Categories: ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Μια «Κατσαριδούλα, η μικρή Τερέζα», ο Μεγαλύτερος Καλοκαιρινός μας Φόβος…

Στη Μεταμόρφωση του Φραντς Κάφκα, ο κεντρικός ήρωας ξυπνάει ένα πρωί μεταμορφωμένος σε έντομο. Θέλοντας να περιγράψει τις αγωνίες, τις ενοχές και την αλλοτρίωση του σύγχρονου ανθρώπου, ο συγγραφέας μεταμορφώνει έναν άνθρωπο κουρασμένο από τη ζωή και την καθημερινότητά του, εξαντλημένο από τα χρέη που έχει φορτωθεί εξαιτίας της οικογένειας του, σε μια μορφή που σταδιακά απομακρύνεται από τον κόσμο των ανθρώπων. Κυκλοφόρησε το 1915 και αποτελεί κατά τους βιβλιοκριτικούς ένα διαχρονικό mustread.

Η Μεταμόρφωση, που λέτε, είναι ένα βιβλίο που δεν αγόραζα για χρόνια έχοντας ακούσει πως ο Γκρέγκορ Σάμσα μετατρέπεται σε κατσαρίδα, κάτι που δεν ισχύει. Πρόκειται όμως για μια παραπληροφορηση που με ανατρίχιαζε μόνο και μόνο που έκανα εικόνα αυτό το συγκεκριμένο έντομο σε μέγεθος ανθρώπου.  

Έξω από τον κόσμο της λογοτεχνίας και των συμβολισμών της, το συναίσθημα του φόβου πυροδοτείται ως αποτέλεσμα της ενεργοποίησης της αμυγδαλής, μιας περιοχής στον εγκέφαλό μας που μας κινητοποιεί αυτόματα, βάζοντάς μας σε μια κατάσταση συναγερμού, ώστε να αντιμετωπίσουμε την απειλή. «Συμβαίνει αστραπιαία, με τη θέα και μόνο του φοβογόνου αντικειμένου, χωρίς σκέψη, γιατί αν χάσουμε έστω και λίγα δευτερόλεπτα, αυτά θα μπορούσαν να αποβούν μοιραία», εξηγεί ο ψυχολόγος-ψυχοθεραπευτής Στέφανος Γκογκόρνας. Για πολλούς από εμάς, η ενεργοποίηση αυτής της περιοχής του εγκεφάλου γίνεται ανά τακτά διαστήματα μόλις πιάσουν οι πρώτες ζέστες. 

Υπάρχουν άνθρωποι που τρομοκρατούνται και μόνο στην σκέψη ύπαρξης κατσαρίδας χειμώνα – καλοκαίρι. Δώδεκα μήνες τον χρόνο, πριν μπει σε κάθε δωμάτιο του σπιτιού της, η Κρίστυ ανάβει τα φώτα, κάνει ένα γρήγορο σκανάρισμα και μόνο όταν βεβαιωθεί πως το πεδίο είναι ελεύθερο από κατσαρίδα μπαίνει. «Όταν έμενα ακόμα με τους γονείς μου και βρήκα μία ενώ εκείνοι έλειπαν, τους πήρα αμέσως τηλέφωνο. Από τον τόνο της φωνής μου νόμιζαν ότι κάποιος έχει μπει στο σπίτι. Ψέκασα το δωματιο μου με τόσο κατσαριδόκτονο που έπρεπε να κοιμηθώ στο σαλόνι εκείνο το βράδυ».

Ας μάθουμε λίγα παραπάνω πράγματα για τον Εχθρό. Ζει εδώ και 300.000.000 χρόνια (ενώ εμείς μόλις 40.000). Μπορεί να αντέξει 90 ημέρες χωρίς φαγητό, 40 χωρίς νερό, ο εγκέφαλος της έχει αντιβιωτικές ιδιότητες αφού είναι ικανός να εξολοθρεύσει έως και το 90% των ανθεκτικών βακτηρίων Υπάρχουν περίπου 3.500 διαφορετικά είδη κατσαρίδας στον κόσμο, στην Ελλάδα συναντάμε τα 4 πιο διαδεδομένα: την αμερικάνικη (που πετάει), την ανατολίτικη (μεγάλη, όπως η αμερικάνικη), τη γερμανική και την καφέ ριγωτή

