Από τη στιγμή που έφτασε στη δημοσιότητα το βίντεο με την εν ψυχρώ δολοφονία του 17χρονου Nahel από έναν αστυνομικό, οι δρόμοι πολλών φτωχών γαλλικών συνοικιών βρέθηκαν σε κατάσταση ανοιχτής εξέγερσης, που συνεχίστηκε αδιάκοπα, με πολυάριθμες συλλήψεις και τραυματισμούς διαδηλωτών για έξι μέρες μέχρι την αποκλιμάκωσή της -όπως φαίνεται- από χτες. «Η Γαλλία αντιμετωπίζει την “Τζορτζ Φλόιντ” στιγμή της», έγραφαν αρκετά διεθνή μέσα ενημέρωσης, καταφεύγοντας σε έναν παραλληλισμό ο οποίος στοχεύει να αναδείξει τη συστημική ρατσιστική βία που για δεκαετίες μαστίζει τη γαλλική αστυνόμευση, αλλά και την κορύφωση της οργής των πολιτών με αφορμή τον θάνατο του αραβικής καταγωγής εφήβου.
Η «κληρονομιά» της αστυνομικής βίας, ειδικά κατά των κοινοτήτων των μεταναστών, εκτείνεται εδώ και δεκαετίες στη χώρα. Το φθινόπωρο του 1961, οι αρχές βάλθηκαν εναντίον χιλιάδων διαδηλωτών που τάσσονταν κατά της αποικιοκρατίας και οι οποίοι είχαν κατέβει στο Παρίσι στο απόγειο του πολέμου στην Αλγερία. Το τραγικό συμβάν ονομάστηκε «η σφαγή του Παρισιού» και πρόκειται για μια τραγωδία που εξακολουθεί να αντηχεί στις αραβικές και μουσουλμανικές κοινότητες της Γαλλίας. Υπολογίζεται ότι 200 άνθρωποι σκοτώθηκαν από πυροβολισμούς, στραγγαλίστηκαν ή ρίχτηκαν στον Σηκουάνα.
Το 1983, ο Toumi Djaïdja, ένας 19χρονος από ένα banlieue της Λυών, έπεσε θύμα αστυνομικής βίας η οποία τον άφησε σε κώμα για δύο εβδομάδες. Το συμβάν οδήγησε στη γένεση της Πορείας για Ισότητα και Ενάντια στον Ρατσισμό, της πρώτης αντιρατσιστικής διαδήλωσης σε εθνική κλίμακα, στην οποία συμμετείχαν 100.000 άτομα. Φέτος, συμπληρώνονται 40 χρόνια από τη σημαντική αυτή εκδήλωση.
Ανατρέχοντας στο πιο πρόσφατο παρελθόν, το 1999 η Γαλλία καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για βασανιστήρια, μετά τη σεξουαλική κακοποίηση από αστυνομικούς ενός νεαρού βορειοαφρικανικής καταγωγής. Μερικά χρόνια αργότερα, το 2005, τρεις έφηβοι ηλικίας μεταξύ 15 και 17 ετών πήγαιναν προς το σπίτι τους ένα απόγευμα αφού είχαν παίξει ποδόσφαιρο με φίλους τους, όταν ξαφνικά καταδιώχθηκαν από την αστυνομία. Αν και δεν είχαν κάνει τίποτα κακό (και αυτό επιβεβαιώθηκε από μεταγενέστερη έρευνα), οι τρομοκρατημένοι έφηβοι κρύφτηκαν από την αστυνομία σε έναν υποσταθμό ηλεκτρικού ρεύματος. Δύο από αυτούς, ο Zyed Benna και ο Bouna Traoré, υπέστησαν ηλεκτροπληξία. Ο τρίτος, ο Muhittin Altun, υπέστη φρικτά εγκαύματα και τραυματισμούς που άλλαξαν τη ζωή του. «Αν πάνε εκεί (σ.σ. στο εργοστάσιο ηλεκτροπαραγωγής), δεν φαντάζομαι πως υπάρχουν πιθανότητες να τα καταφέρουν», είχε πει με ικανοποίηση ένας από τους αστυνομικούς που καταδίωκαν τα αγόρια, καθώς παρακολουθούσε αυτό το αποτρόπαιο γεγονός να διαδραματίζεται.
