Πριν γίνει το ορόσημο του ΛΟΑΤΚΙ κινήματος, το Stonewall Inn στην οδό Κρίστοφερ δεν ήταν ούτε το πιο καλόφημο ούτε το αγαπημένο μπαρ της γκέι κοινότητας της Νέας Υόρκης.
Για την ακρίβεια, ήταν ένα ελεγχόμενο από τη μαφία αχούρι, που σέρβιρε ακριβά και νερωμένα ποτά, ένα μπαρ για όσους ήταν πολύ μικροί ή πολύ φτωχοί για να πάνε οπουδήποτε αλλού.
Παρόλα αυτά, εξακολουθούσε να είναι «ένα ασφαλές μέρος για εμάς», παραδέχεται στους New York Times ο Μαρκ Σίγκαλ. «Όταν περνούσες την πόρτα του Stonewall, μπορούσες να κρατήσεις το χέρι κάποιου, να φιληθείτε και, το πιο σημαντικό, να χορέψετε».
Ένα εκλεκτικό μείγμα, χωρίς φυλετικούς διαχωρισμούς, αποτελούμενο από drag queens, μεγαλύτερους άνδρες που έψαχναν νεαρούς και το ανάποδο, παντρεμένους και επαγγελματίες, ήταν η πελατεία του, σε μια εποχή μάλιστα που η παρέκκλιση από τους έμφυλους ρόλους συνιστούσε πράξη αντίστασης, αφού το cross-dressing ήταν ακόμα παράνομο.
Έτσι το Stonewall Inn αποτελούσε εύκολο στόχο για τακτικές επιδρομές της αστυνομίας. «Όλοι είχαμε στο μυαλό μας λίστες φίλων που είχαν χτυπηθεί, σακατευτεί, εκδιωχθεί από τα σπίτια τους, καρφωθεί στους μπάτσους – τραγικές ιστορίες», αναφέρει ο Μάρτιν Μπόις, ο οποίος ήταν παρών την 28η Ιουνίου. «Αλλά δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα για αυτό».
Όμως στις 28 Ιουνίου, κάτι έγινε για αυτό. Συνήθως, ο ιδιοκτήτης δωροδοκούσε τους αστυνομικούς για να κάνουν τα στραβά μάτια. Θα μπορούσε να πει κανείς πως ο τρόπος που θα εξελίσσονταν τα ξημερώματα εκείνου του Σαββάτου θα ήταν “business as usual”. Όμως εκείνη η νύχτα εξελίχθηκε σε κάτι πολύ μεγαλύτερο.
Το βράδυ της 27ης Ιουνίου, μυστικοί αστυνομικοί βρίσκονταν ήδη μέσα στο Stonewall Inn. Λίγο μετά τη μία τα ξημερώματα, έφτασε στην πόρτα ο επιθεωρητής Σέιμουρ Πάιν.
Δεν επρόκειτο μια συνηθισμένη επιδρομή. Αυτή τη φορά, σκοπός ήταν το οριστικό κλείσιμο του μπαρ, με την δικαιολογία πως πουλούσε αλκοόλ χωρίς άδεια. Όμως όλοι γνώριζαν πως αυτό ήταν απλώς μια πρόφαση. Εκείνες τις μέρες, η αστυνομία της Νέας Υόρκης είχε ήδη πραγματοποιήσει εφόδους σε πέντε γκέι μπαρ στην περιοχή, κλείνοντας τρία από αυτά.
Κάτι ήταν διαφορετικό σε αυτήν την έφοδο. Η χρονική στιγμή, κατ’αρχάς. Μετά τα μεσάνυχτα, το Stonewall Inn ήταν ήδη γεμάτο. Οι πελάτες οδηγήθηκαν έξω ένας-ένας, αφού πρώτα πέρασαν από έναν ταπεινωτικό έλεγχο των ταυτότήτων τους.
Γρήγορα, ένα πλήθος συγκεντρώθηκε έξω από το Stonewall Inn. Οι μαρτυρίες κάνουν λόγο για 500 έως 1000 άτομα: θαμώνες, κάτοικοι της γειτονιάς και, αργότερα, ΛΟΑΤΚΙ άτομα από ολόκληρη τη Νέα Υόρκη.
Ο κόσμος άρχισε να φωνάζει και να χλευάζει τους αστυνομικούς, οι οποίοι άρχισαν να γίνονται βίαιοι. Οι φωνές έδωσαν τη θέση τους σε συμπλοκές σώμα με σώμα. Ο κόσμος άρχισε να πετά ό,τι μπορούσε να βρει εναντίον των αστυνομικών, οδηγώντας τους να υποχωρήσουν προς το εσωτερικό του μπαρ.
