«Κυρίες, δεσποινίδες και κύριοι… αντίο»

Ο Φίλιππος Συρίγος στο αμάξι του, Σεπτέμβριος 2003

Η κεντρική ιδέα που διαπερνά όλα τα κείμενα που θα διαβάσετε σήμερα στη μνήμη του Φίλιππου Συρίγου είναι πώς ήταν βγαλμένος από ένα δημοσιογραφικό καλούπι που πια εκλείπει. Δημοσιογράφος παλαιάς κοπής, από αυτούς που το τελικά άστοχο, πλην συμβολικά ενδεικτικό, κλισέ προϋποθέτει ότι δε θα γίνεται κοσμοσυρροή στην κηδεία τους. Προϊόν μιας εποχής που η δημοσιογραφία ήταν ψώνιο, καλυμμένο από την παραμύθα του λειτουργήματος, και όχι μια συνηθισμένη δουλειά ωραρίου που στο τέλος της μέρας μετριέται σε likes και unique users.

Τονίζεται, και δίκαια, παντού η ποιότητά του ως ασυμβίβαστου. Το σθένος με το οποίο υπερασπίστηκε το ερευνητικό ρεπορτάζ του σε δύσκολες υποθέσεις όπως το σκάνδαλο Κιάπε (στο οποίο στάθηκε απέναντί στον τότε κραταιό Βαρδινογιαννισμό) ή οι χαριστικές διατάξεις που παρέδωσαν το νέο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» όχι στον Ολυμπιακό, αλλά στον Σωκράτη Κόκκαλη. Αποκορύφωμα, η σταυροφορία του ενάντια στην ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων από τη χώρα μας και η επίπονη, πάντοτε στοιχειοθετημένη, αποκαλυπτική δημοσιογραφία που εξέθεσε τον κρατικό πρωταθλητισμό που ντόπαρε τους σπρίντερ με αναβολικά και τον λαό με ψευδαισθήσεις γαλανόλευκου μεγαλείου. Στάση που οδήγησε σε εκείνες τις αξέχαστες μέρες του Αυγούστου του 2004, όταν οι Κεντέρης-Θάνου-Τζέκος πρωταγωνιστούσαν σε παρωδίες ατυχημάτων και ο ίδιος γνώριζε την απόλυτη δημοσιογραφική δικαίωση από τη μοναχική (αλλά άγρια γοητευτική) θέση του «εχθρού του έθνους».

Η παραπάνω πορεία (την οποία λίγο έλειψε να πληρώσει με τη δολοφονική επίθεση με μαχαίρι που δέχθηκε το φθινόπωρο του 2004) αναδεικνύει πόσο μεγάλη είναι η απουσία κουλτούρας βιογραφίας στις ελληνικές εκδόσεις. Σκεφθείτε πόσο απολαυστικό ανάγνωσμα θα ήταν ένας τόμος με τίτλο (τι άλλο;) «Δίχως Μαλλιά Στη Γλώσσα» και δεκάδες ανέκδοτα περιστατικά από τον σχεδόν μισόν αιώνα σταδιοδρομίας του. Δεν είναι όμως η νούμερο ένα καταχώριση στο μυθιστόρημα της υστεροφημίας του.

Ο Φίλιππος Συρίγος θα μείνει, πριν και πάνω απ’ όλα, στην ιστορία γιατί έβαλε το μπάσκετ στα ελληνικά σπίτια. Συνέβαλλε από το δικό του πόστο στο να γίνει εθνικό άθλημα, ένα σπορ χωρίς ιδιαίτερη παράδοση ή έστω χωρίς την παράδοση που θα δικαιολογούσε τη διάρκεια των τελευταίων 30 χρόνων. Σύμφωνοι, ο «πνευματικός του πατέρας» Γιώργος Βασιλακόπουλος έστησε το οικοδόμημα, φυσικά ο Γκάλης, ο Γιαννάκης και τα άλλα παιδιά έβαλαν τα μεγάλα καλάθια, αλλά κι εκείνος έβαλε το λιθαράκι του, πλην των ιστορικών μεταδόσεών του στο Ευρωμπάσκετ, όταν μας απεύθυνε το κλασικό «κυρίες, δεσποινίδες και κύριοι» κάθε Σάββατο απόγευμα που είχε ματς στις «Αθλητικές Συναντήσεις» όπως και κάθε Πέμπτη βράδυ που ωρυόταν ότι κλέβουν τον Άρη στην Ευρώπη.

