Στην ταινία «Αυτό που Θέλουν οι Γυναίκες», ο Μελ Γκίμπσον υποδύεται τον σεξιστή διαφημιστή Νικ Μάρσαλ, ο οποίος, όταν συνέρχεται από μια ελαφρά ηλεκτροπληξία, συνειδητοποιεί ότι μπορεί να διαβάζει τηλεπαθητικά τη σκέψη των γυναικών. Στη συνέχεια, αξιοποιεί στο έπακρο αυτό το απρόσμενο χάρισμα, όχι μόνο για να υπερκεράσει την ανταγωνίστριά του στη δουλειά, αλλά και για να την κατακτήσει ερωτικά.
Όταν πριν από 24 χρόνια προβαλλόταν η ανάλαφρη αυτή κομεντί, δεν φανταζόμασταν επ’ ουδενί ότι η επιστήμη θα έφθανε κάποια στιγμή στο σημείο να γίνει Νικ Μάρσαλ στη θέση του Νικ Μάρσαλ. Στα μέσα του 2023, δημοσιεύτηκε στο Nature Neuroscience μια μελέτη του HuthLab του Πανεπιστημίου του Τέξας, που συγκλόνισε την επιστημονική κοινότητα. Για πρώτη φορά, οι σκέψεις και οι εντυπώσεις ανθρώπων ανίκανων να επικοινωνήσουν με τον περίγυρό τους εκφραζόταν σε συνεχή φυσική γλώσσα. Η τεχνητή νοημοσύνη «μετέφραζε» τις σκέψεις τους αναλύοντας Λειτουργικές Απεικονίσεις Μαγνητικού Συντονισμού (fMRI scans), δηλαδή χρησιμοποιώντας τη μέθοδο εγκεφαλικών απεικονίσεων η οποία μετρά τη ροή του αίματος σε διαφορετικά μέρη του εγκεφάλου.
Πρόκειται για ό,τι πιο κοντινό σε «διάβασμα σκέψης» έχει συμβεί.
Για να γίνει κατανοητό, όταν θέλουμε να κάνουμε κάτι, για παράδειγμα να πιάσουμε την κούπα μας για να πιούμε καφέ, ενεργοποιούνται οι νευρώνες στην περιοχή εκείνη του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνοι γι’ αυτού του τύπου τη δραστηριότητα – δηλαδή ζητούν περισσότερο αίμα για να αναπληρώσουν την ενέργεια που έχασαν κατά την ενεργοποίησή τους. Το αίμα μεταφέρεται σε αυτές τις περιοχές και το fMRI μπορεί να μετρήσει την αύξηση της ροής του – και άρα τον βαθμό της ενεργοποίησης.
Το fMRI μπορεί όμως μόνο να μετρήσει αργά τα σήματα που δίνει ο εγκέφαλος, εξ ου και επιστρατεύτηκαν μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης (συναφή με το ChatGPT) που μπορούν να προβλέπουν την πιθανή συνέχεια των λέξεων, δηλαδή ποιες λέξεις θα σκεφθεί στη συνέχεια κάποιος, όπως επισημαίνει το Conversation.
Είχαν αναπτυχθεί και πριν από τη μελέτη του HuthLab μέθοδοι αποκωδικοποίησης γλώσσας για να «πιάνουν» την απόπειρα ομιλίας των ανθρώπων που έχουν χάσει την ικανότητα αυτή και να επιτρέπουν σε παράλυτους να μετουσιώνουν τη σκέψη τους σε γραφή, σημείωναν οι New York Times. «Όμως η νέα αποκωδικοποίηση της γλώσσας είναι από τις πρώτες που δεν στηρίζονται σε εμφυτεύματα», δεν προϋποθέτει δηλαδή χειρουργείο. Έτσι, για παράδειγμα, οι άνθρωποι παρακολουθούσαν βωβό κινηματογράφο και το σύστημα μπορούσε να παράγει «σχετικά ακριβείς περιγραφές του τι συμβαίνει στην οθόνη» -σημειώνουν οι NYT- με βάση τις σκέψεις τους κατά την παρακολούθηση του έργου.
Τόσο εκπληκτικό, όσο και τρομακτικό.
