Οι ψηφίδες του μωσαϊκού στην πλατεία Μοναστηρακίου θα μπορούσαν να συμβολίζουν την πολυχρωμία και την πολυπολιτισμικότητα στην καρδιά της Αθήνας. Ακόμη όμως και να μην έχει παρατηρήσει κανείς πια το αποχρωματισμένο πλέον μωσαϊκό, σίγουρα έχει εικόνες και παραστάσεις από τη γεμάτη κόσμο πλατεία, ειδικά την ώρα που σουρουπώνει. Κάποιοι είναι εκεί συνέχεια, στις ξύλινες κατασκευές, το καθιερωμένο υπαίθριο «στέκι» τους, όπου περνούν πολλές ώρες της ημέρας. Μπορεί να τους έχετε μιλήσει, να τους έχετε προσπεράσει, αλλά σκεφτήκατε ποτέ πως μπορεί να νιώθει ένας Αφρικανός που ζει στην Ελλάδα;
Περνώντας λοιπόν από το Μοναστηράκι, συχνά-πυκνά ακούς μια περίεργη κραυγή ενθουσιασμού: “Boom shaka-laka-laka.”
Ρωτώντας τον David, 34 χρονών από τη Νιγηρία, τι σημαίνει, απαντά πως δεν είναι κάτι πονηρό, αλλά ότι στη χώρα του χρησιμοποιούν την συγκεκριμένη έκφραση κάθε φορά που είναι χαρούμενοι, σαν το “Don’t worry, be happy”.
«Μπορεί να χαμογελάω, αλλά μέσα μου δεν ξέρει ποτέ κανείς τι σκέφτομαι. Ούτε οι πιο κοντινοί μου άνθρωποι» λέει ο Diefree, 31 χρονών από το Ντακάρ της Σενεγάλης, τραγουδιστής στην αφρικανική μπάντα Jusu Foli και στους Los Dos o Mas. Είναι μια μορφή έξτρα καταπίεσης, αυτή των συναισθημάτων, πέρα από την κοινωνική που δέχονται όσοι έχουν διαφορετικό χρώμα από τους λευκούς.
Ο Diefree δεν βρήκε τα πράγματα όπως θα ήθελε το 2011 που έφτασε στην Ελλάδα. Τον έχουν διώξει δύο φορές από το σπίτι χωρίς καμία δικαιολογία παρότι πλήρωνε κανονικά το ενοίκιό του. Εκτός από το τραγούδι, επισκευάζει djembe, το παραδοσιακό δυτικοαφρικανικό κρουστό και φτιάχνει ράστα. «Στην Σενεγάλη, όποιος έχει ράστα θεωρείται αλητόπαιδο. Φίλοι μου έκοψαν τα μαλλιά τους γιατί το ζήτησε το αφεντικό και μετά από τρεις μήνες, έμειναν και χωρίς δουλειά και χωρίς τα μαλλιά που είχαν χρόνια. Δεν θα το έκανα ποτέ αυτό, γιατί ξέρω ποιός είμαι. Ξέρω τι είναι δίκαιο, από τότε που γεννήθηκα.»
Ένας στους τέσσερις Αφρικανούς είναι Νιγηριανός, επομένως η πλειοψηφία των Αφρικανών στη χώρα μας κατάγονται από τη χώρα των 186 εκατομμυρίων κατοίκων. «Με βρίζουν στο τρένο ή στο λεωφορείο. “Άι γαμήσου μαύρο” μου λένε ακόμη και στα μπαρ. Ή μπορεί να χαιρετάω εσένα και οι φίλοι σου να μην μου δίνουν το χέρι να συστηθούμε» λέει ο Sammy, 28 χρονών, από τη Νιγηρία, που μένει εδώ και οκτώ χρόνια στην Ελλάδα και έχει βαπτιστεί Χριστιανός.
«Όταν βλέπω αρνητικούς ανθρώπους, δεν θέλω να τσακωθώ. Δεν ξέρουν, γι’ αυτό είναι έτσι» σχολιάζει και συμπληρώνει ότι δεν πηγαίνει σε άλλες περιοχές της Αθήνας, γιατί όταν τον βλέπουν καλούν την αστυνομία και του ζητάνε χαρτιά. «Είναι πολύ ντροπιαστικό αυτό. Τελείως αηδιαστικό. Και δεν θέλω να μου χαλάνε την διάθεση, οπότε κινούμαι μόνο στις περιοχές που ξέρω.»
