Ήταν μια γλυκιά ανοιξιάτικη μέρα στο Ντιτρόιτ, κι ένας 70χρονος Ισραηλινός καθηγητής ιστορίας προσγειωνόταν στο αεροδρόμιο της πόλης. Κατάκοπος, ένιωθε ακόμα και τα λευκά του μαλλιά να τον βαραίνουν μετά από οκτώ ώρες πτήση. Προχωρούσε προς την έξοδο, όταν ξαφνικά του έφραξαν τον δρόμο δύο άντρες που η στάση του σώματός τους υποδήλωνε την εξουσία εκείνη που ενστικτωδώς φοβάσαι. Του ζήτησαν να τους ακολουθήσει. Ήταν πράκτορες του FBI, ή κάποιας άλλης υπηρεσίας ασφαλείας.
Οι άντρες τον ανέκριναν για δύο ολόκληρες ώρες, ενώ του πήραν το κινητό και αντέγραψαν όλες του τις επαφές. Ανακρινόμενος ήταν ο Ίλαν Παπέ, από τους πρώτους Ισραηλινούς ιστορικούς που ισχυρίστηκε τεκμηριωμένα ότι η εθνοκάθαρση των Παλαιστινίων, η «Νάκμπα», ήταν σκόπιμη και σχεδιασμένη, όπως περιγράφει στο βιβλίο-ορόσημο «Η εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης» («The Ethnic Cleansing of Palestine»). Ο Παπέ, απόγονος Εβραίων που δραπέτευσαν από τη ναζιστική Γερμανία, διδάσκει σήμερα στο αγγλικό Πανεπιστήμιο του Έξετερ, ενώ παλαιότερα δίδασκε σε ισραηλινό πανεπιστήμιο.
«Γνωρίζατε ότι 70χρονοι καθηγητές ιστορίας απειλούν την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ;» θα έγραφε αργότερα στο Facebook, μην μπορώντας να πιστέψει τι του συνέβη. «Είμαι υποστηρικτής της Χαμάς; Θεωρώ ότι οι ισραηλινές ενέργειες στη Γάζα είναι γενοκτονία; Ποια είναι η λύση στη ‘σύγκρουση’ (σοβαρά, αυτά ρώτησαν), ποιοι είναι οι Άραβες και μουσουλμάνοι φίλοι μου στην Αμερική… Πόσο καιρό τους γνωρίζω, τι σχέση έχω μαζί τους».
Η περίπτωση του Παπέ δεν ήταν παρά το τελευταίο σε μια σειρά επεισοδίων που έχουν στόχο να φιμώσουν οποιαδήποτε κριτική εναντίον του Ισραήλ για τον πόλεμο στη Γάζα, επιχειρώντας να την εξισώσουν με «αντισημιτισμό» ή «υποστήριξη στη Χαμάς». Με τα αμερικανικά πανεπιστήμια στον μεγαλύτερο αναβρασμό τους μετά το αντιπολεμικό κίνημα για το Βιετνάμ, και με δεδομένο ότι κάθε μεγάλη κοινωνική αλλαγή εκκολάπτεται σε χώρους ελεύθερης διακίνησης ιδεών, ο ακαδημαϊκός χώρος αποτέλεσε πρωταρχικό στόχο.
Δυο μέρες πριν, το Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης ανοίξει τον χορό των καταλήψεων κατά του πολέμου, στα νύχια της λογοκρισίας πιάστηκε η διακεκριμένη καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών Τζόντι Ντιν. Στις 15 Απριλίου, τα κολέγια Hobart & Smith στη Γενεύη της Νέας Υόρκης την έπαυσαν τουλάχιστον για το υπόλοιπο της εκπαιδευτικής χρονιάς. Αιτία, άρθρο της με τίτλο «Η Παλαιστίνη μιλά για όλους». Το κολέγιο ήδη διεξάγει έρευνα και ο πρόεδρος δήλωσε ότι «υπάρχουν τώρα πολλοί φοιτητές στο ίδρυμα που νιώθουν ότι απειλούνται μέσα ή έξω από την τάξη».
