Λάσπη, βούρκος και ελπίδα. Αυτά βρήκα στη σκηνή του Ακράμ, του Ιρακινού πατέρα τριών παιδιών, που εδώ και 17 ημέρες βρίσκεται μαζί με τη σύζυγό του στην Ειδομένη, περιμένοντας το άνοιγμα των συνόρων.
Με τον Ακράμ γνωριστήκαμε τυχαία. Ουσιαστικά, μέσω του γιου του Νασίμ, που ούτε λίγο ούτε πολύ έπεσε πάνω μου για να μου μιλήσει. Ο Νασίμ μιλάει καλά αγγλικά, του άρεσαν και μελετούσε αρκετά όταν πήγαινε στο σχολείο. «Μου αρέσουν πολύ οι ξένες ταινίες», μου λέει. «Και το NBA. Έβλεπα όταν ήμουν στο σπίτι μου».
Από τις πρώτες κουβέντες που ανταλλάσσουμε φαίνεται ότι ο 19χρονος Ιρακινός είναι πολύ εξωστρεφής. Άνετος στο λόγο, του αρέσει να μιλάει για τη ζωή και τα όνειρά του. «Στη Βαγδάτη πήγαινα στην τελευταία τάξη του λυκείου και μετά ήθελα να σπουδάσω. Θέλω να γίνω γιατρός και να βοηθάω τους άλλους. Όταν φτάσω στην Φινλανδία ή τη Σουηδία, θα συνεχίσω εκεί το σχολείο και θα γίνω γιατρός».
Ο Νασίμ είχε μία ασφαλή ζωή και ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον στο Ιράκ. Ο πατέρας του εργαζόταν για χρόνια στην ασφάλεια της Ιταλικής Πρεσβείας στη Βαγδάτη και είχε έναν εισόδημα ικανό για να εξασφαλίσει την οικογένειά του. «Όταν ήμουν μικρός, είχα τα πάντα. Σπίτι, φαγητό, σχολείο. Εδώ δεν έχει σχολείο», μου λέει, σαν να θέλει να μου «καρφώσει» στο κεφάλι την τελευταία λέξη.
Μερικά παιδιά μαζεύονται γύρω από εμένα και τον Νασίμ. Δύο από αυτά είναι τα αδέρφια του, ο Ιμπραήμ και ο Αχμέντ. Είναι 12 και 9 ετών αντίστοιχα και δεν μιλούν αγγλικά. Όμως προσπαθούν να συμμετάσχουν στη συζήτηση, χαμογελούν και με την ανατολίτικη φιλικότητα που κουβαλούν μέσα τους παλεύουν να υπερκεράσουν το εμπόδιο της γλώσσας.
Ο Ιμπραήμ κρατά μία μπάλα ξεφούσκωτη. Την βρήκε παρατημένη στην Ειδομένη, σε ένα χωράφι από εκείνα όπου πηγαίνει να παίξει τα απογεύματα για να παίξει με άλλα παιδιά, «όταν δεν βρέχει». «Εδώ έχω κάνει φίλους. Πηγαίνουμε και παίζουμε μαζί. Μία μέρα βρήκα τη μπάλα. Είναι ξεφούσκωτη, αλλά δεν έχω άλλα παιχνίδια», μου λέει ο Ιμπραήμ, σε μία συζήτηση που γίνεται με την παράλληλη μετάφραση του Νασίμ.
Ο Αχμέντ που παρακολουθεί από κοντά χωρίς να μιλάει κρατάει ένα μωρό στην αγκαλιά του. Τους ρωτάω αν είναι αδερφάκι τους. «Όχι, είναι της διπλανής οικογένειας», απαντά ο Νασίμ, δείχνοντάς μου μία σκηνή παραδίπλα. «Τους γνωρίσαμε πριν από 10 μέρες και κάνουμε παρέα μαζί τους. Περνάμε καλά μαζί».
