Όταν αποφάσισα να κάνω ρεπορτάζ για το Kannabishop στην Ιπποκράτους η πρώτη ατάκα που άκουσα ήταν «μα αυτά δεν έχουν κλείσει;». Η αλήθεια είναι ότι η αλυσίδα υπέστη πανωλεθρία χάρη στις αλλεπάλληλες νομικές διώξεις κατά των ιδιοκτητών τους. Στις δίκες που ακολούθησαν όλοι οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν αλλά η ψυχική και οικονομική ταλαιπωρία υπήρξε τόσο μεγάλη που οι περισσότεροι δεν άντεξαν την πίεση και την ταλαιπωρία, μόνο και μόνο γιατί αποφάσισαν να ασχοληθούν με ένα προϊόν, του οποίου η φήμη στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν έχει απλώς αποκατασταθεί αλλά πλέον οι κρατικοί μηχανισμοί το στηρίζουν με επιδοτήσεις καθώς αναγνωρίζουν τα οφέλη του τόσο από οικονομική και οικολογική άποψη. Ο λόγος για την κλωστική κάνναβη, ένα προϊόν που καλλιεργούταν στην Ελλάδα από την αρχαιότητα, ενώ στο σύγχρονο Ελληνικό κράτος οι πιο οργανωμένες προσπάθειες καλλιέργειας της ξεκίνησαν το 1875.
Στο κατάστημα της Ιπποκράτους ο Αργύρης Μουντζούρης, ιδιοκτήτης του Kannabishop και ένας από τους διαχειριστές της σελίδας Βιομηχανική Κάνναβη (Industrial Hemp), με υποδέχεται με χαμόγελο και με όρεξη να μοιραστεί μαζί μου πληροφορίες, υλικό αλλά και το παράπονό του για την ταλαιπωρία που έχει υποστεί τόσο ο ίδιος όσο και η σύζυγος του, βιολόγος Κρίστα Παππά, που έχει αναγκαστεί να εργάζεται και αλλού, για λόγους διαβίωσης.
Ο Αργύρης είναι ένθερμος υποστηρικτής όχι μόνο της κλωστικής κάνναβης αλλά και κάθε είδους βιολογικής καλλιέργειας και επαναχρησιμοποίησης υλικών∙ η φιλοσοφία εξοικονόμησης πόρων και ενέργειας σφραγίζει κάθε τι που διατίθεται στο Kannabishop. Μεταξύ άλλων μπορεί κανείς να αγοράσει ρούχα από κάνναβη και βιολογικό βαμβάκι, σακίδιο από κάθισμα αυτοκινήτου, στυλό από πλαστικό που έχει προέλθει από καλαμπόκι, τσαντάκια και κασετίνες από ανακυκλωμένες συσκευασίες απορρυπαντικών που φτιάχνονται στην Ινδονησία από αστέγους που πληρώνονται αξιοπρεπώς για την εργασία τους («θα ήταν οξύμωρο να προσέχουμε το περιβάλλον αλλά να μην προσέχουμε και τον άνθρωπο» σχολιάζει ο Αργύρης), γυναικείες χειροποίητες τσάντες από ανακυκλωμένα υλικά που προέρχονται από γυναικείο συνεταιρισμό στην Τουρκία – μάλιστα μέσα στην τσάντα υπάρχει χαρτί πιστοποίησης που αναφέρει και το όνομα της γυναίκας που το έφτιαξε. Στα χέρια μου πέφτει και μια καταπληκτική ευχετήρια κάρτα, την οποία μπορείς να χρησιμοποιήσεις όπως κάθε άλλη κάρτα αλλά επιπλέον μπορείς να την φυτέψεις ολόκληρη σε γλάστρα, να την ποτίσεις και να έχεις αγριολούλουδα στο μπαλκόνι σου. Οι τιμές κινούνται σε λογικά επίπεδα. Οι κασετίνες στοιχίζουν 4 έως 6 ευρώ, μια θήκη καπνού από κάνναβη είναι στα 12, τα πορτοφόλια στα 19 και οι τσάντες κυμαίνονται από 32 έως και 67 ευρώ, ανάλογα με το μέγεθος. Όπως με διαβεβαιώνει ο Αργύρης, ό,τι προέρχεται από κάνναβη κρατάει μια ζωή. «Σκέψου ότι από κλωστική κάνναβη είναι τα καραβόπανα και οι σπάγκοι στα πλοία».
