Σε αντίθεση με τα περισσότερα ευρωπαϊκά εκλογικά συστήματα, ο αρχηγός του κράτους (ο Πρόεδρος εν προκειμένω) στις ΗΠΑ δεν εκλέγεται απευθείας από το λαό αλλά από το Σώμα των Εκλεκτόρων. Κάθε μια από τις Πολιτείες των ΗΠΑ διαθέτει έναν προκαθορισμένο αριθμό εκλεκτόρων, ο οποίος κατά βάση ορίζεται ανάλογα με το πληθυσμιακό μέγεθος της Πολιτείας. Έτσι, οι αμερικανοί πολίτες δεν ψηφίζουν πρόεδρο αλλά προεδρικό εκλέκτορα, ο οποίος με τη σειρά του ψηφίζει τον Πρόεδρο των ΗΠΑ. Συνολικά, το Σώμα των Εκλεκτόρων απαρτίζεται από 538 εκλέκτορες, την πλειοψηφία των οποίων (270) χρειάζεται ο εκάστοτε υποψήφιος Πρόεδρος για να κερδίσεις τις εκλογές. Εφαρμόζεται, ωστόσο, το πλειοψηφικό σύστημα για την εκλογή των εκλεκτόρων, με εξαίρεση δύο πολιτείες.
Αυτό πρακτικά σημαίνει πως, αν ένας υποψήφιος πρόεδρος λάβει 50.5% σε μια Πολιτεία και ο αντίπαλος του 49.5%, ο πρώτος θα αποσπάσει και το σύνολο των εκλεκτόρων της, είτε αυτοί είναι 2, είτε 20, είτε 50. Αν δηλαδή σε μια Πολιτεία 50 εκλεκτόρων, οι Ρεπουμπλικάνοι συγκεντρώσουν το 50.5% και οι Δημοκρατικοί το 49.5%, τότε οι δεύτεροι δεν θα πάρουν τους 24 – 25 εκλέκτορες που τους αναλογούν αλλά μηδέν, αλλοιώνοντας έτσι την αναλογικότητα της λαϊκής ψήφου.
Συνεπώς, το εκλογικό σύστημα των ΗΠΑ προσφέρει τη δυνατότητα να εκλεγεί κανείς Πρόεδρος, έχοντας μεν την πλειοψηφία των εκλεκτόρων στο πλευρό του αλλά όχι και την λαϊκή ψήφο, ενώ παράλληλα μπορεί να ενδυναμώσει το φαινόμενο της αποχής, καθώς σε παραδοσιακά κάστρα της μίας ή της άλλης πλευράς, οι πολίτες που στηρίζουν το κόμμα που μειοψηφεί, συχνά αισθάνονται, πως η ψήφος τους δεν μετράει, αφού δεν μεταφράζεται σε – έστω μειοψηφική – εκλογή εκλεκτόρων.
Οι άντρες, ιδίως χαμηλότερου εκπαιδευτικού επιπέδου, οι λευκοί, οι μεγαλύτεροι ηλικιακά αμερικάνοι άνω των 65 ετών, τα ανώτερα μεσαία – με οικονομικά κριτήρια – κοινωνικά στρώματα, οι πιο βαθιά θρησκευόμενοι χριστιανοί, όσοι αυτοπροσδιορίζονται ως συντηρητικοί, όσοι κατοικούν σε μικρές πόλεις και αγροτικές περιοχές των μεσοδυτικών και νότιων Πολιτειών, όσοι ιεράρχησαν υψηλότερα την ανάγκη ψήφισης ενός προέδρου με ισχυρά ηγετικά χαρακτηριστικά, όσοι διατηρούν επιφυλάξεις ή αρνούνται συνολικά το αφήγημα περί εξαιρετικά απειλητικής πανδημίας, όσοι τάσσονται ενάντια στο κίνημα «black lives matter», όσοι υποβαθμίζουν το ζήτημα του ρατσισμού στην αμερικανική κοινωνία και συσχετίζουν την εγκληματικότητα με την μετανάστευση, όσοι διατηρούν την άποψη πως οι αμβλώσεις δεν θα πρέπει να είναι νόμιμες, καθώς και όσοι πιστεύουν ότι η κλιματική αλλαγή αποτελεί ένα μάλλον υπερβολικό αφήγημα.