Ο Sammy ήρθε για να μαζέψει χρήματα και να τα στείλει στην εννιαμελή οικογένειά του. «Ήταν δύσκολα πίσω στην πατρίδα να βρεις δουλειά, να επιβιώσεις. Η οικογένειά μου δεν έχει την οικονομική δυνατότητα τριών γευμάτων την ημέρα. Έπρεπε να βοηθήσω την οικογένειά μου και όσους φτωχούς ανθρώπους μπορώ. Επειδή τραγουδάω, είδα και το πλεονέκτημα για τ’ όνειρό μου να γίνω διάσημος.»
Έχει δουλέψει σε φάρμες, ελαιώνες και σε άλλες χειρωνακτικές εργασίες «πολύ σκληρές που δεν μπορούσα να τις κάνω, γιατί πονούσε όλο μου το σώμα. Κάθε βράδυ που γυρνούσα σπίτι, μετά από 12 ώρες για 25 ευρώ, και αν, δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Ήταν μια άλλη σκλαβιά. Με καταλαβαίνεις; Όμως θα μπορούσα να κάνω οποιαδήποτε άλλη δουλειά, γιατί το να πουλάω πράγματα είναι “απάτη”, δεν πληρώνεις φόρο στο κράτος.»
Με την κρίση, οι άνθρωποι σταμάτησαν να αγοράζουν τα πράγματα που πουλούσε ο Sammy και για να μην αναγκαστεί να γυρίσει πίσω, έμαθε να φτιάχνει βραχιολάκια. «Απλά έλεγα στους ανθρώπους “Peace and love” και τους έδινα hakuna matata. Την πρώτη μέρα έβγαλα περίπου 18-20 ευρώ και είπα “Αλήθεια; Έβαλα λεφτά στην τσέπη μου;”»
Περίπου δεκαέξι άνθρωποι πουλούσαν βραχιολάκια πριν 5 χρόνια στο Μοναστηράκι, όταν πρωτοξεκίνησε ο Sammy. «Πάντα ήθελα να γίνω πλούσιος για να δείξω στους πλούσιους πως πρέπει να ξοδεύουν τα λεφτά τους. Το όνειρό μου είναι να βοηθάω τους ανθρώπους» αναφέρει, ενώ βάζει στο κινητό του τραγούδια που έχει ηχογραφήσει σ’ ένα studio μαζί με άλλους Έλληνες και Αφρικανούς καλλιτέχνες, τα οποία μεταδίδουν αισιοδοξία και σε προδιαθέτουν να χορέψεις.
Οι περισσότεροι Αφρικανοί μένουν στην Κυψέλη και τη Βικτώρια, με την ίδια λογική που ένας Έλληνας όταν πάει στην Αμερική, θα ψάξει να βρει ένα σπίτι κοντά στην ελληνική κοινότητα. «Όταν πας κάπου, θέλεις να είσαι δίπλα στ΄ αδέρφια σου. Είναι και πιο εύκολο να βρεις σπίτι εκεί. Έτσι μαζευτήκαμε πολλοί Αφρικανοί σε κάποιες γειτονιές» όπως λέει ο Sammy.
Εξαίρεση αποτελεί η Zandile, 59 χρονών, καθηγήτρια Αγγλικών και επιμελήτρια βιβλίων, η οποία ήρθε στην Ελλάδα το ’81, πριν από το μεγάλο κύμα μετανάστευσης. «Ερωτεύτηκα έναν Έλληνα, αλλά τότε στη Νότια Αφρική μαύροι και άσπροι απαγορευόταν να ερωτευτούν» λέει, αναφέροντας πως την είχε πιάσει η αστυνομία μαζί με τον σύντροφό της κι έμειναν μια μέρα στο κρατητήριο. «Αν μας έπιαναν ξανά, θα μας έριχναν φυλακή για 5 χρόνια.» Ήταν η εποχή του απαρτχάιντ όταν γέννησε τον γιο της κι επειδή ο σύντροφός της ήθελε να δώσει το όνομά του στο παιδί, τον απέλασαν από τη χώρα, επομένως αποφάσισαν να καταφύγουν μαζί στην Ελλάδα.
«Ήταν παράξενη η μετάβαση από μια χώρα όπου οι άνθρωποι ζούσαν χωριστά, στην Ελλάδα που ήταν όλα ανάμικτα. Εκεί οι μαύροι κατώτερης τάξης ζούσαν στα γκέτο κι οι λευκοί στα παλάτια. Στην Αθήνα βέβαια τότε δεν υπήρχαν πολλοί Αφρικανοί και ήταν πολύ δύσκολο για ‘μένα. “Πού είναι οι άνθρωποί μου;”, σκεφτόμουν. Καθόμουν στο μπαλκόνι κάθε μέρα να δω αν θα περάσει κανείς. Ώσπου πέρασε μια κυρία κι έτρεξα να την προλάβω. Ήταν από την Αιθιοπία, δεν μίλαγε αγγλικά και δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε, αλλά η χαρά όταν την είδα ήταν τεράστια.»