Σύντομα έφτασε η πυροσβεστική μαζί ενισχύσεις από την αστυνομία, προσπαθώντας να διαλύσουν την εξέγερση, μια διαδικασία που κράτησε για ώρες. Οι διαδηλωτές συνέχισαν να πετάνε αντικείμενα και να βρίζουν τους αστυνομικούς, οι οποίοι απάντησαν με γκλομπ και συλλήψεις.
Κανείς δεν περίμενε μια τέτοια αντίδραση. Πόσο μάλλον οι ίδιοι οι αστυνομικοί, τόσο συνηθισμένοι στο στερεότυπο των παθητικών και φοβισμένων γκέι ανδρών που είχαν συνηθίσει να ταπεινώνουν και να τρομοκρατούν, όμως ο πόνος, η αγανάκτηση, οι διαρκείς πιέσεις και ο εξευτελισμός τους είχαν φέρει στο όριό τους. Αυτή τη φορά δεν θα έμεναν άπραγοι.
«Σε ποιον ανήκουν αυτοί οι δρόμοι; Σε εμάς. Και εσείς (σ.σ. οι αστυνομικοί) δεν είστε από εδώ. Αυτά είναι τα δικά μας μέρη. Αυτοί οι δρόμοι ανήκουν στους γκέι». Και πράγματι τους ανήκαν, για τις επόμενες μέρες. Κόσμος συνέχισε να συγκεντρώνεται στην οδό Κρίστοφερ, ενώ στη Νέα Υόρκη και αλλού πραγματοποιήθηκαν δεκάδες πορείες. Ένα χρόνο αργότερα χιλιάδες άνθρωποι παρέλασαν από το Πάρκο Κρίστοφερ μέχρι το Σέντραλ Παρκ. Ήταν το πρώτο Pride.
Είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε με ακρίβεια συνέβη. Το περίγραμμα της ιστορίας είναι λίγο-πολύ γνωστό, όμως οι περισσότεροι διαφωνούν στις λεπτομέρειες.
Δημοσιεύματα και μαρτυρίες κάνουν λόγο για φωτιές, οδοφράγματα, κέρματα και τούβλα, κουτιά μπίρας και πέτρες, ακόμα και πορτοκάλια να εκφενδονίζονται εναντίον των αστυνομικών. Οι περισσότεροι από όσους βρίσκονταν εκεί συμφωνούν ότι οι διαδηλωτές κλωτσούσαν συγχρονισμένα τον αέρα σαν τις χορεύτριες των New York Rockettes.
Όλα τα κινήματα έχουν το δικό τους ιδρυτικό μύθο, μια ιστορία που έχει γραφτεί και ξαναγραφτεί, ξεπλυθεί και μυθοποιηθεί σε τέτοιο σημείο που κανείς δεν ξέρει αν είναι απολύτως πραγματική ή πλασματική. Οι λεπτομέρειες είναι συχνά χαμένες στο χρόνο, μπερδεμένες κάπου μεταξύ αφήγησης και μυθοπλασίας, σκεπασμένες από αντικρουόμενα ανέκδοτα που συνθέτουν μια ρομαντικοποιημένη εικόνα.
Ποιος έριξε το περιβόητο πρώτο τούβλο στο Stonewall, εκείνη τη βραδιά που γεννήθηκε το σύγχρονο ΛΟΑΤΚΙ κίνημα; Η ιστορική φιγούρα του, η τρανς drag queen Μάρσα Π. Τζόνσον; (Στο βιβλίο Stonewall: The Riots That Sparked the Gay Revolution, αναφέρεται πως η Τζόνσον έριξε ένα σφηνοπότηρο -«το σφηνοπότηρο που ακούστηκε σε όλον τον κόσμο»- σε έναν καθρέφτη, φωνάζοντας: «Έχω τα πολιτικά μου δικαιώματα!» Η ίδια ισχυρίζεται ότι έφτασε στο μπαρ μια ώρα αφότου είχαν ξεκινήσει οι ταραχές.)
Ή η ακτιβίστρια Σίλβια Ριβέρα; (Δεν βρισκόταν στην περιοχή, σύμφωνα με δική της παραδοχή.) Ήταν μήπως η πορτιέρης του Stonewall Inn, η butch λεσβία Στορμ Ντελαρβερί; (Η ίδια έχει κατά καιρούς υιοθετήσει και απορρίψει αυτόν τον ισχυρισμό.)
