Για να μπούμε λοιπόν στο πνεύμα αυτής της πολύ πολύ φρέσκιας «σοδειάς», συναντηθήκαμε ένα απόγευμα με 10 νέα παιδιά που είναι γεννημένα από το 1997 ως το 2001, είναι δηλαδή από 18 ως 22 ετών. Κάποιοι από αυτούς, έχουν τελειώσει ήδη τις σπουδές τους και έχουν ζήσει στο εξωτερικό, όπως ο Χρήστος, που πριν κάποιο καιρό γύρισε από το Λονδίνο. Άλλοι τώρα αρχίζουν σιγά σιγά να χτίζουν τα ενήλικα όνειρά τους. Είναι το τώρα τους που σκηνοθετεί, είτε το συνειδητοποιούν είτε όχι, όσα πρόκειται να έρθουν.
Ζουν στιγμές και βιώνουν κατάστασεις που απελευθερώνουν όσα κρύβονται μέσα τους. Τώρα.
Όπως η Αθηνά, μαθήτρια ακόμα, που παρακολουθεί μαθήματα σχεδίου προκειμένου να μπει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Τα κορίτσια που ζουν επιτέλους το όνειρο της μεγαλούπολης, η Μαύρα και η Διονυσία, η μετακόμισή τους από τη Ζάκυνθο στην Αθήνα προφανώς τους άλλαξε τη ζωή. Η Χρύσα μοιράζει το χρόνο της μεταξύ σπουδών, part-time δουλειάς στην προώθηση προϊόντων, αλλά παράλληλα προσφέροντας μαθήματα στο Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών βάζει τη ζωή της μια πυξίδα ανιδιοτέλειας. Η Μαρία θέλει να ταξιδέψει ολόκληρο τον κόσμο, έχει «βάλει σημαιάκι» σε αρκετά σημεία του χάρτη – σε λίγες μέρες θα φύγει για ένα μήνα στις ΗΠΑ, με έναν τρόπο αυτός θα είναι ο πρώτος μήνας της επόμενης ζωής της.
Καθένας και καθεμία έχει φυσικά τη δική του ιδιοσυγκρασία, αλλά αυτό που δεν κρύβεται και είναι φυσικά κοινό είναι η ζωντάνια τους – αυτή η φοβερή ενέργεια που εκλύεις (ακόμα κι αν δεν το καταλαβαίνεις) όταν είσαι «στα καλύτερά σου χρόνια». Μαζεύονται, γνωρίζονται μεταξύ τους και, μετά τις πρώτες αναγνωριστικές κουβέντες, περνάμε κατευθείαν στα «σκληρά».
Social media – δεν είναι μόνο φαινόμενο της εποχής, είναι και κάτι που έχει χρεωθεί η συγκεκριμένη γενιά αντιμετωπίζοντας την συνηθισμένη επικριτικότητα των προηγούμενων. Καλώς ή κακώς, είναι η γενιά που μεγάλωσε καθαρά εντός των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Στα μικρά κενά της συζήτησής μας, όλοι σχεδόν μηχανικά έπιαναν το κινητό τους για να σκρολάρουν και να ενημερωθούν για το τελευταίο update ή τον τελευταίο υψωμένο αντίχειρα που τους επιβράβευσε (όλοι το ίδιο δεν κάνουμε;).
Ρωτώντας τους βέβαια για το πώς τα χρησιμοποιούν, οι απαντήσεις ήταν λίγο διαφορετικές από τις αναμενόμενες. Δύο από τα παιδιά σε αυτό το τραπέζι δεν έχουν καν προφίλ στο Facebook (ο Παναγιώτης για παράδειγμα χρησιμοποιεί μόνο το Messenger), ενώ τρία άτομα δεν έχουν ούτε Instagram. Κατέληξαν πως όλοι τους περίπου σπαταλάνε 2 με 3 ώρες την μέρα στα κοινωνικά δίκτυα κι ομόφωνα συμφώνησαν πως το πιο «καυτό» μέσο είναι το Instagram. Πότε έγινε αυτό; «Όταν οι μαμάδες μπήκαν στο Facebook…όταν μπήκαν οι μεγάλοι κι έφυγαν οι μικροί».
Τι κάνουν λοιπόν αυτά τα παιδιά στον «μαγικό κόσμο» των social media; Φυσικά επικοινωνούν κι οπωσδήποτε φλερτάρουν. Δεν είναι όμως ο μοναδικός χώρος στον οποίο επικοινωνούν με το άλλο (ή το ίδιο) φύλο -σχεδόν ομόφωνα τα παιδιά μας είπαν πως η ανταλλαγή ενός προφίλ είναι απλά το πάτημα για να συνεχιστεί η όποια επικοινωνία. Και ναι, η γενιά του τώρα φλερτάρει κι από κοντά όπως επιβεβαιώνει με σιγουριά η Μαρία ενώ ο Χρήστος που είναι και λίγο μεγαλύτερος (22 ετών) παραδέχεται πως στην ηλικία του «παίζουν πολύ και τα dating apps».
