«Προφανώς στην ισραηλινή δημοκρατία, το κράτος επιτρέπεται να ξεριζώνει τους Άραβες από τα σπίτια τους και να φυτεύει δέντρα στη θέση τους». Με μια πρώτη ματιά, το σχόλιο του Ali Abu Al-Qi’an μοιάζει με μία καυστική ή υπερβολική δήλωση – είναι όμως πέρα για πέρα αληθινή. Σε μία φράση, ο Ali, ένας Άραβας Βεδουίνος πολίτης του Ισραήλ, συνόψισε τη ζοφερή μοίρα του χωριού του, Atir, που βρίσκεται στο Naqab.
Η περίπτωση του Atir είναι στενά συνδεδεμένη με εκείνη του γειτονικού «δίδυμου» χωριού του, Umm al-Hiran. Το 1956, η ισραηλινή στρατιωτική κυβέρνηση μετέφερε τη φυλή των Βεδουίνων Abu Al-Qi’an στη σημερινή τους θέση, η οποία έχει καταγραφεί από το Ισραήλ ως κρατική γη, μετά τον βίαιο εκτοπισμό τους από τις αρχικές τους κατοικίες στο Khirbet Zubaleh το 1948.
Από το 1948 μέχρι σήμερα, η ισραηλινή κυβέρνηση έχει χρησιμοποιήσει την «αναδάσωση» ή τη δεντροφύτευση ως άλλοθι για να ξεριζώσει παλαιστινιακές κοινότητες όπως η Atir, για να περιορίσει βίαια την ανάπτυξη άλλων κοινοτήτων και να αποκρύψει στοιχεία για κοινότητες που έχουν ήδη καταστραφεί. Στην πορεία, οργανώσεις όπως το Εβραϊκό Εθνικό Ταμείο (JNF) βοήθησαν τόσο στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων όσο και στο ξέπλυμά τους σε ανυποψίαστους συνεισφέροντες – ανάμεσά τους και διασημότητες, από τον Frank Sinatra μέχρι την Elizabeth Taylor.
Το δάσος Yatir στο σημερινό Ισραήλ είναι μια εξ ολοκλήρου φυτεμένη δασική έκταση στην περιοχή της ερήμου που οι Παλαιστίνιοι αποκαλούν Naqab και οι Ισραηλινοί Negev. Τα τέσσερα εκατομμύρια δέντρα που απαρτίζουν το δάσος φυτεύτηκαν από το JNF τη δεκαετία του 1960, στο πλαίσιο της μακρόχρονης εκστρατείας που προωθούσε τη δεντροφύτευση στο Ισραήλ στους Εβραίους των Ηνωμένων Πολιτειών, του Ηνωμένου Βασιλείου κ.ά, ως ευεργετική περιβαλλοντική πράξη. Στην πραγματικότητα, οι δασεργάτες του JNF συνοδεύονταν από στρατιωτικοποιημένη ισραηλινή αστυνομία, οπλισμένη με σφαίρες από καουτσούκ και δακρυγόνα, όταν εκτόπιζαν τους Βεδουίνους, τις κτηνοτροφικές αραβικές φυλές που ζούσαν εκεί όπου σήμερα βρίσκονται τα δέντρα.
Εκτός από τον ορισμό περιοχών ως «κρατικών εδαφών», όπως στο Naqab και την κατεχόμενη κοιλάδα του Ιορδάνη, η πολιτική αυτή διευκολύνεται επίσης από το διάταγμα περί γης του 1943, έναν νόμο που χρονολογείται από τη βρετανική αποικιοκρατική θητεία, ο οποίος επιτρέπει στο κράτος να κατάσχει και να χρησιμοποιεί εδάφη για «δημόσιους σκοπούς».
Το συγκεκριμένο διάταγμα διευκόλυνε τη δημιουργία του Ambassadors Forest και του God-TV Forest πάνω από τα εδάφη του Al-Araqib στο Naqab, του Ramot Menashe Park πάνω από το Lajoun στο Τρίγωνο, του South Africa Forest πάνω από τη Lubya στη Γαλιλαία και του Canada Park πάνω από τις περιοχές Imwas, Yalo και Beit Nouba έξω από την Ιερουσαλήμ, μεταξύ πολλών άλλων. Όπως περιέγραψε ο ιστορικός Ilan Pappe, «όπου υπάρχουν ακόμα αμυγδαλιές και συκιές, ελαιώνες ή συστάδες κάκτων (σ.σ. τοπικά φυτά), εκεί βρισκόταν κάποτε ένα παλαιστινιακό χωριό: ανθίζοντας ακόμα κάθε χρόνο, αυτά τα δέντρα είναι το μόνο που έχει απομείνει από τον τόπο μας».