Τίποτα δεν προμήνυε εκείνη τη στιγμή ότι η εξέγερση του Stonewall θα έμενε στην ιστορία και πως η παρέλαση που θα τιμούσε τη μνήμη της θα εξελισσόταν σε γιορτή υπερηφάνειας των queer ατόμων σε ολόκληρο τον κόσμο. Παρά τη φήμη (η οποία μάλλον προέκυψε από ένα ομοφοβικό ρεπορτάζ της εποχής) ότι ήταν ο θάνατος της Τζούντι Γκάρλαντ που έδωσε στους πελάτες του Stonewall Inn την ορμή να αντιδράσουν απέναντι στην καταπίεσή τους, το πιο πιθανό είναι ότι εκείνο το βράδυ ήταν απλώς η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Μέσα στα χρόνια, η ανάμνηση του Stonewall σταδιακά καλύφθηκε από μια επίφαση ευπρέπειας και εμπορευματικοποιημένης αίγλης, αφήνοντας στο περιθώριο πολλά ήδη περιθωριοποιημένα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, ειδικά τις τρανς γυναίκες και τις drag queens, που σε μεγάλο βαθμό απασχολούνταν στην σεξεργασία και που αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά του.
Η Μάρσα Π. Τζόνσον, για παράδειγμα, εκδιώχθηκε από το πρώτο Gay Pride του 1973, γιατί οι drag queens του «έδιναν κακή φήμη».
Το ίδιο και η Σίλβια Ριβέρα, η οποία πέρασε πολλά χρόνια αποτραβηγμένη από τον ακτιβισμό, απογοητευμένη από τον τρόπο που την είχε αντιμετωπίσει το κίνημα. (Η ιστορία της Τζόνσον, αλλά και της Ριβέρα, αποτυπώνεται στο ντοκιμαντέρ The Death and Life of Marsha P. Johnson, το οποίο συμπυκνώνει με αρκετή ειρωνεία τον τρόπο με τον οποίο το mainstream ΛΟΑΤΚΙ κίνημα έχει ιστορικά παραγκωνίσει και αδικήσει τις τρανς γυναίκες˙o –λευκός, cis– σκηνοθέτης του έχει κατηγορηθεί για οικειοποίηση του αρχειακού υλικού που είχε συλλέξει μια μαύρη τρανς γυναίκα.)
Η εξέγερση στο Stonewall Inn ήταν κατά βάση μια εξέγερση απέναντι σε ένα καθεστώς τρομοκρατίας.
Όχι, δεν ήταν ούτε μια «ιδεολογικά καθαρή» στιγμή ούτε ένα γεγονός που μπορεί εύκολα να τυλιχτεί σε ροζ συννεφάκια και να πουληθεί για ευρεία κατανάλωση.
Ήταν μια αυθόρμητη εκδήλωση οργής στο πρόσωπο της συστημικής αδικίας και σπάνια τέτοιες εκδηλώσεις ενδιαφέρονται να ικανοποιήσουν κάποια επιταγή πολιτικής ορθότητας.
Ίσως για αυτό οι σημερινές παρελάσεις, ειδικά σε χώρες που φορούν το προσωπείο της φιλελεύθερης ανεκτικότητας, φαντάζουν τόσο αποκομμένες από το ιστορικό πλαίσιο που τις γέννησε, θυμίζοντας ένα μεγάλο απολιτίκ πάρτι διαφημίσεων βότκας και πολυεθνικών που επί του πρακτέου αδιαφορούν για τα queer άτομα και την ασφάλειά τους.
Σε μια εποχή που η mainstream ορατότητα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας έχει φαινομενικά φτάσει στο ζενίθ της, η αμφισβήτηση της αναγκαιότητας του Pride, η οποία συχνά αγνοεί τις ιστορικές του ρίζες, διογκώνεται.
Μερικές φορές καταλήγει σε τραγέλαφους, όπως με το αίτημα να διοργανωθεί ένα Straight Pride στην Βοστόνη. (Για την ιστορία, το αίτημα έγινε δεκτό και η παρέλαση θα διεξαχθεί στις 31 Αυγούστου.) Και φυσικά δεν είναι καθόλου τυχαίο που τέτοια καλέσματα, όπως και στα καθ’ ημάς, συνοδεύονται από πατριωτικές κορώνες: Η ετεροπατριαρχία άλλωστε αποτελεί βασικό πυλώνα του εθνικισμού.
Με το RuPaul’s Drag Race να έχει κερδίσει 9 βραβεία Emmy και να έχει εν ολίγοις τοποθετήσει το drag και το πλούσιο queer λεξιλόγιο στο επίκεντρο της κουλτούρας, σειρές όπως το Pose και το Queer Eye, αλλά και την αυξημένη ορατότητα των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων και στην πολιτική, η κάποτε αντικουλτούρα μοιάζει να έχει γίνει σύμβαση, κομμάτι του mainstream. Ακόμα και το ίδιο το Stonewall Inn έχει αποβάλει την κακή του φήμη και πλέον φιλοξενεί, μεταξύ άλλων, πυλώνες της queer κοινότητας, όπως η… Τέιλορ Σουίφτ.