«Για μια μη παρεμβατική μέθοδο, αυτό είναι ένα πραγματικό άλμα μπροστά, σε σχέση με το τι είχε γίνει προηγουμένως, που συνήθως ήταν λέξεις ή σύντομες προτάσεις», έλεγε ο Alex Huth, επίκουρος καθηγητής Νευροεπιστήμης και Πληροφορικής στο Πανεπιστήμιο του Τέξας. «Φθάνουμε στο μοντέλο που θα αποκωδικοποιεί συνεχή γλώσσα με πολύπλοκα μηνύματα για εκτεταμένες χρονικές περιόδους».
Το αποτέλεσμα –επισήμαινε η ενημερωτική ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου- «δεν είναι μια “απομαγνητοφώνηση” λέξη προς λέξη… Τουναντίον, οι ερευνητές το σχεδίασαν για να πιάνουν το πνεύμα του λόγου ή της σκέψης, αν και όχι τέλεια. Σχεδόν στις μισές περιπτώσεις, όταν ο αποκωδικοποιητής έχει εκπαιδευτεί να παρακολουθεί την εγκεφαλική δραστηριότητα του συμμετέχοντα, το μηχάνημα παράγει κείμενο που προσεγγίζει (και κάποτε είναι ακριβές) τα νοήματα τα οποία αποσκοπούσαν να εκφράσουν οι αρχικές λέξεις».
Πώς δοκίμασαν τον αποκωδικοποιητή
Στο πρώτο στάδιο της έρευνας, καταγράφηκε η εγκεφαλική δραστηριότητα των συμμετεχόντων ενώ άκουγαν 16 ώρες podcast ευρισκόμενοι στο fMRI scanner. Συλλέχθηκαν έτσι δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για να εκπαιδεύσουν ένα μοντέλο που θα αποκωδικοποιούσε τη σκέψη τους.
Στη συνέχεια, τα δεδομένα της εγκεφαλικής τους δραστηριότητας συσχετίστηκαν με ηχητικά αποσπάσματα που άκουγαν προκειμένου να χαρτογραφηθούν μοτίβα της σκέψης τους τη στιγμή που είχαν συγκεκριμένες έννοιες στο μυαλό τους.
Εφόσον εκπαιδεύτηκε το μοντέλο-αποκωδικοποιητής, οι ερευνητές το δοκίμασαν με τρεις τρόπους (ακολουθούν παραδείγματα που χρησιμοποίησαν οι New York Times):
Καταρχάς, έβαλαν τους συμμετέχοντες να ακούσουν νέες ηχογραφήσεις (που δεν είχαν δηλαδή χρησιμοποιηθεί στην εκπαίδευση του μοντέλου) και έλεγχαν κατά πόσο η «μετάφραση» της σκέψης ταίριαζε με το πραγματικό κείμενο. Διαπίστωσαν ότι σχεδόν καμία λέξη δεν ήταν στη θέση της, αλλά ότι το νόημα διατηρούνταν. Οι αποκωδικοποιητές ουσιαστικά παράφραζαν τη σκέψη.
Το κείμενο: “I got up from the air mattress and pressed my face against the glass of the bedroom window expecting to see eyes staring back at me but instead only finding darkness”. (Σηκώθηκα από το στρώμα αέρος και πίεσα το πρόσωπό μου στο τζάμι του παραθύρου της κρεβατοκάμαρας, περιμένοντας να δω μάτια να με κοιτάζουν, όμως είδα μόνο σκοτάδι).
Η αποκωδικοποίηση της σκέψης: “I just continued to walk up to the window and open the glass I stood on my toes and peered out I didn’t see anything and looked up again I saw nothing”. (Απλώς συνέχισα να περπατώ έως το παράθυρο και το άνοιξα, στάθηκα στα δάχτυλα των ποδιών μου και κοίταξα από μέσα, δεν είδα τίποτα, και κοίταξα επάνω πάλι, δεν είδα τίποτα).
Εναλλακτικά, ζητήθηκε από τους συμμετέχοντας να σκεφθούν σιωπηρά πως λένε μια ιστορία. Μετά, την είπαν φωναχτά, ώστε να γίνει η διασταύρωση. Και πάλι ο αποκωδικοποιητής είχε πιάσει το νόημα της σκέψης τους.