Σε χώρες όπως η Μαδαγασκάρη και η Ταϊλάνδη, οι κατσαρίδες αντιμετωπίζονται ως βρώσιμες, λένε μάλιστα πως έχουν γεύση σαν κοτόπουλο

Το 2007 η κατσαρίδα εν ονόματι «Ελπίδα» έγινε το πρώτο ζώο που συνέλαβε και γέννησε στο διάστημα 33 απογόνους στο διαστημικό σκάφος Photon. To 2008, 30 άτομα απολύθηκαν από το μεγαλύτερο κρατικό τηλεοπτικό δίκτυο του Τουρκμενιστάν όταν μια κατσαρίδα κυκλοφόρησε ανενόχλητη στο στούντιο του δελτίου ειδήσεων. Φέτος, σε ζωολογικό κήπο του Τέξας, υπήρξαν άνθρωποι οι οποίοι την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου πλήρωσαν για να δώσουν το όνομα του/της πρώην τους σε μια κατσαρίδα και να παρακολουθήσουν σε livestream να γίνεται το γεύμα μιας σουρικάτας.

Ο χρόνος αντανακλαστικών μιας κατσαρίδας είναι 40 χιλιοστά του δευτερολέπτου, κάτι που μάλλον θα έχετε διαπιστώσει προσπαθώντας να την εξοντώσετε. Γιατί όμως φοβόμαστε τόσο πολύ ένα έντομο που -αν και ταχύτατο- δεν μας πίνει το αίμα, όπως κάνουν κυριολεκτικά τα κουνούπια (τα οποία δεν έχω ακούσει ποτέ κανέναν να λέει να ότι φοβάται); Το τι είναι επικίνδυνο και τι όχι πολλές φορές δεν εξαρτάται από την ίδια μας την εμπειρία αλλά από την εμπειρία ενός σημαντικού άλλου. «Μαθαίνουμε μέσω της μίμησης. Αν ο γονέας μου είχε μια φοβία για τις κατσαρίδες δεν χρειάζεται να απειληθώ από μια για να μάθω να τις φοβάμαι, τις καταγράφω κι εγώ στον εγκέφαλό μου ως επικίνδυνες», κατά τον Στέφανο Γκογκόρνα.

«Έχω μεγαλώσει κοντά σε λιμάνια, οι κατσαρίδες είναι κάτι σαν κατοικίδιο για μένα», μου λέει ο Βασίλης. Από την άλλη, ο Θωμάς κάποια στιγμή έμεινε στον Πειραιά και η μετακόμιση αυτή του κόστισε παραπάνω απ’ όσο υπολόγιζε. «Όταν γύριζα σπίτι και έβρισκα κάτι κατσαρίδες σαν μικρά σκυλιά. (σ.σ. απ’ ότι φαίνεται υπάρχει μια τάση να παρομοιάζουμε τις κατσαρίδες με ζώα πολύ μεγαλύτερου μεγέθους από το πραγματικό τους) στον τοίχο, έφευγα και νοίκιαζα ένα δωμάτιο σε ξενοδοχείο για λίγες μέρες. Με μία κάτι γίνεται, αλλά με δύο κατσαρίδες από τον Πειραιά δεν τα βάζεις». Κι όπως λέει ο Μάκης: «Είναι γνωστό ότι όταν βλέπεις μικρή κατσαρίδα κρατάς  Aroxol. Όταν βλέπεις μεγάλη ρόπαλο. Με φτερά, διαβατήριο».

Ο χρόνος αντανακλαστικών μιας κατσαρίδας είναι 40 χιλιοστά του δευτερολέπτου, κάτι που μάλλον θα έχετε διαπιστώσει προσπαθώντας να την εξοντώσετε. 

