«Ανατριχιάζω όταν οποιοσδήποτε, απ’ την αγνή χολιγουντιανή μυθοπλασία, δραπετεύει προς την αληθινή ζωή, και τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων», έγραφε το Δεκέμβρη του ’91 ο Ρότζερ Έμπερτ, η σημαντικότερη πένα της παγκόσμιας κινηματογραφικής κριτικής του αιώνα μας τουλάχιστον, στην εισαγωγή του για τη συνέντευξή του με τον Όλιβερ Στόουν, με αφορμή το JFK (1991): «Ο κόσμος δεν θα αγοράσει εισιτήρια για την ταινία του Στόουν επειδή νομίζει ότι ο Στόουν ξέρει ποιος σκότωσε τον Κένεντι», εξηγεί.
«Ο κόσμος πάει σινεμά για να του πουν μια ιστορία. Αν είναι μια καλή ιστορία, θα την πιστέψουν για όσο κρατάει η ταινία, κι αν είναι πολύ καλή ιστορία, μπορεί να μείνει στη μνήμη τους για λίγο παραπάνω κι απ’ αυτό. Στην περίπτωση του JFK, ένα τρομερό δείγμα του πώς να πεις καλά μια ιστορία, αυτό που θα θυμούνται οι θεατές, δεν είναι τα αμέτρητα γεγονότα και τα συμπεράσματα που βγάζει ο ήρωας στην μοναχική του προσπάθεια να διαλευκάνει τη δολοφονία. Αυτό που θα θυμούνται, είναι το πώς νιώσαμε όλοι μας στις 22 Νοέμβρη του 1963 και γιατί όλα τα χρόνια που ακολούθησαν, ένα ψέμα ήταν κολλημένο στο λαιμό ολόκληρου του έθνους: το ψέμα ότι ξέρουμε την αλήθεια για το ποιος δολοφόνησε τον Κένεντι».
Η ταινία του Στόουν έχει γίνει τίτλος αναφοράς για την ιστορία του Κένεντι στη μεγάλη οθόνη, και το να πεις ότι προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων όταν έκανε το άνοιγμά της, είναι σα να υποβιβάζεις σε κλισέ, τον πολιτισμικό και πολιτικό αντίκτυπο που είχε το JFK. Σύσσωμος σχεδόν ο Τύπος σε Νέα Υόρκη και Ουάσινγκτον, είχε χυμήξει στην ταινία, που έμπλεκε αληθινά ντοκουμέντα, εξαντλητική έρευνα και τεκμηριωμένες υποθέσεις, σε μια προσπάθεια να ρίξει φως στη σκοτεινή υπόθεση της δολοφονίας. Η επίθεση που δέχτηκε ο Στόουν ήταν άνευ προηγουμένου, και ξεκίνησε πριν καν ο σκηνοθέτης πει το τελευταίο cut.
«Το JFK άρχισε να δέχεται κριτικές απ’ το πρώτο προσχέδιο του σεναρίου, οκτώ μήνες πριν βγει στις αίθουσες», έλεγε ο Στόουν στο Entertainment Weekly το Γενάρη του ’94. «Με κατηγορούσαν ότι είμαι φωνακλάς και δημιουργώ την αντιπαράθεση» σχετικά με την ανεπάρκεια του πορίσματος της ερευνητικής επιτροπής που μελέτησε την υπόθεση. «Το οποίο είναι παρανοϊκό, δεν την δημιούργησα εγώ την αντιπαράθεση», συμπληρώνει ο σκηνοθέτης, που την περίοδο της εξόδου της ταινίας, είχε περάσει κόλαση.
«Οι New York Times έγραψαν γύρω στα 15 με 20 κομμάτια κατά της ταινίας», έλεγε το ’92 στο Cineaste, «κι έκανα αγώνα για να δημοσιεύσουν τις απαντήσεις μου στην εφημερίδα: χρειάστηκε να απειλήσουμε με μηνύσεις και ότι θα αποσύρουμε τη διαφήμιση, για να μας τυπώσουν», θυμάται ο σκηνοθέτης για την εφημερίδα, που όταν δημοσίευσε την επιστολή του, το έκανε με μια δική της απάντηση δίπλα. Αντίστοιχη αντιμετώπιση είχε κι από τους Times της Ουάσινγκτον, ενώ για άλλη μια περίπτωση λυσσαλέας προδιάθεσης, είχε μιλήσει ο Στόουν και στο γαλλικό Positif, ένα χρόνο μετά: «ο κριτικός του Washingtonian, του in περιοδικού της Ουάσινγκτον, έχασε τη δουλειά του επειδή έγραψε θετική κριτική για την ταινία, κι ο αρχισυντάκτης αρνήθηκε να τη δημοσιεύσει»!
Η περίπτωση του JFK ήταν μοναδική στα σύγχρονα κινηματογραφικά και δημοσιογραφικά δεδομένα, κι ίσως οφειλόταν εν μέρη και σ’ αυτό που ο Στόουν περιέγραφε ως επιθανάτιο αντανακλαστικό μιας παραδοσιακής μερίδας του Τύπου, που είχε καταπιεί αμάσητη την θεωρία του ενός εκτελεστή, και του Λη Χάρβεϊ Όσβαλντ ως μοναδικού ενόχου: «Εγώ παρουσίασα τον αντιμύθο στο μύθο της επιτροπής Γουόρεν, γιατί ειλικρινά, δεν έχω όλα τα δεδομένα. Υπάρχουν ένα σωρό φάκελοι που μπορούν να ανοίξουν και να βγάλουν ένα σωρό άλλες αλήθειες», έλεγε ο σκηνοθέτης στο Cineaste.