Η εκδοχή του συμμετέχοντα: “Look for a message from my wife saying that she had changed her mind and that she was coming back”. (Ψάξε για ένα μήνυμα από τη γυναίκα μου που λέει ότι άλλαξε γνώμη και γυρίζει πίσω).
Η αποκωδικοποιημένη εκδοχή: “To see her for some reason I thought she would come to me and say she misses me”. (Βλέποντάς της, για κάποιο λόγο σκέφτηκα ότι θα έρθει σ’ εμένα και θα μου πει ότι της λείπω).
Τέλος, οι συμμετέχοντες παρακολούθησαν μια σύντομη βωβή ταινία κινουμένων σχεδίων, και πάλι ενώ υποβάλλονταν σε fMRI scan. Αναλύοντας την εγκεφαλική τους δραστηριότητα, το γλωσσικό μοντέλο μπόρεσε να αποκωδικοποιήσει την εσωτερική τους σκέψη-περιγραφή αυτού που παρακολουθούσαν.
Προς το παρόν, το μοντέλο που ανέπτυξε το Πανεπιστήμιο του Τέξας έχει αρκετούς περιορισμούς. Αφενός τα μηχανήματα Λειτουργικών Απεικονίσεων Μαγνητικού Συντονισμού είναι μεγάλα και ακριβά, αφετέρου το μοντέλο πρέπει να έχει εκπαιδευτεί για μεγάλο χρονικό διάστημα σε κάθε άτομο ξεχωριστά. Όταν οι ερευνητές δοκίμασαν να «διαβάσουν» τις σκέψεις ενός ατόμου με αποκωδικοποιητή που είχε εκπαιδευτεί σε άλλο άτομο, απέτυχαν. Επίσης, οι συμμετέχοντες μπόρεσαν να βάλουν «τρικλοποδιά» στον αποκωδικοποιητή και να προστατεύσουν τις σκέψεις τους, στρέφοντάς τες σε άσχετες θεματικές.
Με δυο λόγια, είναι αρκετά απίθανο να μπορεί κάποιος να διαβάζει τις σκέψεις μας ενώ περπατάμε στον δρόμο στο άμεσο μέλλον. Πιο μακροπρόθεσμα, όμως;
Σε κάθε περίπτωση εγείρονται τεράστια νομικά και ηθικά ζητήματα. Επίσης, εγείρονται ζητήματα αναπηρίας, ταυτότητας, σχέσεων και ιδιωτικότητας, όπως σημείωνε σχετική επιστημονική έρευνα το 2022.
Καταρχάς, οι μέθοδοι αυτές πρέπει να χρησιμοποιούνται με την συναίνεση του ατόμου στο οποίο θα εφαρμοστούν, εφόσον αυτό έχει πρώτα ενημερωθεί πλήρως σχετικά. Ωστόσο, οι άνθρωποι με αναπηρία συχνά δεν μπορούν να επικοινωνήσουν ικανοποιητικά για να δώσουν τη συναίνεσή τους σε κάτι. Σκεφθείτε επίσης ότι συχνά εξαρτώνται από φροντιστές που κάποτε ίσως τους χειραγωγούν ή τους εξαναγκάζουν σε επιλογές. Όπως ανέφερε σχετική έρευνα, «οι άνθρωποι που κάποια μέρα μπορεί να στηρίζονται στις τεχνολογίες επικοινωνίας BCI [Interface Εγκεφάλου-Υπολογιστή] δεν ενδιαφέρονται μόνο για τη χρήση τεχνολογίας επικοινωνίας, αλλά για τεχνολογία που υποστηρίζει τις αξίες και τις προτεραιότητές τους».
Σκεφθείτε ακόμα ότι αυτές οι μέθοδοι λειτουργούν συγκεντρώνοντας και αποθηκεύοντας τα πλέον ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα – την ίδια μας τη σκέψη! Κι η ανθρωπότητα έχει ήδη πικρή εμπειρία από το τι μπορεί να συμβεί όταν «τσουβάλια» προσωπικών δεδομένων καταλήγουν σε χέρια τεχνολογικών κολοσσών (βλέπε σκάνδαλο Cambridge Analytica, όταν για παράδειγμα δημοσιευόταν ότι η προαναφερθείσα εταιρεία χρησιμοποίησε στοιχεία που πήρε παράτυπα από το Facebook για να χτίσει προφίλ ψηφοφόρων).
