέον τις χώρες της Ευρώπης, είναι ανησυχητική, γεγονός το οποίο αποδεικνύει η συσπείρωση και ισχυροποίηση της πολιτικής ομάδας ECR (European Conservatives and Reformists / Ευρωπαίοι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές). Σε αυτή την ισχυροποίηση συμβάλλει και η είσοδος άλλων ακροδεξιών συνδυασμών. Ο Γιώργος Σαμαράς επισημαίνει ότι «η Meloni μαζί με το κόμμα Brothers of Italy έχει κυριαρχήσει σε αυτό τον χώρο και τον έχει μετατοπίσει προς τα άκρα δεξιά. Αν ανατρέξουμε στην ιστορία των ECR στο Ευρωκοινοβούλιο, ήταν ένα συντηρητικό μπλοκ το οποίο ασκούσε μια ευρωσκεπτικιστική αντιπολίτευση και πλέον, αντί να εκφράζει τους ευρωσκεπτικιστές, εκφράζει τους ακροδεξιούς. Από την Κύπρο, επίσης, έχουμε την είσοδο του ΕΛΑΜ (Εθνικό Λαϊκό Μέτωπο) στο ECR, το οποίο βρίσκεται κοντά στο 15% στις δημοσκοπήσεις. Το ποσοστό αυτό είναι αρκετό για να ασκήσει δημόσια πολιτική και πίεση στις ευρωπαϊκές δυνάμεις μετά τις εκλογές».
«Θα δούμε σοβαρές εξελίξεις σε ζητήματα όπως το μεταναστευτικό, τα ΛΟΑΤΚΙ+ και τρανς δικαιώματα, στη συνολική εξωτερική πολιτική, στον πόλεμο στην Ουκρανία, τη Γάζα κ.ά.»
Αν στα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, όπως αναμένουν οι ειδικοί, οι ακροδεξιοί αποσπάσουν το 25-30% των θέσεων στο Ευρωκοινοβούλιο, θα μπορούν πλέον λόγω της μεγάλης τους ισχύος να ασκούν βέτο σε αποφάσεις. «Θα δούμε σοβαρές εξελίξεις σε ζητήματα όπως το μεταναστευτικό, τα ΛΟΑΤΚΙ+ και τρανς δικαιώματα, στη συνολική εξωτερική πολιτική, στον πόλεμο στην Ουκρανία, τη Γάζα κ.ά. Οι εξελίξεις αυτές θα επηρεάσουν άμεσα και την Ελλάδα, όπου κυριαρχεί το ακροδεξιό κόμμα του Κυριάκου Βελόπουλου με ποσοστά που δύνανται να φτάσουν στο 12% στις ευρωεκλογές. Άξιο προσοχής είναι πώς η Ελληνική Λύση έφτασε να είναι από τα πλέον πιο ισχυρά αντιπολιτευτικά μέτωπα εντός της χώρας. Το κόμμα έχει αποκτήσει αυτόν τον ρόλο λόγω του ότι η αριστερά έχει χάσει μεγάλη ισχύ και ο Βελόπουλος έχει κυριαρχήσει στην ακροδεξιά», εκτιμά ο Επίκουρος Καθηγητής.
Στις δημοσκοπήσεις για τις Ευρωεκλογές έχουν κάνει αισθητή την παρουσία τους τέσσερα ακροδεξιά κόμματα (τρία, πλέον, μετά το χθεσινό μπλόκο του Αρείου Πάγου στους «Σπαρτιάτες»): Νίκη, Ελληνική Λύση, και το κόμμα της Αφροδίτης Λατινοπούλου. «Ποτέ ξανά στην Ελλάδα δεν έχουμε δει τόσο ισχυρό ακροδεξιό μπλοκ, το οποίο να κυριαρχεί και στον δημόσιο λόγο. Πρόκειται για κόμματα που παρουσιάζουν μια ανησυχητική δυναμική στις δημοσκοπήσεις, μεταξύ 16-17%», σχολιάζει ο Γιώργος Σαμαράς, μία μέρα πριν την απόφαση του Αρείου Πάγου.
«Δεν αποκλείεται να δούμε ιδιαίτερα ανησυχητικές εκπλήξεις τον Ιούνιο»
Ταυτόχρονα όμως, ανακύπτει ένα ακόμα σοβαρό ζήτημα από τις εταιρείες δημοσκοπήσεων. «Η εικόνα αυτή μπορεί να μην είναι απόλυτα πραγματική. Αν κοιτάξουμε τα ποσοστά της ΧΑ στις ευρωεκλογές το 2014, αν δούμε τα ποσοστά της το 2019 και τα συγκρίνουμε με τα ποσοστά της ακροδεξιάς στις εθνικές εκλογές του 2023 και τις δημοσκοπήσεις για τις ευρωεκλογές του 2024, θα εντοπίσουμε έναν “πρόχειρο” μεθοδολογικό τρόπο που εφαρμόζουν οι περισσότερες εταιρείες δημοσκοπήσεων: Συνηθίζουν να μην υπολογίζουν την αποχή, αλλά με βάση τη συμμετοχή που έχουμε, προσθέτουν σε αυτά τα αποτελέσματα έναν συντελεστή με τον οποίο εκφράζουν ότι μπορεί να υπάρξει μια απόκλιση με βάση προηγούμενες εκλογές. Οι προηγούμενες όμως εκλογές δεν έχουν λάβει υπόψη τους τα δεδομένα ούτε αστάθμητους παράγοντες και επαναλαμβάνουν την ίδια μεθοδολογία ξανά και ξανά».
«Το πώς η ακροδεξιά βρέθηκε στην ελληνική Βουλή με τρία κόμματα το 2023, ήταν μια έκπληξη που -παράλληλα με άλλους παράγοντες- δεν μπόρεσε να λάβει υπόψη του ο μέσος δημοσκόπος γιατί έβλεπε στα αποτελέσματα “άλλο” ή “αναποφάσιστοι”, ενδείξεις που προσπαθούσε να συμψηφίσει προς τα μεγάλα κόμματα, χωρίς να εντοπίζει τη συσπείρωση προς την ακροδεξιά. Αν αυτό επαναληφθεί και δούμε συσπείρωση τέτοιου ποσοστού σε συνδυασμό με μια αποχή που μπορεί να αγγίξει και το 60%, τότε θα μιλάμε πιθανώς για ρεκόρ στην άκρα δεξιά σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Από άποψη δημοσκοπήσεων, δεν μπορούμε να εξάγουμε ακόμη ασφαλή συμπεράσματα για το ποιο είναι το όριο των ακροδεξιών, ωστόσο δεν αποκλείεται να δούμε ιδιαίτερα ανησυχητικές εκπλήξεις τον Ιούνιο», αναφέρει καταληκτικά ο καθηγητής.