Δύο μήνες πριν τις βρετανικές εκλογές και φαίνεται πως στο νησί οι πιο ενδιαφέρουσες ιδέες προέρχονται από όσους δεν διεκδικούν την ψήφο των Βρετανών.
Η Αγγλικανική Εκκλησία εξέδωσε πριν από δέκα ημέρες μία επισκοπική επιστολή, η οποία, παρότι είναι κακοποιημένη με αντιλήψεις της συντηρητικής δεξιάς, αποσκοπεί στο να υπερβεί την παρωχημένη πολιτική αντιπαράθεση «αγορά vs κράτος», θέτοντας ως σημείο εκκίνησης του δημόσιου διαλόγου μία νέα αντίληψη, που επιχειρεί να συγκεράσει τις ιδέες της αστικής κοινωνίας, της αξιοπρέπειας και του κοινού καλού.
Στο μεταξύ οι θεωρητικοί της συντηρητικής ηγεσίας Τιμ Μοντγκόμερι και Στέφαν Σέκσπιρ ξεκίνησαν την δική τους πρωτοβουλία της «καλής δεξιάς», που ευελπιστεί να πετύχει σε αυτό που ο Άγγλος πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον απέτυχε παταγωδώς: να αποτοξινώσει την συντηρητική παράταξη.
Η εκλογική νίκη παραμένει για τους Tories βασικός στόχος. Στον πυρήνα όμως αυτής της προσπάθειας κρύβεται κάτι πολύ πιο φιλόδοξο: να αποκτήσει εκ νέου η ελεύθερη αγορά την ηθική της αξιοπιστία στα μάτια των Βρετανών.
Στις παραπάνω εξωκοινοβουλευτικές φωνές μπορούμε να συμπεριλάβουμε και θεωρητικούς όπως τον «μπλε Εργατικό» Μάουρις Γκλάσμαν και τον «κόκκινο Tory» Φίλιπ Μπλοντ. Πρόκειται για πρόσωπα που, όπως δηλώνουν οι χαρακτηρισμοί που τους αποδίδονται, τείνουν να υπερβούν τις βασικές αντιλήψεις των κομμάτων που εκφράζουν, συγκεράζοντας ιδέες που μέχρι πρότινος θεωρούνταν πολιτικά ασυμφιλίωτες.
Οι παραπάνω ιδέες δεν πρόκειται να πρωταγωνιστήσουν στην προεκλογική ατζέντα των Εργατικών και των Συντηρητικών για τις εκλογές της 7ης Μαΐου. Αυτό που ωστόσο καταδεικνύουν είναι ότι η νεοφιλελεύθερη επανάσταση είναι πολιτικά και ηθικά νεκρή. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όλοι χορεύουν πάνω στον τάφο της Θάτσερ.
Όμως προσοχή! Ήδη ο Θατσερισμός αποτελεί ένα παράδειγμα για το πού μπορεί να οδηγηθεί μία κοινωνία που αναζητά ένα νέο ηθικό σύστημα αξιών. Ο Θατσερισμός υπήρξε απότοκο μίας γενικευμένης απογοήτευσης στις τάξεις του βρετανικού εκλογικού σώματος τη δεκαετία του 1980. Όπως η «καλή δεξιά», οι Συντηρητικοί επιχείρησαν την δεκαετία του 1970 να διασπάσουν τη σχέση μεταξύ των εννοιών της συλλογικότητας και της αρετής, επαναφέροντας στο προσκήνιο την ηθική ακεραιότητα της «αόρατης χειρός», αυτής της μεταφορικής εικόνας που χρησιμοποίησε ο θεωρητικός της δεξιάς Άλαν Σμιθ για να περιγράψει τα αόρατα κοινωνικά οφέλη που πηγάζουν από τις ατομικές πράξεις.
Το αποτέλεσμα ήταν μία ιστορία ειδώλων -ένα μείγμα Θεού, οικονομικών και ατομιστικής αντίληψης- με ανυπολόγιστες συνέπειες για τη βρετανική κοινωνία.
Η ειρωνία είναι ότι η μεγαλύτερη αδυναμία της Θάτσερ ήταν ότι σκεφτόταν υπερβολικά ηθικά και σχεδόν καθόλου οικονομικά. «Η οικονομία είναι η μέθοδος, σκοπός είναι να μεταμορφώσουμε την ψυχή», είχε πει το 1981, αποδεικνύοντας τον τρόπο με τον οποίο ο Θατσερισμός στόχευε περισσότερο στην αναθεώρηση των ατομικών αξιών παρά στην αύξηση του ετήσιου ατομικού εισοδήματος. Βάση της αντίληψής της για τον κόσμο ήταν η ατομικιστική ερμηνεία της Βίβλου, ο προτεσταντικός εγκωμιασμός της σκληρής εργασίας, οι αρετές της ατομικής ανεξαρτησίας και φυσικά η «επουράνια» θεμελίωση της ατομικής ελευθερίας και της ελεύθερης αγοράς.
