Categories: ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Και οι λογιστές έχουν ψυχή

Είναι οι άνθρωποι που ζουν χωμένοι μέσα στα νούμερα, τις πράξεις και τη χαρτούρα. Τρέχουν για εμάς όλο τον χρόνο αλλά κυρίως την άνοιξη ενόψει των φορολογικών δηλώσεων. Η δική τους φετινή άνοιξη ήταν πιο φορτωμένη από κάθε άλλη, καθώς οι νέες ρυθμίσεις για τις επιχειρήσεις ήταν ένα τεράστιος έξτρα όγκος δουλειάς που κλήθηκαν να διαχειριστούν.

Ο λογιστής Γιάννης Παπασταθόπουλος κάνει έναν σύντομο απολογισμό για όσα βίωσε ως λογιστής από τα μέσα Μαρτίου έως σήμερα.

Με τον κορωνοϊό υπήρχαν στιγμές που φοβήθηκα, δύο φορές πραγματικά πίστεψα ότι αρρώστησα και δεν ήθελα να πλησιάσω την οικογένειά μου. Κανείς δεν μας είπε πώς να διαχειριστούμε τη νέα καθημερινότητα, όλο το σύστημα κατέβασε γενικό διακόπτη κι εμείς βρεθήκαμε να τρέχουμε να μαζεύουμε τιμολόγια από κλειστές επιχειρήσεις, να τ’ απολυμάνουμε, να τ’ αερίσουμε, να τα καταχωρήσουμε και να υπολογίσουμε φόρους και εισφορές που δεν πήραν παράταση υποβολής ενώ συγχρόνως έπρεπε να υπολογιστούν παράλληλα με τον κυκεώνα με τις πλατφόρμες.

Αυτό που προσπάθησε και τελικά με επιτυχία κατάφερε το κράτος,  δηλαδή να αποτρέψει τη συμφόρηση των νοσοκομείων, στο δικό μας παράλληλο σύμπαν, με τα μέτρα που πάρθηκαν, είχε το αντίθετο αποτέλεσμα . Είχαμε σύνδρομο κορωνοϊού σε κάθε λογιστικό γραφείο της επικράτειας με ψηφιακή πλατφόρμα για τους εργαζόμενους, το ενοίκιο των εταιρειών, άλλη πλατφόρμα για την επιδότηση των επιχειρήσεων, άλλη διαδικασία για τα voucher των επιστημόνων, άλλη πλατφόρμα για την επιστρεπτέα προκαταβολή, ερμηνευτικές εγκυκλίους για όλα τα παραπάνω, Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου με αλλαγές, αποφάσεις για έκπτωση σε όσους φανούν συνεπείς σε εμπρόθεσμες πληρωμές, αλλαγές επί των αλλαγών, εμφάνιση των ΚΑΔ σε πρώτο πλάνο από το πουθενά. Παράλληλα ο κύριος όγκος εργασίας παρέμενε αναλλοίωτος με παράταση μόνο στις δηλώσεις περιβαλλοντικού τέλους, φόρου διαμονής και την κατάσταση συμφωνητικών, υποχρεώσεις πολύ χαμηλής βαρύτητας σε σχέση με τον πραγματικό όγκο της δουλειάς.

Κάποια στιγμή πνίγηκα. Έτυχε ένας συνάδελφος στο γραφείο να κάνει χρήση αναρρωτικής για 20 μέρες, ένας άλλος να θέλει να δουλεύει απ’ το σπίτι μέχρι να πέσει η καμπύλη των κρουσμάτων ενώ θεώρησα πρέπον να πάρει άδεια για μια εβδομάδα ένας τρίτος προκειμένου να σκεφτούμε ένα πρόγραμμα και να μην επιβαρυνθεί από την απουσία των υπολοίπων. Ήταν το σημείο που έκανα τα πάντα και δεν ήξερα αν και πώς θα βγω απ’ αυτό.

Απαγορευόταν να νοσήσω, δεν σκεφτόμουν καν, όλα γίνονταν μηχανικά.