Οι γυναίκες, οι μαύροι, οι λατινοαμερικάνοι, οι νεότεροι ηλικιακά ψηφοφόροι, οι υψηλότερα μορφωμένοι, η LGBTQ+ κοινότητα, τα κατώτερα μεσαία – με οικονομικά κριτήρια – κοινωνικά στρώματα, οι σπανιότερα ασκούντες τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και οι άθεοι, όσοι αυτοπροσδιορίζονται ως φιλελεύθεροι ή προοδευτικοί, οι κάτοικοι των πόλεων, όσοι ζουν στα δυτικά και ανατολικά παράλια της χώρας, όσοι ιεράρχησαν πολύ υψηλά τις ικανότητες του υποψηφίου Προέδρου ως προς την εξασφάλιση της ενότητας των αμερικάνων αλλά και τη διαχείριση της πανδημίας, όσοι στήριξαν το κίνημα «black lives matter», όσοι παίρνουν απόσταση από ρατσιστικά αφηγήματα που συνδέουν την εγκληματικότητα με τη μετανάστευση, όσοι προσλαμβάνουν την κλιματική αλλαγή ως σημαντική πρόκληση της εποχής μας και τέλος όσοι διατηρούν την άποψη πως οι αμβλώσεις πρέπει να είναι νόμιμες.
Και γιατί τελικά, παρά το γεγονός πως ο υποψήφιος των Δημοκρατικών συγκέντρωσε περίπου 5 εκατομμύρια ψήφους περισσότερες από τον υποψήφιο των Ρεπουμπλικάνων, η μάχη για την εξασφάλιση των 270 απαιτούμενων εκλεκτόρων και την ανάδειξη του Προέδρου των ΗΠΑ ήταν τελικά σχετικά αμφίρροπη;
Η μάχη για την προεδρία ήταν αμφίρροπη, καθώς στις λίγες κρίσιμες Πολιτείες (toss up) – αυτές δηλαδή για τις οποίες δεν γνωρίζαμε εκ των προτέρων αν θα στήριζαν πλειοψηφικά τον υποψήφιο των Δημοκρατικών ή των Ρεπουμπλικάνων – οι επιδόσεις του Trump ήταν καλύτερες του αναμενόμενου. Στη δημιουργία, δε, ενός κλίματος αβεβαιότητας ως προς την έκβαση του τελικού αποτελέσματος συνέβαλλε αποφασιστικά και το γεγονός πως, λόγω του μεγάλου όγκου επιστολικών ψήφων, η καταμέτρηση καθυστέρησε σε πολλές Πολιτείες, μεταξύ των οποίων και στις παραπάνω αμφίρροπες.
Πιο συγκεκριμένα, πριν ακόμα ξεκινήσει η εκλογική διαδικασία, γνωρίζαμε πως Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι, θα κέρδιζαν συγκεκριμένες Πολιτείες, αποσπώντας και το προκαθορισμένο σύνολο των εκλεκτόρων τους: 227 εκλέκτορες οι Δημοκρατικοί και 165 οι Ρεπουμπλικάνοι. Δηλαδή ένα σύνολο 392 εκλεκτόρων από 41 Πολιτείες. Έτσι, το ενδιαφέρον εστιάστηκε στις εναπομείνασες 7 αμφίρροπες Πολιτείες, οι οποίες εκλέγουν συνολικά 115 εκλέκτορες.
