Μόλις είχε μπει το 2021, όταν η Σοφία Μπεκατώρου τράβηξε το τσιρότο που κάλυπτε το προσωπικό της τραύμα, αποκαλύπτοντας τα δικά μας. Για να θρέψει μια πληγή λέει η γιαγιά μου, πρέπει να την αφήσεις να ανασάνει, να μην τη σκεπάζεις, να τη φροντίζεις μη και σου μολυνθεί. Είμαι απολύτως σίγουρη πως μέσα σε αυτή τη σκληρά πατριαρχική κοινωνία που ζούμε, ούτε η ίδια μπόρεσε να ακολουθήσει τη συμβουλή αυτή και πως όπως όλες μας, έμεινε και εκείνη να κοιτάει το ξεραμένο αίμα, τα σκουπιδάκια που έφερε ο καιρός, τα δάκρυα που δεν ξέσπασαν και έγιναν πύον στην πληγή, να μας θυμίζουν ότι ο χρόνος σταμάτησε ένα απόγευμα στην πλάτη μας, ένα πρωί στον λαιμό μας, ένα ξημέρωμα στους μηρούς μας. Το τσιρότο που τραβήχτηκε, ελευθέρωσε σωρό από ιστορίες πόνου, όπου κάθε μία από εμάς μπόρεσε να βρει τον εαυτό της και να ενωθεί με την άλλη.
Στο κέντρο της Αθήνας, κάνει δειλά Άνοιξη. Την Ιωάννα Στεντούμη έχω τη χαρά να μη τη γνωρίζω λόγω αυτής μας της κουβέντας, αλλά από όλα τα «Ναι» που έχει πει σαν δικηγόρος, κάθε φορά που μια θηλυκότητα παλεύει να δικαιωθεί σε έναν κόσμο αβάσταχτης ματσίλας, που μας συνθλίβει στο σπίτι, στη δουλειά, στον δρόμο. Της ζήτησα να μιλήσουμε για την παρενόχληση, το βιασμό, για όλα όσα πρέπει να ξέρουμε ώστε να ενδυναμωθούμε και να παλέψουμε για τα σώματα και τις ψυχές μας.
Η σεξουαλική παρενόχληση προβλέπεται ως έννοια στα πλαίσια του εργατικού δικαίου, δυστυχώς όμως, δεν εμπεριέχεται σαφής ορισμός της στον ποινικό κώδικα. Το άρθρο στο οποίο μπορούμε να την εντάξουμε στο πλαίσιο του ποινικού δικαίου, είναι το 337 – η προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας. Όταν μάλιστα αυτή η προσβολή συμβεί στον χώρο εργασίας, υπάρχει μία επιβαρυντική περίσταση, καθώς η προβλεπόμενη ποινή για την προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας οπουδήποτε αλλού είναι φυλάκιση έως ένα έτος, ενώ στο εργασιακό περιβάλλον είναι φυλάκιση έως τρία έτη.
Ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε στους εργασιακούς χώρους, είναι η παραβιαστική, επιθετική συμπεριφορά, που δεν εμπεριέχει ίσως ρητά εκφρασμένο γενετήσιο χαρακτήρα, μιας και πολλές φορές αυτός υπονοείται. Για παράδειγμα, μπορεί ένας συνάδελφος ή εργοδότης του θύματος να το ακολουθεί συνέχεια με διάφορες αφορμές, να κλείνει τις πόρτες για να προκαλέσει απομόνωση, να το ακουμπάει σε μη ερωτογενείς ζώνες (πχ. στα χέρια, χαμηλά στο πόδι, στην πλάτη). Αυτό μπορεί όντως να δημιουργεί μια τοξική και επιθετική συμπεριφορά στον χώρο εργασίας, όπως ακριβώς προβλέπεται στο εργατικό δίκαιο. Πιθανόν όμως να μη θεωρείται απαραίτητα ποινικά κολάσιμο, ακόμη και αν αυτή η παραβιαστική συμπεριφορά οδηγήσει το θύμα στην παραίτηση ή στην υιοθέτηση αμυντικής συμπεριφοράς στο χώρο εργασίας. Είναι δε γεγονός ότι, ξεκινώντας από ένα κλίμα έντονης παρενόχλησης, ο δράστης μπορεί να φτάσει και σε απόπειρα βιασμού: με βάση έρευνα που έγινε και στην Ελλάδα, απόπειρα βιασμού έχει συμβεί στο 6% των θυμάτων που έχουν υποστεί σεξουαλική παρενόχληση (συνολικά το ποσοστό των γυναικών που έχουν παρενοχληθεί είναι τεράστιο και αγγίζει το 65%).