Στην Ειδομένη, εδώ και κάμποσο καιρό, μυρίζει κανείς τον αέρα της «κανονικότητας», της «μονιμότητας» που αρχίζει να διαμορφώνεται από το κλείσιμο των συνόρων και την αποκρυστάλλωση μίας δύσκολης μεν, καθημερινής δε, ζωής. Αν και οι πρόσφυγες δεν θέλουν να μείνουν στην Ελλάδα, η μακρά παραμονή τους στην ελληνική μεθόριο τους κάνει να αναπτύσσουν φιλίες και συνήθειες, απόλυτα συνεπείς στην τάση του ανθρώπου να επικοινωνεί και να μοιράζεται τις εμπειρίες της ζωής του, με σκοπό να τις εκλογικεύσει μέσα στην πλήρη παράνοια εντός της οποίας αναπτύσσονται.
Ζητώ από το Νασίμ να μιλήσω με τον πατέρα του. «Πέντε λεπτά και θα έρθει», λέει. Στα δέκα λεπτά που περιμένω, γνωρίζω τη μητέρα των τριών αγοριών. Καθώς κουβεντιάζω ακόμη μαζί τους, εκείνη, μαυροντυμένη και φορώντας μαντίλα, βγαίνει από τη σκηνή για να απλώσει δύο κουβέρτες που έχουν βραχεί από τη βροχή. Κατά λάθος η μία της πέφτει στις λάσπες, μπροστά στα πόδια μου. Την πιάνω και της την δίνω. Με ευχαριστεί με εντροπή χαρακτηριστική για μία Μουσουλμάνα σύζυγο. Επικεντρώνεται αμέσως στην κουβέρτα προσπαθώντας με ανήσυχο βλέμμα να δει αν έπιασε λάσπες.
Αφού απλώσει τις κουβέρτες σε ένα συρματόπλεγμα, απευθύνεται στο Νασίμ μιλώντας του στα αραβικά. Εκείνος γυρίζει προς εμένα με ρωτάει από ποιά χώρα είμαι. Το «Γιουνάν» είναι μία από τις λίγες αραβικές λέξεις που έχω μάθει όσο καιρό βρίσκομαι κοντά στους πρόσφυγες.
Εκείνη μου αποκαλύπτει τότε το όνομά της -Ρουκιά- και με ευχαριστεί γιατί στην Ελλάδα «υπάρχουν καλοί άνθρωποι». Μετά γυρίζει σχεδόν αντανακλαστικά τα μάτια της προς το φράχτη από συρματοπλέγματα που την εμποδίζει να περάσει με την οικογένειά της προς την ΠΓΔΜ. Ξεκινά να μου πει πολλά για τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στην Ειδομένη, αλλά σύντομα φτάνει ο σύζυγός της, κρατώντας στο χέρι δύο χάρτινα ποτηράκια με καφέδες. Αφού μιλήσει στα αραβικά με το Νασίμ, με πλησιάζει και με χαιρετάει, προσφέροντάς μου τον ένα καφέ.
Ο Νασίμ τού μιλάει με μία φούρια κουνώντας τα χέρια του προς τη σκηνή τους. Ο Ακράμ του κάνει ένα νεύμα επιδοκιμασίας και ο Νασίμ τρέχει αμέσως στη σκηνή. Οι πρώτες κουβέντες που ανταλλάζουμε με τον Ακράμ προδίδουν την αφοσίωση του πρωτότοκου γιου του στον πατέρα του. Οι απαντήσεις που μου δίνει για το μέλλον της οικογένειας είναι ακριβής αναπαραγωγή των όσων μου έχει πει ο γιος του λίγα λεπτά νωρίτερα.
Η συζήτηση πιάνει κατόπιν το νήμα από εκεί που την είχε αφήσει η σύζυγος του εξαιτίας της άφιξής του. Κλειστά σύνορα, συρματοπλέγματα, λάσπη και πείνα. «Δεν άφησα το σπίτι μου για να μείνω εδώ για πάντα. Το άφησα για να βρω μία δουλειά και να ζήσω με ασφάλεια στην Ευρώπη. Θέλω να ζήσω με ειρήνη, όχι με πόλεμο».
