Οι πρώτες νιφάδες χιονιού χόρευαν απαστράπτουσες, φωτίζοντας τη βαθιά ρωσική νύχτα μαζί με μια στιγμή εκτυφλωτική για την ιστορία της ανθρωπότητας: οι Μπολσεβίκοι έριχναν στη πυρά άπασα τη βαριά, ολοκληρωτική, αρτηριοσκληρωτική τσαρική νομοθεσία, ανυψώνοντας τον άνθρωπο λίγο ψηλότερα.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση είχε επικρατήσει και η επαναστατική Ρωσία θα έκανε μεταξύ άλλων κάτι ασύλληπτο για την εποχή: Θα αποποινικοποιούσε την ομοφυλοφιλία μεταξύ ανδρών (μεταξύ γυναικών δεν ήταν ποινικοποιημένη). Το άρθρο που έστελνε τους ομοφυλόφιλους στο πυρ το εξώτερον έμεινε σκοπίμως έξω από τον νέο ποινικό κώδικα της χώρας το 1922, που εφαρμοζόταν σε Ρωσία, Ουκρανία και Λευκορωσία. Το κράτος δεν θα παρενέβαινε στη σεξουαλική ζωή των πολιτών «στο βαθμό που κανείς δεν τραυματιζόταν και κανενός τα συμφέρονται δεν θίγονταν…» δήλωνε χαρακτηριστικά το 1923 ο Μπολσεβίκος Grigorii Batkis, διευθυντής του ινστιτούτου για την Κοινωνική Υγιεινή. «Η ομοφυλοφιλία, η σοδομία και άλλες μορφές σεξουαλικής ικανοποίησης που στην ευρωπαϊκή νομοθεσία θεωρούνται αδικήματα εναντίον των δημοσίων ηθών, αντιμετωπίζονται από τη σοβιετική νομοθεσία όπως η αποκαλούμενη ‘φυσική’ ερωτική συνεύρεση».
Η Ευρώπη είχε όντως φάει τώρα τη σκόνη της Ρωσίας. Αρκεί να σκεφθείτε ότι εκείνη την εποχή, η Μεγάλη Βρετανία δεν δίσταζε να ρίξει στα υγρά της μπουντρούμια ακόμα και τον τεράστιο Όσκαρ Ουάιλντ λόγω της ομοφυλοφιλίας του (η χώρα αποποινικοποίησε την ομοφυλοφιλία μόλις το 1967), και κατά πόδας σε αυτό το ανελέητο «κυνήγι των μάγων» ακολουθούσαν Γερμανία, ΗΠΑ και πολλές ακόμα χώρες. Μόνο η μετεπαναστατική Γαλλία είχε προηγηθεί, αποποινικοποιώντας το 1791 την ομοφυλοφιλία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι επί Τσάρου, η ρωσική νομοθεσία έμοιαζε με εκείνη της Γαλλίας και της Αγγλίας του 18ου αιώνα, υπό την έννοια ότι απαγόρευε την «αφύσικη αμαρτία του σοδομισμού». Αν και δεν αναλυόταν επαρκώς η έννοια, ο «σοδομισμός» μεταξύ δύο συναινούντων ανδρών τιμωρούνταν με εξορία στη Σιβηρία και μετάνοιες για τους χριστιανούς, σύμφωνα με τον ιστορικό και συγγραφέα Dan Healey.
Και στον μεταγενέστερο Ποινικό Κώδικα του 1926, όχι μόνο το άρθρο που απαγόρευε την ομοφυλοφιλία έμεινε ξανά εκτός, αλλά νομιμοποιήθηκε η αλλαγή φύλου στα διαβατήρια χωρίς προϋποθέσεις, ενώ οι τρανσέξουαλ είχαν πρόσβαση στην ιατρική περίθαλψη χωρίς να δαιμονοποιούνται.
Ο Σοβιετικός υπουργός Υγείας Nikolai Aleksandrovich Semashko μιλούσε με υπερηφάνεια στη Γερμανία για την κατάργηση των νόμων εναντίον της ομοφυλοφιλίας, λέγοντας ότι δεν έχει προκύψει «καμία δυσάρεστη συνέπεια από την κατάργηση του προσβλητικού [νόμου], ούτε έχει εγερθεί η επιθυμία να επανέλθει η ποινή σε καμία κατεύθυνση».
Ήταν εκπληκτικό πώς μια χώρα όπου η Εκκλησία ήταν μέχρι τότε παντοδύναμη και που η κοινωνία της βρισκόταν λίγο-πολύ ακόμα σε φεουδαρχική κατάσταση, προχώρησε σε τέτοιες αλλαγές.