Εδώ λοιπόν, υπάρχει ένα κενό, για το πώς θα εξειδικευθεί ποινικά η έννοια της σεξουαλικής παρενόχλησης, ώστε να μην αφήνει τα θύματα απροστάτευτα, ειδικά στο περιβάλλον της εργασίας όπου είναι και πιο ευάλωτα. Επίσης, παρατηρείται συχνά το αδίκημα της προσβολής της γενετήσιας ευπρέπειας, δηλαδή το άρθρο 353 του ποινικού κώδικα. Είναι η περίπτωση για παράδειγμα όπου ο δράστης δεν έχει ακουμπήσει καθόλου το θύμα, αλλά ενώπιόν του τελεί πράξεις γενετήσιου χαρακτήρα, το οποίο τιμωρείται ανεπαρκέστατα – μόνο με χρηματική ποινή. Έχω δει δικογραφίες, όπου ενώ ο δράστης αυνανίζεται ενώπιον του θύματος σε απομονωμένο σημείο, με αποτέλεσμα φυσικά να προκαλεί ακόμα περισσότερο φόβο, συνοδεύοντας την πράξη του αυτή με ευθείες προτάσεις, χυδαίες εκφράσεις κλπ, αυτό θεωρήθηκε εξαρχής ότι εμπίπτει στο άρθρο 353 ΠΚ με αποτέλεσμα μια απλή χρηματική ποινή. Τουλάχιστον, με ποινή φυλάκισης, τιμωρείται η πράξη εάν γίνεται ενώπιον ανηλίκου.
Ειδικότερα για τα ανήλικα, προβλέπονται ποινές για γενετήσιες πράξεις με ανηλίκους (άρθρο 339 ΠΚ) και για κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια (άρθρο 342 ΠΚ). Συγκεκριμένα προβλέπεται ότι ο δράστης ασελγούς πράξης με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών τιμωρείται, αν το ανήλικο δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, αν το ανήλικο συμπλήρωσε τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, ενώ αν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα και μέχρι τα δεκαπέντε έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Οι ποινές είναι αυστηρότερες, εάν το ανήλικο το έχουν εμπιστευθεί στο δράστη για να το επιβλέπει ή να το φυλάσσει, έστω και προσωρινά.
Είναι σημαντικό ίσως για την ερμηνεία υπερασπιστικών γραμμών που έχουμε ακούσει και πρόσφατα σε σχέση με ανήλικα θύματα, ότι η Ελλάδα μόλις προ διετίας κατήργησε τη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 3 του παλιού ΠΚ, που προέβλεπε ότι αν ο δράστης και το ανήλικο θύμα, ακόμα και κάτω των δεκαπέντε ετών, παντρευτούν, δεν ασκείται ποινική δίωξη και αν ασκηθεί, κηρύσσεται απαράδεκτη.
Θα μπορούσαμε επίσης να πούμε ότι τα έμφυλα εγκλήματα κάποιες φορές αποχαρακτηρίζονται με έναν τρόπο, αναλόγως σε ποιο κεφάλαιο του ποινικού κώδικα εντάσσονται. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του αδικήματος που έχει γίνει γνωστό ως «revenge porn», που αντιμετωπίζεται ως προσβολή προσωπικών δεδομένων και δεν εντάσσεται στα έμφυλα εγκλήματα, επομένως «απο-εμφυλοποιείται» – μία επιλογή που απομειώνει την ηθική του απαξία παρόλο που η ηθική βλάβη που επιφέρει στα θύματα είναι τεράστια. Για τον λόγο αυτό, πρέπει να διεκδικήσουμε οι ποινικές διατάξεις για τα έμφυλα αδικήματα να είναι συγκεκριμένες και σε ξεχωριστό κεφάλαιο του ποινικού κώδικα, ώστε αφενός να μη θίγονται τα δικαιώματα κανενός κατηγορουμένου, αφετέρου η νομολογιακή εξειδίκευση και εφαρμογή να σέβεται το λόγο και το τραύμα των θυμάτων.
