Είμαι ένας αισιόδοξος άνθρωπος. Ο μήνας τελειώνει. Σκέφτομαι πόσο θα έρθει ο λογαριασμός του ρεύματος. Το eco-anxiety με έχει καταβάλλει περισσότερο από τον Δεκέμβριο που η Αθήνα ήταν ανοιξιάτικη, αν όχι καλοκαιρινή, γιατί για την ενεργειακή φτώχεια και την κλιματική κρίση αγχώνομαι εδώ και καιρό.
Το σκάνδαλο των υποκλοπών εκτυλίσσεται σαν κανονικό πολιτικό θρίλερ και δεν κουνιέται φύλλο.
Ο αριθμός των δολοφονημένων γυναικών στα ίδια τους τα σπίτια δεν έχει σταματήσει να αυξάνεται. Οι γυναικοκτόνοι νιώθουν περισσότερη ασφάλεια να καλέσουν την αστυνομία σε σχέση με τις γυναίκες που υφίστανται την κακοποίηση. Στις ταβέρνες ακόμη διώχνουν τα ομόφυλα ζευγάρια και δεν τα αφήνουν να γευματίσουν, λες και έχουν καταργηθεί οι κατακρήσεις και οι αγώνες χρόνων.
Άνθρωποι ακόμη πεθαίνουν στο Αιγαίο και δεν κουνιέται φύλλο.
Ταυτόχρονα, στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ μιλούν για το polycrisis που είναι -λένε- η λέξη της χρονιάς. Οι άνθρωποι και το σύστημα που δημιούργησε τις πολλαπλές κρίσεις μαζεύτηκαν στο Davos για να μας πουν πώς λέγεται αυτό που βιώνουμε. Ο κόσμος παθαίνει τη μία κρίση πανικού μετά την άλλη, παθαίνει burnout, πέφτει σε κατάθλιψη. Τις φίλες μου δεν τις βλέπω, γιατί δουλεύουμε όλες θαρρείς και θα σταματήσει η γη να γυρίζει αν σταματήσουμε. Λες και ήρθαμε σε αυτήν τη ζωή μονάχα για να δουλεύουμε.
Είμαι ένας αισιόδοξος άνθρωπος, αλλά δεν αντέχω άλλο.
Η κατάθλιψη είναι η μόνη λέξη που έρχεται στον νου. Όση ατομική ψυχοθεραπεία και να κάνεις όμως, δεν μπορείς να τα βάλεις με το τέρας του σκληρού νεοφιλελευθερισμού και του ανένδοτου κι απάνθρωπου καπιταλισμού που έχει ως υλικές συνέπειες τις ίδιες μας τις ζωές. Παρότι το «Είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε» είναι ένα σλόγκαν που μετρά δεκαετίες, ακόμη και σήμερα η κατάθλιψη -και ό,τι θεωρούμε ως κατάθλιψη- αναγνωρίζεται κυρίαρχα ως προσωπικό, αγνοώντας το φεμινιστικό πρόταγμα «Το προσωπικό είναι πολιτικό».
Είναι αρκετά προβληματικό ότι ένα κοινωνικό ζήτημα μετατίθεται και «διαβάζεται» ως προσωπικό ή ιατρικό. Γιατί η ζυγαριά γέρνει με τόσο βάρος στην ατομική ευθύνη και την ατομική ψυχοθεραπεία ως λύση, όταν το σύστημα από τη ρίζα του είναι άδικο και καταπονεί τις απανταχού κοινότητες και μειονότητες, τον πλανήτη, τα ζώα; Πού είναι οι ευθύνες των πολιτικών πρακτικών; Το να παραδεχτείς βέβαια ότι ο καπιταλισμός ή η αποικιοκρατία ή ο ρατσισμός ή ο μισογυνισμός είναι το πρόβλημα, δεν βοηθά να σηκωθείς το πρωί απ’ το κρεβάτι. Δεν αφήνει χώρο για να φωτίσουμε συγκεκριμένα κομμάτια και δεν φαίνεται να υπάρχουν περιθώρια για επίλυση. Υπάρχει βέβαια περισσότερο βάθος σε ένα ζήτημα.