«Δεν είναι ότι οι Μπολσεβίκοι γνώριζαν σε βάθος ζητήματα φύλου και σεξουαλικότητας. Θα ήταν ανακρίβεια αν λέγαμε κάτι τέτοιο», διευκρινίζει η Αμερικανίδα συγγραφέας του βιβλίου «Sexuality and Socialism» Sherry Wolf. «Εξέταζαν όμως και διερευνούσαν την ιδέα της ανθρώπινης απελευθέρωσης, και ήταν αντίθετοι στην καταπίεση. Όταν ξεκινάς από εκεί, τότε ανοίγεται ένας πολύ ευρύτερος διάλογος».
Η φλογερή Ρωσίδα επαναστάτρια Αλεξάνδρα Κολοντάι διακήρυττε χαρακτηριστικά πως σεξουαλική ελευθερία σήμαινε ότι οι ανθρώπινες σχέσεις θα «απαλλάσσονταν από κάθε υλιστικό στοιχείο, κάθε σκέψη για χρήμα», γιατί η πρώτη έλξη, η στοργή και η επιλογή θα ήταν τα μοναδικά κριτήρια για τη συντροφικότητα.
Ως Κομισάριος Κοινωνικής Πρόνοιας, η Κολοντάι εισήγαγε το 1918 τον οικογενειακό κώδικα, που αφαιρούσε κάθε θρησκευτική βάση από τον γάμο. Ο γάμος πλέον θα ήταν ένα κοσμικό κρατικό συμβόλαιο μεταξύ δύο ίσων ατόμων. Το διαζύγιο μπορούσε να εκδοθεί απλώς με αίτηση του ενός εκ των συμβαλλομένων. Οι κοινωνικές αλλαγές θεσμοθετούνταν με ταχύτητα χιονοστιβάδας. Χαρακτηριστικό κι επίσης εκπληκτικό, ότι η επαναστατική Ρωσία νομιμοποίησε το 1920 την άμβλωση χωρίς περιορισμούς, τόσο για ιατρικούς όσο και για κοινωνικούς λόγους. Ήταν η πρώτη φορά που γινόταν αυτό διεθνώς.
Γυναίκες υπηρετούσαν στον Κόκκινο Στρατό ως γυναίκες και τρανς άνδρες «υπηρετούσαν στον Κόκκινο Στρατό ως άνδρες γιατί ήταν άνδρες, όχι γιατί έπρεπε να κρυφτούν», όπως λέει η Wolf.
Και, ναι, στην επαναστατική Ρωσία έχουν καταγραφεί γάμοι μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου. Το αναφέρει η Wolf, αλλά και ο Healey στο βιβλίο του «Homosexual Desire in Revolutionary Russia». Δεν φαίνεται να ήταν ξεχωριστά θεσμοθετημένος, αλλά να προέκυψε ως απόρροια της επαναστατικής νομοθεσίας: τα τότε δικαστήρια δεν έβρισκαν νομική βάση για να απορρίπτουν τον γάμο μεταξύ δύο ανθρώπων του ίδιου φύλου.
Ο Healey αναλύει εκτενώς για παράδειγμα την περίπτωση μίας γυναίκας που την αναφέρει με το ψευδώνυμο Evgeniia Fedorovich M., η οποία βρήκε μετά την επανάσταση την ευκαιρία να εκφραστεί ως άντρας. Το 1922, εμφανίστηκε στη δουλειά με αντρικά ρούχα. Άλλαξε την ταυτότητά της στο αρσενικό Evgenii. Ενώ εργαζόταν ως πολιτικός καθοδηγητής μακριά από το χωριό του, γνώρισε και παντρεύτηκε μια γυναίκα, την «S.», με την οποία έκανε οικογένεια. Ο λόγος που γνωρίζουμε την υπόθεση σήμερα είναι γιατί είχε συζητηθεί στο περιοδικό της Λαϊκής Επιτροπής για τη Δικαιοσύνη, λέει ο Healey.
Οι συζητήσεις του Evgenii με Σοβιετικούς ψυχαναλυτές οδήγησαν σε μια επαναστατική πολιτική ανάλυση περί σεξ και φύλου. Συστήθηκε και μια επιτροπή ειδικών από Σοβιετικούς γιατρούς, καθοδηγούμενους από την εμπειρία. Αναφέρεται ότι μόλις οι εγχειρήσεις αλλαγής φύλου ξεκίνησαν, το 1920, οι γιατροί που τις πραγματοποιούσαν άρχισαν να λαμβάνουν πολλά αιτήματα από μέχρι πρότινος καταπιεσμένους Ρώσους. Γιατί οι πρώτες γνωστές επεμβάσεις αλλαγής φύλου, σύμφωνα και με τη Wolf, έγιναν στη Σοβιετική Ένωση, «παρόλο που τρέμω να σκεφτώ πώς ήταν, δεδομένου του επιπέδου της χειρουργικής και των φαρμάκων εκείνη την εποχή», όπως λέει.