Οι αμφίρροπες αυτές Πολιτείες αυξήθηκαν μάλιστα από 7 σε 10, καθώς τα exit polls εμφάνιζαν λανθασμένα 3, ως βέβαια δημοκρατικές, ανεβάζοντας τον αριθμό των εκλεκτορικών ψήφων για τις οποίες ανταγωνίζονταν τα δύο κόμματα σε 148. Ως εκ τούτου, ορισμένες Πολιτείες που με απόλυτη ή σχετική βεβαιότητα εκτιμούνταν ότι θα ψήφιζαν τους Δημοκρατικούς, τελικά κρίθηκαν στο νήμα, για λίγες μόνο χιλιάδες ψήφους και διαφορά 1% έως 2%, είτε υπέρ του Biden (Arizona, Nevada, Michigan, Wisconsin, Georgia, Pennsylvania), είτε ακόμα, και υπέρ τoυ Trump (Florida, North Carolina), ενώ άλλες, όπως το Ohio και η Iowa, στις οποίες οι Ρεπουμπλικάνοι εκτιμούνταν ότι θα έχουν οριακό ή και καθόλου προβάδισμα, τελικά κερδήθηκαν από τους τελευταίους με διαφορά περίπου 8%.
Σε ορισμένες δηλαδή Πολιτείες, ο Trump κατάφερε να κερδίσει, είτε εκμεταλλευόμενος τοπικές ιδιαιτερότητες (πχ. σημαντική μερίδα των λατινοαμερικάνων της Florida είναι υπερσυντηρητικοί κουβανο – αμερικανοί και στηρίζουν τους Ρεπουμπλικάνους, σε αντίθεση με την γενική τάση υπέρ των Δημοκρατικών στην υπόλοιπη χώρα), είτε εκμεταλλευόμενος την αδυναμία του Biden να επιτύχει σε ορισμένες άλλες αμφίρροπες Πολιτείες (North Carolina, Iowa και Ohio) αποφασιστική μείωση της ψαλίδας μεταξύ των – λευκών – ανδρών, μη ακολουθώντας έτσι τη γενική τάση που παρατηρήθηκε στις υπόλοιπες περιοχές.
Τι συνέβη, στις κρισιμότερες όλων για την τελική έκβαση της μάχης, Πολιτείες, δηλαδή την Pennsylvania, το Michigan, την Georgia, την Arizona και το Wisconsin, οι οποίες ψήφισαν Ρεπουμπλικάνους το 2016 αλλά Δημοκρατικούς το 2020 (flipped states); Τι άλλαξε στη δημογραφία της ψήφου σε αυτές τις πολιτείες σε σχέση με το 2016;
– Στην Pennsylvania των 20 εκλεκτόρων, η διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων στις εκλογές του 2016 ήταν 0.7% υπέρ των Ρεπουμπλικάνων, ενώ το 2020 αντιστράφηκε, με τους Δημοκρατικούς να κερδίζουν την πολιτεία με μόλις 0.5%. Αντίστοιχα, στο Wisconsin των 10 εκλεκτόρων, η διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων στις εκλογές του 2016 ήταν επίσης 0.7% υπέρ των Ρεπουμπλικάνων, ενώ ποσοστιαία αντίστοιχη (0.7%) ήταν η υπεροχή των Δημοκρατικών κατά τις εκλογές του 2020. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχουν ενδείξεις πως η μικρή ποσοστιαία – αλλά κρίσιμη συνολικά – μεταβολή προς τους Δημοκρατικούς οφείλεται στην εξίσου μικρή αλλά καταλυτική διείσδυση του Biden στον – λευκό – ανδρικό πληθυσμό.
– Στο Michigan των 16 εκλεκτόρων, η διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων στις εκλογές του 2016 ήταν μόλις 0.2% υπέρ των Ρεπουμπλικάνων, ενώ στις εκλογές του 2020 η εικόνα αντιστράφηκε πλήρως, με τους Δημοκρατικούς να αυξάνουν κατά 3.3% την εκλογική τους δύναμη, κερδίζοντας τελικά με 2.7%. Η επιτυχία των Δημοκρατικών σε αυτή την περίπτωση οφείλεται κυρίαρχα στην ψήφο των λευκών ψηφοφόρων μεγαλύτερης ηλικίας (γυναίκες και άνδρες ανεξαρτήτως μόρφωσης), μεταξύ των οποίων, και σε αντίθεση με το 2016, κυριάρχησαν των Ρεπουμπλικάνων, καθώς και στην σημαντική διείσδυση τους στις αγροτικές και ημιαγροτικές περιοχές της Πολιτείας.