Η κατάθλιψη είναι μια νέα μορφή βιοεξουσίας που παράγει τη ζωή και τον θάνατο, όπως λέει η φεμινίστρια θεωρητικός Ann Cvetkovich στο ‘Depression: A public feeling’, βάζοντας στο στόχαστρο πληθυσμούς που καταστρέφονται μέσω της φτώχειας, της πολεμικής σύγκρουσης, της φυλάκισης, ή και με πιο ύπουλους και αόρατους τρόπους, όπως το να κάνεις τον Άνθρωπο να νιώθει μικρός, ανάξιος και χωρίς ελπίδα. Είναι μια μορφή «αργού θανάτου», όπως έλεγε η θεωρητικός Lauren Berlant, που στην προκειμένη υπογραμμίζει την αόρατη μορφή βίας εντός του μυαλού μας όπου φυτεύουν τους σπόρους της απόγνωσης και της απελπισίας.
Στο Depression Manifesto της, η Cvetkovich γράφει για το Prozac: «Ένα φάρμακο που κρύβει τα συμπτώματα της αντίδρασης σε έναν κατεστραμμένο κόσμο ή μια γαμημένη ζωή δεν μου λέει τίποτα», σημειώνοντας ότι θέλει να μάθει για τις περιβαλλοντικές, κοινωνικές και οικογενειακές αιτίες που μπορεί να ευθύνονται για την κατάθλιψη.
Μάλιστα, τo Feel Tank project είχε προτείνει την Διεθνή Ημέρα Πολιτικής Κατάθλιψης, κατά την οποία τα συμμετέχοντα άτομα θα εμφανίζονταν με τα μπουρνούζια τους για να δείξουν την κούρασή τους σχετικά με τις παραδοσιακές μορφές διαμαρτυρίας και θα μοίραζαν T-shirts και μαγνητάκια που θα είχαν πάνω τους το slogan: “Depressed? It might be political!”.
Ωστόσο, η έννοια της πολιτικής κατάθλιψης δεν πρέπει να ιδωθεί μέσα από τον φακό που καθηλώνει και μουδιάζει, αλλά ίσως είναι μια ευκαιρία να σκεφτούμε αλλιώς για την αυτενέργειά μας, τη δράση και τις αντιδράσεις μας.
Στην Ελλάδα, ξέρουμε πολύ καλά από την πρόσφατη ιστορία μας πως «η ελπίδα που έρχεται» καταστρέφεται σε ένα εκατομμύριο μικρά κομμάτια που φαίνεται αδύνατο να κολλήσουν ξανά μαζί και να γίνουν ένα κινέζικο βάζο με χρυσές ρωγμές. Ή αλλιώς, μια γροθιά. Μια γροθιά που θα συνεχίσει να παλεύει για το όνειρο της ριζοσπαστικής κοινωνικής αλλαγής και δεν θα ενδώσει σε όσους θέλουν να καθηλώσουν την κοινωνία και την δυναμική της.
Οι συζητήσεις για την πολιτική κατάθλιψη αναδύονται από την ανάγκη να βρεθούν νέοι τρόποι να επιβιώσουμε από την απογοήτευση και να μας υπενθυμίσουμε την επιμονή των ριζοσπαστικών οραμάτων και τρόπων ζωής. «Μία πολιτική ανάλυση της κατάθλιψης μπορεί να ταχθεί υπέρ της επανάστασης και της αλλαγής καθεστώτος απέναντι στα φάρμακα, αλλά στον κόσμο των Δημόσιων Συναισθημάτων δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις, είτε ιατρικές είτε πολιτικές, απλά η αργή και σταθερή δουλειά της ανθεκτικής επιβίωσης, της ουτοπικής ονειροπόλησης και άλλων αποτελεσματικών εργαλείων για μεταμόρφωση», όπως σημειώνει η Ann Cvetkovich.