Χαρακτηριστικό των εξελίξεων ήταν ένα συνέδριο της Λαϊκής Επιτροπής Υγείας (Narkomzdrav) το 1929 «περί τραβεστί», σημειώνει σε συνέντευξή του ο Healey. Εκεί ψυχίατροι και ψυχολόγοι συζήτησαν για γυναίκες που εμφανίζονται σαν άντρες, για τρανσέξουαλ, για ανθρώπους που αιτήθηκαν αλλαγής φύλου, για γκέι άντρες. «Και υιοθέτησαν ένα ψήφισμα που έλεγε πως πρέπει να επιτρέπεται να παντρευτούν δύο άνθρωποι που ανήκουν βιολογικά στο ίδιο φύλο, αν ο ψυχολόγος αποφανθεί ότι είναι η κατάλληλη προσέγγιση». Ήταν σημαντικό, γιατί δινόταν η αίσθηση ότι ήταν ζήτημα της ιατρικής, και δεν χρειαζόταν να είναι ποινικό, τονίζει ο συγγραφέας.
Γάμοι μεταξύ ομοφυλοφίλων καταγράφονται και πριν την αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας το 1922. Τον Ιανουάριο του 1921, ο ναύτης του Ρωσικού Στόλου της Βαλτικής Afanasy Shaur οργάνωσε έναν φαντασμαγορικό γάμο ομοφυλοφίλων στην Αγία Πετρούπολη (τότε Πέτρογκραντ), με 95 καλεσμένους, από πρώην αξιωματικούς μέχρι χαμηλόβαθμους του στρατού και του ναυτικού -κάποιους ντυμένους γυναίκες- και μία γυναίκα ντυμένη με ανδρικό κοστούμι, όπως περιέγραφε στο BBC η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Αγίας Πετρούπολης Olga Khoroshilova. Ήταν κάτι εντελώς πρωτόγνωρο για την πόλη.
Ωστόσο, το γεγονός θα φανέρωνε ότι υπήρχαν ακόμα αντίρροπες δυνάμεις στη σεξουαλική απελευθέρωση, αποδεικνυόμενο και από κάποιες αποφάσεις δικαστηρίων που έκλιναν στη συντήρηση ακόμα και μετά την αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας. Στην παραπάνω περίπτωση, αποδείχθηκε ότι ο Shaun ήταν μέλος της μυστικής αστυνομίας: Στο τέλος του γλεντιού συνέλαβε όλους τους καλεσμένους. Είχε οργανώσει τον γάμο ακριβώς για τον σκοπό αυτό, καθ’ υπόδειξη ανωτέρων του. Ισχυρίστηκε ότι οι πρώην αξιωματικοί ήταν αντεπαναστάτες που ήθελαν να καταστρέψουν τον νεοσύστατο Κόκκινο Στρατό εκ των έσω. «Παρά τις προσπάθειες όμως του Shaur, οι κατηγορίες δεν στάθηκαν. Η υπόθεση έκλεισε και οι ‘αντεπαναστάτες’ τη γλίτωσαν παίρνοντας απλώς μια τρομάρα», σημειώνεται.
Παρά την αποποινικοποίηση, πάντως, οι ομοφυλόφιλοι συχνά αντιμετώπιζαν βία, εκβιασμούς ή απολύονταν από τις δουλειές τους, σύμφωνα με την Khorosilova. Επισημαίνει επίσης ότι, παρόλο που είχαν καταργηθεί οι ταξικές διακρίσεις με την επανάσταση, αυτές σοβούσαν στην κοινότητα των ομοφυλόφιλων: υπήρχαν οι αποκαλούμενοι «αριστοκράτες» (διανοούμενοι, ευγενείς, αξιωματούχοι, αξιωματικοί κλπ) και οι «απλοί» (στρατιώτες, ναύτες, υπάλληλοι κ.λπ.) Οι δύο κατηγορίες δεν «αναμειγνύονταν» ποτέ.
Η μπολσεβικική Ρωσία έκανε και κάτι ακόμα: το 1918 διόρισε Κομισάριο Εξωτερικών Υποθέσεων (δηλαδή υπουργό Εξωτερικών) έναν ανοιχτά ομοφυλόφιλο άντρα, στενό συνεργάτη του Τρότσκι και του Λένιν, τον Georgy Chicerin. Αδιανόητο για την εποχή. Επί τσαρικού καθεστώτος, ο Chicherin φέρεται να είχε υπεβλήθη σε κάποιες «θεραπείες μεταστροφής». Μετά την Επανάσταση, αποδέχθηκε την ομοφυλοφιλία του. Δεν το διακήρυττε σε κάθε ευκαιρία, ήταν ωστόσο γνωστό. Ο Chicherin υπηρέτησε σε αυτή τη θέση δώδεκα χρόνια – και ήταν το πρόσωπο της ΕΣΣΔ στο εξωτερικό.