Τα παιδιά κάπως συγκλίνουν ότι η επαφή μέσω social είναι της στιγμής και ίσως επιφανειακή, όσα κρύβονται μέσα τους λέγονται καλύτερα από κοντά.
Από την άλλη, το τηλέφωνο μοιάζει άγνωστος όρος για τους περισσότερους. Όπως λέει ο Παναγιώτης, θα διστάσει να δώσει τον αριθμό του, ενώ, αντίθετα, νιώθει μεγαλύτερη ασφάλεια όταν απλά μοιράζεται τον λογαριασμό του στο Instagram. Είναι όμως η εικόνα ενός ατόμου στα κοινωνικά δίκτυα η αλήθεια; «Δεν είναι κιόλας ότι δείχνουμε ακριβώς αυτό που είμαστε στα σόσιαλ, δηλαδή όλοι το καλυτερεύουμε λίγο. Προσέχουμε τι θα ανεβάσουμε. Αλλά παίρνεις μια πιο γενική εικόνα από ό,τι θα έπαιρνες αν γνώριζες κάποιον μέσω τηλεφώνου» συνεχίζει ο Παναγιώτης, όσο η Μαρία εξηγεί πως το να της ζητηθεί ο αριθμός της, το εκλαμβάνει ως εκδήλωση ενός πιο σοβαρού ενδιαφέροντος.
Κι όσο το φλερτ εντός κι εκτός κοινωνικών δικτύων καλά κρατεί, τι γίνεται με το σεξ; Ο Χρήστος λέει αυθόρμητα πως αυτό δεν είναι όσο απενοχοποιημένο θα περίμενε κανείς από τη νέα γενιά. Οι γραφικές κατηγοριοποιήσεις σε κορίτσια που είναι «ελαφρών ηθών» επειδή έχουν έντονη ερωτική ζωή, ενώ τα αγόρια που κάνουν το ίδιο είναι απλά «κουλ», εξακολουθούν να ισχύουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Ο Σπύρος πάντως θεωρεί πως σε μια μεγάλη πόλη όπως η Αθήνα η στοχοποίηση και το κουτσομπολιό δεν είναι τόσο έντονα, πράγμα που επιβεβαιώνουν η Μαύρα και η Διονυσία που μεγάλωσαν στην επαρχία. Ωστόσο το γεγονός ότι «σε μια μικρή κοινωνία ξέρεις από που κρατάει η σκούφια του άλλου» είναι κάτι που δημιουργεί ασφάλεια σύμφωνα με την Μαύρα.
Και τώρα η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου (την εξέφρασε πρώτα η Σήλια, ζητώντας τη γνώμη των υπόλοιπων, η ίδια μαζί με την Μαύρα και την Διονυσία είναι οι μόνες που έχουν δικό τους σπίτι): «Πού το κάνεις το σεξ όταν μένεις με τους γονείς σου;». Μικρή αμηχανία, κεφάλια που κουνιούνται πέρα δώθε, γελάκια μαζί και μισές φράσεις από εδώ κι από εκεί – η απάντηση που δεν δίνεται μας βοηθά να καταλάβουμε ότι η άκρη κάπως βρίσκεται. Το πώς δεν χρειάζεται και τόσο να το μάθουμε, γιατί θα τους κάνουμε να κοκκινήσουν πολύ. Η Μαρία μάλιστα μας λέει πως και με τους γονείς στο σπίτι κάπως γίνεται η δουλειά, αν και σημειώνει πως είναι πιο εύκολο για ένα αγόρι να φέρει το κορίτσι του σπίτι, από ότι το αντίθετο.
Μια παραδοσιακή συνθήκη με την οποία πορεύεται διαχρονικά η ελληνική νεολαία είναι η δυσκολία απογαλακτισμού. Από το βόλεμα με το ταπεράκι και τα καθαρά ρούχα μέχρι τον υπερπροστατευτισμό και τον οικονομικό παράγοντα, οι «νέοι Έλληνες και οι νέες Ελληνίδες» μένουν στο πατρικό περισσότερο από τον δυτικό μέσο όρο. Δεν έχουν και πολλές επιλογές μιας και είναι «αναγκαίο κακό»όπως φαίνεται. Με την έκρηξη μάλιστα του Airbnb δεν είναι κι εύκολο να βρουν σπίτια. Κι έπειτα, είναι και «η γενιά της κρίσης». Μόνο δύο άτομα στο τραπέζι δουλεύουν παράλληλα με σπουδές, η Μαύρα λέει ότι νιώθει πως είναι ακόμη «προστατευμένοι από τους γονείς τους», χωρίς να μπορούν να αντιληφθούν ακόμη πλήρως την αγορά εργασίας.