Η Γαλλία φλεγόταν επί εβδομάδες με τις ταραχές που διαδέχτηκαν τον θάνατο των εφήβων – τις μεγαλύτερες που έχει δει η χώρα εδώ και χρόνια, μαζί με τις ταραχές που διαδέχτηκαν τώρα τον θάνατο του Nahel. Όμως, παρά την κατακραυγή του κόσμου, η αρχική αντίδραση των μέσων ενημέρωσης και των πολιτικών το 2005 ήταν η ενοχοποίηση των θυμάτων και η εξονυχιστική εξέταση του παρελθόντος τους, σαν κάτι από αυτά να δικαιολογούσε τον θάνατό τους. Ο Νικολά Σαρκοζί, ο οποίος ήταν υπουργός Εσωτερικών εκείνη την εποχή, ατίμασε τη μνήμη των νεαρών που ο φόβος τους είχε οδηγήσει στο θάνατο, δηλώνοντας: «Αν δεν έχεις τίποτα να κρύψεις, δεν τρέχεις όταν βλέπεις την αστυνομία».
To 2016, o Adama Traoré, 24 τότε ετών, πέθανε ενώ βρισκόταν υπό κράτηση, μετά τη βίαιη σύλληψή του στο Beaumont-sur-Oise στα βόρεια του Παρισιού. Οι ιατρικές αναφορές παρουσιάστηκαν αντικρουόμενες σχετικά με το αν αιτία του θανάτου του ήταν κάποιο υπάρχον ζήτημα υγείας που επιδεινώθηκε από το τρέξιμο στη ζέστη ή οι συνέπειες της σκληρής κράτησης. Ο θάνατος του Traoré πυροδότησε διαδηλώσεις σε ολόκληρη τη χώρα. Οι διαδηλωτές βγήκαν στους δρόμους φωνάζοντας «Δικαιοσύνη για τον Adama», ενώ η αδερφή του, Άσα, έγινε ηγέτισσα στον αγώνα κατά της αστυνομικής βίας στη Γαλλία και, χρόνια αργότερα, η κραυγή για δικαίωση για τον αδερφό της ταυτίστηκε με το γαλλικό κίνημα που ξεσηκώθηκε για τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ το 2020.
Φτάνοντας στον Νοέμβριο του 2020, ο Michel Zecler, ένας μαύρος μουσικός παραγωγός, ξυλοκοπήθηκε κατά τη διάρκεια ενός επεισοδίου στο Παρίσι, στο οποίο συμμετείχαν τέσσερις αστυνομικοί. Το περιστατικό καταγράφηκε σε βίντεο που έγινε viral. Σύμφωνα με το Reuters, οι αστυνομικοί κατηγορήθηκαν για επίθεση και τέθηκαν σε διαθεσιμότητα, ενώ ο τότε εισαγγελέας του Παρισιού, Remy Heitz, είπε πως οι αστυνομικοί αναγνώρισαν ότι είχαν χτυπήσει τον Zecler – όμως «από φόβο και πανικό» επειδή ο άνδρας αντιστεκόταν στη σύλληψη. Το περιστατικό οδήγησε σε αρκετές εκκλήσεις από ακτιβιστές προς τη γαλλική κυβέρνηση για να επανεξετάσει και να αντιμετωπίσει τις θεσμικές φυλετικές διακρίσεις. Μάλιστα, ο ξυλοδαρμός του Zecler σημειώθηκε την περίοδο που η κυβέρνηση συζητούσε έναν νόμο, ο οποίος περιελάμβανε την απαγόρευση μαγνητοσκόπησης από πολίτες της δράσης των αστυνομικών εν ώρα υπηρεσίας. Το ανώτατο δικαστήριο της Γαλλίας μπλόκαρε τον νόμο το 2021.
Τα περιστατικά αστυνομικής βίας αυξάνονται στη Γαλλία κάθε χρόνο. Μόνο το περασμένο έτος, υπήρξαν 138 τεκμηριωμένα περιστατικά πυροβολισμών της γαλλικής αστυνομίας σε αυτοκίνητα εν κινήσει. Σύμφωνα με τον Υπερασπιστή των Δικαιωμάτων, οι νεαροί άνδρες που θεωρείται ότι είναι μαύροι ή βορειοαφρικανικής καταγωγής έχουν 20 φορές περισσότερες πιθανότητες να υποβληθούν σε αστυνομικούς ελέγχους ταυτότητας από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Το ίδιο όργανο κατήγγειλε την απουσία οποιασδήποτε προσφυγής κατά του ελέγχου ως μορφή συστημικής αστυνομικής διάκρισης. Πώς να μην φοβούνται οι μειονότητες την αστυνομία;
Η οργάνωση Human Rights Watch είχε δηλώσει το 2012: «Η τακτική ελέγχου ταυτότητας δίνει το πράσινο φως στην κατάχρηση από τη γαλλική αστυνομία… Αυτή η κατάχρηση περιλαμβάνει επαναλαμβανόμενους ελέγχους – “αμέτρητους”, σύμφωνα με τα λόγια των περισσότερων συνεντευξιαζόμενων – που μερικές φορές ακολουθούνται από σωματική και λεκτική κακοποίηση». Με τη σειρά της, μια έκθεση του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για το 2020, ανέφερε πως, «οι καταχρηστικοί και μεροληπτικοί έλεγχοι ταυτότητας είναι ένα μακροχρόνιο πρόβλημα στη Γαλλία… Στατιστικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από κοινωνικούς επιστήμονες και μη κυβερνητικές οργανώσεις υποδεικνύουν ότι μαύροι και Άραβες άνδρες και αγόρια, ή άνθρωποι που εκλαμβάνονται ως αυτής της καταγωγής και ζουν σε οικονομικά μειονεκτούσες περιοχές, είναι ιδιαίτερα συχνοί στόχοι για τέτοιες ενέργειες».