Ανακρίσεις χωρίς ερωτήσεις και τηλεπαθητικά κατευθυνόμενα στρατιωτικά drones
Και εάν -ή, πιο σωστά, όταν- αυτή η τεχνολογία αναπτυχθεί, τι θα συμβεί αν αρχίσει να χρησιμοποιείται από την αστυνομία και τον στρατό;
Ένα υποθετικό σενάριο: Εμφανίζεται η αστυνομία στο σπίτι σας. Έχει γίνει κάποιος φόνος σε σπίτι που συγκυριακά είχατε επισκεφθεί την προηγούμενη ημέρα και βρέθηκαν εκεί τα αποτυπώματά σας. Ξέρετε ότι έχετε το δικαίωμα να μη μιλήσετε εκείνη τη στιγμή. Τι γίνεται όμως αν η αστυνομία διαθέτει συσκευή διαβάσματος της σκέψης; Το δικαίωμά σας αυτό αυτόματα καταρρίπτεται.
Και μάλλον δεν θα είναι το μόνο που θα καταρριφθεί εάν υπάρξει κακή χρήση αυτής της τεχνολογίας. Έκθεση στην αυστραλιανή Επιθεώρηση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έθετε το ερώτημα «αν θα ήταν παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων η παρακολούθηση του μυαλού ενός υπόπτου κατά τη διάρκεια αστυνομικής ανάκρισης».
Τι θα γίνει δε αν αυτή τη τεχνολογία πέσει στα χέρια του στρατού; Ήδη από το 2019, δημοσιευόταν στην ιστοσελίδα του MIT ότι ο αμερικανός στρατός προσπαθούσε να αναπτύξει τεχνολογία διαβάσματος της σκέψης για να ελέγχει «στίφη από drones, που θα λειτουργούν με την ταχύτητα της σκέψης». Και μάλιστα, τεχνολογία χωρίς εμφυτεύματα σαν αυτή του HuthLab, καθώς η επέμβαση «είναι ακριβή, και η επέμβαση για τη δημιουργία ενός νέου τύπου υπερ-πολεμιστή, ηθικά περίπλοκη».
Η τεχνολογία αυτή απέχει μερικές δεκαετίες, εκτιμούσε ο διαχειριστής προγραμμάτων στην Ερευνητική Υπηρεσία του αμερικανικού Στρατού Hamid Krim. Μόνο, θα συμπληρώναμε εμείς.
Ας ληφθεί υπόψη ότι υπάρχουν ήδη στην αγορά συσκευές BCI, συσκευές δηλαδή που λειτουργούν με απευθείας επικοινωνία μεταξύ του ανθρώπινου εγκεφάλου και ενός εξωτερικού υπολογιστή.
Για παράδειγμα, το Neuralink και το Synchron’s Stentrode του Έλον Μασκ, που βέβαια προϋποθέτουν την εμφύτευση μικροτσίπ στο ενδιαφερόμενο άτομο για να λειτουργήσουν. Στοχεύουν να βοηθήσουν τα άτομα με παράλυση. Η Neuralink σχεδιάζει ρομποτική επέμβαση εγκεφάλου (το πρώτο το εμφύτευσε στις 29 Ιανουαρίου), ενώ στη Synchron το εμφύτευμα θα γίνεται μέσω των αιμοφόρων αγγείων του ασθενούς. «Και οι δύο έχουν λάβει breakthrough status από το FDA, που σημαίνει ότι θα εξεταστούν από τη ρυθμιστική αρχή επισπευσμένα», σημείωνε το Slate.
Μπορεί τα παραπάνω μοντέλα να έχουν στόχο να βοηθήσουν ασθενείς, ωστόσο ο Μασκ έγραφε στο Twitter ότι το Telepathy, το πρώτο προϊόν της Neuralink, «επιτρέπει τον έλεγχο του τηλεφώνου ή του υπολογιστή σου, και μέσω αυτών σχεδόν κάθε συσκευής, μόνο με τη σκέψη». Διευκρίνιζε ότι αρχικοί χρήστες, «θα είναι όσοι έχουν χάσει μέλη τους».