– Στην Georgia των επίσης 16 εκλεκτόρων, οι Δημοκρατικοί κατάφεραν να επικρατήσουν των Ρεπουμπλικάνων, κατά μόλις 0.2%, ανατρέποντας τη μεγάλη εναντίον τους διαφορά (5%) των εκλογών του 2016. Η κρίσιμη μεταβολή που συνέβαλε τα μέγιστα στη συγκεκριμένη εξέλιξη ήταν – και εδώ – η εντυπωσιακή διείσδυση του Biden στους λευκούς άνδρες μεγαλύτερης ηλικίας, η οποία, χωρίς να οδηγήσει σε συνολική υπεροχή έναντι του Trump σε αυτή τη δημογραφική κατηγορία, συνέβαλλε αποφασιστικά στην αύξηση των συνολικών ποσοστών των Δημοκρατικών στην εν λόγω Πολιτεία.
– Τέλος, στην Arizona των 11 εκλεκτόρων, οι Δημοκρατικοί πέτυχαν να ανατρέψουν την εις βάρος του κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στις εκλογές του 2016, αυξάνοντας τα ποσοστά τους κατά 4.6% και κερδίζοντας την πολιτεία με 49.7% έναντι 48.8% που συγκέντρωσαν οι Ρεπουμπλικάνοι. Και σε αυτή την περίπτωση οι επιδόσεις των δύο υποψηφίων μεταξύ των γυναικών ήταν παρόμοιες σε σχέση με το 2016 (οι Δημοκρατικοί κέρδισαν εκ νέου τη γυναικεία ψήφο για περίπου 5%) με την ψήφο των ανδρών να κάνει τη διαφορά, καθώς μεταξύ των τελευταίων ο Biden κατάφερε να εκμηδενίσει τη διαφορά του 2016, η οποία ήταν άνω του 10% υπέρ του Trump. Στην συγκεκριμένη Πολιτεία παρουσιάστηκε και μια εξαιρετικής έντασης κινητοποίηση των προοδευτικών / φιλελεύθερων αλλά και μετριοπαθέστερων ψηφοφόρων υπέρ των Δημοκρατικών που επίσης φαίνεται να διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην εξασφάλιση των 11 εκλεκτόρων της.
Ουσιαστικά, τα αποτελέσματα και στις 5 παραπάνω κρίσιμές πολιτείες (βλ. Πίνακα 1) ευθυγραμμίστηκαν σε γενικές γραμμές με τις μεταβολές που σημειώθηκαν σε εθνικό επίπεδο, ως προς την κατανομή της ψήφου σε συγκεκριμένες δημογραφικές, κοινωνικές και πολιτικές κατηγορίες εκλογέων.
Καταλυτικότερη όλων μεταβολή, η σημαντική μείωση της ψαλίδας μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων στους λευκούς άνδρες, oι οποίοι αποτέλεσαν και το 1/3 των συνολικών ψηφοφόρων που προσήλθαν στις κάλπες.
Μεταξύ της συγκεκριμένης δημογραφικής κατηγορίας, η διαφορά μειώθηκε δραστικά από περίπου 31% στις εκλογές του 2016 σε 18% κατά τις εκλογές του 2016 (βλ. Πίνακα 2), κυρίαρχα λόγω της μεταστροφής των λευκών ανδρών 45 – 50 ετών και άνω και δευτερευόντως των λευκών ανδρών έως – αυστηρά – 24 ετών. Μάλιστα σε ορισμένες κατηγορίες (πχ. λευκοί άνδρες 25 έως 44 ετών) ο Trump διατήρησε αναλλοίωτο το ευρύ προβάδισμα του έναντι των Δημοκρατικών ή σε ορισμένες άλλες (πχ. μαύροι και γενικότερα μη λευκοί αμερικάνοι) πέτυχε ακόμα και να μειώσει ελαφρώς την εις βάρος του διαφορά σε σχέση με το 2016.