Έμαθαν να μην τρέφουν μεγάλη ελπίδα για το μέλλον, όμως ζώντας με τον δικό τους τρόπο το δικό τους τώρα ίσως φτιάξουν ένα καλύτερο αύριο. Χωρίς τις προκαταλήψεις και τις διακρίσεις που κληρονόμησαν. Άλλωστε, «θεωρείται κουλ να είσαι υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης και κατά του ρατσισμού»…
Αν πάντως ανησυχούν για κάτι είναι το μέλλον, το οποίο δεν βλέπουν απαραίτητα με μεγάλη ελπίδα. Η Αθηνά, λόγου χάρη, πέρα από το οικονομικό κομμάτι, νιώθει ανησυχία για τις ιδεολογίες που επικρατούν τελευταία. Πάντως, εξακολουθεί να θέλει να φέρει κάποια αλλαγή, βλέπει όμως ως εμπόδιο τις ζοφερές συνθήκες. «Θα μπορούσα μέσω της τέχνης με οποιοδήποτε τρόπο να προβάλλω τις ιδεολογίες μου, να προσπαθήσω να αλλάξω κάπως τον τόπο στον οποίο ζω προς το καλύτερο. Ξέρω ότι δε θα γίνει αυτό. Θα συνεχίσω να προσπαθώ να το κάνω, γιατί δεν είμαι ο άνθρωπος που καθησυχάζεται με το ότι δεν θα αλλάξει τίποτα. Αλλά είμαι κατά 50% πεπεισμένη ότι δεν θα υπάρξει ιδιαίτερη αλλαγή. Και όλο αυτό με ανησυχεί», καταλήγει, έχοντας εξηγήσει νωρίτερα πως θέλει να γίνει make up και tattoo artist.
Η πολιτική, μάλλον οι πολιτικοί, τους έχουν απογοητεύσει. Ο Χρήστος παρατηρεί ότι ο ένας «δανείζεται» την επιχειρηματολογία του άλλου. Ο Παναγιώτης θεωρεί πώς απλά πετάνε λόγια και υποσχέσεις που δεν πραγματοποιούνται ποτέ. Η λογική του κόμματος και του «δεξιά» – «αριστερά» είναι κάτι που ακόμη κρατάει στην τωρινή γενιά, αλλά με τόσες κάλπες μπροστά μας φέτος, τα παιδιά συμφωνούν ομόφωνα ότι πολλοί συνομήλικοί τους θα επιλέξουν να μην φτάσουν καν μέχρι την κάλπη.
Μπορεί σε γενικές γραμμές τα παιδιά να δείχνουν απογοητευμένα από την πολιτική, αλλά εξακολουθούν να αγαπούν την πόλη τους. Η Αθήνα έχει επιλογές, ελευθερία, σε αυτήν έχεις δικαίωμα στη διαφορετικότητα αλλά και στην ανωνυμία, «δεν χρειάζεται να χαιρετήσεις τον γείτονα». Η Διονυσία που επισκέφθηκε πρόσφατα το Παρίσι έχει να καταθέσει πως εκεί ενώ έβλεπε τη ρουτίνα στο πρόσωπο των ανθρώπων, στην Αθήνα νιώθει πως βλέπει πιο εύκολα χαρούμενους ανθρώπους. «Έχουμε και αυτόν τον άτιμο τον καιρό, που βοηθάει σε όλα».
