Αριστείδης Καμάρας: «Όταν αγωνίστηκα απέναντι στον Γιόχαν Κρόιφ»

«Φεύγω από το σπίτι μου το πατρικό, έχω στο Λονδίνο μια δουλειά», έλεγε η διασκευή που είχαν κάνει οι λατρεμένοι Bunions το 1971 στο ξακουστό Obla di Obla da των Beatles με τίτλο, Ο Θούριος του Γουέμπλεϊ . Η διασκευή δεν είχε γίνει χωρίς υπαρκτό λόγο. Ο Παναθηναϊκός είχε καταφέρει να κάνει ένα θαύμα και να περάσει στον τελικό του τότε Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Πολύ διαφορετικό από το σημερινό Champions League, με λιγότερες ομάδες, χωρίς ομίλους και όλα τα παιχνίδια νοκ άουτ. Αντίπαλος του ο Άγιαξ του Ρίνους Μίχελς  και φυσικά του Γιόχαν Κρόιφ. Η ολλανδική ομάδα ήταν η δεύτερα φορά που βρισκόταν στον τελικό, αφού το 1969 είχε χάσει από την Μίλαν. Το 1970 μια άλλη ομάδα από τη χώρα της τουλίπας, η Φέγενορντ κατακτά την κορυφή και από εκεί και έπειτα έρχεται ο Άγιαξ με το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο να σηκώσει τρία κύπελλα στη σειρά. Η αρχή έγινε με τον Παναθηναϊκό στον οποίο μεταξύ άλλων πολύ μεγάλων, αγωνιζόταν και ο Αριστείδης Καμάρας. 

Όταν έπαιξαν αντίπαλοι το 1971 ο Καμάρας ήταν προς το τέλος της καριέρας του και ο Γιόχαν Κρόιφ βρισκόταν στη σωστή ηλικία για ποδόσφαιρο. «Εγώ πήγαινα στα 33-34, και εκείνος ήταν στην κατάλληλη ηλικία να παίξει ποδόσφαιρο, στα 24 του χρόνια. Πρώτη φορά τον είδα το 1969 στον τότε τελικό του Πρωταθλητριών όταν ο Άγιαξ είχε χάσει 4-1 από την πανίσχυρη Μίλαν. Θυμάμαι τότε ένα αναιμικό παιδί που είχε περάσει τέσσερις Ιταλούς στη σειρά σε μια φάση. Μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση πως ένα κοκαλιάρικο παιδάκι τους “απέφυγε” με τέτοια ευκολία.» Τότε δεν υπήρχαν τα μέσα που έχουμε σήμερα. Δεν είχε κανείς την ευκαιρία να βλέπει ανά πάσα στιγμή ποδοσφαιρικά παιχνίδια. Ο κ. Καμάρας θυμάται πως τα Μουντιάλ του 1954 και του 1958 τα είχαν παρακολουθήσει σε ταινίες στους κινηματογράφους. Από τη δεκαετία του ’60 και μετά ξεκινά δειλά δειλά να μεταδίδει η νεοφερμένη τότε τηλεόραση κάποιους αγώνες. 

Οι ομάδες βγαίνουν στον αγωνιστικό χώρο, 2 Ιουνίου του 1971, στο ναό του ποδοσφαίρου.

Είναι φυσικό, χωρίς την καθημερινή πληροφόρηση, οι μύθοι να μεγεθύνονται εκείνη την εποχή. Άραγε ήταν φοβισμένοι οι παίκτες του Τριφυλλιού πριν από την έναρξη του τελικού; «Δεν ήμασταν καθόλου τρομοκρατημένοι  αφού είχαμε έναν σημαντικό δάσκαλο για προπονητή, τον Πούσκας,  που μας είχε βοηθήσει να αποβάλλουμε αυτά τα συμπλέγματα βάζοντας μας με το που ήρθε να παίζουμε αντίπαλοι σε φιλικούς αγώνες με πολύ μεγάλες ομάδες. Την πρωταθλήτρια Βελγίου Άντερλεχτ, τη Ρεάλ Μαδρίτης μέσα στο Μπερναμπέου, μπροστά σε 115.000 θεατές όπου φέραμε 1-1. Μας είχε πει τότε το περίφημο «11 αυτοί, 11 εσείς. Τι φοβόσαστε; Μοιράστε τη μπάλα και θα τους εκνευρίσετε, γιατί σας υποτιμούν.» 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Έτσι και στο παιχνίδι με τον Άγιαξ, «μας είχε πει πως αυτοί θα παίξουν τριάντα λεπτά και θα σκάσουν. Και έτσι έγινε. Απλά φάγαμε στην αρχή ένα γκολ τυχερό από την κεφαλιά του Βαν Ντάικ, αυτοί μετά μας πίεσαν μέχρι το 30 και μετά η κατοχή πέρασε σε μας. Αυτή η υπεροχή δυστυχώς δεν καρποφόρησε και δυστυχώς φάγαμε κοντά στο 90 ένα γκολ από καραμπόλα, του Άρι Χάαν.» Ο Κρόιφ δεν είχε σκοράρει σε αυτό το παιχνίδι. Ο Καμάρας δεν τον μάρκαρε ακριβώς αφού ο Πούσκας είχε κατεβάσει την ομάδα να παίξει άμυνα «ζώνη». «Η εντολή ήταν, επειδή εγώ έπαιζα μπροστά από τους δύο σέντερ μπακ, κεντρικός αμυντικός μέσος, σ’ ένα ιδιόμορφο 4-4-2, να μην τον μαρκάρει κανείς man to man. Δεν παίζαμε man to man, όπως για παράδειγμα είχαμε κάνει με την Έβερτον, όπου είχα εξουδετερώσει τον αρχηγό της Αγγλίας, τον Άλαν Μπολ. Βέβαια, κατάφερε και μας πέρασε τρεις,τέσσερις φορές στο πρώτο ημίχρονο. Παίζαμε πολύ καθαρά τότε, δεν τον κλοτσήσαμε ούτε μια φορά.» 