Το ‘89 έπιασε δουλειά σε έναν παιδικό σταθμό. «Αργότερα, πήρα τηλέφωνο σε ένα φροντιστήριο για να πάω για συνέντευξη και με ρώτησαν “Δεν πιστεύω να είσαι έγχρωμη;” και είπα “Θεωρείτε τον εαυτό σας εκπαιδεύτρια; Ντροπή. Δεν θα ήθελα να δουλεύω για εσάς, όσα και να με πληρώνατε.» Από τότε κάνει μαθήματα Αγγλικών σε διάφορα φροντιστήρια.
Τότε επειδή δεν υπήρχαν πολλοί μαύροι, την κοίταζε ο κόσμος πολύ έντονα, όμως «δεν υπήρχε αυτή η κακία όπως σήμερα, αυτός ο ρατσισμός.»
Αργότερα, η Zandile ανακάλυψε την Ένωση Αφρικανικών Γυναικών και από το 2009 συμμετέχει ενεργά στα πολιτιστικά δρώμενα των Αφρικανών και σε δύο χορευτικές ομάδες. Η μία ομάδα, τα Mandela Gals, ξεκίνησε από μερικούς Νοτιοαφρικανούς. «Εκείνη την χρονιά ήταν και το Μουντιάλ στη Νότια Αφρική και γινόταν μεγάλη προώθηση, έτσι η Πρεσβεία μας ενθάρρυνε να συνεχίσουμε να χορεύουμε.»
Η δεύτερη ομάδα με χορούς από όλη την Αφρική, Ubuntu Drum and Dance, ξεκίνησε το 2012 με την Zandile και τους χορευτές Dauda Conteh και Κατερίνα Καρατζή. Εκτός από τις δύο ομάδες, ξεκίνησε και η UnAart (United African Artists), που φιλοδοξεί να ανοίξει πολιτιστικό κέντρο για μαθήματα και φεστιβάλ με χειροτεχνίες, μουσικές και χορούς. «Θέλουμε ένα κοινωνικό κέντρο, όπου θα μπορούμε να φιλοξενήσουμε πρόσφυγες και μετανάστες. Θέλουμε κι εμείς να προσφέρουμε κάτι, γιατί υπάρχει πολύ μεγάλο πρόβλημα.»
Επίσης, κάθε Κυριακή στις 17.30, γίνονται μαθήματα παναφρικανικών χορών, στο πλαίσιο του Victoria Square Project, στην οδό Ελπίδος 13, με ελεύθερη συνεισφορά.
Το σπίτι σαν έννοια μπορεί να θεωρείται δεδομένο για έναν Ευρωπαίο, όχι όμως για κάποιον που μεγάλωσε σε μια μικρή αφρικανική πόλη και τώρα μένει σε ένα υπόγειο, κοντά στην Πλατεία Κολιάτσου. Κατεβαίνοντας τα σκαλιά, τέσσερις πόρτες διαμερισμάτων επικοινωνούν μέσω ενός χωλ 2×2, όπου στέκεται ένα ξεκλείδωτο ποδήλατο και μια απλώστρα. Ένα μικρό παιδί ανοίγει την πόρτα με το που ακούει θόρυβο και πετάγεται έξω, γεμάτο περιέργεια να δει ποιος είναι. Ο Κ., 31 χρονών, τις περισσότερες ώρες της ημέρας δουλεύει σε μια αποθήκη του κέντρου και δεν ήθελε να δώσει τα στοιχεία του, γιατί ακόμη περιμένει τα χαρτιά του. “This is african house!” λέει.
Για εφτά χρόνια πήγαινε σε ένα «σχολείο» για άτακτα αγόρια που δεν συμμορφώνονται με τους κανόνες και κάνουν ό,τι τους έρθει. «Εκεί σου μαθαίνουν αυτά που πρέπει να ξέρει ένας άνθρωπος. Να δείχνεις σεβασμό στον άλλο, να προσπαθείς μόνος σου, όταν δεν είναι κανένας να σε βοηθήσει» λέει σε άπταιστα ελληνικά. «Ξυπνούσαμε στις 5 το πρωί. Ένας κάθε μέρα έφτιαχνε καφέ για όλους και μετά μαγείρευε μεσημεριανό και βραδινό. Δουλεύαμε στα χωράφια το πρωί και το μεσημέρι περπατούσαμε για 7 χιλιόμετρα, 2,5 ώρες, μέχρι να φτάσουμε στην πόλη. Βρίσκαμε ένα σπίτι και ζητούσαμε να μας δώσουν φαγητό, όχι επειδή δεν είχαμε, αλλά για να μάθουμε την αλληλεγγύη. Παίρναμε το φαγητό και επιστρέφαμε πάλι περπατώντας για να φάμε όλοι μαζί.»
