O πατέρας μου αγαπούσε τα βιβλία με ένα τρόπο λαίμαργο, και τα δικά του τα κοίταζε πάντα λες και ήταν έτοιμος να τα καταβροχθίσει.
Όταν ήμουν παιδί, τα βιβλία των μεγάλων στο σπίτι μου ήταν οργανωμένα βάσει δύο αρχών. Μία από αυτές, η οποία κυριαρχούσε στα βιβλία του κάτω ορόφου, είχε θεσπιστεί από τη μητέρα μου, και είχε να κάνει με την επίτευξη μιας αξιοσημείωτης αρμονίας – μιας αρμονίας που θα ζήλευε οποιοσδήποτε είχε ποτέ προσπαθήσει να οργανώσει μια σπιτική βιβλιοθήκη – μεταξύ των θεματικών, των αλφαβητικών και των αισθητικών απαιτουμένων. Η άλλη, που κυριαρχούσε στα βιβλία του πάνω ορόφου, είχε θεσπιστεί από τον πατέρα μου, και ήταν βασισμένη στη πεποίθηση πως ήταν πολύ καλό το να έχεις ό,τι είχες πρόσφατα διαβάσει εύκαιρο, σε περίπτωση που ένιωθες την ανάγκη να συμβουλευτείς κάποιο κομμάτι του ξανά‧ και πως επίσης είναι μεγάλο βάσανο να τακτοποιείς αυτά τα βιβλία, ειδικά απ’ τη στιγμή που τα ράφια στα οποία ανήκουνε είναι τόσo σχολαστικά οργανωμένα που η επιστροφή κάποιου βιβλίου στη θέση του απαιτεί όχι μόνο κάποιου είδους κατάλογο αλλά και ένα λοστό.
Αυτό το ζεύγος πεποιθήσεων οδήγησε στη δημιουργία της Στοίβας. Αδυνατώ να τη θυμηθώ στις πρώτες της μέρες, γιατί στις πρώτες της μέρες δεν ήταν αξιομνημόνευτη. Υποθέτω πως τότε ήταν απλά μια ταπεινή μικρή στήλη τυχαίων βιβλίων, σαν αυτά που πολλοί αναγνώστες αφήνουν να κείτονται διάσπαρτα στο σαλόνι ή δίπλα στο κρεβάτι.
Την εποχή των πρώτων χρόνων της εφηβείας μου τα πράγματα ήταν έτσι που-και φαινόταν από τότε πως ανέκαθεν τα πράγματα έτσι θα ήταν -η κρεβατοκάμαρα των γονιών μου στέγαζε το όρος Κιλιμάντζαρο των βιβλίων. Ή μάλλον πιο σωστά το όρος της Αγίας Ελένης των βιβλίων, αφού φαινόταν πολύ πιθανό πως ανά πάσα στιγμή η ελάχιστη υπόγεια μεταβολή σε αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει μια κατολίσθηση.
Η Στοίβα είχε ξεκινήσει σε έναν περιορισμένο χώρο κοντά στην πλευρά του κρεβατιού του πατέρα μου, που είχε από τη μία πλευρά τον τοίχο και από την άλλη την τουαλέτα των γονιών μου, έναν οριζόντιο γίγαντα πιο ψηλό από ότι εγώ ποτέ θα γινόμουν. Σε κάποια φάση της εξέλιξης της Στοίβας, αυτή είχε υπερκεράσει το έπιπλο, και συναντούσε έναν δεύτερο πύργο από βιβλία, ο οποίος ελαφρώς πιο καθυστερημένα είχε αρχίσει να αναπτύσσεται από την άλλη πλευρά της τουαλέτας. Για κάποιον λόγο όμως, η Στοίβα μου φαινόταν λες και είχε αψηφήσει την βαρύτητα (ή ίσως υπάκουγε σε κάποια άλλη, πιο μυστήρια δύναμη) και αναπτύχθηκε καθέτως από την ψηλή πλευρά της τουαλέτας. Όπως και να έχει, το αποτέλεσμα ήταν κάποιου είδους χειροποίητη Αψίδα του Θριάμβου, εξαιρετικά χαοτική αλλά κατά βάση στέρεα, φτιαγμένη από κάπου τριακόσια ή τετρακόσια βιβλία.