Ο στόχος είναι να αποπαθολογικοποιηθούν τα αρνητικά συναισθήματα ώστε να μπορούν να ιδωθούν ως μια πιθανή πηγή πολιτικής δράσης και να δημιουργηθεί ένα συναισθηματικό θεμέλιο ελπίδας που είναι απαραίτητο για την ανάληψη πολιτικής δράσης. Η Cvetkovich θεωρεί ότι το να νιώθουμε άσχημα μπορεί να είναι στην πραγματικότητα έδαφος για αλλαγή.
Το αδιέξοδο μπορεί να είναι ένας τόπος και μουδιάσματος, αλλά και δυνατοτήτων. Το να κόψουμε ταχύτητα και να πάμε πιο αργά ή να μην προχωράμε προς τα εμπρός, δεν είναι σημάδι αποτυχίας αλλά ένα μέρος για εξερεύνηση. Γιατί αυτά τα εμπόδια συνδέονται με την καθημερινή ζωή και με τις απελπιστικές πολιτικές καταστάσεις που δεν αλλάζουν – προς το παρόν.
Η ιδέα των Δημόσιων Συναισθημάτων παίρνει στα σοβαρά ερωτήματα όπως το «Πώς νιώθω;» και «Πώς νιώθω με τον καπιταλισμό;» και ταυτόχρονα, αγκαλιάζει την ουτοπία και την ελπίδα. Επαναδιαπραγματεύεται τις διαφορές μεταξύ των θετικών και των αρνητικών συναισθημάτων, ώστε να μην θεωρείται ότι η χαρά αποτελείται από την έλλειψη αρνητικών συναισθημάτων. Δηλαδή, η κατάθλιψη όντως μπορεί να λάβει αρκετά αντικοινωνικές μορφές, όπως η απόσυρση, η αποφυγή και η αδράνεια, όμως μπορεί και να δημιουργήσει νέες μορφές κοινωνικότητας, να αποτελεί το έδαφος για σύνδεση.
Θεωρώ ότι είναι αναγκαίο να μιλήσουμε για την πολιτική κατάθλιψη και να αναδείξουμε την ανάγκη να βρεθούν τρόποι για να ξεπεραστεί αυτή η απογοήτευση. Γιατί το γεγονός ότι επιβιώνουμε υπό αυτές τις συνθήκες σημαίνει ότι αναπτύσσουμε και μεγαλύτερη αντοχή και ανθεκτικότητα για τις συγκρούσεις της πολιτικής ζωής, χωρίς αυτό να σημαίνει φυσικά ότι ανεχόμαστε τις καταπιεστικές και άδικες πολιτικές.
Όπως υποστηρίζει η Lynne Segal στο στο Radical Happiness, η κοινότητα είναι το αντίδοτο στην ατομική δυστυχία και η ιδέα της «δημόσιας ευτυχίας» μπορεί να προσφέρει μια «οδό διεξόδου από την απομόνωση που απειλεί πάντα όσα άτομα βιώνουν κατάθλιψη». Ας κινηθούμε με αυτήν την ανθεκτικότητα δημιουργικά, συλλογικά, επαναστατικά.
Ας θυμηθούμε ότι υπάρχουν ακόμη τα οράματα για ριζοσπαστικές αλλαγές και άλλους τρόπους ζωής, όχι τόσο επίπονους, όχι τόσο άδικους, όχι τόσο κακοποιητικούς. Ας φανταστούμε έναν τρόπο ζωής πιο όμορφο, δίκαιο κι ενδυναμωτικό και ένα κράτος δικαίου, ελευθερίας και πρόνοιας. Κι ας τον διεκδικήσουμε! Με κατάθλιψη. Γιατί «το να νιώθεις άσχημα μπορεί, στην πραγματικότητα, να είναι το έδαφος για μεταμόρφωση». Αρκεί να μετατρέψουμε το μούδιασμα σε κίνηση, όλες, όλοι και όλα μαζί.
Γιατί με τον πόνο μας θα αλλάξουμε τον κόσμο.