Ταυτόχρονα, ο Biden, πέρα από τους φιλελεύθερους και προοδευτικούς αμερικάνους, κατάφερε να κερδίσει και την καθοριστική ψήφο των λιγότερο κομματικά ταυτισμένων και «μετριοπαθέστερων» ψηφοφόρων, που δεν αυτοπροσδιορίζονται δηλαδή ως φιλελεύθεροι ή συντηρητικοί αλλά ούτε και ως Δημοκρατικοί ή Ρεπουμπλικάνοι (βλ. Πίνακα 3) με τρόπο οριζόντιο, ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, φυλετικής καταγωγής κλπ. Τέλος, αξιοσημείωτη και μάλλον συμπληρωματική της παραπάνω τάσης είναι η – σε αντίθεση με τις εκλογές του 2016 – υπεροχή των Δημοκρατικών έναντι των Ρεπουμπλικάνων μεταξύ των μεσαίων οικονομικά στρωμάτων (εισόδημα 50 έως 100 χιλ. δολάρια ετησίως), η οποία, ωστόσο δεν φαίνεται να διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στην τελική υπεροχή των Δημοκρατικών, καθώς φαίνεται πως ισοσταθμίστηκε από την αυξημένη, σε σχέση με το 2016, ψήφο των ανώτερων μεσαίων και ανώτατων οικονομικά στρωμάτων (εισόδημα 100 χιλ. και άνω δολάρια ετησίως) προς τον Trump.
Σε γενικές γραμμές φαίνεται πως παρά τις σχετικά μικρές – και ασήμαντες λόγω του όγκου αυτών των ψηφοφόρων σε εθνικό επίπεδο – απώλειες των Δημοκρατικών μεταξύ των μαύρων ψηφοφόρων, η καταλυτικότερη μεταβολή ήταν η αποφασιστική μείωση της «ψαλίδας» προς όφελος των Δημοκρατικών, μεταξύ των λευκών ανδρών σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες, πλην αυτής όπου εντάσσονται όσοι είναι μεταξύ 25 και 44 ετών.
Δευτερευόντως, θα πρέπει κανείς να λάβει υπόψη και τις μεταβολές που σημειώθηκαν με βάση τον ιδεολογικοπολιτικό προσανατολισμό των ψηφοφόρων αλλά και την κομματική τους ταύτιση, αφού ο Biden – σε αντίθεση με την Clinton – πέτυχε αφενός να συσπειρώσει σε σχεδόν απόλυτο βαθμό τους φιλελεύθερους / προοδευτικούς ψηφοφόρους αλλά και να γύρει υπέρ του την πλάστιγγα μεταξύ των μετριοπαθέστερων και μη κομματικά ταυτισμένων ψηφοφόρων. Φυσικά, οι παραπάνω μεταβολές αφορούν σε μετατοπίσεις μικρής – αλλά κρίσιμης για την τελική έκβαση των προεδρικών εκλογών – μερίδας παραδοσιακών ψηφοφόρων των Ρεπουμπλικάνων προς του Δημοκρατικούς, οι οποίες οικοδόμησαν το πλεονέκτημα νίκης πάνω στην προϋπάρχουσα παραδοσιακή στήριξη των Δημοκρατικών από μαύρους, λατινοαμερικάνους και άλλες εθνικές / φυλετικές ομαδοποιήσεις που αθροιστικά αποτελούν το 35% των ψηφοφόρων της χώρας, καθώς φυσικά και από τις λευκές γυναίκες που αποτελούν με τη σειρά τους το 33% των συνολικών ψηφοφόρων.
Γιατί τελικά κέρδισαν οι Δημοκρατικοί το κόμμα από τα σπλάχνα του οποίου αναδείχθηκε ο, ενδεχομένως, πιο τοξικός στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, Πρόεδρος; Εν κατακλείδι, που οφείλεται η επικράτηση του Joe Biden έναντι του Donald Trump;