Δεν έχω ιδέα γιατί ονομάζαμε αυτή την οντότητα Στοίβα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις οργανωτικές συνδηλώσεις της λέξης με τις έννοιες τακτοποιημένες γωνιές και ράφια βιβλιοθήκης. Είναι αλήθεια πως η πιο νέα πλευρά της στοίβας ανέβαινε προς το ταβάνι με ένα σχετικά εύτακτο τρόπο, σαν τους ορόφους κάποιου ουρανοξύστη – ένα προνόμιο της εγγύτητάς της προς την πόρτα, και επομένως την λιγότερο ευρύχωρη περιοχή του δωματίου, όπου μια ξαφνική κατάρρευση θα μπορούσε να αποβεί καταστροφική. Αλλά η αρχική πλευρά είναι μια άλλη ιστορία. Ελάχιστες κατά βάση οριζόντιες δομές έχουν υπάρξει που να θυμίζουν λιγότερο στοίβα, και καμία μέθοδος τοποθέτησης βιβλίων δεν έμοιαζε ποτέ λιγότερο με ράφι.
Κάποιοι άνθρωποι αγαπούν ευλαβικά τα βιβλία – η θεία μου, παραδείγματος χάρη, βιβλιοθηκάριος και παθιασμένη αναγνώστρια η οποία απαγόρευε να ανοίξω ένα βιβλίο παραπάνω από ό,τι σε γωνία εκατό μοιρών, με τέτοια τρυφερότητα συμπεριφερόταν στη ράχη τους. Ο πατέρας μου, αντιθέτως, αγαπούσε τα βιβλία λυσασμένα. Έριχνε πάντα ένα πεινασμένο βλέμμα πάνω τους: τα σημείωνε, τα δίπλωνε, ράγιζε το δέσιμο τους, τα γέμιζε με μεγάλη ελευθερία με λεκέδες από καφέ, από ουίσκι, από τρίμματα φυστικιών, και κομμάτια από τα πολύχρωμα περιβλήματα των M&M’s με φυστίκι. (Έχω κληρονομήσει αυτή την πραγματιστική στάση απέναντι στα βιβλία και σκοπίμως τσακίζω το δέσιμο των βιβλίων γιατί θέλω να τα διπλώνω στα δύο ενώ τα διαβάζω.)
Πέρα από τη Στοίβα, ο πατέρας μου είχε συνήθως στο κομοδίνο του τα πέντε ή έξι βιβλία που διάβαζε κάθε φορά- ένα ή δύο μυθιστορήματα, μερικά μη-λογοτεχνικά, έναν τόμο ποίησης, τη Γενική Ρωσική Γραμματική ή κάποιο άλλο τεχνικό βιβλίο- και όταν τελείωνε κάποιο από αυτά θα το πετούσε στο κενό μεταξύ της ντουλάπας και του τοίχου. Η συμπίεση και η συσσώρευση – κυρίως η συσσώρευση – θα έκαναν τα υπόλοιπα.
Προς απογοήτευσή μου, έχω μόνο μία φωτογραφία του αποτελέσματος. Έχω ξοδέψει μεγάλη ποσότητα χρόνου μελετώντας την, κι όμως εντόπισα πολλά βιβλία σε αυτήν τα οποία ήταν αδύνατον να ταυτίσω. Μερικά εκτοξεύθηκαν στην Στοίβα με ορμή, κάτι που τα κατέστησε εντελώς αταυτοποίητα, ενώ άλλα έπεσαν θύματα της χαμηλής ανάλυσης της φωτογραφίας, συμπεριλαμβανομένων και μερικών που είναι εκνευριστικά οικεία: μια ανθολογία της Οξφόρδης που αναγνωρίζω τη μπλέ βιβλιοδεσία και τα χρυσά της γράμματα αλλά που η ράχη της είναι πολύ θολή για να τη διαβάσω‧ ένα βιβλίο που είναι αναμφισβήτητα από τη σειρά των κλασικών του Penguin, αλλά αυτό δε λέει και πολλά‧ μια εισαγωγή σε δεν ξέρω τι.