Από 14 Μαρτίου που άρχισε η καραντίνα μέχρι σήμερα, οι μόνες μέρες που δεν δούλεψα ήταν η αργία της 25ης Μαρτίου κι η Κυριακή του Πάσχα. Για ωράρια τις υπόλοιπες μέρες ούτε λόγος. Ίσως προβληματίστηκα για πρώτη φορά σοβαρά απ’ το ‘91 που είμαι στη δουλειά για το αν θα πρέπει να πάρω έναν καναπέ στο γραφείο.

Σε γενικές γραμμές έχω καλή σχέση με τους πελάτες του γραφείου, κατανοούν ή τέλος πάντων αν χρειαστεί θ’ ακούσουν. Είναι θέμα ανθρώπου πόσο θα γίνει τοξικός, επιθετικός ή υποστηρικτικός σε μια κατάσταση κρίσης απλά κάποια επαγγέλματα λειτουργούν ως σάκος του μποξ λόγω της τριβής που αναπτύσσουν με τον κάθε ένα χωριστά. Υπήρξαν περιπτώσεις που κάποιοι ήταν φορτικοί και μάλιστα σε μια ήδη επιβαρυμένη για μένα καθημερινότητα αλλά ήταν η εξαίρεση του κανόνα. Φοβάμαι πως δεν ισχύει το ίδιο παντού.

Ανησύχησα κάποια στιγμή για τους δικούς μου. Τηρούσαν την καραντίνα για όλο το διάστημα από την αρχή της έως τη λήξη της και υπήρχαν κάποιες στιγμές που σκεφτόμουν ότι όλο αυτό μπορώ άθελά μου να το τινάξω στον αέρα. Κατά βάση υπήρχε κατανόηση, εξάλλου ασκώ ένα επάγγελμα που δεν έχει λογική, ωράρια και κανονικότητα, απλά στάθηκα για άλλη μια φορά ασυνεπής απέναντι στο οικογενειακό πρόγραμμα. Σίγουρα μας έχει αφήσει σημάδι αυτή η κρίση αλλά προχωράμε συνθέτοντας, όχι αποκλείοντας. Τουλάχιστον δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι φέτος τους καθυστέρησα για να φύγουμε για Πάσχα στο χωριό.

Ζηλεύω. Για κάποιους αρκετούς συνανθρώπους, η διακοπή αυτή έτσι όπως μας επιβλήθηκε ήταν το τέλειο άλλοθι, μια καλή ευκαιρία για να τακτοποιήσει κανείς εκκρεμότητες. Ώρες ώρες σκεφτόμουν «σταματήστε τη γη να κατέβω» και τώρα που αυτό συνέβη, συσσώρευσα ακόμη περισσότερα θέματα στο κεφάλι μου, πέρα από τις επαγγελματικές αγωνίες των προθεσμιών. Η μόνη φορά που εκτονώθηκε αυτή η πίεση ήταν την Λαμπρή που έκανα μπάρμπεκιου στην οικογένεια και δεν με ένοιαζε πότε θα γίνει η φωτιά, πότε θα τελειώσει το ψήσιμο και αν θα φάμε νωρίς ή αργά. Το ευχαριστήθηκα βαθιά κόντρα σε όλα τα deadlines της εποχής.