Όσον αφορά ειδικότερα το βιασμό, στο σχετικό άρθρο του ποινικού κώδικα (336 ΠΚ) πλέον έχει ενταχθεί, και ορθώς, η έννοια της συναίνεσης, όμως στην πραγματικότητα, η ένταξη αυτή έγινε βεβιασμένα – υπάρχουν ανάλογα πρότυπα και από τη σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, που έχουν χρησιμοποιηθεί σε άλλες χώρες και που δεν χρησιμοποιήθηκαν εν προκειμένω. Απαιτείται σφυρηλάτηση της έννοιας κοινωνικά και νομικά, κατά τη γνώμη μου. Βασική παράγραφος βέβαια του άρθρου, παραμένει η άσκηση στο θύμα σωματικής βίας ή η απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου της ζωής του ή της σωματικής του ακεραιότητας. Ταυτοχρόνως έχουμε το άρθρο 343 ΠΚ το οποίο αφορά ασέλγεια με κατάχρηση εξουσίας, δηλαδή είτε με κατάχρηση σχέσης εργασιακής εξάρτησης είτε με κατάχρηση θέσης, όταν αφορά χώρους όπως η αστυνομία, τα κρατητήρια, τα παιδαγωγικά ιδρύματα, τα νοσοκομεία, οι φυλακές. Σε αυτές τις περιπτώσεις πρόκειται για πλημμέλημα, το οποίο προσωπικά εκτιμώ ότι είναι προβληματικό – ιδίως με βάση μία κοινωνική πραγματικότητα που αντικρίζει ίσως η κοινωνία μαζικά τώρα με το #metoo, αλλά η οποία είναι γνωστή σε όποια/ον έχει ασχοληθεί με τα έμφυλα εγκλήματα, ιδίως σε ευάλωτους πληθυσμούς. Είναι σαφές ότι όταν ο δράστης χρησιμοποιεί τη θέση του – ιδίως σε περιβάλλοντα στέρησης ελευθερίας – το θύμα δεν έχει εκφράσει συναίνεση και επομένως αναφερόμαστε σε περιπτώσεις βιασμού στην πραγματικότητα. Τα περισσότερα θύματα ανέχονται και δεν καταγγέλλουν τέτοια τεράστια προσβολή της σεξουαλικής τους αυτοδιάθεσης από φόβο, διατηρώντας έτσι ένα πολύ μεγάλο τραύμα, που εμπεριέχει μια ενοχή που εγκολπώνεται απ’ την κοινωνική αντίληψη που θέλει το θύμα να μην είχε βάλει τα σωστά όρια ώστε να μη βιαστεί ή παρενοχληθεί. Το θέμα είναι όμως να μην παρενοχλεί και να μη βιάζει ο δράστης. Άλλωστε, το να σε «στριμώχνει» κάποιος σε μία γωνία, να κάνει συνέχεια σεξουαλικά αστεία, να σχολιάζει φανερά το σώμα σου, να σου λέει ότι ακόμα κι όταν λες ότι δε θέλεις, εννοείς ότι θέλεις, θεωρείται ακόμη για κάποιους φλερτ και εδώ είναι ένα βασικό εννοιολογικό ζήτημα για το σύνολο της κοινωνίας. Ιδίως σε επαγγελματικούς/εργασιακούς χώρους, η γυναίκα για να επιβιώσει, θα πρέπει να αποκτήσει στοιχεία τοξικής αρρενωπότητας και μάλιστα όσο πιο ανταγωνιστικοί είναι αυτοί οι χώροι, τόσο πιο πολύ πρέπει να προσπαθεί να δείχνει ότι «δεν ενοχλείται».