Με άλλα λόγια, η Θάτσερ αγαπούσε περισσότερο την θρησκευτική ηθική παρά το μονεταρισμό για τον οποίο συχνά την κατηγορούσαν.
Όταν έγινε ηγέτις των Συντηρητικών, έθεσε ως βασικό της στόχο την αμφισβήτηση της «υποτιθέμενης» ηθικής υπεροχής του Σοσιαλισμού και την επανασύνδεση των αρχών του καπιταλισμού και του προτεσταντισμού. Στο μυαλό της σιδηράς κυρίας υπήρχε ακράδαντα η πεποίθηση ότι ο πλούτος θα έκανε τους Βρετανούς περισσότερο αλληλέγγυους και λιγότερο ατομικιστές, ένα είδος «καλού Σαμαρείτη».
Στο τέλος και η ίδια η Θάτσερ παραδέχθηκε την αποτυχία της «σταυροφορίας» της. Όταν ρωτήθηκε για ποια πράξη της ως πρωθυπουργός είχε μετανιώσει, απάντησε: «Μείωσα τους φόρους και πίστευα ότι θα χτίζαμε μία πιο αλληλέγγυα κοινωνία. Αλλά δεν τα καταφέραμε».
Ήταν η αφέλεια το μεγαλύτερο ελάττωμα της σιδηράς κυρίας; Απέτυχε να δει τον καπιταλισμό στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, περιοριζόμενη σε μία απλουστευμένη εθνική ανάλυση του;
Συνεργάτες της λένε πως συχνά έβριζε τις τράπεζες και τα μπόνους που έδιναν στους υπαλλήλους τους.
Το αποτέλεσμα του Θατσερισμού ήταν ότι το 1989 το 69% των νοικοκυριών να χρησιμοποιούσαν πιστωτικές κάρτες για να καλύψουν βασικές τους ανάγκες σε τρόφιμα, ποσοστό που μόλις άγγιζε το 22% το 1981.
Η πολιτική της Θάτσερ έθεσε τα θεμέλια μίας πολιτικής κουλτούρας, στην οποία η ατομική ανεξαρτησία μπορούσε να πετύχει πολλά, αλλά τελικά το αποτέλεσμα ήταν να επικροτείται η υπερβολή και ο άκρατος ατομικισμός. Στη σιδηρά κυρία άρεσε πολύ να αναφέρει τα λόγια του θεολόγου του 18ου Τζον Γουέσλι: «βγάλε όσο περισσότερα χρήματα μπορείς, αποταμίευσε όσο περισσότερο μπορείς, ξόδεψε όσο περισσότερο μπορείς». Από τις τρεις συμβουλές, η θατσερική πολιτική ενθάρρυνε μόνο την πρώτη.
Όταν η Θάτσερ είπε την περίφημη πλέον φράση ότι «δεν υπάρχει κανενός είδους κοινωνία», δεν είχε ως σκοπό να υποτιμήσει τη σημασία της συλλογικότητας, αλλά να υπογραμμίσει -ίσως αφελώς- τη σημασία της ατομικής ηθικής ευθύνης. Ίσως το κουσούρι της Θάτσερ να μην ήταν ότι δεν πίστευε αρκετά στην κοινωνία, αλλά ότι πίστευε υπερβολικά στο άτομο.
Η σιδηρά κυρία ξέχασε μία έννοια κλειδί τόσο για τη φιλοσοφία των Συντηρητικών, όσο και για τη Βίβλο: την Πτώση. Ο Θατσερισμός ήταν μία πρόκληση για την ατομική ηθική, όμως στην Εδέμ της Θάτσερ -όπως και στην κανονική Εδέμ- υπήρχε ο απαγορευμένος καρπός. Τον οποίο και φυσικά οι Βρετανοί έφαγαν με λύσσα.
Την ίδια ρότα ακολούθησαν και οι Νέοι Εργατικοί. Το παραμύθι κράτησε μέχρι το 2008, οπότε και η οικονομική κρίση έκανε αναγκαία την εισαγωγή νέων ιδεών στον πολιτικό χώρο.
Από τότε, λίγα πράγματα έχουν αλλάξει. Μπορούν οι εκλογές της 7ης Μαΐου να φέρουν κάτι καινούριο; Αν κρίνουμε από τις συνταγές των κομμάτων ενόψει της εκλογικής αναμέτρησης, μάλλον θα πρέπει να περιμένουμε για τις επόμενες εκλογές.