Σε κάποιες περιπτώσεις, μπορώ να βγάλω τον τίτλο αλλά πρέπει να ψάξω για τον συγγραφέα: Pirate Latitudes (Michael Crichton), Mayflower (Nathaniel Philbrick), Small World (David Lodge), The Way Things Were (Aatish Taseer). Σε άλλα, αντιστρόφως, μπορώ να δω τον συγγραφέα αλλά όχι τον τίτλο: κάποιο του Carl Hiaasen, κάτι από τον Wally Lamb, κάτι από την Nadine Gordimer, κάτι από τον Gore Vidal.
Πολλά άλλα βιβλία στην Στοίβα, παρ’ όλ’ αυτά, είναι εντελώς ορατά, και εντελώς οικεία. Τα Άπαντα του Edgar Allan Poe‧ η Χλωμή Φωτιά και το White Teeth‧ υπάρχει το Infinite Jest και το Αμέρικα. Υπάρχει το Angle of Repose του Wallace Stegner, ένα βιβλίο το οποίο ο πατέρας μου μου είχε στείλει μόλις έμπαινα στα είκοσι, μαζί με το Our Mutual Friends, όταν ταξίδευα μόνη και είχα ξεμείνει από πράγματα για να διαβάσω. Στην Στοίβα, το μυθιστόρημα του Stegner έχει πετύχει μια δικιά του στάση ανάπαυσης, μαζί με το Who Wrote the Bible? του Richard Friedman και το The Feeling of What Happens του Antonio Damasio. Πάνω από αυτό είναι το Undaunted Courage, σχετικά με το ταξίδι του Lewis και Clark προς τα δυτικά, και το Carry Me Home της Diane McWhorter για το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα στο Birmingham. Υπάρχει το Mason & Dixon του Thomas Pynchon και ο Δρόμος του Cormac McCarthy, Οι συναρπαστικές περιπέτειες των Κάβαλιερ και Κλέι του Michael Chabon και το West with the Night της Beryl Markham. Υπάρχουν βιβλία για τα οποία θυμάμαι να συζητώ με τον πατέρα μου-η Εξιλέωση του Ian McEwan, η Ελευθερία του Jonathan Franzen, το How to Live της Sarah Bakewell – μαζί με βιβλία που δεν είχα ιδέα πως τα είχε διαβάσει και που, παρά την ακόρεστη περιέργειά του, δεν είχα διανοηθεί πως θα έκανε τον κόπο να διαβάσει: The Peterson Field Guide to Eastern Birds, Τα Ζώα σε Μετάφραση της Temple Grandin, το Κρυπτονομικόν του Neal Stephenson.
Δεν είμαι ακριβώς σίγουρη για το πότε τραβήχτηκε αυτή η φωτογραφία της Στοίβας. Πρέπει να ήταν μετά το φθινοπωρο του 2012, αφού ένα από τα βιβλία που φαίνονται είναι το The Swerve του Stephen Greenblatt, το οποίο κυκλοφόρησε το Σεπτέμβρη εκείνου του έτους, και πριν από το 2016, όταν οι γονείς μου μετακόμισαν από το σπίτι τους όπου είχαν κατοικήσει τριάντα χρόνια και πήγαν να μείνουν σε διαμέρισμα, τέτοιο που να μην έχει σκάλα για να πέσουν και με λιγότερο χώρο για να διαχειρίζονται καθώς γερνάνε. Υπήρχαν πολλά βιβλία στο νέο σπίτι, παρ’ όλ’ αυτά, και ένας ωραίος καθαρός χώρος δίπλα στο κρεβάτι, οπότε υποθέτω, αν του δινόταν αρκετός χρόνος, θα φιλοξενούσε κάποιου είδους Στοίβα 2.0. Αλλά αυτό δεν έγινε, γιατί εφτά μήνες αφού οι γονείς μου μετακόμισαν ο πατέρας μου πέθανε. Στο κομοδίνο του υπήρχε μια καινούργια έκδοση του Middlemarch, μαζί με ένα αντίτυπο του SPQR, την ιστορία της αρχαίας Ρώμης από την Mary Beard, και το Plainsong του Kent Haruf.
