Οι γυναίκες του Γκερέρο είναι δυνατές. Ζουν σε μία από τις πιο βίαιες πολιτείες του Μεξικού, όπου δρουν αμέτρητες συμμορίες, ομάδες αυτοάμυνας, αστυνομία και στρατός. Πολλές αγροτικές κοινότητες έχουν απομονωθεί εξαιτίας της βίας.
Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα μίλησαν με γυναίκες από τη Σιέρα Μάδρε, μια οροσειρά που διασχίζει την πολιτεία, της οποίας τα χωριά είναι αποκλεισμένα για μήνες, εξαιτίας των συγκρούσεων μεταξύ των συμμοριών.
«Ήμουν στο αυτοκίνητο με τον άντρα μου, τα ξαδέλφια του και τη γυναίκα του ενός. Κατεβαίναμε το βουνό για να πάμε σε μια γειτονική πόλη, όταν μας σταμάτησαν ένοπλοι άντρες που επέβαιναν σε φορτηγάκια. Κατέβασαν τους τέσσερις άντρες από το αυτοκίνητο και τους πήραν μαζί τους. Ένας άντρας με μοτοσικλέτα που πέρασε αργότερα μας πήγε, εμάς τις γυναίκες, στην πόλη, όπου πήγαμε στην αστυνομία. Οι άντρες αγνοούνταν για πέντε μέρες. Τους βρήκαν αργότερα, τους είχαν σκοτώσει και τους είχαν θάψει στην άκρη του δρόμου».
Η Γκαμπριέλα είναι από ένα χωριό που επισκέπτεται η κινητή μονάδα των Γιατρών Χωρίς Σύνορα. Είναι μόλις 20 ετών και έχει δύο παιδιά. Ήταν έγκυος στο δεύτερο όταν σκοτώθηκε ο άντρας της. Τώρα, με ένα μωρό λίγων εβδομάδων στην αγκαλιά της, προτιμά να μην δώσει το πραγματικό της όνομα και να έχει κρυμμένο το πρόσωπό της. Φοβάται τα αντίποινα επειδή παραμένουν οι εντάσεις στην περιοχή.
«Νόμιζα ότι οι άντρες μας θα γυρίσουν, ότι είχε γίνει κάποιο λάθος και θα τους επέστρεφαν. Ήταν άνθρωποι που κοιτούσαν τη δουλειά τους, δούλευαν στα χωράφια. Όταν έμαθα ότι ο άντρας μου είναι νεκρός, πήγα να μείνω με τους γονείς μου. Γέννησα μακριά από εδώ με τη βοήθειά τους. Θέλω να φύγω από εδώ, να φύγω μακριά από αυτό το μέρος όπου υπάρχει τόση βία. Σκέφτηκα να ανοίξω δική μου επιχείρηση, σκέφτηκα ακόμα και να γίνω ιεραπόστολος, όμως έχω μικρά παιδιά. Όλες μου οι αναμνήσεις είναι εδώ: η παιδική μου ηλικία, η οικογένειά μου, ο άντρας μου».
«Οι άντρες ήταν νέοι, από 17 μέχρι 26 ετών. Είχαν όλη τη ζωή μπροστά τους. Δεν ξέρουμε τι θα μας συμβεί στη συνέχεια. Επιθέσεις σε γυναίκες και παιδιά; Το μεγάλο μου παιδί είναι δύο ετών. Σταμάτησε να τρώει και να περπατάει. Όποτε βλέπει ένα μπλε φορτηγάκι, πηγαίνει προς το μέρος του, νομίζοντας ότι είναι το φορτηγάκι του πατέρα του. Περάσαμε έξι μήνες χωρίς ρεύμα επειδή η συμμορία μάς το είχε κόψει, χωρίς να μπορούμε να μετακινηθούμε, χωρίς πρόσβαση σε φάρμακα, χωρίς να μπορούμε να στείλουμε τα παιδιά μας στο σχολείο. Υπάρχουν πολλές αθώες οικογένειες που ζουν εδώ».