Το δύσκολο είναι η αδυναμία κατανόησης από τον περισσότερο κόσμο της έννοιας του χρόνου στα φορολογικά και ασφαλιστικά θέματα. Από τη στιγμή που ένας κυβερνητικός παράγοντας αποφορτίζει τη δική του επαγγελματική πίεση ή ένας δημοσιογράφος παίρνει πόντους παρουσιάζοντας ένα φοβερό αποκλειστικό, αρχίζει το δικό μας μαρτύριο. Τηλέφωνα στις 23:00 το βράδυ, αξημέρωτα το πρωί, ατελείωτες ώρες χαμένες σε τηλέφωνα όπου κυριαρχεί το «άκουσα αυτό» ή «είπανε εκείνο».  Όχι ανακρίβειες που διαψεύδονται αλλά ούτε και πραγματικά περιστατικά. Για μας ο χρόνος μετράει από τη στιγμή που ένας νόμος δημοσιεύεται σε ΦΕΚ, συνεχίζεται μέχρι να τελειοποιηθεί το μηχανογραφικό σύστημα που να το υποστηρίζει και ολοκληρώνεται με τις ερμηνευτικές που συνήθως ακολουθούν για να διορθώσουν το πρώτο χάος που δημιουργείται από τυχόν παραλείψεις και αστοχίες.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Σεβασμός. Ένα κεφάλαιο που αφορά τον εκάστοτε επαγγελματία που τον κερδίζει για το πρόσωπό του και δυστυχώς όχι για το επάγγελμά μας. Ο κανόνας είναι πως δεν υπάρχει σεβασμός στη δουλειά μας. Ούτε από τους θεσμούς, ούτε από τον απλό κόσμο. Ο ίδιος άνθρωπος που θ’ ακούσει σκεπτικός μια συμβουλή γιατρού και θα πληρώσει γι’ αυτήν, ο ίδιος θα θεωρήσει ότι δουλειά μας περιορίζεται στο να συμπληρώσουμε δυο κουτάκια και να πατήσουμε υποβολή, χωρίς κόστος γι’ αυτούς.

Το κράτος που ως επαγγελματίες του σταθήκαμε αρωγοί σε μια σειρά από σημαντικές μεταρρυθμίσεις, ειδικά την τελευταία δεκαετία που ψηφιοποιήθηκαν τα πάντα και άλλαξε όλος ο κεντρικός σχεδιασμός εφοριών και συστημάτων, πολλές φορές μας θεωρεί πιόνια σε ασκήσεις επί χάρτου και μας ακυρώνει πότε με την πολυνομία και πότε με ακατάσχετες υποχρεώσεις εκτός φορολογικού πλαισίου ενώ αντίθετα είμαστε ζωντανό κύτταρο της πραγματικής οικονομίας και γνώστες των προβλημάτων εργαζομένων κι επιχειρήσεων. Χρειάζεται ν’ ακουστούμε και δυστυχώς η έλλειψη ισχυρής και ομογενοποιημένης εκπροσώπησής μας στα κοινά συν το γεγονός ότι τυχόν συνέπειες κινητοποίησής μας θα έχουν επίπτωση στους πελάτες μας, διατηρεί το ανέφικτο μόνο ως όνειρο.

Ακόμη και τώρα δεν μετανιώνω που ασκώ το επάγγελμα αυτό παρά τη συσσωρευμένη κούραση και τους κινδύνους υγείας που ελλοχεύουν κατά την άσκησή του. Είμαι ανάμεσα στους ανθρώπους, έμαθα δίπλα τους να βλέπω έξω απ’ το κουτί, η επίδραση οποιουδήποτε μέτρου στον κόσμο είναι άμεσα ορατή στα δικά μας μάτια, μαθαίνω την καθημερινότητα από πρώτο χέρι και να σου πω, το προτιμώ απ’ το να ζω σ’ ένα αποστειρωμένο εργασιακό περιβάλλον τροφοδοτούμενος για τα πράγματα με πληροφορίες που φιλτράρονται από τρίτους. Ως τρόπος ζωής έχει ενδιαφέρον απλά είναι δύσκολο να έχεις ποιότητα ζωής αν δεν το προσπαθείς συνεχώς, οι ανατροπές είναι περισσότερες κι από αυτές σε σειρά του Netflix.

Οι λογιστές δεν σκέπτονται με αριθμούς, αυτό είναι μύθος που βολεύει όσους το λένε για να κάνουν τις προβολές τους. Οι λογιστές τους αριθμούς τους έχουν απομυθοποιημένους, ζούμε ανάμεσά τους, τους διαχειριζόμαστε, δεν μας πλακώνουν. Είμαστε κλέφτες στιγμών και γι’ αυτό τις ζούμε όταν μπορούμε, περιτριγυρισμένοι από τριβές και προβληματισμούς σε καθημερινά θέματα φιλοσοφούμε βαθύτερα τα πράγματα απλά δουλεύοντας τόσο πολύ, δεν προλαβαίνουμε να κάνουμε σοβαρό μάρκετινγκ του επαγγέλματός μας. Κι αυτό πρέπει να μας προβληματίσει.

Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Share
Published by
Λίνα Ρόκου