Η πρεμιέρα ήταν ένα τυπικό αγχωτικό ντεμπούτο των «λιονταριών» σε Παγκόσμιο Κύπελλο. 2-1 στο 91’ την Τυνησία – ίσως δεν πήραμε εκεί το μήνυμα ότι άλλες χρονιές οι Άγγλοι θα την πατούσαν μετατρέποντας σε θρίλερ ακόμα και την πρόκρισή τους στους 16. Δεύτερο ματς, σόου απέναντι στον Παναμά – ρεκόρ το 6-1 για τη φετινή διοργάνωση, τα 5 από το ημίχρονο. Στο κλείσιμο του ομίλου ποτέ δε θα μάθουμε αν έχασαν επίτηδες στο ντέρμπι (των αναπληρωματικών) με το Βέλγιο για να διαλέξουν το θεαματικά πιο εύκολο δεξί μονοπάτι του ταμπλό. Στους 16, έλεγξαν χωρίς να εντυπωσιάσουν το ματς με την Κολομβία και, παρά την ψυχρολουσία στις καθυστερήσεις, ήταν η Πρώτη τους Φόρα στα Πέναλτι. Κι άλλο σημάδι – οι επιφυλακτικοί όμως επιμέναμε, «έλα μωρέ, μόνο θηρία σκοτώνουν μέχρι τώρα».
Μέχρι τον προημιτελικό του Σαββάτου με τη Σουηδία. Εγώ εκεί πείστηκα. Αφενός, γιατί είναι πια στους 4 (οπότε δεν έχει πια νόημα να συζητάμε αν είναι πετυχημένη η παρουσία τους) κι αφετέρου γιατί είναι πια εκτυφλωτικό το άστρο που τους συνοδεύει (κι από το πόσο λάμψη έχει ακόμα θα κριθεί αν η παρουσία τους θα είναι και ιστορική εκτός από πετυχημένη). Το άστρο δεν είναι κάτι μεταφυσικό, είναι αυτή η έξτρα αυτοπεποίθηση, ο χαρακτήρας που αποκτά μια ομάδα βήμα βήμα, αγώνα αγώνα σε μία διοργάνωση που της πάει καλά. Κάτι σαν κι αυτό που συνέβη με την Εθνική μας το 2004 – καλά εκεί ήταν και λίγο μεταφυσικό.
Είναι λίγο δύσκολο να πάρει κανείς στα σοβαρά, σε ποδοσφαιρικούς όρους, την παρουσία της Αγγλίας στα Παγκόσμια Κύπελλα. Έχοντας φτάσει σε προχωρημένο στάδιο της θεραπείας τους ως ΑΑ (Αιώνιοι Αποτυχημένοι), έχουν αποδεχθεί την μοίρα τους και πια την διασκεδάζουν. Υπάρχει μια πολύ διασκεδαστική κουλτούρα αποτυχίας γύρω από την Εθνική Αγγλίας,για την ακρίβεια μια καλά στημένη από τα μίντια (από τα ταμπλόιντ μέχρι το Four Four Two) βιομηχανία της αποτυχίας, που τελικά είναι και ο μεγαλύτερος σκόπελος που έχει να αντιμετωπίσει η εκάστοτε αποστολή. Κάθε φορά ξεκινάνε με τρομερές φιλοδοξίες, “It’s Coming Home”, επίσημα τραγούδια από indie μπάντες και τα ρέστα. Κάθε φορά υπερεκτιμούν τους άγγλους παίκτες που (πια δεν) βγάζει η Πρέμιερ Λιγκ. Κάθε φορά μετατρέπουν ένα μουντιαλικό classico σε εθνική υπόθεση με πολιτικές/ιστορικές αναφορές στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αν παίζουν με τη Γερμανία ή τα Φοκλαντ αν συναντούν την Αργεντινή. Κάθε φορά, αργά ή γρήγορα, έρχεται η γκέλα και μετά αλλάζουν τον αδόξαστο σε προπονητή και παίκτες – συχνά όχι μονο με ποδοσφαιρικά κριτήρια, οι φυλλάδες τους συνδέουν με ένα σωρο σκάνδαλα (φόροι, call girls κτλ.). Και μετά μετατρέπουν την τραγωδία σε προϊόν π.χ. βάζοντας τον σημερινό κόουτς να παίξει σε διαφήμιση (με τους προηγηθέντες στην επετηρίδα των μοιραίων, Στούαρτ Πιρς και Κρις Γουόντλ) που ξορκίζει το δικό του χαμένο πέναλτι από τον Euro ημιτελικό του 1996. Ή γυρίζοντας το έπος του Μάικ Μπάσετ.