Η Λένα παραλίγο να χτυπήσει σοβαρά το πόδι της, όταν είδε μια κατσαρίδα να βγαίνει από το σιφόνι του μπάνιου, όμως, δεν θυμάται κάποιον από τα μέλη της οικόγενειάς της να τις φοβάται. Παρόλα αυτά, «αν πολύς κόσμος αντιδρά με φόβο σε κάτι, το πιθανότερο είναι να μάθω κι εγώ να αντιδρώ με φόβο στη θέα του, χωρίς ποτέ να έχω απειληθεί από αυτό», κατά τον ψυχολόγο μας. «Επειδή ζούμε σε έναν κόσμο που οργανώνεται και διαμορφώνεται από την πληροφορία που πολλές φορές δεν είναι ακριβής, είναι αρκετά συχνό να θεωρούμε ως επικίνδυνο κάτι το οποίο στην πραγματικότητα είναι απολύτως ακίνδυνο. Οι κατσαρίδες μάλλον παίρνουν το βραβείο των fake news, ως το πιο τρομακτικό και παράλληλα ακίνδυνο ζώο του κόσμου».

Η Κατερίνα έψαχνε να νοικιάσει διαμέρισμα στον πέμπτο. Όχι για τη θέα, αλλά με την ελπίδα ότι οι κατσαρίδες δεν θα φτάσουν ποτέ τόσο ψηλά. Αλλά τα ψηλά τα παραθύρια δεν φάνηκαν να τη βοήθησαν να τις αποφύγει. «Τρέμω τις κατσαρίδες τόσο που μία φορά παραλίγο να με πατήσει μηχανάκι, πετάχτηκα στον δρόμο προκειμένου να αποφύγω μία που εμφανίστηκε στο πεζοδρόμιο. Επίσης, έχω κατέβει ουρλιάζοντας από το σπίτι μου, ζητώντας από έναν περαστικό να ανέβει για να σκοτώσει το τέρας. Έχω σκεφτεί ακόμα και να μετακομίσω εκτός κέντρου για να γλιτώσω, η Νορβηγία θα ήταν μια καλή λύση».

Ο Μάριος απολυμαίνει επαγγελματικούς χώρους και σπίτια από το 2008. Μόλις μπει ο Απρίλης το τηλέφωνό της εταιρείας του χτυπά πιο έντονα. Που τις συναντάει ο ίδιος ως επαγγελματίας εξολοθρευτής τους; Παντού. «Είναι μύθος ότι πάνε μόνο σε βρώμικα μέρη. Για παράδειγμα, αν μένετε σε δρόμο που η αποχέτευση συνδέεται με το σπίτι σας, δεν παίζει τόσο ρόλο η καθαριότητα όσο το αν το μένετε στο ισόγειο ή στον πρώτο. Αν πάλι μένετε ψηλά και υπάρχουν αρκετά κρούσματα στους από κάτω ορόφους θα φτάσουν και πάνω μόλις το καλοκαίρι μπει για τα καλά, πάντα στην περίπτωση που δεν έχει γίνει απολύμανση».

«Έχω σκεφτεί ακόμα και να μετακομίσω εκτός κέντρου για να γλιτώσω, η Νορβηγία θα ήταν μια καλή λύση», Κατερίνα

Η Κατερίνα λοιπόν κοιμάται το καλοκαίρι με σφραγισμένες τις μπαλκονόπορτες και δεν βγαίνει ποτέ νύχτα στο μπαλκόνι. «Ο διαχειριστής της πολυκατοικίας με κοροϊδεύει. Όποτε με βλέπει, με ρωτάει αν είδα κατσαρίδα. “ΓΙΑΤΙ ΕΙΔΑΤΕ ΕΣΕΙΣ;” ρωτάω έντρομη. “Όχι, αλλά συνήθως εσύ τις βλέπεις”, απαντάει ο αχαρακτήριστος». Τις φοβάται τόσο που έχει καλέσει ακόμα και στη μέση της νύχτας για απολύμανση, μου έστειλε μάλιστα μερικά links για συνεργεία που δουλεύουν 24 ώρες το 24ώρο αφού αγνοούσα την υπάρξή τους. Κάλεσα ένα από περιέργεια, ο διάλογος μας ήταν ο εξής:

-Διαβάζω ότι κάνετε απολυμάνσεις όλο το 24ωρο, ισχύει;

-Φυσικά.

-Δηλαδή ακόμα κι αν δω μόνο μια μικρή κατσαρίδα στο σπίτι το βράδυ, μπορώ να σας καλέσω;

-Μπορείτε. Από που μας τηλεφωνείτε;

-Από το κέντρο της Αθήνας, σας ευχαριστώ.  