Ο πατέρας μου θεωρούσε το Middlemarch ως ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα της αγγλικής γλώσσας και το ξαναδιάβαζε για τουλάχιστον έκτη φορά. Δεν ξέρω αν είχε τελειώσει κάποιο από τα άλλα δύο βιβλία, ή αν τα είχε ξεκινήσει καν. Αλλά αυτό δεν κάνει κάποια διαφορά, υποθέτω. Όποια στιγμή και να είχε πεθάνει ο πατέρας μου, θα βρισκόταν – όπως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, όλοι μας είμαστε όταν πεθαίνουμε – στα μέσα κάποιου πράγματος.
Δεν ξέρω από που προήλθε η αγάπη του πατέρα μου για τα βιβλία. Ο πατέρας του, υδραυλικός στο επάγγελμα, ήταν μέγας αφηγητής αλλά όχι, εξ όσων γνωρίζω, μέγας αναγνώστης. Την μητέρα του, το πιο μικρό από δεκατρία παιδιά, την είχαν στείλει για να την προστατέψουν στην Παλαιστίνη από ένα πολωνικό shtetl στις αρχές του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, μόνο για να μάθει τελικά πως οι γονείς της και τα έντεκα από τα δώδεκα αδέλφια της είχαν αφανιστεί στο Άουσβιτς. Όποιαδήποτε άλλο πλάσμα θα μπορούσε να έχει την ίδια μοίρα τότε‧ όμως εκείνη έζησε και ήταν μια γυναίκα ευερέθιστη, δυστυχισμένη και κλειστή. Ο πατέρας μου δεν ήταν ποτέ σίγουρος ακόμη και για το αν εκείνη ήξερε γράμματα – σε οποιαδήποτε γλώσσα, και λιγότερο απο όλα στα αγγλικά, τα οποία εκείνος ξεκίνησε να μαθαίνει στην ηλικία των έντεκα, όταν η οικογένεια έφτασε στις Ηνωμένες Πολιτείες με προσφυγική visa και εγκαταστάθηκε στο Ντιτρόιτ.
Είναι πιθανό πως ο πατέρας μου στράφηκε στα βιβλία για να ξεφύγει από τους συνεχείς καβγάδες των γονιών του, αν και δεν το ξέρω αυτό με βεβαιότητα. Ξέρω όμως πως όταν ήταν δεκαεννιά έφυγε από το Μίσιγκαν για το Μανχάταν, με τη φαντασίωση μιας λαμπερής νέας ζωής στην πόλη που τόσο τον είχε εντυπωσιάσει όταν είχε πρωτοφτάσει στην Αμερική. Αντ’ αυτού βρήκε φτώχεια στο Μπάουερι. Για να εξοικονομήσει λεφτά, περπατούσε κάθε μέρα από εκεί που έμενε μέχρι τη δουλειά σε ένα φαρμακείο στο Upper West Side, και μετά μέχρι το σπίτι ξανά περνώντας από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης. Πολύ πριν βρεθώ εγώ εκεί, άκουσα τον πατέρα μου να περιγράφει ενθουσιασμένος τις αμέτρητες ώρες που είχε περάσει σε αυτό που πλέον είναι το Rose Reading Room, και πως εκεί έβρισκε μια ωραία ανάπαυλα.