“We’re about to go mainstream”, λέει η Μπλάνκα, η χαρακτήρας που ενσαρκώνει Μ. Τζ. Ροντρίγκεζ στο Pose. Αναφέρεται στην κουλτούρα του ballroom, η οποία το 1990 εκτοξεύθηκε στο επίκεντρο του δημόσιου ενδιαφέροντος χάρη στο “Vogue” της Μαντόνα. Λίγα χρόνια μετά το “Vogue”, έκανε και το ντεμπούτο του στα τσαρτ ένα παράξενο club kid της νεοϋορκέζικης σκηνής – ο RuPaul, ο οποίος αποτέλεσε για λίγο καλτ φιγούρα εκείνης της δεκαετίας, σχεδόν δύο δεκαετίες πριν επιστρέψει στους τηλεοπτικούς δέκτες ως παρουσιαστής του Drag Race.
Βέβαια, πριν τελειώσουν τα 90s, μια ολόκληρη γενιά είχε μαραζώσει σε κρεβάτια νοσοκομείων και οι ριζοσπαστικές διεκδικήσεις ομάδων όπως η ACT UP πολύ σύντομα υποχώρησαν και αντικαταστάθηκαν από μια αποστειρωμένη «ομοκανονικότητα», με τη νομιμοποίηση του γάμου μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών να μετατρέπεται σε κορωνίδα των διεκδικήσεων και τις (θετικές!) αναπαραστάσεις της ομοφυλοφιλίας συχνά να αναλώνονται σε εύπεπτες ασέξουαλ καρικατούρες.
Πλέον, drag queens εμφανίζονται σε διαφημιστικά της Pepsi και των McDonald’s, σε βίντεο κλιπ, καμπάνιες και εμπορικές ταινίες. Το mainstream άργησε σχεδόν τριάντα χρόνια, όμως για πόσο θα κρατήσει; (Η απάντηση των πιο κυνικών: Για όσο καιρό η εργαλειοποίηση του queer στοιχείου παραμένει επικερδής.)
Μπορεί πλέον κάθε πολυεθνική που σέβεται τον εαυτό της να βάφει κάθε Ιούνη, ένεκα Pride Month, το λογότυπό της στα χρώματα του ουράνιου τόξου (την ίδια στιγμή που ίσως καταπατά τα διακαιώματα των εργαζομένων της) και κάθε ψήγμα παρέκκλισης από το ετεροκανονικό πρότυπο να απορροφάται, ίσα-ίσα για να μετουσιωθεί σε ακόμα μια ευκαιρία διαφήμισης, όμως τα συντηρητικά αντανακλαστικά σιγοβράζουν ακόμα.
Μισό αιώνα μετά, η κληρονομιά του Stonewall παραμένει περίπλοκη, συγκεχυμένη, αμφισβητούμενη, μια ιστορία που διαρκώς ξαναγράφεται, από όλες τις κατευθύνσεις. Ο παραγνωρισμένος ρόλος των μαύρων και Λατίνων queer, nonbinary και τρανς προσώπων που έδωσαν μορφή στο σύγχρονο ΛΟΑΤΚΙ κίνημα έχει επιτέλους αναγνωριστεί, όμως η ιστορία έχει πλέον καταλήξει μύθευμα, αλλάζοντας σχήμα ανάλογα με την ταυτότητα αυτού που την αφηγείται.
Τα διαφορετικά συμφραζόμενα και η μετατόπιση της αργκώ δυσχεραίνουν την ερμηνεία των γεγονότων. Η λέξη “queen”, για παράδειγμα, αναφερόταν σε θηλυπρεπείς γκέι άνδρες, σε drag queens ή σε τρανς γυναίκες το 1969;
Λέξεις και βιώματα πολύ πιο ρευστά, πολλές φορές διαπλέκονταν μεταξύ τους, με τρόπους που δεν βλέπουμε τόσο εύκολα σε μια εποχή στην οποία η πολιτική των ταυτοτήτων επιτάσσει την ακρίβεια του (αυτο)προσδιορισμού.
Ίσως δεν θα μάθουμε ποτέ ποιος έριξε τελικά το πρώτο τούβλο – ή αν υπήρξε τούβλο – αφού οι αφηγήσεις και οι μαρτυρίες συχνά σκοντάφτουν η μια πάνω στην άλλη. Αλλά πόση σημασία έχει αυτό τελικά;
Να τι γνωρίζουμε με σχετική βεβαιότητα: Το Stonewall ήταν μια διαμαρτυρία κατά της αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας. Ήταν ο ορισμός του politically incorrect της εποχής του και δεν μπορεί να ωραιοποιηθεί εύκολα. Και ούτε χρειάζεται.
Υ.Γ. Για την ιστορία, η αστυνομία της Νέας Υόρκης απολογήθηκε για τα συμβάντα στο Stonewall Inn, ύστερα από πενήντα ολόκληρα χρόνια.