Υπάρχουν δύο κατηγορίες πολέμιων της κατσαρίδας, οι «τις φοβάμαι» και οι «τις σιχαίνομαι». Στη δεύτερη κατηγορία είναι η Μαρία που περιγράφει τον εαυτό της ως άλλη Άρια Σταρκ όταν καλείται να τις σκοτώσει στο σπίτι της. Και η Βιβή, που δεν αντέχει το «κρατς» που κάνουν ως κύκνειο άσμα. Αμφότερες οι κατηγορίες έχουν το ίδιο συναίσθημα απέναντι στο έντομο, απλώς το εκφράζουν με διαφορετικές λέξεις.

Έχει παρατηρηθεί ότι είναι πιθανότερο να νιώθουμε απειλημένοι από ένα ζώο που είναι αηδιαστικό παρά από ένα ζώο που είναι πραγματικά επικίνδυνο αλλά όχι αηδιαστικό, ίσως λόγω ενός εξελικτικού κατάλοιπου, μιας λανθασμένης αντίληψης παλαιότερων εποχών για τον τρόπο που μεταδίδονται οι ασθένειες και οι μολύνσεις. Ψυχολόγος και πάλι:  «Το συναίσθημα της αηδίας, που εξελικτικά μας προφυλάσσει κυρίως από το να φάμε ή να πιούμε κάτι δηλητηριασμένο, είναι πολλές φορές πολύ έντονο με τις κατσαρίδες. Τις φοβόμαστε λοιπόν γιατί μας αηδιάζουν, επειδή ζουν στους υπονόμους, δεν έχουν ωραία εμφάνιση και πιστεύουμε βαθιά μέσα μας ότι με κάποιο τρόπο μπορούν να μας μολύνουν. Στις δυτικές κοινωνίες η κατσαρίδα είναι συνδεδεμένη με ανθυγιεινές καταστάσεις. Στην πραγματικότητα όμως, πολύ λίγα είδη κατσαρίδας φέρουν ασθένειες και είναι όντως βλαβερά για τον άνθρωπο». Σε χώρες όπως η Μαδαγασκάρη και η Ταϊλάνδη, οι κατσαρίδες αντιμετωπίζονται ως βρώσιμες, λένε μάλιστα πως έχουν γεύση σαν κοτόπουλο.

«Είναι γνωστό ότι όταν βλέπεις μικρή κατσαρίδα κρατάς Aroxol. Όταν βλέπεις μεγάλη ρόπαλο. Με φτερά, διαβατήριο». Μάκης

Εκείνο που ενοχλεί περισσότερο τη Μάρω στις κατσαρίδες είναι το γεγονός πως είναι αθόρυβες, ενώ μια μύγα στον χώρο την ακούς. «Οτιδήποτε εκλαμβάνουμε ως επικίνδυνο και βλαβερό, γίνεται ακόμη τρομακτικότερο όταν προστίθεται και ο παράγοντας του αιφνιδιασμού, αφού το φοβογόνο αντικείμενο καθίσταται λιγότερο προβλέψιμο και έξω από τον έλεγχό μας. Οι κατσαρίδες κρύβονται με απίστευτη ταχύτητα και μας κάνουν να αισθανόμαστε ότι παραμονεύουν εκεί και περιμένουν να κοιμηθούμε για να έρθουν να περπατήσουν πάνω μας και να μας μολύνουν. Εισβάλλουν στον προσωπικό μας χώρο, εμφανίζονται από το πουθενά, παραβιάζοντας την ειρήνη που νιώθουμε μέσα στο σπίτι μας».

Στο Mimic του Γκιλέρμο Ντελ Τόρο, μεταλλαγμένες γιγάντιες κατσαρίδες που τρέφονται με ανθρώπινο κρέας έχουν καταλάβει το μετρό της Νέας Υόρκης. Είναι μια ταινία που ο Δημήτρης δεν τόλμησε ποτέ να δει χρησιμοποιώντας το ρήμα «παραλύω» για να εκφράσει το συναίσθημα που θα ένιωθε με αυτό το θέαμα. Τον κατανοώ απόλυτα, όπως προείπα δεν μπορούσα ούτε να διαβάσω ένα από τα σημαντικότερα διηγήματα του 20ού αιώνα προκειμένου να μην φέρω στο μυαλό μου την εικόνα μιας γιγάντιας κατσαρίδας.