Οι Αφρικανοί καμιά φορά επειδή είσαι οικογένεια, δεν σου δίνουν χρήματα όταν δουλεύεις για αυτούς, αναφέρει ο Κ. Κάπως έτσι ο έμαθε ξυλουργική στον θείο του, αλλά για εφτά χρόνια δεν πληρωνόταν. «Δούλευα καλά και πολύ, αλλά αποφάσισα να πάω σε μια άλλη πόλη και άρχισα να πουλάω ρούχα. Όμως δεν μπορούσα να καθίσω άλλο, ήθελα να φύγω. Όλοι μου οι φίλοι είχαν φύγει και ήταν καλύτερα οικονομικά.»
Αλλά και στην Αθήνα ήταν πολύ δύσκολα. «Δεν μας άφηναν να ζούμε όπως θέλαμε και τότε υπήρχαν πολλοί φασίστες. Αυτό ήταν το κακό που ένιωθα εγώ. Ήταν πολύ επικίνδυνα και ήταν περισσότεροι αυτοί που δεν μας ήθελαν, έτσι κάποιοι γύρισαν στις χώρες τους.»
Μετά από καιρό, ο Κ. αποφάσισε να μείνει στην Ελλάδα και ξεκίνησε μαθήματα γλώσσας. «Το 2012 γνώρισα μερικούς πολύ καλούς ανθρώπους, αλληλέγγυους. Μέχρι σήμερα με βοηθούνε όσο μπορούν. Ελευθερώθηκα, σταμάτησα να νιώθω μόνος στην χώρα. Όταν είμαι μαζί τους, είναι πολύ ωραία, δεν νιώθω ότι είμαι μαύρος, ότι έχουμε διαφορά στο δέρμα» σχολίασε, τονίζοντας ξανά και ξανά πόσο χαρούμενος είναι που γνώρισε τόσο καλούς ανθρώπους, με τους οποίους κάνει κάθε χρόνο μαζί διακοπές.
Μια μέρα που πουλούσε μικροπράγματα με έναν φίλο του στο Θησείο, άκουσε ότι έρχονται αστυνομικοί. «Τα μαζέψαμε κι αρχίσαμε να τρέχουμε προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Εγώ πήγα προς Μοναστηράκι, αλλά ο φίλος μου κατευθύνθηκε προς ηλεκτρικό. Τον κυνήγησαν οι μπάτσοι κι έπεσε στις γραμμές του τρένου. Πέθανε κατευθείαν. Άλλοι λένε ότι τον έσπρωξαν οι μπάτσοι, άλλοι ότι έπεσε μόνος του. Δεν ξέρουμε ακόμη» δηλώνει στην Popaganda.
Σε μια κάθετη της Πατησίων, μένει η Jannet, 38 χρονών, από τη Ζάμπια, μαζί με τον άντρα της και τα δύο τους παιδιά. Ήρθε στην Αθήνα, με σκοπό να σπουδάσει πληροφορική και να βρει μια δουλειά που να της αρέσει. «Θυμάμαι που περπατούσα στην Πατησίων και οι άντρες με κοιτούσαν και μου μιλούσαν σαν να είμαι πουτάνα. Ευτυχώς, ήμουν ήδη 18 χρονών όταν έφτασα εδώ και δεν τους έδινα πολλή σημασία. Αλλά υπάρχουν κορίτσια που έρχονται σε πολύ μικρότερη ηλικία που έχουν επηρεαστεί πολύ άσχημα από αυτήν την συμπεριφορά.»
Τελείωσε τις σπουδές της, προσπάθησε να βρει δουλειά, αλλά δεν την δέχτηκαν πουθενά. Πριν από 20 χρόνια δεν υπήρχε κρίση στην Ελλάδα. «Γελοίες δικαιολογίες μου έλεγαν. Ότι δεν ψάχνουν γυναίκα και κάτι τέτοια. Σίγουρα δεν μου έδιναν δουλειά επειδή ήμουν μαύρη, όπου κι αν ζητούσα, ακόμη και σε πολυεθνικές όπως το Zara» σχολιάζει, αναφέροντας ότι δυσκολεύτηκε πολύ να τα βγάλει πέρα τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα, μέχρι που βρήκε τον Ντάνιελ, ο οποίος την πήρε στο κομμωτήριό του και έμαθε να κάνει τα μαλλιά κοτσιδάκια, όπως τα προτιμούν πολλές Αφρικανές -και όχι μόνο- γυναίκες. Η Jannet δεν θεωρεί τον εαυτό της τυχερό, πάλεψε πολύ για να φτάσει σε αυτό το σημείο.