Του ζητάω να μου πει την ιστορία πίσω από τη σταδιακή απαγόρευση της κλωστικής κάνναβης. Μου εξηγεί ότι όλα ξεκίνησαν στις ΗΠΑ όταν με την εμφάνιση των παραγόντων του πετρελαίου, όπως το νάιλον, οι οικονομικές ισορροπίες άλλαξαν και για να επικρατήσει το νέο προϊόν έπρεπε να δυσφημιστεί το παλιό. Έτσι μαζί με την ινδική κάνναβη δαιμονοποιήθηκε και η κλωστική ή αλλιώς ήμερη. Μου δίνει ένα DVD με την ελληνική έκδοση μιας ταινίας του 1936 με τίτλο «Μαριχουάνα». Στο εξώφυλλο διαβάζω «Τερατώδη όργια – Άγριο ξεφαντώματα – Παθιασμένα Έκτροπα» και βλέπω την εικόνα μιας κοπέλας που βαράει ένεση με κάνναβη, λες και αυτό είναι δυνατόν. Πέρα όμως από την πλάκα και τα καλτ κατάλοιπα του παρελθόντος το γεγονός είναι ένα: Σε όλο τον δυτικό κόσμο η καλλιέργεια της κλωστικής κάνναβης απαγορεύθηκε σταδιακά –εκτός από την Γαλλία που συνέχισε να καλλιεργείται γιατί χρησιμοποιούσαν ίνες κάνναβης στο φράγκο ώστε να είναι πιο ανθεκτικό. Στην Ελλάδα υπήρχαν εφτά κανναβουργεία. Η απαγόρευση της καλλιέργειας με νόμο του 1957 τα κατέστρεψε οικονομικά. Το πιο φημισμένο ήταν το εργοστάσιο «Καννάβεως, Λίνου και Ιούτης» του Αλέξανδρου Δεσύλλα, που λειτουργούσε από το 1871 στην περιοχή Γαρίτσα της Κέρκυρας και στην περίοδο της ακμής του έφτασε τους 1500 εργαζόμενους.
Όλα τα προϊόντα που υπάρχουν στο Kannabishop είναι εισαγόμενα, εκτός από τις ξύλινες σβούρες του «Αεικίνητου». Ο Αργύρης μου εξηγεί ότι πολλά προέρχονται από Γερμανία, τη χώρα που πρωτοστάτησε στην επανεισαγωγή της καλλιέργειας κλωστικής κάνναβης στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Ο νόμος που επιτρέπει την καλλιέργεια της στην Ελλάδα ψηφίστηκε μόλις πέρυσι αλλά στην πραγματικότητα δεν έχει τεθεί σε ισχύ, αφού ακόμα αναμένεται η κοινή υπουργική απόφαση που θα καθορίζει τις διατάξεις, τους περιορισμούς, το πλαίσιο που θα γίνει η καλλιέργεια. Έχουν γίνει ήδη επερωτήσεις στη Βουλή από ΣΥΡΙΖΑ, ΔΗΜΑΡ και ΑΝ.ΕΛ. για το θέμα αλλά η κατάσταση παραμένει στάσιμη.