Είναι πια αποδεδειγμένο από σειρά ερευνών, και το βλέπω στη δουλειά μου καθημερινά, ότι όταν ένα θύμα δε θέλει και στρεσάρεται, μπορεί να παγώσει, να μη γνωρίζει πώς να αντιδράσει σε κάτι που βιώνει ως επίθεση στο σώμα του. Είναι όμως σαφές πότε όντως υπάρχει επιθυμία για μια σεξουαλική επαφή και πότε όχι – ακριβώς σε αυτό το σημείο οφείλουμε να σταθούμε, στην αποδοχή και το σεβασμό της ύπαρξης συναίνεσης, ανά πάσα στιγμή και χωρίς εξαιρέσεις.
Είναι πολύ σημαντικό οι καταγγελίες να γίνονται ακόμη και αν είναι στα όρια της παραγραφής (5-8 χρόνια για πλημμελήματα, 15-20 χρόνια για κακουργήματα). Παρόλα αυτά, η κουβέντα που έχει ανοίξει για τα όρια των παραγραφών έχει μπει σε λάθος βάση. Ο λόγος που υπάρχει ο θεσμός της παραγραφής, είναι προστατευτικός για τα δικαιώματα του κατηγορούμενου και την ποινική διαδικασία: ακόμα περισσότερα χρόνια μετά, δε θα υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο ή απόδειξη για να μπορέσει να γίνει η διαδικασία όπως πρέπει και με σεβασμό σε όλα τα μέρη.
Το πραγματικό ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε, είναι γιατί ένα θύμα δεν θα μπορέσει τελικά να καταγγείλει αυτό που του συνέβη για δεκαετίες. Γιατί δεν προστατεύονται τα θύματα, από δομές και μηχανισμούς, ώστε να μπορούν να καταγγείλουν νωρίτερα, επουλώνοντας το τραύμα.
Αξίζει φυσικά ένα τεράστιο μπράβο στη Μπεκατώρου, που ενώ καταλάβαινε πως το έγκλημα εις βάρος της είχε παραγραφεί, προχώρησε, γνωρίζοντας τις νομικές συνέπειες του να ξεκινήσει μια τέτοια μάχη. Το θέμα όμως που κατά τη γνώμη μου παραμένει, είναι το να μην αποπροσανατολιζόμαστε και να εστιάζουμε στα σωστά ερωτήματα όταν αναφερόμαστε στην παραγραφή. Το λέω ξανά, χρειαζόμαστε μηχανισμούς ώστε το θύμα να νιώσει δικαιωμένο και ο δράστης να μη συνεχίζει την εγκληματική του συμπεριφορά για χρόνια. Στους δε ανήλικους, η παραγραφή ξεκινάει από την ενηλικίωσή τους.
Τα θύματα, για αρχή, πρέπει να πάρουν σίγουρα μια εξειδικευμένη νομική συμβουλή για να ξέρουν συνολικά τα δικαιώματα τους και τους χρόνους που παίρνει μια τέτοια διαδικασία. Κατά την κρίση μου είναι καλό να λαμβάνουν και ψυχολογική υποστήριξη, μιας και θα τα βοηθήσει και κατά τη διάρκεια όλης της διαδικασίας.
Επίσης, υπάρχει το 15900, που μπορούν να απευθυνθούν για αρχή και από εκεί θα τα κατευθύνουν σε ειδικές δομές, παίρνοντας μια πρώτη συμβουλευτική υποστήριξη. Το θέμα εδώ είναι ότι δεν πρόκειται για κάτι άμεσο και ότι θα περιμένουν κάποιο καιρό μέχρι να προγραμματιστεί κάποιο ραντεβού.
