Από το περιβάλλον του θεάτρου και του αθλητισμού μέχρι μία πληθώρα εργασιακών χώρων, πολυάριθμες μαρτυρίες και καταγγελίες που αφορούν κάθε μορφή κακοποίησης αναδύονται στην ελληνική κοινωνία που μοιάζει, επιτέλους, έτοιμη να τις «κοιτάξει κατάματα» και να υποσχεθεί στα θύματα πως θα φροντίσει να τους εξασφαλίσει τη δικαίωση που επί χρόνια αποζητούν. Αυτή τη φορά, 22 καταξιωμένες αθλήτριες και αθλητές της ενόργανης γυμναστικής, με διακρίσεις σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, βρήκαν τη δύναμη να καταγγείλουν τη συστηματική σωματική, λεκτική και ψυχολογική βία, τη σεξουαλική παρενόχληση και την προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας που έχουν υποστεί ως παιδιά και έφηβοι από προπονητές του χώρου. Μέσω μιας επιστολής προς την ΠτΔ, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, που ανακινεί ακόμη και τα συναισθήματα των πιο «ανέγγιχτων» εσωτερικών κόσμων, οι αθλητές ζητούν την παρέμβαση της πολιτειακής και πολιτικής ηγεσίας, κοινοποιώντας επίσης την επιστολή τους προς τον υφυπουργό Αθλητισμού, τον γενικό γραμματέα Αθλητισμού, τον πρόεδρο Ελληνικής Γυμναστικής Ομοσπονδίας και πρόεδρο Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής. Δηλώνουν αποφασισμένοι και δυνατοί να δώσουν στη δημοσιότητα τα ονόματα όσων τους κακοποίησαν και να περιγράψουν με λεπτομέρειες τις τραυματικές καταστάσεις της ανήλικης ζωής τους που αποτυπώνουν στην καταγγελτική επιστολή.
Η επιστολή τους προκάλεσε την παρέμβαση της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών. Το αίτημά τους σαφές και ζωτικό: Να διερευνηθούν οι καταγγελίες τους, να τιμωρηθούν οι θύτες και να αποδοθεί η δικαιοσύνη για τα θύματα που, έστω και τόσα χρόνια μετά, θα μπορέσουν να απαλύνουν τις πληγές που τους άφησαν στη ψυχή και το σώμα τους οι κακοποιητικές πράξεις που υπέστησαν. Όπως αναφέρουν οι αθλητές στην επιστολή τους, η οποία δημοσιοποιήθηκε από την Εφημερίδα των Συντακτών, τα όσα βίωσαν από το 1985 κι έπειτα «έφτασαν στο όριο του βασανισμού, με σωματικές τιμωρίες, υποχρεωτικές νηστείες, ψυχολογική κακοποίηση και εξευτελισμούς, μέχρι και σεξουαλικές παρενοχλήσεις». Αναφερόμενοι σε ένα γενικότερο σύστημα που συγκαλύπτει πέραν των μεμονωμένων περιστατικών που πυροδοτήθηκαν και διαπράχθηκαν από προπονητές τους, τονίζουν ακόμη πως «οι μέθοδοι δεν εφαρμόζονται μόνο στις ομάδες και τους αθλητές που κάνουν υψηλό πρωταθλητισμό αλλά και σε αρχικά στάδια εκμάθησης του αθλήματος σε συλλόγους, γεγονός που αποδεικνύει πως ουδεμία σχέση έχει η κακοποίηση με τις απαιτήσεις του πρωταθλητισμού».
Οι καταγγελίες της Σοφίας Μπεκατώρου για τη σεξουαλική κακοποίηση που η ίδια υπέστη στο χώρο του αθλητισμού, έγιναν η κινητήριος δύναμη των 22 αθλητριών και αθλητών, που ένωσαν το σθένος, τις φωνές και τα αποθέματα της αντοχής τους για να καταφύγουν στη δική τους καταγγελία. Στον απόηχο των κακοποιητικών συμπεριφορών, αθλήτριες και αθλητές αποκλείστηκαν από αγώνες, εκτοπίστηκαν από εθνικές ομάδες παρά τις υψηλές επιδόσεις τους, σημείωσαν σοβαρούς τραυματισμούς, ενώ αρκετοί εξ αυτών απέκτησαν ψυχικές διαταραχές. Ανάμεσα στα όσα καταγγέλλουν, όπως επιβεβαιώνει και ο πληρεξούσιος δικηγόρος των 22 αθλητριών και αθλητών, Αλέξανδρος Αδαμίδης, βρίσκεται η σωματική κακοποίηση και η επιβολή του υποσιτισμού και της αφαγίας: «Οι προπονητές για να συνετίσουν τους αθλητές-τριες τους χτυπούσαν με σφαλιάρες στο πρόσωπο και στο σώμα καθώς επίσης και με κλωτσιές, σπρωξίματα και κάθε είδους άλλα χτυπήματα. Άρπαζαν από τα μαλλιά τα κοριτσάκια και τα έσερναν από το σημείο προσγείωσης της άσκησης μέχρι το σημείο εκκίνησης για να επαναλάβουν το πρόγραμμά τους, ενώ αυτά έκλαιγαν ασταμάτητα». Οι προπονητές ανάγκαζαν επίσης τα παιδιά σε απαγορευτικές μεθόδους απώλειας βάρους (πρόκληση εμετού, χρήση διουρητικών χαπιών, πολύωρη σάουνα), ενώ αρκετές αθλήτριες κατέληγαν να τρώνε οδοντόκρεμα προκειμένου να δαμάσουν την πείνα τους, ή αναζητούσαν φαγητό στους κάδους των σκουπιδιών σε ξενοδοχεία όπου διέμεναν.