Ο Νασίμ επιστρέφει σε εμάς κρατώντας στα χέρια του κάποια χαρτιά. Είναι διάφορα έγγραφα που σχετίζονται με την δουλειά του πατέρα του στην Ιταλική Πρεσβεία: το πιστοποιητικό επιτυχούς εκπαίδευσης, η άδεια οπλοκατοχής, η άδεια εισόδου στο κτήριο της πρεσβείας. «Ήταν δύσκολα χρόνια, όμως είχαμε κάτι», λέει ο Ακράμ. «Τώρα δεν έχουμε τίποτα. Η μόνη μας ελπίδα είναι να φύγουμε από εδώ και να πάμε στην Ευρώπη. Είμαστε εδώ 17 ημέρες. Φτάνει».
Η ζωή στην Ειδομένη παίζει με το τελευταίο όπλο που έχει απομείνει στους πρόσφυγες: την ελπίδα. Την προοπτική, να επαναφέρουν τη ζωή τους στο ανθρώπινο μέτρο και να αφήσουν τον πόλεμο στη Συρία ως ένα εφιαλτικό, μα πρόσκαιρο, επεισόδιο της ζωής τους. Η διαρκής παραμονή τους στην Ειδομένη φέρνει μπροστά στους πρόσφυγες ένα σενάριο που κάποιοι φοβούνταν, ενώ κάποιοι δεν θέλουν ακόμη να φανταστούν: ότι το Αιγαίο και οι κακουχίες του μακρινού ταξιδιού δεν θα ήταν οι μόνες δυσκολίες στο να φτάσουν στη δική τους «Γη της Επαγγελίας», την βόρεια Ευρώπη. «Περάσαμε τη θάλασσα και πληρώσαμε πολλά λεφτά για να φτάσουμε στην Ελλάδα. Δεν μπορούν να κλείνουν τα σύνορα και να μας αφήνουν εδώ. Είμαστε φυλακισμένοι», λέει ο Ακράμ. «Δεν θα μείνουμε εδώ». Η επιτακτικότητα της γλώσσας δείχνει έναν νέο συλλογικό φόβο των προσφύγων: ότι κάποιοι ενδέχεται να μην φτάσουν ποτέ στον προορισμό τους και να παραμείνουν εγκλωβισμένη σε κάποια χώρα της Ευρώπης. Η ζωή που απελπισμένη γλίτωσε από τον πόλεμο θέλει συνεχίζει την «ασύλληπτη φυγή» με σκοπό την επαναφορά όχι στην κανονικότητα της εξαθλίωσης που προσφέρει η Ειδομένη, αλλά εκείνη που προσφέρει μία αξιοπρεπής ζωή.
Ο Ακράμ απολύθηκε από την πρεσβεία όταν μεταφέρθηκε στην «πράσινη ζώνη» της Βαγδάτης, όπου απαγορευόταν η είσοδος σε πολίτες του Ιράκ. Παρόλα αυτά, σύντομα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του με την οικογένειά του καθώς θεωρείτο ανεπιθύμητος ως «υπάλληλος των δυτικών». «Με απειλούσαν ότι θα μου κόψουν το κεφάλι αν δεν έφευγα. Δεν είχα επιλογή. Πήρα ό,τι μπορούσα και ξεκίνησα για την Ευρώπη». Έφτασαν όλοι μαζί αεροπορικώς στην Κωνσταντινούπολη. Κατόπιν κατάφεραν να φτάσουν με λεωφορείο έως τη Σμύρνη, από όπου πέρασαν με φουσκωτή βάρκα στην Σάμο. «10.000 δολάρια και φόβος. Με αυτά πλήρωσα για να φτάσω μέχρι την Ελλάδα. Δεν θα μείνω εδώ για πάντα».
Η βροχή που μέχρι τότε ήταν αραιή γίνεται σιγά σιγά πιο έντονη και τα δύο μικρότερα παιδιά μπαίνουν μέσα στην σκηνή, σε αντίθεση με τον Νασίμ που παραμένει δίπλα μας καθόλη τη διάρκεια της κουβέντας, βοηθώντας τον πατέρα του όταν δυσκολεύεται με τα αγγλικά του.