Αριστείδης Καμάρας

Τι ήταν, όμως, ο Γιόχαν Κρόιφ για τον Αριστείδη Καμάρα; «Ο Κρόιφ κράτησε το κλειδί που άνοιξε την πόρτα στο ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο. Δηλαδή ο Άγιαξ του Μίχελς,με αρχικαπετάνιο τον Κρόιφ και άλλους 10 σολίστ, άλλαξαν το παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Είχε εκρηκτικότητα. Όχι σαν αυτή του Μαραντόνα που ήταν μικρού βεληνεκούς. Μπορούσε να ξεκινήσει από τη σέντρα και να περάσει όποιον έβρισκε μπροστά του.» Μιας και αναφέρει τ΄ όνομα του Αργεντίνου, τον ρωτώ αν η Ολλανδία του 1974  είχε πετύχει να κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο (το 1978 πήγε πάλι η Ολλανδία στον τελικό αλλά ο Κρόιφ δεν ήταν στην αποστολή), τότε δεν θα υπήρχε δίλημμα μεταξύ Μαραντόνα και Πελέ, αλλά θα είχαμε σφήνα σε αυτή τη σύγκριση και τον «ιπτάμενο Ολλανδό». «Δεν στέκει αυτό το ερώτημα», απαντά αφοπλιστικά. «Ούτως ή άλλως είναι στο ίδιο επίπεδο. Χωρίς συζήτηση. Είμαι αντίθετος με αυτή την βαθμολόγηση των παικτών. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Υπάρχουν αρκετοί ποδοσφαιριστές που είναι πρώτης γραμμής.» 

Θυμάται χαμογελώντας ότι κάπνιζε «αρειμανίως. Πιο πολύ και από τον βραζιλιάνο τον Ζέρσον που έκανε 80 τσιγάρα την ημέρα». Ήταν όμως αλαζόνας; «Μερικές φορές αν λάμπεις όπως ο Κρόιφ μπορεί να χάνεις και το μέτρο. Αλλά ήταν αρκετά συναδελφικός. Και σαν παίκτης και μετά. Μάλιστα, διατήρησα και κάποιες σχέσεις μαζί του και συναντιόμασταν συχνά από τότε. Θυμάμαι πως όταν είχε χάσει η Μπαρτσελόνα 4-0 από την Μίλαν στο Ολυμπιακό Στάδιο για τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1994, είχαμε πάει με τον Αντωνιάδη να τον υποδεχτούμε με μια ανθοδέσμη και είχαμε φάει μετά και μαζί.» 

«Σας πείραζε που αυτοί του Άγιαξ ήταν ψηλοί με μακριά μαλλιά», τον προβοκάρω στο τέλος. «Και εμείς είχαμε μαλλιά», απαντά «εκτός από τον Δομάζο, βέβαια.»

 

Σταύρος Διοσκουρίδης

Ο Σταύρος Διοσκουρίδης γεννήθηκε το Μάιο του 1983 στην Αθήνα. Παράλληλα με τις σπουδές του στις Πολιτικές Επιστήμες ξεκίνησε και την ενασχόληση του με τη δημοσιογραφία. Είναι από τα ιδρυτικά μέλη της Popaganda. Επίσης από το 2008 «διατηρεί» την εκπομπή Λατέρνατιβ μαζί με τον Παναγιώτη Μένεγο (08.00-10.00, Εν Λευκώ 87.7) .

Share
Published by
Σταύρος Διοσκουρίδης