Σε συνοικιακό mini market της Κυψέλης με αφρικανικά προϊόντα, μαζεύονται τα βράδια καμιά δεκαριά άτομα, με ανοιχτή την τηλεόραση και πίνουν Vita Malt. Είναι μια εικόνα που θυμίζει το κλασικό, ελληνικό καφενείο. Ο Magnus, 48 χρονών, από τη Νιγηρία, ιδιοκτήτης του μαγαζιού, χάρηκε που τον πλησίασα και καταπιάστηκε με τα πολιτικά ζητήματα της χώρας. «Ήμουνα εδώ στις κυβερνήσεις του Σημίτη, του Παπανδρέου, του Καραμανλή, αλλά η χειρότερη είναι η κυβέρνηση του Σαμαρά. Δεν ήξερε τι να κάνει, απλά ονειρευόταν να γίνει πρωθυπουργός. Εγώ, τώρα, χαίρομαι να πληρώνω φόρους, για την πρόοδο και ανάπτυξη της Ελλάδας. Δεν θέλω να βάλω λεφτά στην τσέπη μου.»
Ο Magnus θέλοντας να βρει την dolce vita, ήρθε στην Ελλάδα πριν το millenium και δούλευε για 5-6 χρόνια μέχρι που αποφάσισε να ανοίξει δικό του μαγαζί. Ζώντας σε αυτήν την χώρα πάνω από μία εικοσαετία, παρατηρεί πως «όταν μπαίνει ο Έλληνας μέσα και βλέπει μαύρο, φεύγει, λέει “εντάξει, ευχαριστώ, δεν θέλω κάτι”».
«Οι Έλληνες δυσκολεύονται να αγοράσουν από ‘μένα. Το μόνο που έχω να πω είναι ότι η ζωή είναι vice versa, στη Νιγηρία μένουν 400.000 Έλληνες. Υπάρχει πολύ περισσότερο ρατσισμός εδώ. Σε ένα γραφείο, ο προϊστάμενος είπε μπροστά μου “Α, να εδώ, ένας ξένος”. Είμαι άνθρωπος. Είμαι 48 χρονών, να μου απευθύνεσαι σαν κύριο» λέει, ενώ στην συνέχεια αφηγείται ένα περιστατικό όπου τον κατηγορούσαν ότι έκλεψε ένα πακέτο μπισκότων, ενώ είχε πληρώσει λογαριασμό 150€. Επειδή ήταν μαύρος.
«Έχω γυρίσει όλο τον κόσμο, είναι κακοτυχία να περάσω την ζωή μου εδώ. Έχω εφτά παιδιά και ύστερα από 20 χρόνια δουλειάς, δεν έχω δικό μου σπίτι. Θα ήμουν ευγνώμων αν γινόταν κάτι και με έβλεπαν σαν ανθρώπινο ον, όχι σαν μαύρο, όπως ο φίλος μου ο Γιάννης με την οικογένειά του. Κάποιοι ταξιδεύουν και διορθώνουν τα λάθη τους. Αν ένας Έλληνας πάει στην Αμερική, θα αλλάξει» αναφέρει ο πολυταξιδεμένος Magnus, υπογραμμίζοντας την επιθυμία του οι Έλληνες να καταλάβουν ότι η μετανάστευση είναι μέρος της ζωής. «Δεν ξέρουν σε ποιά χώρα θα πάνε τα παιδιά τους αύριο.»
H Αφρική, αν και έχει 1,2 δις κατοίκους, παραμένει σε μεγάλο βαθμό terra incognita στον δυτικό κόσμο, ίσως με την εξαίρεση λίγων βόρειων κρατών που βρίσκονται γεωγραφικά πιο κοντά στην Ευρώπη. Το πρόβλημα της ενσωμάτωσης παραμένει πιο επίκαιρο από ποτέ.
Μήπως να σταματούσαμε να δίνουμε μόνο δουλειές-αγγαρείες, πίσω από την βιτρίνα του μαγαζιού, στους συνανθρώπους μας από την αφρικανική ήπειρο; Μήπως να γνωρίσουμε και να δώσουμε τελικά την ευκαιρία να έρθει πιο κοντά μας η άλλη ή ο άλλος που μπορεί να παίρνει το ίδιο λεωφορείο με εμάς το πρωί;