Του ζητάω αν γίνεται να μπω για λίγο στη σκηνή του. Διστάζει να με αφήσει, το σκέφτεται για κάμποσα και τελικά αρνείται. Αν και απ’έξω μπορούσα να δω σχεδόν το σύνολο του εσωτερικού της σκηνής, ήθελα να δω πώς είναι να κοιτάς από μέσα προς τα έξω, να δω για λίγα λεπτά το πώς είναι να μοιράζεσαι με τέσσερα άτομα δύο τετραγωνικά μέτρα. «Αύριο έλα». «Τώρα δεν γίνεται», μου είπε με ύφος πιο απόμακρο και απότομο.
«Αν δεν μας θέλουν στην Ευρώπη, ας σταματήσουν τον πόλεμο στη Συρία και εμείς θα γυρίσουμε», Χουσεΐν, Συρία
Κράτησε την υπόσχεσή του. Την επομένη γύρισα στο ίδιο σημείο και δεν χρειάστηκε καν να του πω κάτι σχετικό. «Μπορείς να μπεις», μου λέει, «όμως πρόσεχε γιατί είναι παντού βρεγμένα». Ήταν πιο φιλικός και ήρεμος, όπως όταν τον είχα πρωτογνωρίσει. Δεν του ζήτησα να βγάλω φωτογραφίες. Μου είχε ήδη προσφέρει αρκετό μέρος της ιδιωτικότητάς του. Στη σκηνή δεν βρισκόταν η γυναίκα του, παρά μόνο τα δύο μικρότερα παιδιά. «Ο Νασίμ έχει κάνει βόλτες με δύο φίλους του», μου λέει.
Σε μία γωνία της σκηνής βρίσκονται όλα τα τυποποιημένα προϊόντα που έχει κρατήσει η οικογένεια από τα τρόφιμα που μοιράζουν οι ανθρωπιστικές οργανώσεις. Κουβέρτες, βρεγμένα ρούχα και κινητά διαμορφώνουν το σκηνικό στη σκηνή. «Συχνά πηγαίνουμε και φορτίζουμε τα κινητά εκεί που μένουν οι άλλοι (σ.σ.: μεγάλες ηλεκτροδοτούμενες σκηνές όπου μένουν άλλοι πρόσφυγες). Για μας είναι σημαντικό. Επικοινωνούμε με όποιον είναι ακόμα πίσω, με όποιον έχει φτάσει στην Ευρώπη».
Εξαιτίας της βροχής και της υγρασίας, η μυρωδιά στη σκηνή είναι βαριά. Η τελευταία δεν προσφέρει παρά μία επίφαση προστασίας από τις ακραίες καιρικές συνθήκες, ένα είδος ψευτο-καταλύματος που το κρύο και το νερό διαπερνούν με ευκολία. «Δεν μπορούμε να ζούμε άλλο έτσι», λέει ο Ακράμ. «Θέλουμε ένα σπίτι. Εδώ πεθαίνουμε καθημερινά».
Η Ρουκιά διακόπτει εκείνη τη στιγμή τη συζήτηση, όπως ακριβώς είχε κάνει την προηγούμενη ημέρα ο σύζυγός της. Χωρίς να μου το ζητήσουν, αποχωρώ από το χώρο τους. Τους εύχομαι «καλή τύχη» και εκείνοι με ευχαριστούν εγκάρδια, παρά το γεγονός ότι ευχές τέτοιου είδους προσφέρονται με πληθώρα στους πρόσφυγες της Ειδομένης.
Αφήνω οικογένεια του Ακράμ και της Ρουκιά και περπατάω χωρίς κατεύθυνση στον «προσφυγικό συνοικισμό» της ελληνικής παραμεθορίου. Αν βρίσκεσαι μέρες στην Ειδομένη, μπορεί να συναντήσεις τυχαία τους ίδιους ανθρώπους, αρχίζεις και εσύ ο ίδιος να αναπτύσσεις μία πρώτη φιλία μαζί τους. Σε χαιρετούν, σε θυμούνται, έρχονται να σου μιλήσουν, να σε ρωτήσουν «μήπως υπάρχει κάποιο άλλο μέρος, από την Αλβανία ή τη Βουλγαρία, από το οποίο θα μπορούσαν να περάσουν για την Ευρώπη».