Η ταινία του Στόουν έχει γίνει τίτλος αναφοράς για την ιστορία του Κένεντι στη μεγάλη οθόνη, και το να πεις ότι προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων όταν έκανε το άνοιγμά της, είναι σα να υποβιβάζεις σε κλισέ, τον πολιτισμικό και πολιτικό αντίκτυπο που είχε το JFK.
Δεκάδες ταινίες, σειρές, μίνι σειρές και τηλεταινίες έχουν γυριστεί και πριν και μετά την ταινία του Στόουν. Χιλιάδες χιλιόμετρα φιλμ έχουν καταναλωθεί για ντοκιμαντέρ, τηλεοπτικά αφιερώματα κι αποκαλυπτικά ρεπορτάζ. Το πρόσωπο του Κένεντι, το πρόσωπο της ελπίδας για μια διαφορετική παγκόσμια πολιτική πραγματικότητα απ’ αυτήν που επικρατούσε μισόν αιώνα πίσω, είναι βαθιά τυπωμένη στο συλλογικό υποσυνείδητο, και παραμένει εκεί, χωρίς να τυπώνεται καν σε μπλουζάκια. Περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλο πρωταγωνιστή της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής, ο Τζον Φιτστζέραλντ Κένεντι, παραμένει ένα απ’ τα πρόσωπα αναφοράς στην ποπ κουλτούρα. Και δεν χρειάζεται πια, καν, να πρωταγωνιστεί.
Τα διαγγέλματά του εμφανίζονται σε κρίσιμες δραματουργικές κορυφώσεις ταινιών σαν το Watchmen (2009) και το X-Men: First Class (2011), για να πιάσουμε δυο πρόσφατα παραδείγματα. Δυο κομικ-ο-μεταφορές που υφαίνουν στις αφηγηματικές αψίδες τους ψυχροπολεμικές αναφορές, και προχώρησαν αρκετά, ώστε να ζωντανέψουν τον πρόεδρο, για να βάλουν τους ήρωές τους να τον συναντήσουν face to face –ένας απ’ αυτούς, τον σκοτώνει κιόλας. Σειρές όπως η Ζώνη του Λυκόφωτος στα μέσα των 80s ή το Quantum Leap νωρίς στα 90s, ταξίδεψαν πίσω στο χρόνο για να αποτρέψουν τη δολοφονία, κι ο Στήβεν Κινγκ πρόπερσι αφιέρωσε μερικές δεκάδες χιλιάδες λέξεις στο υπέροχο όσο κι υπέρογκο μυθιστόρημά του 11/22/63, ακριβώς για να στείλει έναν ήρωα πίσω στο χρόνο, και ν’ αλλάξει τον ρου της Ιστορίας.
Το τι θα μπορούσε να γίνει, είναι η καλύτερη βάση για κάθε παραμύθι, αλλά η ζωή, δεν είναι και τόσο παραμυθένια, όπως ξέρουμε. Στη Γραμμή του Πυρός (1993), ο Κλιντ Ίστγουντ είναι ο τελευταίος εν ενεργεία πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών, απ’ αυτούς που ήταν εκεί, στην αυτοκινητοπομπή, την μοιραία μέρα. Το ψυχολογικό τραύμα της αποτυχίας του να προστατεύσει τη μεγαλύτερη ελπίδα της χώρας του, τού έχει αφήσει σημάδι μεγαλύτερο κι απ’ το αν είχε φάει εκείνη τη σφαίρα. Στο Νίξον (1995), του Όλιβερ Στόουν πάλι, τη βιογραφία του προέδρου που πνίγηκε στα κύματα ντροπής του σκανδάλου Watergate, ο Άντονι Χόπκινς στοιχειώνεται απ’ τα πυρετώδη οράματα του πανταχού παρόντος, δολοφονημένου Κένεντι.
Μια φιγούρα που λάτρευε να μισεί, ένα πολιτικό ίνδαλμα που σιχαινόταν γιατί δεν μπορούσε να φτάσει, ο Νίξον αντιμετωπίζει τη δολοφονία του Κένεντι σχεδόν σαν πατροκτονία, ενδεχομένως εκτελεσμένη απ’ το τερατούργημα των μυστικών υπηρεσιών που είχε σπείρει ο ίδιος στα 50s –ίσως κι απ’ το χέρι του Άνδρα που Κάπνιζε, όπως ήθελε το επεισόδιο που του είχαν αφιερώσει στον μνημειώδη σκιώδη αντιήρωά τους τα X-Files. «Όταν σε κοιτούν, βλέπουν όλα αυτά που θα μπορούσαν να έχουν γίνει», λέει ο Νίξον στη φωτογραφία του Κένεντι. «Όταν κοιτούν εμένα, βλέπουν τι απόγιναν». Γι’ αυτό, άλλωστε, πονάει τόσο το τραύμα, όταν πάει κάποιος να το ξύσει.