Θυμάμαι τη μητέρα μου ανεβασμένη σε μια καρέκλα στην κουζίνα κάθε φορά που εμφανιζόταν μια κατσαρίδα στο σπίτι. Όπως επίσης θυμάμαι να λέει ότι έχει υψοφοβία, κάτι που ισχυρίζομουν κι εγώ για πολλά χρόνια όμως πλέον δεν είμαι σίγουρη ότι πράγματι φοβάμαι τα ύψη. Πολλοί από τους φόβους μας, έτσι κι αυτός για τις κατσαρίδες περνάει τις περισσότερες φορές από άτομο σε άτομο και ποτέ δεν ερχόμαστε αντιμέτωποι μαζί του για να τον ξεπεράσουμε. Έτσι εδραιώνουμε και καλλιεργούμε την ενεργοποίηση της αμυγδαλής μας, καταλήγει ο ψυχολόγος. «Αυτός είναι άλλωστε και ο τρόπος που ένας φόβος γίνεται φοβία, δηλαδή μόνιμη κατάσταση, μέσω της αποφυγής της έκθεσής μας σε αυτόν. Κάθε φοβία ξεπερνιέται μέσω της σταδιακής έκθεσης στο φοβογόνο ερέθισμα, κατά την οποία παρατηρείται το φαινόμενο της απόσβεσης του φόβου, της διαδικασίας όπου μέσω της εξοικείωσης ο εγκέφαλος μαθαίνει ότι τελικά δεν απειλείται».

Γι’ αυτό και μια ομάδα ψυχολόγων προσπάθησε να δώσει τη λύση στην κατσαριδοφοβία μέσω της εικονικής πραγματικότητας.

Είναι τέτοια η επιρροή των κατσαρίδων στη ζωή μας, ώστε η εικόνα που έχουμε για αυτές φαίνεται να έχει οδηγήσει και στην ταύτισή τους με τον ρατσιστικό λόγο. Από τα, υπό τον έλεγχο των ναζί, μέσα ενημέρωσης που αναφέρονταν σε όσους θα κατέληγαν στα κρεματόρια και τους γενοκτόνους των Τούτσι που παρομοίαζαν τη φυλή με αυτό το έντομο από το οποίο πρέπει να «καθαρίσει η χώρα» μέχρι τη βρετανική εφημερίδα The Sun που δημοσίευσε κείμενο στο οποίο οι μετανάστες χαρακτηρίζονται κατσαρίδες και την Κατερίνα Παπακώστα που έχει δηλώσει ότι «λαθρομετανάστες εισρέουν κατά χιλιάδες στα σύνορα σαν κατσαρίδες» (ενώ ήταν ακόμα πρόεδρος της επιτροπής της Βουλής για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα), φαίνεται ότι η αντιπάθεια και ο φόβος μας για το συγκεκριμένο έντομο χρησιμοποιείται ακόμα κι ως όπλο στον λόγο των ρατσιστών.

Κι επειδή πολλοί επίσης τις χρησιμοποιούν για να χαρακτηρίσουν εκείνους που θα επιβιώσουν των πάντων «όπως οι κατσαρίδες θα επιζήσουν από τον πυρηνικό πόλεμο», η αλήθεια όμως είναι πως μια τέτοιου είδους επίθεση δεν θα έχει ως στόχο να παραλύσει το νευρολογικό σύστημα ενός εντόμου ώστε να πεθάνει, γι΄αυτό κι αυτή η ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση είναι απλώς μια υπερβολή. Ορισμένα έντομα έτσι κι αλλιώς είναι πιο ανθεκτικά στην ακτινοβολία λόγω του μικρότερου μεγέθους τους και του εξωσκελετού τους.

Τι να κάνουμε τώρα που εμείς προερχόμαστε από τον Homo Sapiens; Απολύμανση, θα μου πείτε.

Ζωή Παρασίδη

Η Ζωή Παρασίδη γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1990 στην Αθήνα. Σπούδασε στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και από το 2009 εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Share
Published by
Ζωή Παρασίδη