Αν οι συμμετοχές της Αργεντινής (το είδαμε και φέτος) ή της Βραζιλίας είναι ένα ψυχόδραμα με αβάσταχτο πικρό φινάλε, οι Άγγλοι έχουν δώσει στην αυτοεκπληρούμενη προφητεία της αποτυχίας τους μια διάσταση Monty Python. Έχουν συμφιλιωθεί τόσο πολύ με την σφαλιάρα που σχεδόν μοιάζουν να την αποζητούν. Γι΄ αυτό και είναι τόσο απολαυστικός, και βαθιά αυτοσαρκαστικός, ο τρόπος που έχουν κάνει take over στα σόσιαλ μίντια εδώ κι ένα μήνα μετατρέποντας το Μουντιάλ του 2018 σε δική τους υπόθεση.
Μέσα σε αυτήν την παράλληλη πραγματικότητα, ο Σάουθγκειτ έχει καταφέρει να παρατάξει μια ομάδα που δεν είναι ιδιαίτερα ταλαντούχα αλλά αποδεικνύεται μετρημένη, πειθαρχημένη και πολύ σοβαρή. Έχει όσα χρειάζονται για να κάνεις το κομμάτι σου σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο. Επιτέλους καλό (ή σε καλή κατάσταση) τερματοφύλακα στο πρόσωπο του Τζόρνταν Πίκφορντ, έναν στράικερ που θα τα κολλήσει όπως ο Χάρι Κέιν (που ευτυχώς σε αυτό το τουρνουά δεν χτυπάει τα κόρνερ), περισσότερους πολεμιστές απ’ ότι υπερεκτιμημένες πριμαντόνες (σαν να λέμε Στόουνς, Μαγκουάιρ και Ντέλε Άλι αντί για Θείους Γουόλκοτ) και μέθοδο (8 στα 11 γκολ τους είναι από στημένες φάσεις). Κι ένα γενικότερο πνεύμα Λέστερ της προπέρσινης χρονιάς όλο και πιο πολύνα τους διακατέχει.
Η Κροατία, που θα βρουν στον ημιτελικό, είναι μακράν η καλύτερη ομάδα που έχουν αντιμετωπίσει μέχρι τώρα (και στη θεωρία, καλύτερή τους). Μόνο που μετά τα εντυπωσιακό της ξεκίνημα, δείχνει να βρίσκεται σε φθίνουσα πορεία, σε αντίθεση με το ανοδικό διάγραμμα των «λιονταριών». Ζόρι με τους άχρωμους Δανούς, ζόρι με τους -παραλίγο εφτάψυχους- Ρώσους, να ‘ναι καλά ο Σούμπασιτς που 5 στα 10 πέναλτι των αντιπάλων δε βρήκαν στόχο. Μοιάζει, όπως λίγο πολύ και ο άλλος ημιτελικός, σαν την απόλυτη αναμέτρηση της ορμής (Αγγλία, Βέλγιο) με την ισορροπία (Κροατία, Γαλλία).
Αυτή είναι η ευχή της «ευρωπαϊκής» εξέλιξης του τουρνουά. Θα δούμε δύο (σχεδόν) πενηνταρίσιους ημιτελικούς. Μακάρι να μην αποδειχθεί κατάρα. Να αρκεστούμε δηλαδή σε δυο ματς δημιουργικής «λιτότητας» και «δημοσιονομικής προσαρμογής» στην ανασταλτική λειτουργία με στόχο το «πρωτογενές πλεόνασμα» του 1-0…