«10.000 δολάρια και φόβος. Με αυτά πλήρωσα για να φτάσω μέχρι την Ελλάδα. Δεν θα μείνω εδώ για πάντα», Ακράμ, Ιράκ
Ως αντίρροπη στην μονιμοποίηση της ζωής στην Ειδομένη δύναμη έρχεται η συνεχώς αυξανόμενη δυσαρέσκεια των προσφύγων για το κλείσιμο των συνόρων, τα οποία φαίνονται αποφασισμένοι να περάσουν. «Αν δεν μας θέλουν στην Ευρώπη, ας σταματήσουν τον πόλεμο στη Συρία και εμείς θα γυρίσουμε», λέει ο 26χρονος Χουσεΐν, Σύρος από την πόλη Χαλέπι που βρίσκεται στην Ειδομένη εδώ και 15 ημέρες. «Δεν έκαναν οι Σύροι τον πόλεμο. Αυτός ο πόλεμος είναι της Αμερικής, της Ρωσίας, της Τουρκίας, της Σαουδικής Αραβίας. Όχι του συριακού λαού».
Οι πρόσφυγες, θέλοντας να εκφράσουν την διαμαρτυρία τους για το κλείσιμο των συνόρων, συγκεντρώνονται συχνά στη σιδηροδρομική γραμμή που περνά από την Ειδομένη και φωνάζουν συνθήματα υπέρ του ανοίγματος των συνόρων και της Άνγκελα Μέρκελ, της «μητέρας» της Wilkommenskultur, της ανοιχτής πολιτικής προς τους πρόσφυγες. Οι περισσότεροι από τους τελευταίους αναμένουν την απόφαση της Συνόδου Κορυφής της προσεχούς Πέμπτης, ελπίζοντας ότι η Ευρώπη θα προκαλέσει το ξεμπλοκάρισμα του βαλκανικού δρόμου. Πλάι στους διαμαρτυρόμενους πρόσφυγες, άλλοι έχουν φτιάξει αυτοσχέδιους «πάγκους», στους οποίους πωλούν τσιγάρα και κάθε άλλου είδους αντικείμενα παίρνουν από τις ανθρωπιστικές οργανώσεις, στην προσπάθειά τους να κερδίζουν μερικά χρήματα για τη συνέχεια του ταξιδιού τους.
Εκτός από τους πρόσφυγες που διαμαρτύρονται, υπάρχουν και εκείνοι που «δεν έχουν φωνή». Πρόκειται για τα παιδιά, τα οποία, σύμφωνα με τον Μπαμπάρ Μπαλότς, εκπρόσωπο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, ανέρχονται στα 5.000 στην Ειδομένη. Σύμφωνα με τον κ. Μπαλότς, υπάρχουν όλο και περισσότερες αναφορές στην Ειδομένη για άρρωστα μωρά και παιδιά μικρής ηλικίας, τα οποία είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα απέναντι στις άθλιες συνθήκες διαβίωσης που επικρατούν στον καταυλισμό. Αρκεί κανείς να περάσει έξω από τα ιατρεία των οργανώσεων αλληλεγγύης για να δει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ασθενών είναι παιδιά.
Η παραμονή 13.000 και πλέον προσφύγων στην Ειδομένη αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη δοκιμασία της ελπίδας που τους ώθησε να φτάσουν έως της πύλες της Ευρώπης. Αν και τα αποθέματά τους φαίνονται ανεξάντλητα, η αναμονή και η πλήρης άγνοια για το τι μέλλει γενέσθαι σίγουρα τους υποβάλλει σε μία ακόμη πρόκληση μπροστά στην οποία δικαίως θα κάνουν τα πάντα για να την ξεπεράσουν.
Ο Ακράμ, η Ρουκιά και τα τρία τους παιδιά άφησαν την πατρίδα τους γιατί το ένστικτο της αυτοσυντήρησης τους «επέβαλε» το χρέος να επιβιώσουν. Και δεν πρόκειται να τους εμποδίσει ένας φράχτης μερικών χιλιομέτρων για να το καρορθώσουν. Η «βουρκωμένη Ειδομένη» θα είναι ένας ακόμη σταθμός προς την κατάκτηση μίας φυσιολογικής ζωής.