Μέχρι σήμερα, τα στόματα ολοένα με τόλμη ανοίγουν και οι καταγγελίες πληθαίνουν, καταφτάνοντας στις αποκαρδιωτικές εξελίξεις της ελληνικής κοινωνίας ακόμη και από το εξωτερικό. Στο απόγειο του τραυματικού χαρακτήρα των καταγγελιών, βρίσκεται η σεξουαλική κακοποίηση, με αθλήτριες να καταγγέλλουν πως «Τα κορίτσια υποχρεώνονταν να κάνουν σπαγκάτο ακουμπώντας με το γεννητικό τους όργανο την παλάμη του προπονητή, με πρόσχημα τη βελτίωση της ευλυγισίας. Τραβούσαν τα μικρά κορίτσια από το αιδοίο με δύναμη για να τους δείξουν “πώς να κάνουν σωστά την άσκηση”». Στις μεθόδους «τιμωρίας» μάλιστα, συγκαταλεγόταν η επιβολή στους αθλητές εκ μέρους των προπονητών να κυκλοφορούν μονάχα με ένα κορμάκι ακόμη και σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, με την πρόφαση της σκληραγώγησης. Ο δικηγόρος των αθλητριών κι αθλητών, ανέφερε μεταξύ άλλων πως ετοιμάζει υπόμνημα προς την εισαγγελία και οι αθλητές είναι έτοιμοι να καταθέσουν αν κληθούν. «Ενδεχομένως να ανοίξει ο ασκός του Αιόλου και για τη ρυθμική. Δεν είναι μόνο ποινικό, άλλα και ηθικό και κοινωνικό ζήτημα. Επικοινωνούν μαζί μας και αθλητές από το εξωτερικό. Υπάρχει κύμα συμπαράστασης. Οι αθλητές θα το πάνε μέχρι τέλους». Μιλώντας μάλιστα το πρωί στο Open η πρωταθλήτρια Ευρώπης, Δήμητρα Καστρίτση, έκανε λόγο για σεξουαλικές παρενοχλήσεις, ξυλοδαρμούς και υποσιτισμούς παιδιών από 5 έως και 14 ετών, αλλά και για προπονήσεις «απόρροια» των οποίων ήταν σπασμένα χέρια και πόδια αθλητριών.
Αυτή τη στιγμή, έπειτα από τις αποκαλύψεις της Εφ.Συν., η προϊσταμένη της Εισαγγελίας έχει δώσει εντολή για τη διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας προκειμένου να διερευνηθεί αν έχουν τελεστεί αξιόποινες πράξεις όπως σεξουαλική κακοποίηση και άλλες σωματικές βλάβες. Την προκαταρκτική θα διενεργήσει ο εισαγγελέας Απόστολος Ανδρέου. Η Decy Bell, (επέλεξε να μοιραστεί το ψευδώνυμό της), είναι σύμβουλος ψυχικής υγείας, εκπαιδευτικός και μουσικός. Όταν ήταν ακόμη ανήλικη, βρέθηκε ως αθλήτρια επί δύο χρόνια στο περιβάλλον της ενόργανης γυμναστικής, όπου και έγινε μάρτυρας λεκτικής και σωματικής βίας εκ μέρους προπονητών προς συναθλήτριές της. Τα όσα βίωσε στην τρυφερή ηλικία των εννέα περίπου χρόνων, ακόμη επισκιάζουν τη ψυχή της με θλίψη. Ακολουθεί η μαρτυρία της όπως τη μοιράστηκε στην Popaganda:
«Η εμπειρία μου με την ενόργανη γυμναστική, διήρκησε μόνο 2 χρόνια, όταν και πήγα στην Τετάρτη και Πέμπτη Δημοτικού σε έναν αθλητικό σύλλογο στην Αττική. Οι σκληρές και κακοποιητικές συμπεριφορές τις οποίες αντίκρισα, με έκαναν να αποφασίσω να μην κατέβω σε αγώνες και να μην ακολουθήσω τον πρωταθλητισμό. Ανάμεσα σε αρκετά που σημειώθηκαν εκείνα τα δύο χρόνια, υπάρχει ένα γεγονός το οποίο μου έχει μείνει έντονα χαραγμένο στο μυαλό μέχρι και σήμερα.