Ακόμη και τα δικαστήρια της ίδιας της χώρας έχουν καταδικάσει το γαλλικό κράτος για «βαριά αμέλεια», αποφαινόμενα, το 2016, ότι «η πρακτική του φυλετικού προφίλ ήταν μια καθημερινή πραγματικότητα στη Γαλλία που καταγγέλθηκε από όλους τους διεθνείς, ευρωπαϊκούς και εγχώριους θεσμούς και παρόλα αυτά, παρά τις δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν από τις γαλλικές αρχές στο υψηλότερο επίπεδο, δεν οδηγήθηκε σε θετικά μέτρα». Πιο πρόσφατα, τον Δεκέμβριο του 2022, η επιτροπή του ΟΗΕ για την εξάλειψη των φυλετικών διακρίσεων κατήγγειλε τόσο τον ρατσιστικό λόγο των πολιτικών όσο και τους ελέγχους αστυνομικών ταυτοτήτων «που στοχεύουν δυσανάλογα ορισμένες μειονότητες».
Παρά τα συντριπτικά ευρήματα, ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, εξακολουθεί να θεωρεί απαράδεκτη τη χρήση του όρου «αστυνομική βία». Μετά τον θάνατο του 17χρονου ωστόσο, καταδίκασε απερίφραστα την πράξη την οποία χαρακτήρισε «απαράδεκτη». Ο ίδιος βέβαια αντιμετώπισε το περιστατικό ως μεμονωμένο, αντί να αμφισβητήσει τις παγιωμένες συμπεριφορές και δομές εντός της αστυνομίας που διαιωνίζουν τον ρατσισμό και, με όχημα τις καταδικαστικές αναφορές και αποφάσεις, να οδηγήσει τον θεσμό της αστυνομίας σε ουσιαστική μεταρρύθμιση.
Αντιθέτως, ένας νόμος που ψηφίστηκε το 2017 διευκόλυνε την αστυνομία να καταφύγει στη χρήση πυροβόλων όπλων. Οι ένστολοι μπορούν έκτοτε να πυροβολούν χωρίς καν να χρειάζεται να αποδώσουν την ενέργειά τους «σε λόγους αυτοάμυνας». Από την περίοδο της εισαγωγής του συγκεκριμένου νόμου, σύμφωνα με τον ερευνητή Sebastian Roché, ο αριθμός των θανατηφόρων πυροβολισμών εναντίον οχημάτων στα οποία επιβαίνουν άτομα που ανήκουν σε κοινότητες μεταναστών έχει πενταπλασιαστεί. Πέρυσι συγκεκριμένα, 13 άνθρωποι πυροβολήθηκαν μέσα στα οχήματά τους.
Ο θάνατος του Nahel είναι άλλο ένα κεφάλαιο σε μια μακρά και τραυματική αφήγηση αστυνομικής βαρβαρότητας, η οποία συνεχίζει να στοχεύει εργατικές γειτονιές και γενικότερα μαύρους και ανθρώπους βορειοαφρικανικής καταγωγής. Τα εγκλήματα της αστυνομίας είναι η ρίζα πολλών από τις εξεγέρσεις στις πιο φτωχές αστικές περιοχές της Γαλλίας. Μετά από χρόνια διαδηλώσεων, εκκλήσεων, ανοιχτών επιστολών και δημόσιων αιτημάτων, μια δυσαρεστημένη νεολαία δεν βρίσκει άλλο τρόπο να ακουστεί, παρά με την εκδήλωση ταραχών. Και είναι εύλογο να αναρωτηθούμε αν, χωρίς τις εξεγέρσεις που κορυφώθηκαν τις τελευταίες μέρες σε πόλεις σε όλη τη Γαλλία, ο θάνατος του Nahel θα είχε συγκεντρώσει την προσοχή που του αρμόζει.
Με πληροφορίες από το Washington Post και τoν Guardian