Δεν περιμένουν να μεγαλώσουν για να κάνουν ταξίδια. Δουλεύουν μαζεύοντας λεφτά για τον επόμενο προορισμό, γράφονται σε προγράμματα ανταλλαγής φοιτητών. Θέλουν σήμερα να γνωρίσουν τον κόσμο, αύριο μπορεί και να τον κατακτήσουν…
Τα ταξίδια στο εξωτερικό όμως παραμένουν έννοια για τα παιδιά, ειδικά όσο είναι ακόμα φοιτητές, όπως τονίζει η Μαρία, η οποία επωφελείται της μη υποχρεωτικής παρουσίας της στη σχολή για να ταξιδεύει όσο περισσότερο μπορεί. Το αποδίδει εν μέρει στους bloggers που έχουν μετατρέψει το ταξίδι σε επάγγελμα και στην μείωση της τιμής των αεροπορικών εισιτηρίων. Η Χρύσα μιλάει για την εμπειρία της στο πρόγραμμα Erasmus+ στην Τουρκία, το οποίο περιγράφει ως μία από τις καλύτερες της ζωής της. Διαψεύδει το μύθο του συνεχούς πάρτι, αλλά παραδέχεται πως μέσα από αυτή την εμπειρία «μαθαίνεις τον εαυτό σου και τα όριά σου». Η Διονυσία και η Μαύρα από τη Ζάκυνθο περνούν εκεί τα καλοκαίρια τους δουλεύοντας με σκοπό να μαζέψουν χρήματα για ένα μεγάλο ταξίδι το χρόνο, με τα επόμενα πλάνα να κοιτάνε προς τη Βιέννη.
Αναπόφευκτα η γνωριμία με το «άλλο» θυμίζει σε όλους τα στραβά της καθημερινότητας. Τα ΜΜΜ, η βρώμα της Αθήνας, η έλλειψη οργάνωσης, η αγένεια. Και μη νομίζετε ότι τα αποδίδουν όλα αυτά μόνο στους μεγάλους. Αλλά, όπως λέει και ο Σπύρος, τα ταξίδια -αλλά και γενικότερα η συνειδητοποίηση ότι «είμαι κι εγώ απλά ένας κόκκος άμμου»– σε βάζουν στη λογική να θες να συνεισφέρεις σε μία συλλογική αλλαγή. Ήδη βλέπουμε αυτή την αλλαγή στον τρόπο που οι νέοι διαχειρίζονται την πολυπολιτισμικότητα της πόλης τους και στις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Η νέα σύνθεση της αθηναϊκής κοινωνίας διαμορφώνει τις κοινωνικές κι ερωτικές συναναστροφές χωρίς να το κάνουν θέμα. Με έναν τρόπο πολύ πιο αβίαστο σε σχέση με προηγούμενες γενιές.
Κατά γενική ομολογία, ούτε ο σεξουαλικός πρσανατολισμός παίζει κάποιο ρόλο στο αν θα γίνουν φίλοι με κάποιον. Αυτά είναι ίσως ταμπού για τη γενιά των γονιών τους, αλλά όχι τόσο για τους ίδιους. Άλλωστε, πλέον «θεωρείται κουλ να έχεις αποβάλλει το ρατσισμό και να υπερασπίζεσαι την κοινωνική δικαιοσύνη», λέει η Σήλια.
Πώς καταναλώνει η γενιά του 2000 ποπ κουλτούρα; Είναι ξεκάθαρα η γενιά του Netflix και του YouTube και ακούει μουσική κυρίως από το Spotify. Ίσως η ένταξή της σε μια παγκόσμια κουλτούρα χωρίς την τοπική «απομόνωση» να κάνει τους σημερινούς 20ρηδες πιο έτοιμους να απορροφήσουν τη διαφορετικότητα και να ζήσουν πέρα από στερεότυπα. Ίσως αυτή η δικτύωση των post-millennials (ή Generation Z) είναι τελικά και το μεγαλύτερο ατού της. Έχουν ένα ζωντανό feed του τι γίνεται σε όλο τον κόσμο, ακόμα και σε μέρη που «οι γονείς ή οι παππούδες μας δεν θα μπορούσαν να πουν σε ποια ήπειρο είναι» και αναγνωρίζουν ότι αυτό τους καθιστά πιο ευαισθητοποιημένους και συνειδητοποιημένους.
Η γενιά του τώρα δεν είναι ατρόμητη. Ο φόβος της κλιματικής αλλαγής, του ρατσισμού ή ενός επικείμενου πολέμου είναι πράγματα που λίγο-πολύ τους απασχολούν όλους και έρχονται να συμπληρώσουν τις πιο «μπανάλ» αγωνίες που μας ταλανίζουν, όπως η αποτυχία, η μιζέρια και η μοναξιά.
Η γενιά του τώρα όμως δεν σταματά και να ονειρεύεται. Ρωτώντας τα παιδιά για τα όνειρά τους, αυτά αποδεικνύουν πως “the sky is the limit”, δεν περιορίζονται. Για άλλους όνειρα σημαίνει επιτυχία, για άλλους ταξίδια, για άλλους η δουλειά που αγαπούν. Για όλους όμως να είναι οι ίδιοι και οι γύρω τους χαρούμενοι.
Λέτε λοιπόν να τα καταφέρουν καλύτερα από τους προηγούμενους; Τώρα πάντως είναι η στιγμή που θα το καθορίσουν.