Η Άννα, 60 ετών, έχει δει πολλούς γείτονές της να φεύγουν επειδή δεν μπορούσαν να ζουν μέσα στη βία. «Είμαστε απελπισμένοι, δεν μπορούμε να δουλέψουμε με ηρεμία εξαιτίας του φόβου. Για παράδειγμα, δεν μπορούμε να πάμε στα χωράφια όπως πριν για να δούμε τι κάνουν οι αγελάδες και να τις βοηθήσουμε να γεννήσουν. Χτες έφυγε μια οικογένεια. Θα πουλήσουν τις αγελάδες τους όσο όσο και θα πουν αντίο. Ποιος ξέρει αν θα επιστρέψουν; Οι δάσκαλοι δεν έχουν γυρίσει ακόμα. Είχαμε νηπιαγωγείο, δημοτικό και γυμνάσιο. Τώρα δεν υπάρχει τίποτα. Για πόσο καιρό θα είμαστε έτσι; Δεν ξέρουμε. Μέχρι να χάσει μία από τις δύο αντίπαλες συμμορίες, φαντάζομαι. Θέλουμε ένα μέλλον για τα παιδιά μας, για τα εγγόνια μας».
Δύο από τις άδειες τάξεις του σχολείου έχουν μετατραπεί σε αυτοσχέδια σκηνή για τις ομάδες των Γιατρών Χωρίς Σύνορα που ξεκίνησαν τις επισκέψεις τους στην πόλη τον Νοέμβριο.
Σε μια άλλη κοινότητα, πιο ψηλά στα βουνά της Σιέρα Μάδρε, οι πιο ηλικιωμένοι κάτοικοι θυμούνται πότε ιδρύθηκε η πόλη. «Όταν έφτασα εδώ παιδί, υπήρχαν τέσσερα σπίτια» λέει η Άννα Μαρία, που έχει περάσει τα εβδομήντα.
Ο Δον Γκαμπίνο, ο άντρας της, λέει ότι στην περιοχή εγκαταστάθηκαν αρχικά άνθρωποι που είχαν φύγει από τη γειτονική πολιτεία του Μιτσοακάν στη διάρκεια του πολέμου Κριστέρο το 1926-29. Η Σιέρα Μάδρε τούς πρόσφερε εύφορη γη για να καλλιεργούν καλαμπόκι, φασόλια, κολοκύθες, πατάτες και άλλα. Κάποια στιγμή όμως οι κάτοικοι έπαψαν να καλλιεργούν αποκλειστικά τρόφιμα και στράφηκαν σε πιο επικερδείς καλλιέργειες, όπως μαριχουάνα και παπαρούνες, που έφεραν πλούτο και στη συνέχεια βία.
Η Άννα Μαρία ήταν η μαμή του χωριού. «Έχω ξεγεννήσει 35 παιδιά. Όμως έχω τέσσερα χρόνια να βοηθήσω σε γέννα. Καθώς δεν έχουμε γιατρό, τώρα χρησιμοποιούμε παραδοσιακές θεραπείες.» Περιγράφει διάφορα γιατροσόφια για την ιγμορίτιδα, τα τσιμπήματα σκορπιού και το καρδιακό φύσημα. «Οι έγκυες που πρόκειται να γεννήσουν ή έχουν κάποιο πρόβλημα κατεβαίνουν στην πόλη, αλλά φοβούνται πολύ».
«Όταν μια ομάδα ενόπλων επιτέθηκε στην πόλη, κλειστήκαμε στα σπίτια μας, δεν βγαίναμε έξω. Επιβιώσαμε με ό,τι είχαμε, με τα τρόφιμα που είχαμε καλλιεργήσει. Πολλοί έχουν φύγει επειδή φοβούνταν ή επειδή είχαν εμπλακεί στον κύκλο βίας. Είναι τρομακτικό, ιδίως για τα παιδιά, επειδή μπορεί να πάθουν κακό» λέει η Ελβίρα, που ήρθε στην πόλη πριν από 20 χρόνια. Όπως και άλλες γυναίκες, συνοδεύει τον άντρα της όταν πηγαίνει στα χωράφια να δουλέψει. «Αισθανόμαστε ότι όταν πηγαίνουμε μαζί τους προστατεύονται κάπως».