Κι όταν το νερό είχε μπει στο αυλάκι, τελειοποίησε το δικό του απολαυστικό πρότυπο σχολιαστή. Τόσο αμετροεπές ώστε να χαρακτηρίζει τον Ναβάρο «μπασκετικό σίχαμα» , τόσο (ίσως δικαιολογημένα) επηρμένο ώστε να βασανίζει στον αέρα τον Καρύδα, τον γιο του Γιώργο, τον σκηνοθέτη  ή όποιον άλλον συμμετείχε στη δύσκολη αποστολή της μετάδοσης. Αλλά και τόσο βαθιά μπασκετικό, από το 1987 και μετά κανένας άλλος δεν μπόρεσε να αναπτύξει τέτοια προπονητική ματιά, κανείς δεν μπόρεσε να εξηγεί σε χρόνο μηδέν τι συνέβαινε στην σκακιέρα των κόουτς.

Οι ρήξεις του ήταν παροιμιώδεις. Κυνηγήθηκε σε όλα τα γήπεδα, αγάπησε τον ιππόδρομο και τα Winston, στις ιδιωτικές του συζητήσεις αποκαλούσε «λευκό Πελέ της πολιτικής» τον Ανδρέα Παπανδρέου, έπαιζε το τάβλι του (πολλές φορές και μέσα στα γραφεία της Nova), προτιμούσε αναφανδόν το ευρωπαϊκό μπάσκετ έναντι του σύγχρονου ΝΒΑ, λάτρευε τον Σαμπόνις και τον Μάτζικ, έβαλλε κατά της ηγεμονίας του Πάμε Στοίχημα στον τρόπο κρατικής χορηγίας του ελληνικού αθλητισμού, θεωρούσε τους διαιτητές «ότι χειρότερο υπάρχει στο μπάσκετ» , κριτίκαρε ανελέητα τους προπονητές (μνημειώδη όσα έγραψε κατά καιρούς για τον Ευθύμη Κιουμουρτζόγλου ή το «Ο Άνθρωπος Που Έβλεπε Τα Τρένα Να Περνούν» μετά το Ευρωμπάσκετ του 2001 για τον Κώστα Πετρόπουλο), τα έβαλε με τον Νίκο Γκάλη, με τον Γιάννη Ιωαννίδη, με τον Παναγιώτη Γιαννάκη, σχεδόν με όλους. Χωρίς να έχει πάντα δίκιο. Όσοι δούλεψαν κοντά του είχαν να λένε για την τραχύτητα και την αθυροστομία του, αλλά και για την παραγοντική διάθεση να προστατέψει αυτό που είχε στο μυαλό του ως καλό για το ελληνικό μπάσκετ.

Είτε έπρεπε να υπερασπιστεί το κόψιμο του Βράνκοβιτς όταν ο Παναθηναϊκός έπαιρνε το πρώτο ευρωπαϊκό στο Παρίσι, είτε να τα βάλει με τον συνδικαλισμό του Λάζαρου Παπαδόπουλου ως υπεύθυνος τύπου της εθνικής ομάδας. Οι ποδοσφαιρικοί του χρέωναν την «μασονία», την ομερτά δηλαδή των δημοσιογράφων για τα μπασκετικά κακώς κείμενα, έλεγαν (αφελώς όπως απέδειξε η ιστορία) ότι ενορχήστρωνε την αμφισβήτηση των επιτυχιών σε άρση βαρών-στίβο για να μη χάσει το μπάσκετ την πρωτοκαθεδρία και του πετούσαν χαριτολογώντας το κλασικό «ότι παίζεται με τα χέρια είναι μ…κία». Εκείνος απάντησε μια και καλή στον ραδιοφωνικό αέρα, λίγα λεπτά αφού η Εθνική είχε κερδίσει την Ντριμ Τιμ στη Σαιτάμα το 2006. «Παιδιά και ότι γίνεται με τα πόδια είναι περίπατος…»

Παναγιώτης Μένεγος

Share
Published by
Παναγιώτης Μένεγος