«Από την εποχή της Nakba, η αναδάσωση χρησιμοποιείται ως εργαλείο για να διευκολύνει τον εκτοπισμό και να στερήσει τα παλαιστινιακά εδάφη», λέει η Myssana Morany, δικηγόρος στο Νομικό Κέντρο Adalah για τα Δικαιώματα των Αραβικών Μειονοτήτων στο Ισραήλ. Μετά τη διχοτόμηση της Παλαιστίνης και την ανακήρυξη του ανεξάρτητου κράτους του Ισραήλ τον Μάιο του 1948 (Nakba, ή «καταστροφή» στα αραβικά, είναι ο τρόπος με τον οποίο οι Παλαιστίνιοι αναφέρονται στον εκτοπισμό τους από τις σιωνιστικές δυνάμεις), πέντε αραβικές χώρες επιτίθενται στο νέο έθνος.
Ο πόλεμος αποδεικνύεται καθοριστική στιγμή, τόσο για τους Ισραηλινούς όσο και για τους Άραβες. Περίπου 750.000 Άραβες πρόσφυγες πολέμου εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και καταλήγουν σε στρατόπεδα έξω από τα σύνορα του Ισραήλ. Ακολουθεί η προβληματική απόφαση του Ισραήλ να εμποδίσει την επιστροφή των εξόριστων αυτών ανθρώπων, καταλαμβάνοντας ή καταστρέφοντας τα χωριά τους, συχνά θάβοντάς τα κάτω από νέα έργα αναδάσωσης.
Ο εκτοπισμός των Παλαιστινίων μέσω της ισραηλινής αναδάσωσης παίρνει πολλές μορφές, όπως περιγράφει η Myssana Morany. Αμέσως μετά τη Nakba, οι Σιωνιστές χρησιμοποίησαν τα δέντρα για να κρύψουν τα ερείπια των κατεστραμμένων παλαιστινιακών κοινοτήτων και να αποθαρρύνουν τους εκτοπισμένους κατοίκους τους να επιστρέψουν. Όσες παλαιστινιακές κοινότητες είχαν απομείνει ακόμα όρθιες, συχνά περικυκλώνονταν από «καταφύγια της φύσης», τα οποία επέτρεπαν στο ισραηλινό κράτος να κατάσχει ιδιωτική παλαιστινιακή γη για δήθεν δημόσια χρήση, ενώ ταυτόχρονα εμπόδιζαν τη μελλοντική ανάπτυξη αυτών των κοινοτήτων.
«Το γεγονός ότι ορισμένα από αυτά τα δάση δεν έχουν ονόματα, δεν φροντίζονται, ούτε είναι προσβάσιμα για πεζοπορία ή οποιουδήποτε είδους δραστηριότητες, δείχνει ότι ο μοναδικός σκοπός τους είναι στην πραγματικότητα να καταλάβουν τη γη, να καλύψουν τα ερείπια των χωριών και να αποτρέψουν την επιστροφή των προσφύγων», δηλώνει σχετικά ο Najwan Berekdar, διευθυντής μέσων ενημέρωσης και υπεράσπισης στο Zochrot, μια ΜΚΟ που προωθεί την αναγνώριση της Nakba στην ισραηλινή κοινωνία.
Προσφάτως, η Ισραηλινή Κτηματική Αρχή και το JNF προχώρησαν σε μια εκστρατεία φύτευσης στη Naqab, εκτοπίζοντας κοινότητες Βεδουίνων όπως η Atir, οι κάτοικοι της οποίας έχουν γίνει «καταπατητές» εκεί όπου κάποτε ζούσαν ή εργάζονταν, καθώς θεωρείται πλέον κρατική γη. Συνολικά, το JNF καυχιέται ότι έχει φυτέψει 250 εκατομμύρια δέντρα στο Ισραήλ και συνεχίζει να ζητάει, μέσω της ιστοσελίδας του, δωρεές για να φυτέψει περισσότερα.