Οι επιθέσεις γίνονταν την αυγή και μετά πάλι το πρωί, όταν τα παιδιά ήταν στο σχολείο, όπου κρύβονταν. «Είναι τρομακτικό για τα παιδιά, που μόλις ξεκινούν τη ζωή τους, να πρέπει να ζουν έτσι. Αναρωτιέσαι γιατί τα παιδιά σου πρέπει να ζουν αυτή τη ζωή, γιατί εσύ πρέπει να ζεις αυτή τη ζωή. Δεν έχουμε σκοτώσει κανέναν, δεν έχουμε κλέψει τίποτα, δεν έχουμε πάρει τίποτα από κανέναν, όμως ζούμε με αυτή την απορία και με τον φόβο για τα παιδιά μας» λέει η Κάρμεν σε μια ομάδα γυναικών της κοινότητάς της.
Οι κάτοικοι του χωριού είναι αναγκασμένοι να περιμένουν να τους συνοδεύσουν στρατιώτες όταν θέλουν να πάνε στην πόλη για να αγοράσουν προμήθειες ή να πάρουν χρήματα. Δεν έρχονται έμποροι στο χωριό για να πουλήσουν τα προϊόντα τους, ούτε εργάτες για να δουλέψουν. Είναι εγκλωβισμένοι, χωρίς να μπορούν να πουλήσουν τα αβοκάντο τους, εκτός εάν πάνε στην αγορά με κίνδυνο της ζωής τους.
«Προσπαθούμε να ανακτήσουμε κάποια κανονικότητα. Χάρη στα ηλιακά πάνελ, τώρα έχουμε αρκετό ρεύμα για να μπαίνουμε στο ίντερνετ, ορισμένα μικρά μαγαζιά έχουν ξανανοίξει και αρχίζουμε να βγαίνουμε από τα σπίτια μας. Θυμάμαι όμως ότι στην αρχή, όταν πρωτοήρθαν οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, ένιωθα ότι έρχονται να μας σώσουν. Οι ψυχολόγοι και οι γιατροί των Γιατρών Χωρίς Σύνορα μάς πρόσφεραν μεγάλη υποστήριξη. Αισθανθήκαμε κάποια ανακούφιση» λέει η Μελάνια στην ομάδα.
Οι γυναίκες έχουν φτιάξει μια λίστα με τα πράγματα που θα ήθελαν για την περιοχή: να ξανανοίξουν τα σχολεία, να επιδιορθωθούν οι δρόμοι, να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας και να πάψει το Γκερέρο να είναι το μέρος από το οποίο φεύγουν οι άνθρωποι για να βρουν δουλειά σε άλλες περιοχές του Μεξικού ή στις Ηνωμένες Πολιτείες.
«Εδώ είναι οι ρίζες μας, και δεν θέλουμε να φύγουμε από τον τόπο μας. Έχουμε ελπίδες και ξέρουμε να καλλιεργούμε τα χωράφια. Τα αγαπάμε τα χωράφια. Γι’ αυτό θέλουμε να αγωνιστούμε για την ειρήνη, ώστε οι νέοι μας να μην φεύγουν για άλλες χώρες επειδή δεν υπάρχουν δουλειές εδώ.» Πρώτα όμως υπάρχει μια πιο επιτακτική ανάγκη, λέει η Κάρμεν: «Πάνω απ’ όλα, ειρήνη. Πρέπει να ξέρουμε ότι δεν πρόκειται να επιτεθούν ξανά στην πόλη».
Η κινητή μονάδα των Γιατρών Χωρίς Σύνορα επισκέπτεται τακτικά την πόλη αφότου αποκλείστηκε εξαιτίας των συγκρούσεων πριν από έξι μήνες. Η επιστροφή σε έναν βαθμό κανονικότητας και το έργο των γιατρών και των ψυχολόγων έχουν ενδυναμώσει την κοινότητα. Η δημιουργία μιας συνοικιακής επιτροπής υγείας θα εξασφαλίσει τη συνέχιση του έργου όταν η κινητή μονάδα μετακινηθεί σε άλλα μέρη με πιο άμεσες ανάγκες.