Κι οι επόμενοι χρήστες ποιοι θα είναι; Θα παραδώσουν τα κλειδιά της σκέψης τους στους τεχνολογικούς κολοσσούς όσοι γοητευτούν από τις σειρήνες της νέας τεχνολογίας;
Γενικά, η δυσκολία των «ογκωδών» τεχνολογικών μέσων που συνοδεύει τη μελέτη του HuthLab είναι πολύ πιθανόν να αρθεί στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον. Ήδη η Kernel Flow διαθέτει στην αγορά ένα φορητό headset (κάτι σαν κράνος) που χρησιμοποιεί τεχνολογία νευροαπεικόνισης για να παρακολουθεί την εγκεφαλική λειτουργία.
Σε κάθε περίπτωση, οι μέθοδοι αυτές συνιστούν τη μοναδική ευκαιρία μιας μεγάλης κατηγορίας ανθρώπων με αναπηρία να επικοινωνήσουν. Η νευροτεχνολογία μπορεί να βοηθήσει ανθρώπους να περπατήσουν ξανά, να χρησιμοποιούν υπολογιστές για καθημερινές ασχολίες όπως το να πίνουν καφέ ή να γράφουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και να θεραπεύει χρόνιες παθήσεις. Το θέμα είναι πώς θα τις διαχειριστεί η ανθρωπότητα.
Κάτω τα χέρια από τα νευροδικαιώματά μας
«Το όριο μεταξύ του εξωτερικού κόσμου και της εσωτερικής διανοητικής λειτουργίας ενός ανθρώπου έχει υπάρξει ιστορικά αδιάβατο, αλλά οι νευροτεχνολογίες το κλονίζουν αυτό επιτρέποντας εξονυχιστικό έλεγχο των σκέψεων και των συναισθημάτων ενός προσώπου, δημιουργώντας έτσι νέες και ιδιαίτερες απειλές στα ανθρώπινα δικαιώματα», έλεγε η Αυστραλή Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Lorraine Finley.
Προς το παρόν, μόνο η Χιλή έχει διασφαλίσει τα «νευροδικαιώματα» των πολιτών της, με μια ριζοσπαστική νομοθεσία το 2021 που τους προστατεύει από τεχνολογίες ικανές να ελέγχουν το μυαλό, να διαβάζουν τη σκέψη και λοιπές αλληλεπιδράσεις με τον εγκέφαλο. (Να υποθέσουμε ότι συνέβαλε πως η Χιλή έχει μακρά και πικρή εμπειρία από τις απάνθρωπες μεθόδους του δικτάτορα Πινοτσέτ;)
Πολύ σημαντικά, δύο μήνες μετά τη δημοσίευση της μελέτης του HuthLab, το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ κατέληξε στο Ψήφισμα 51/3, με το οποίο αποφασίστηκε να γίνει μια μελέτη για «τον αντίκτυπο, τις ευκαιρίες και τις προκλήσεις της νευροτεχνολογίας σε σχέση με την προώθηση και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Η μελέτη αυτή αναμένεται να κατατεθεί κατά την πραγματοποίηση της 57ης συνεδρίασης του οργάνου, τον Σεπτέμβριο του 2024.
Το ανθρώπινο μυαλό είναι το πιο ανεξερεύνητο όργανο «… έχει 100 δισεκατομμύρια νευρώνες, κάθε νευρώνας συνδέεται με 10,000 άλλους νευρώνες. Καθήμενο στους ώμους σας, είναι το πιο πολύπλοκο αντικείμενο του γνωστού σύμπαντος», είχε πει ο θεωρητικός φυσικός Michio Kaku. Και η γλώσσα θεωρείται χαρακτηριστικό αποκλειστικά ανθρώπινο. Ως εκ τούτου, το «διάβασμα» της σκέψης μας υπεισέρχεται στον πυρήνα, όχι «μόνο» της ιδιωτικότητάς μας, αλλά της ίδιας μας της ύπαρξης.
Θα γίνει η χρήση τέτοιων νευροτεχνολογιών το εφιαλτικότερο μέσο ελέγχου από την απαρχή της ιστορίας της ανθρωπότητας;