Ένας διαδραστικός χάρτης που δημιουργήθηκε από την Bimkom, μια ισραηλινή οργάνωση για τα ανθρώπινα δικαιώματα, εντοπίζει τις κοινότητες των Βεδουίνων στο Naqab που εξακολουθούν να απειλούνται από την ισραηλινή κυβέρνηση. Μετά τη Nakba, η πλειονότητα των κοινοτήτων των Βεδουίνων στο Ισραήλ αναγκάστηκαν να εγκατασταθούν σε καταυλισμούς συγκεντρωμένους σε μια κλειστή στρατιωτική περιοχή, γνωστή ως Siyag (που μερικές φορές αναφέρεται και ως Sayig) και εξακολουθούν να στερούνται βασικών υπηρεσιών και υποδομών.
Μέχρι σήμερα, η ισραηλινή κυβέρνηση έχει αναγνωρίσει επίσημα λιγότερες από δώδεκα από τις κοινότητες των Βεδουίνων στο Siyag, αφήνοντας τις υπόλοιπες 34 υπό τη συνεχή απειλή έξωσης και κατεδάφισης. Τουλάχιστον εννέα βρίσκονται υπό άμεση απειλή, πράγμα που σημαίνει ότι οι διαδικασίες έξωσης ή κατεδάφισης έχουν ήδη ξεκινήσει. Οι κοινότητες αυτές μπορεί να εκτοπιστούν με διάφορες προφάσεις από την ισραηλινή κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένων των έργων αναδάσωσης.
Η ισραηλινή αναδάσωση δεν περιορίζεται ούτε στα διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορα του Ισραήλ. Όπως φανερώνουν πολιτικά έγγραφα του 2022, από τον προηγούμενο κυβερνητικό συνασπισμό του σημερινού Ισραηλινού πρωθυπουργού Benjamin Netanyahu, δέσμευαν ρητά την κυβέρνηση για αναδάσωση σε τμήματα της Δυτικής Όχθης, η οποία θεωρείται ευρέως παλαιστινιακό έδαφος που κατέχει παράνομα το Ισραήλ. Σύμφωνα δε, με το Ινστιτούτο Akevot, το οποίο παραπέμπει σε εσωτερικά έγγραφα του JNF από το 1987, ο οργανισμός φυτεύει δέντρα επίσης στη Δυτική Όχθη εδώ και δεκαετίες, προκειμένου να αποτρέψει τους Παλαιστίνιους από το να χρησιμοποιήσουν με άλλον τρόπο γη που θα μπορούσε να μετατραπεί σε παράνομους ισραηλινούς οικισμούς στο μέλλον.
Ενώ το JNF διαφημίζει τα περιβαλλοντικά οφέλη των έργων αναδάσωσης ως μια μορφή αναζωογόνησης του εδάφους, πρόληψης των πλημμυρών και καταπολέμησης της κλιματικής κρίσης μέσω της δέσμευσης άνθρακα, ακόμα και αυτό φαίνεται να μην είναι αληθές. Όπως επισημαίνει σε εκτενή έρευνα η Σχολή Περιβάλλοντος του Yale, το δάσος Yatir έχει εξαφανίσει ένα ποικιλόμορφο οικοσύστημα για σπάνια είδη και μπορεί στην πραγματικότητα να επιταχύνει την κλιματική αλλαγή, καθώς συγκρατεί περισσότερη θερμότητα από όση η έρημος αντανακλούσε προηγουμένως πίσω στο διάστημα.
Σύμφωνα με τη Morany, η Εταιρεία Προστασίας της Φύσης στο Ισραήλ, η μεγαλύτερη μη κερδοσκοπική περιβαλλοντική οργάνωση στη χώρα, έχει επίσης υποστηρίξει ότι τα έργα αναδάσωσης στο Naqab πρέπει να σταματήσουν, λέγοντας ότι «αποτελούν σημαντική απειλή για την ιδιαίτερη βιοποικιλότητα» της γης.
Η Adalah έχει προσπαθήσει να αποτρέψει περαιτέρω έργα αναδάσωσης, καθώς και τον εκτοπισμό των Παλαιστινίων γενικότερα, μέσω νομικών οδών στο Ισραήλ, αλλά είχε σημειώσει μικρή επιτυχία, σύμφωνα με τη Morany. Καταρχάς, υπάρχει διάχυτος δισταγμός στους Παλαιστίνιους οι οποίοι φοβούνται να προσφύγουν στο νομικό σύστημα του Ισραήλ, αφού συχνά αποφαίνεται εναντίον τους, εντείνοντας με τις δυσμενείς αποφάσεις τους τη νομική αβεβαιότητα που ήδη υπήρχε.