Αλλά άν τα βιβλία ήταν κάτι εξαιρετικό για τον πατέρα μου – μεταμορφωτικά, λυτρωτικά – για τα παιδιά του φρόντισε να είναι κάτι αυτονόητο. Σε μια από τις πιο πρώιμες αναμνήσεις μου, έχει ξαφνικά εμφανιστεί στην είσοδο της πόρτας του δωματίου όπου εγώ και η αδερφή μου παίζουμε, κρατώντας μια Norton ανθολογία ποίησης στο ένα χέρι και ανεμίζοντας ψηλά το άλλο σαν το Μωυσή ή τον Μέρλιν απαγγέλλοντας το ποίημα Kubla Khan. Καθ’ όλη τη διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας ήταν η δουλειά του να μας διαβάζει στο κρεβάτι πριν κοιμηθούμε‧ προς μεγάλη μας ευχαρίστηση, δε μπορούσες να βασιστείς πάνω του στο ότι θα μείνει πιστός στο κείμενο που είχε μπροστά του, και τις καλύτερες βραδιές θα παρατούσε το βιβλίο εντελώς και θα μας διασκέδαζε με τις αυτοσχέδιες περιπέτειες της Γιάνα και του Έγκμπερτ, δύο αδέλφια επιρρεπή στον κίνδυνο, από το πιο απίθανο μέρος του κόσμου, το Ρότερνταμ. (Ο πατέρας μου είχε ευαίσθητο αυτί για την κατάλληλη λέξη που θα έκανε τα μικρά παιδιά να γελάσουν, και αυτή ήταν μία από αυτές.) Αυτές οι ιστορίες μού φαίνονταν καταπληκτικές όχι μόνο τότε αλλά ξανά πολύ αργότερα, όταν ήμουν αρκετά μεγάλη για να αντιληφθώ πόσο δύσκολο είναι να φτιάχνεις μια αξιοπρεπή πλοκή. Όταν ρώτησα τον πατέρα μου πως το είχε πετύχει, μου εξομολογήθηκε πως συχνά χαζολογούσε στον δρόμο για τη δουλειά φτιάχνοντας αυτά τα νυχτερινά παραμύθια. Μέχρι και σήμερα μετανιώνω που κανείς μας δεν σκέφτηκε ποτέ να κάτσει να τα γράψει στο χαρτί.
Σε έναν πιο ευγενικό κόσμο – έναν που τα παιδικά χρόνια του πατέρα μου θα ήταν λιγότερο απελπισμένα, ο φόβος του για την οικονομικη αστάθεια λιγοτερο έντονος, η αντίληψή του για τις διαθέσιμες επιλογές λιγότερο περιορισμένη- υποψιάζομαι πως θα είχε γίνει καθηγητής, όπως η αδερφή μου, ή συγγραφέας, όπως εγώ. Έτσι όπως είχαν τα πράγματα όμως, αποκόμισε υπέρμετρη ευχαρίστηση από τη δουλειά που έκαναν οι κόρες του. Παρόλο που φαινόταν να ενσαρκώνει το ιδανικό του αυτοδημιούργητου ανθρώπου, ο πατέρας μου ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα ενθουσιώδης γύρω από τη φαντασιώση ανέλιξης του Αμερικάνικου Ονείρου‧ ήξερε πολύ καλά πόσο εύθραυστη ήταν η πορεία του, πόσο εύκολα η καλή ζωή του μπορούσε να είχε εξελιχθεί άσχημα διαφορετικά, πόσες χείρες βοηθείας και τυχερές στιγμές και δεύτερες ευκαιρίες είχε κατά τη διάρκεια της πορείας του. Ακόμα κι έτσι όμως, αν λάβουμε υπόψιν την ιδιαίτερη τρέλα του, το να έχεις μια κόρη η οποία πληρώνεται για να διαβάζει βιβλία ήταν ίσως το τέλειο παράδειγμα για να δείς πως τα παιδιά σου είχαν μια καλύτερη ζωή από τη δική σου.
Τις βδομάδες και τους μήνες που ακολούθησαν το θάνατο του πατέρα μου, η οικογένειά μου και εγώ κοιτάξαμε όλα τα υπάρχοντά του, χαρίζοντας ό,τι ήταν χρηστικό, πετώντας ό,τι κανείς δεν θα ήθελε, και μοιραστήκαμε μεταξύ μας τα πράγματα που αγαπούσαμε, τα πράγματα που μας τον θύμιζαν. Ως αποτέλεσμα αυτού, μερικά από τα βιβλία του πατέρα μου είναι πλέον δικά μου βιβλία: ο Ντίκενς μου και ο Ντοστογιέφσκι, η βιολογία και η φυσική ιστορία, τα βιβλία μυθοπλασίας και η ποίηση και η τραγωδία. Ήρθαν σπίτι μου το καλοκαίρι αφού πέθανε, όταν ο σύντροφος μου και εγώ αρχίσαμε να ζούμε μαζί και ενώσαμε τα επίγεια αγαθά μας. Μαζί με τα υπόλοιπα βιβλία ήταν τα πρώτα πράγματα που ξεπακετάραμε και τακτοποιήσαμε.