Ο Αργύρης επιμένει, δικαίως, ότι ήδη είμαστε πολύ πίσω. Στην Ιταλία ο αντίστοιχος νόμος ψηφίστηκε πριν από 10 χρόνια και μόλις φέτος άνοιξαν τα δύο πρώτα κανναβουργεία για την επεξεργασία, καθώς για τη λειτουργία τους απαιτούνται μεγάλης ποσότητες σοδειάς. «Μπορούν όμως σε πρώτο στάδιο να χρησιμοποιηθούν οι υπάρχουσες δομές, αν καλλιεργήσει κάποιος κάνναβη, παίρνει το σπόρο και το πηγαίνει σε κάποιον που βγάζει σπορέλαια, που κάνει έκθλιψη καρπών και μπορεί να σου φτιάξει σπορέλαιο από κάνναβη που είναι εξαιρετικά θρεπτικό και με πολύ καλή ισορροπία ω3 και ω6» εξηγεί και προσθέτει ότι ένα ακόμη θετικό της κάνναβης είναι ότι στην καλλιέργεια της δε χρειάζεται ζιζανιοκτόνα, καθώς το φυτό φτάνει σε μεγάλο ύψος και έτσι πνίγει από μόνο του τα ζιζάνια. «Μα καλά τόσο πλεονεκτήματα ακούω τόση ώρα. Ένα αρνητικό δεν υπάρχει;» αναρωτιέμαι και ο Αργύρης μου απαντά: «Μόνο το όνομα. Σε άλλες γλώσσες έχουν διαχωρίσει με διαφορετική ονομασία τα δύο είδη π.χ. στα αγγλικά λέγεται hemp η κλωστική, cannabis η ινδική, στα γερμανικά hanf και cannabis αντίστοιχα. Υπάρχει λοιπόν ένας διαχωρισμός στο μυαλό του κόσμου, δεν συγχέουν τις δύο ποικιλίες».
Όσο για τις δικαστικές περιπέτειες που τους ταλάνισαν ο Αργύρης είναι σαφής: «Όλες οι καταγγελίες έγιναν ανώνυμα. Όταν ήρθε ο ΕΦΕΤ για να ελέγξει τα τρόφιμα, γιατί τότε είχαμε και τρόφιμα, τους είπε η Κρίστα “καλώς γίνεται ο έλεγχος όπως πρέπει να γίνεται έλεγχος σε όλα τα τρόφιμα”. Η απάντηση ήταν: “Μην ανησυχείτε. Ξέρουμε τι είναι η κλωστική κάνναβη απλώς έγινε ανώνυμη καταγγελία και πρέπει να ελεγχθεί”. Η διαφορά των δύο ειδών κάνναβης έγκειται στο ποσοστό THC που περιέχουν, η κλωστική έχει 0,2 ενώ η ινδική από 7 έως 20. Πήραν το τρόφιμο κι έκαναν ανάλυση όχι ποσοτική αλλά ποιοτική δηλαδή αρνητικό ή θετικό. Βγήκε θετικό, κανείς δεν νοιάστηκε ότι το ποσοστό ήταν 0,2 και αυτεπάγγελτα έγινε δίωξη για κακούργημα. Σαν να μην ήταν αρκετό αυτό ήρθε και το επόμενο χτύπημα: είχαμε τσάι κάνναβης και τσάι κάνναβης με αρώματα π.χ. με φραγκοστάφυλο κι εκεί ήρθε δεύτερη κακουργηματική δίωξη για ανάμειξη ναρκωτικού με τρόφιμο. Αθωωθήκαμε βέβαια, όπως και όλοι οι προηγούμενοι που υπέστησαν όλο αυτό, αλλά πάθαμε μεγάλη ζημιά. Η Κρίστα όπως και όλοι οι υπόλοιποι ιδιοκτήτες Kannabishop που καταστράφηκαν από αυτήν την ιστορία διεκδικούν αποζημίωση, κάποια στιγμή θα δικαιωθούν αλλά αυτό θα αργήσει πολύ. Τουλάχιστον ας προχωρήσουν τα πράγματα με την καλλιέργεια. Μακάρι να γίνει κατανοητό ότι η κλωστική κάνναβη μπορεί να δώσει μεγάλη ώθηση στην οικονομία της χώρας. Το χρειαζόμαστε όσο ποτέ αυτό, έτσι δεν είναι»;
Kannabishop, Ιπποκράτους 32