Επιπλέον, η Morany καταγγέλλει ότι, όταν παρουσιάζονται σαφείς αποδείξεις και ισχυρές νομικές αξιώσεις παλαιστινιακής ιδιοκτησίας, τα ισραηλινά δικαστήρια καταφεύγουν σε παραθυράκια, όπως η αυθαίρετη ανακατάταξη έργων αναδάσωσης ως αγροτικά έργα, τα οποία κρίνονται από ισραηλινούς γραφειοκράτες, πολιτικούς και μέλη του JNF πίσω από κλειστές πόρτες. Υπάρχει επίσης παγιωμένος σιωνισμός στο νομικό σύστημα, όπως φαίνεται σε μια υπόθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ισραήλ από το 2010, στην οποία ένας από τους δικαστές υπερασπίστηκε την αναδάσωση αναφέροντας εκτενώς τη Βίβλο.
Ανίκανοι να προσφύγουν στα δικαστήρια ή να υπερασπιστούν τα εδάφη τους από τους δασεργάτες που πλαισιώνονται από στρατιωτικοποιημένη αστυνομία, οι Παλαιστίνιοι συνεχίζουν να εκτοπίζονται από τα δέντρα, πολλά από τα οποία χρηματοδοτούνται από φιλανθρωπίες, αλλά φυτεύονται με κακόβουλα κίνητρα. Η διακοπή αυτού του «αγωγού», που οδηγεί από τη φιλανθρωπία στην απανθρωπιά, μπορεί να αποτελέσει ένα από τα μόνα μέσα για την αναχαίτιση των ισραηλινών προσπαθειών αναδάσωσης κατά των Παλαιστινίων.
«Οι ισραηλινές αρχές και το JNF εμπλέκονται σε πρακτικές greenwashing για να συγκαλύψουν τα εγκλήματά τους σε όλη την ιστορική Παλαιστίνη, κάνοντας τους εαυτούς τους να εμφανίζονται ως φιλικοί προς το περιβάλλον, ενώ προκαλούν σοβαρή ζημιά στους Παλαιστίνιους και, κατά καιρούς, επίσης στο περιβάλλον», λέει η Morany και προσθέτει πως, «Έχουμε ήδη παρατηρήσει μια περίπτωση όπου οι δωρητές, μετά από σκέψη, έρχονται να αναγνωρίσουν τις ζημιογόνες κινήσεις τους και να ζητήσουν συγγνώμη για τις συνέπειες των συνεισφορών τους στην αναδάσωση του JNF».
Ξεκινώντας από το δάσος της Νότιας Αφρικής
Η περίπτωση στην οποία αναφέρεται η ίδια, αφορά στο δάσος της Νότιας Αφρικής. Το δάσος χρηματοδοτήθηκε από εισφορές στο JNF από Εβραίους της Νότιας Αφρικής και αναπτύχθηκε πάνω από το παλαιστινιακό χωριό Lubya, οι κάτοικοι του οποίου εκτοπίστηκαν κατά τη διάρκεια της Nakba. Το 2015, οι Νοτιοαφρικανοί, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων από τους αρχικούς συνεισφέροντες στο δάσος, ζήτησαν επίσημα συγγνώμη για τον ρόλο τους στον εκτοπισμό των Παλαιστινίων στο πλαίσιο του Stop the JNF, μιας διεθνούς εκστρατείας για την αποκάλυψη της πραγματικής φύσης της ισραηλινής αναδάσωσης.
Η εκστρατεία παρέχει εκπαιδευτικό υλικό και οργανωτικούς πόρους σχετικά με το JNF, την αναχαίτιση της αναδάσωσης και τον τερματισμό της ισραηλινής κατοχής της Παλαιστίνης γενικότερα. Ζητά επίσης δικές της δωρεές για τη φύτευση δέντρων, συγκεκριμένα ελαιόδεντρων στη Δυτική Όχθη, για να στηρίξει τους Παλαιστίνιους αγρότες με την καλλιέργεια τοπικών φυτών.