Παρόλο που αυτοπροσδιορίζομαι ως κόρη του πατέρα μου, δεν χωράει αμφιβολία ως προς το ποιο μισό του γονιδιώματος και της ανατροφής έπαιξε τον βασικό ρόλο στην οργάνωση των βιβλίων του σπιτιού μας. Δεν είναι μόνο ότι ο Φίλιπ Ροθ βρίσκεται μετά τον Τζόζεφ Ροθ στα ράφια μας‧ το Μάθημα Ανατομίας βρίσκεται μετά το Αμερικάνικο Ειδύλλιο, και τα μη-μυθοπλαστικά διαιρεμένα σε κατηγορίες με τον τρόπο του Λινναίου. Κι όμως, όπως γνώριζε ο πατέρας μου, ένα τέλειο σύστημα αρχειοθέτησης είναι από τη φύση του ένα ατελές σύστημα. Η δυσκολία δεν έγκειται σε όλες τις ταξινομικές γκρίζες ζώνες – έαν θα βάλεις την κριτική του Τ.Σ. Έλιοτ μαζί με την ποίηση του, για παράδειγμα, ή εάν το In Retrospect του Robert McNamara ανήκει στα απομνημονεύματα ή στα βιβλία για τον πόλεμο του Βιετνάμ.
Η δυσκολία έγκειται στο ότι κάθε τι που είναι τέλεια οργανωμένο πάντα απειλεί στο να μετατραπεί σε κάτι ατελές και χαώδες – και ειδικά τα βιβλία σε ένα σπίτι αναγνωστών. Συνεχώς αποκτάς καινούρια βιβλία και επιστρέφεις ξανά στα παλιά, εντοπίζοντας κάποιο μυθιστόρημα που πάντα σκόπευες να διαβάσεις και τραβώντας το από τη συγκεκριμένη του θέση, ανακαλύπτοντας μη-κατηγοριοποιημένα βιβλία στο γραφείο ή στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου ή κάτω από το κρεβάτι. Μπορείς να βάλεις κάποια από αυτά τα αδέσποτα στην άκρη, φυσικά, αλλά, όλα μαζί πάντα θα ξεχύνονται έξω από τα ράφια, μονίμως …, σαν το υπόλοιπο σε ένα πρόβλημα διαίρεσης. Αυτό είναι ένα πρόβλημα που ξεπερνά κατά πολύ τις βιβλιοθήκες. Όσο όμορφα κι αν είναι η ζωή σου οργανωμένη, με όση αγάπη κι αν φροντίζεις γι΄ αυτό, δεν πρόκειται να μείνει για πάντα έτσι.
Κρατάω δύο φωτογραφίες του πατέρα μου στο γραφείο μου τώρα. Η μία είναι τραβηγμένη ένα χρόνο περίπου πριν από τον θάνατο του, είμαστε οι δυό μας και περπατάμε στο δρόμο όπου μεγάλωσα. Ο μπαμπάς μου έχει το χέρι του στον ώμο μου, και παρόλο που στην πραγματικότητα τον στηρίζω – είχε ήδη αρχίσει να έχει προβλήματα στο περπάτημα – φαίνεται λές και με οδηγεί. Είναι η στάση σώματος ενός πατέρα με την κόρη του, τόσο κοντά στο αιώνιο όσο μπορεί να είναι μια φωτογραφία.
Η άλλη είναι η φωτογραφία της Στοίβας.
Υπό την αυστηρή έννοια βέβαια, αυτή δεν είναι καθόλου μια φωτογραφία με τον πατέρα μου, κι όμως δεν μπορώ να φανταστώ καλύτερη εικόνα όλων αυτών των πραγμάτων που συνήθως αψηφά μια φωτογραφία. Η πληθωρική, εξωστρεφής σκέψη του πατέρα μου‧ οι κωμικές, αναγκαίες, καλόκαρδες υποχωρήσεις του γάμου των γονιών μου‧ η προέλευση της δικής μου κλίσης – όλα υπάρχουν στη Στοίβα, σκόρπια ανάμεσα στα βιβλία, αυτά και όλα τα άλλα τα δεσίματα.