Όσο υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία, ακόμη και επίμονες κλήσεις στο τηλέφωνο, μηνύματα ή mail, θα πρέπει να διατηρούνται όσα χρόνια και αν περάσουν, μιας και μπορεί να χρειαστούν στο μέλλον, ειδικά αν αναφερόμαστε για εργασιακά περιβάλλοντα. Αν μπορούμε να βρούμε μάρτυρες, καλό είναι να έχουμε μια επικοινωνία μαζί τους. Επίσης είναι καλό να έχουμε ένα συλλογικό φορέα που να μπορεί να μας στηρίξει.
Εννοείται ότι εφόσον το θύμα προχωρήσει σε μήνυση για σεξουαλική ή σωματική κακοποίηση, ο ιατροδικαστής είναι απαραίτητος, καθώς και οι φωτογραφίες. Εναλλακτικά, μπορεί να απευθυνθεί στα εξωτερικά ιατρεία ενός δημόσιου νοσοκομείου, ώστε να καταγραφεί.
Μπορούμε να παρατηρήσουμε ένα συνολικότερο έλλειμμα εκπαίδευσης και ενημέρωσης. Γενικά, υπάρχει έλλειψη χώρου στο δημόσιο λόγο για ζητήματα όπως «τι σημαίνει τραύμα», «πώς να επανοικειοποιηθείς τον εαυτό σου», «πώς νιώθεις σε σχέση με την αξιοπρέπεια και την αυτοπεποίθηση σου» μετά από μία επίθεση. Η κουλτούρα ενοχοποίησης των θυμάτων διατρέχει όλη την κοινωνία, άρα αναπτύσσεται και εντός του δικηγορικού σώματος. Η επιχειρηματολογία που χρησιμοποιείται στα δικαστήρια, σταθερά ενοχοποιεί το θύμα, θέτοντας είτε ένα ζήτημα αντίληψης – το θύμα δεν καταλαβαίνει, είναι υπερβολικό, είναι συναισθηματικό ή δεν έχει χιούμορ – είτε ένα ζήτημα ξεκάθαρου σεξισμού και στερεοτύπων – τι φορούσε, πού κινούνταν, τι ερωτική ζωή είχε, πώς ήταν τα εσώρουχά του.
Στην έμφυλη βία και κυρίως στη σεξουαλική, τίθεται σχεδόν πάντα το ερώτημα μήπως το θύμα καταγγέλλει για κάποιον άλλο λόγο, λέγοντας ψέματα. Εν δυνάμει όμως, σε κάθε αδίκημα που εμπλέκονται μόνο δύο άτομα μπορεί το θύμα να λέει ψέματα. Γιατί συγκεκριμένα στα σεξουαλικά αδικήματα θα επιμείνει η επιχειρηματολογία αποκλειστικά γύρω από το θύμα και τα «κρυφά κίνητρά του»;
Αμφισβητούμε διαρκώς το θύμα για το τι φορούσε, πώς κυκλοφορούσε και γιατί δεν αντιστάθηκε. Πολλοί συνήγοροι επιμένουν εκεί, διαμορφώνοντας ένα κλίμα στις δικαστικές αίθουσες αλλά και στην κοινωνία. Την «ατομική ευθύνη» δεν την έχω δει να λειτουργεί με τέτοιο τρόπο, σε κανένα άλλο αδίκημα εκτός απ’ αυτό. Για να καταλάβουμε πόσο διακριτική μεταχείριση δέχονται τα συγκεκριμένα θύματα, είναι σα να ρωτάμε ένα θύμα κλοπής «γιατί πήγες με ένα χρυσό ρολόι και κάθισες δίπλα στον τάδε που φαινόταν ότι του άρεσε; Μήπως τελικά δεν ήθελες στα αλήθεια τον ρολόι σου; Μήπως λες ψέματα ότι στο έκλεψε ενώ το χάρισες;». Πόσο τρελό και παράλογο θα μας φαινόταν αυτό; Και γιατί κανένας συνήγορος δεν έχει τολμήσει να υιοθετήσει μια τέτοια γραμμή υπεράσπισης; Και δεν είναι τελικά προσβλητικό για το σύνολο της κοινωνίας να αποδεχόμαστε ότι οι άντρες απλά είναι «ασυγκράτητοι» και παραβατικοί, οπότε οι γυναίκες πρέπει να προσέχουν μονίμως πού και πώς κινούνται για να μην τους θέτουν σε πειρασμό;
Υπάρχει δυστυχώς μία κουλτούρα σεξισμού στο δικηγορικό σώμα, ενώ και στον κώδικα δεοντολογίας μας δεν υπάρχει καμία σχετική αναφορά. Ωστόσο, οφείλουμε να υπερασπιζόμαστε το Σύνταγμα και τους νόμους, επομένως την αρχή της ισότητας και τα δικαιώματα όλων των ανθρώπων χωρίς διακρίσεις, ενώ στα πλαίσια αυτά εντάσσεται και η μη χρήση ρατσιστικού λόγου. Απαγορεύεται να δίνουμε συνεντεύξεις στον τύπο και να παρέχουμε στοιχεία δικογραφίας για υπόθεση που εκκρεμεί. Πρέπει δε να υπερασπιζόμαστε όλα τα ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα των πολιτών, καθώς είμαστε “οι φυσικοί υπερασπιστές των αδικούμενων και των καταπιεζόμενων”.