Θυμάμαι τα κορίτσια που έκαναν πρωταθλητισμό να αθλούνται με τον προπονητή μόνα τους. Οι φωνές, οι βρισιές και οι χειροδικίες ήταν ένα σύνηθες φαινόμενο. Ένα απόγευμα έκαναν προπόνηση στο δίζυγο (ενώ τα υπόλοιπα κορίτσια προπονούμασταν στο έδαφος) ένας εκ των δύο προπονητών με μία αθλήτρια κοντά στην ηλικία μας. Ακούγαμε επίμονα τις φωνές της και κάποια στιγμή είδαμε τον προπονητή να την χτυπάει με δύναμη στα πόδια, καθώς δεν βρισκόταν στη «σωστή» θέση. Εκείνη συνέχισε με κλάματα να προσπαθεί να εκτελέσει την άσκηση και όταν έκανε και πάλι κάποιο λάθος, τη χτύπησε ξανά τόσο δυνατά στην πλάτη που το χτύπημα και ο πόνος αντήχησαν σε όλο το γυμναστήριο.
Η κοπέλα έπεσε από το δίζυγο και αδιαμαρτύρητα, ενώ έκλαιγε με λυγμούς, συνέχισε να προσπαθεί με τον προπονητή να συνεχίζει να τη μαλώνει αδιάκοπα. Υπήρχαν αρκετά ακόμη αντίστοιχα περιστατικά, αλλά αυτό μου έμεινε ανεξίτηλο στη μνήμη μου. Εννοείται ότι η πρακτική του να μας πατούν με τα γόνατο ή τα χέρια με δύναμη για να «ανοίξουμε» στο σπαγγάτο ή σε άλλες στάσεις, ήταν κοινή και συνήθης, καθώς και το να μας κάνουν αυστηρές και προσβλητικές παρατηρήσεις αν δεν τα καταφέρναμε σε κάτι. Οι τραυματικές αυτές καταστάσεις με έκαναν να πάρω την απόφαση να διακόψω την ενόργανη γυμναστική και να μην ασχοληθώ με τον πρωταθλητισμό. Εκεί, τα πράγματα είναι πολύ πιο τρομακτικά όπως μαθαίνουμε και μέσα από τις καταγγελίες των αθλητριών.
Ως παιδί ήμουν πολύ «τυχερή», γιατί δεν δέχτηκα ποτέ πίεση από τους δικούς μου. Μόνη μου πήρα την απόφαση να ασχοληθώ με την ενόργανη και μόνη μου επέλεξα να σταματήσω. Πολλοί γονείς πιέζουν τα παιδιά τους να ασχοληθούν με τον πρωταθλητισμό βγάζοντας δικά τους «απωθημένα», με αποτέλεσμα ακόμη κι αν υποστούν κάποια κακοποιητική συμπεριφορά, να την αποκρύψουν ώστε να μην τους απογοητεύσουν. Πολύ αργότερα, μίλησα στους γονείς μου για το ξύλο που είδα να τρώνε οι πρωταθλήτριες.
Πλέον, ως ενήλικας εκπαιδευτικός και σύμβουλος ψυχικής υγείας, μπορώ να εντοπίσω πολύ καθαρά τις πράξεις λεκτικής και σωματικής κακοποίησης. Όμως, όταν είμαστε ακόμη παιδιά, οι ενήλικες, οι δάσκαλοι, οι προπονητές, οι «μέντορες» θεωρούνται πρόσωπα αξίας τα οποία πρέπει να εμπιστευόμαστε και να «υπακούμε». Αυτός είναι και ένας βασικός λόγος για τον οποίο βρίσκουν πρόσφορο έδαφος όλες αυτές οι κακοποιητικές πράξεις που γνωστοποιούνται στον αθλητισμό ή όπως είδαμε στην περίπτωση Λιγνάδη και στο χώρο του θεάτρου γενικότερα. Ένα ακόμη εύλογο ερώτημα είναι εάν και αγόρια έχουν τύχει αντίστοιχων συμπεριφορών στο χώρο της ενόργανης γυμναστικής και ρυθμικής, γιατί προσωπικά μόνο κορίτσια έχω δει να ξυλοφορτώνουν».