Αργότερα, όταν ο Στάλιν ποινικοποίησε ξανά την ομοφυλοφιλία, ο Chicherin θα έπεφτε θύμα των πολιτικών εκκαθαρίσεων. Κι αυτό παρά τα εξαιρετικά επιτεύγματά του, όπως η Συνθήκη του Rapallo (1922). Η Συνθήκη εδραίωσε τις σχέσεις Ρωσίας-Γερμανίας και θεωρήθηκε μέγιστη νίκη των δύο χωρών, οι οποίες τότε αντιμετωπίζονταν ως «παρίες» από την υπόλοιπη Ευρώπη – η πρώτη λόγω της Επανάστασης, η δεύτερη λόγω του απόηχου του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Επί Στάλιν, οι αναφορές στο πρόσωπό του Checherin θα αφαιρούνταν – είτε λόγω της κομβικής του θέσης ως μπολσεβίκου είτε και λόγω της σεξουαλικής του ταυτότητας. Ο πρώην υπουργός θα πέθαινε από ασθένεια το 1936.
Όλα αυτά συνέβησαν από το 1917 μέχρι το 1926, υπό την ηγεσία του Λένιν και του Τρότσκι. Κι αυτό, παρόλο που ο Λένιν, στις συζητήσεις του με την Γερμανίδα κομμουνίστρια Κλάρα Τσέτκιν είχε εκφράσει τον φόβο ότι η ενασχόληση με το σεξ μπορεί να απέτρεπε τους νέους από το να δουλέψουν για την επανάσταση.
Η κατάσταση άρχισε να διολισθαίνει όταν ο Λένιν πέθανε και ο Τρότσκι έχασε την πολιτική μάχη για το κόμμα από τον Στάλιν. Οι καταστροφικές συνέπειες από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Ρωσικό Εμφύλιο σε συνδυασμό με την απομόνωση της Ρωσίας που δεν είχε υποστήριξη στο εξωτερικό μετά την αποτυχία των επαναστάσεων στη Δυτική Ευρώπη, φαίνεται πως είχε ανοίξει τον δρόμο για την «αντεπανάσταση» μιας ολοκληρωτικής γραφειοκρατίας.
Υπό την ηγεσία του Στάλιν, η σεξουαλική επανάσταση συνετρίβη βάναυσα.
Τον Ιούλιο του 1933, 175 άντρες, γνωστοί ως «Οι Ομοφυλόφιλοι του Λένινγκραντ», συνελήφθησαν. Καταδικάστηκαν σε φυλάκιση, με τις κατηγορίες να ποικίλλουν από το ότι είναι πράκτορες Βρετανών μέχρι εκείνες για «κακόβουλη αντεπαναστατικότητα» και «ηθική διαφθορά του Κόκκινου Στρατού». Εκβιάστηκαν «ομολογίες».
Αυτό ήταν. Η αφορμή είχε δοθεί. Με τον νέο Ποινικό Κώδικα του 1934, ποινικοποιήθηκε ξανά η ομοφυλοφιλία. Υπερασπιζόμενος την αλλαγή, ο συγγραφέας Μαξίμ Γκόργκι είπε ότι η ομοφυλοφιλία ήταν «μια μορφή μεγαλοαστικού εκφυλισμού», όπως σημειώνει ο Van Gosse στο «The Movements of the New Left 1950-1975».
Η άμβλωση απαγορεύτηκε ξανά το 1936. Το οικογενειακό Δίκαιο επανασυντηρητικοποιήθηκε, καταργώντας φυσικά και τη γρήγορη διαδικασία διαζυγίου και δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για να κατασταθεί πιο δύσκολο, όπως η ανάληψη σοβαρών οικονομικών υποχρεώσεων του άντρα έναντι στο παιδί υπό την απειλή της φυλάκισης.
Και κάπως έτσι, η Ρωσία βυθίστηκε ξανά σε μια μεγάλη νύχτα, ιδιαίτερα βαθιά σήμερα: Υπό την ηγεσία του Βλαντιμίρ Πούτιν ψηφίστηκε ο νόμος περί «γκέι προπαγάνδας» που απαγορεύει κάθε δημόσια έκφραση και συζήτηση περί ομοφυλοφιλίας, ενώ το ρωσικό Ανώτατο Δικαστήριο χαρακτήρισε το «διεθνές ΛΟΑΤΚΙ κίνημα» σαν «εξτρεμιστική οργάνωση».
Πόσο ευεργετικό θα είχε αποδειχθεί άραγε για την ανθρώπινη ελευθερία αν οι πραγματικοί επαναστάτες είχαν συνεχίσει απρόσκοπτα το έργο τους;