Είναι πάντα συγκλονιστικό να σε προσεγγίζει ένα άτομο το οποίο έχει υποστεί έμφυλη βία. Ακόμα περισσότερο όταν έχει υποστεί σεξουαλική βία. Είναι μία μορφή βίας που, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, καταλύει την ελεύθερη επιλογή, την αξιοπρέπεια και την αυτοπεποίθηση του θύματος και η προσπάθειά του για απόδοση δικαιοσύνης, αισθάνομαι ότι είναι η ανάγκη του να επαναδιεκδικήσει αυτά ακριβώς που του στέρησε ο δράστης.
Κάθε υπόθεση που χειρίζομαι έχει ένα χαρακτήρα βαθιά προσωπικό: από τη μία παρακολουθώ την εσωτερική ανάγκη του θύματος για δικαίωση να συγκρούεται με το φόβο και την ανασφάλεια εμπλοκής σε ένα δικαιικό σύστημα που συχνά το απογοητεύει, για μια σειρά από λόγους – λόγω έλλειψης εκπαίδευσης των δικαστών, λόγω πλημμελούς προδικασίας, λόγω στερεότυπων για το «σωστό» θύμα και τον «προφανή» δράστη που διατρέχει κάθετα όλη την κοινωνία και το δικαστικό σύστημα.
Από την άλλη, πρέπει να το προετοιμάσω για τις ερωτήσεις του δικαστηρίου, τις ερωτήσεις της υπεράσπισης και γενικά για όλα όσα έχει να αντιμετωπίσει, που είναι και αυτό αρκετά επώδυνο. Με αυτά τα δεδομένα, πάντα με συγκλονίζει το πείσμα, η επιμονή και η δύναμη όλων των ανθρώπων που έχω υποστηρίξει. Είναι δε, αυτή η γνώση της δυσκολίας, της προσπάθειας που χρειάστηκε να καταβληθεί μέχρι το τέλος και της σημασίας που έχει η δικαίωση για το κάθε άτομο που βίωσε σεξουαλική κακοποίηση, που κάνει τόσο δυνατή τη στιγμή της δικαίωσης. Και είναι και αυτό ακριβώς που σε κάθε περίπτωση μη δικαίωσης, προσωπικά με κάνει πιο αποφασισμένη.
Οραματίζομαι μια εποχή που δε θα χρειάζεται τα θύματα να έχουν τόσο μεγάλη δύναμη και πείσμα και επιμονή γιατί η αστυνομική έρευνα και η δικαστική διαδικασία θα σέβεται τα δικαιώματά τους εξαρχής – και ακόμα περισσότερο, μια εποχή όπου θα έχουμε σφυρηλατήσει όχι μόνο νομικά αλλά κυρίως κοινωνικά την έννοια της συναίνεσης και του απόλυτου σεβασμού της γενετήσιας επιλογής και αυτοδιάθεσης όλων και πάντοτε.