Μέσα σε περίπου ένα μήνα καταλήψεων, σχεδόν 3.000 άτομα έχουν προσαχθεί ή συλληφθεί σε περίπου 70 πανεπιστήμια και κολέγια σε όλη την Αμερική (η καταστολή επίσης θυμίζει εκείνη του αντιπολεμικού κινήματος για το Βιετνάμ), κι εκατοντάδες φοιτητές έχουν απειληθεί με αναστολή των σπουδών τους, με αποβολή από το Πανεπιστήμιο – ή τους έχουν απαγγελθεί κατηγορίες, σύμφωνα με το Appeal.
Κάποια ιδρύματα πήγαν ακόμα παραπέρα. Για παράδειγμα, το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, αφού απέσυρε τις κατηγορίες εναντίον των φοιτητών του που είχαν συλληφθεί για συμμετοχή στις διαμαρτυρίες, τους πέρασε από πειθαρχική ακρόαση με την κατηγορία παραβίασης των κανονισμών του (μεταξύ άλλων περί «ανταγωνιστικής συμπεριφοράς» και χρήση χώρων χωρίς άδεια).
Έπειτα τους ζήτησε κάτι σαν «δήλωση πολιτικών φρονημάτων»: Απαιτεί από αυτούς να συμπληρώσουν γραπτές εργασίες που αφορούν στον χαρακτήρα και την «ηθική» τους. Αν δεν τις ολοκληρώσουν επιτυχημένα μέχρι τις 29 Μαΐου, θα τους απαγορευτεί η είσοδος στον χώρο του πανεπιστημίου και στη βαθμολογία τους θα επισημανθεί πειθαρχικό παράπτωμα.
Η μία εργασία είναι η «έκθεση αναστοχασμού», στην οποία ζητείται από τους φοιτητές να συλλογιστούν γιατί κατέληξαν στο πειθαρχικό του πανεπιστημίου. Σε αυτή, τους υπαγορεύεται να «εξηγήσουν γιατί συνέβη το περιστατικό», αν «η απόφασή τους ήταν σύμφωνη με τις αξίες τους», «ποιος επηρεάστηκε» από αυτό και πώς (περιλαμβανομένων κοινωνίας και ιδιοκτησίας), «τι έχουν κάνει ή πρέπει να κάνουν για να επανορθώσουν», ποια θα ήταν η στάση τους σε ανάλογο περιστατικό στο μέλλον.
Σε άλλους ζητήθηκε να συμπληρώσουν μια πολυσέλιδη «Σειρά για την Ηθική Ακεραιότητα» που επιδιώκει να τους διδάξει την «ηθική συλλογιστική» και την «ηθική λήψη αποφάσεων» ώστε να «μάθουν και να καταλάβουν» τις αξίες τους και πώς οι πράξεις τους «επηρέασαν άλλους και την κοινότητα». Πρέπει να ιεραρχήσουν τουλάχιστον 42 αξίες, μεταξύ άλλων του πατριωτισμού, της οικογένειας της ασφάλειας.
Σημειωτέον, ότι στα Πανεπιστήμια έχουν ασκήσει πιέσεις χρηματοδότες τους, περιλαμβανομένου του αμερικανικού κράτους. Οι Ρεπουμπλικανοί του Κογκρέσου έχουν διατάξει έρευνα για τα ομοσπονδιακά κονδύλια που έχουν λάβει τα πανεπιστήμια των οποίων οι φοιτητές διαδήλωσαν. Το μήνυμα, σαφές: Μαζέψτε τους, αλλιώς κλείνουμε τη στρόφιγγα.
Επιπλέον, στις 12 Μαΐου, ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ πιθανός υποψήφιος ξανά για την προεδρία Ντόναλντ Τραμπ, μιλώντας στο Νιου Τζέρσεϊ, υποσχέθηκε να απελάσει άμεσα τους ξένους φοιτητές που συμμετέχουν στις αντιπολεμικές διαδηλώσεις. «Όταν είμαι πρόεδρος, δεν θα αφήνουμε τα κολέγια μας να καταλαμβάνονται από βίαιους ριζοσπάστες», είπε. «Εάν έρθεις εδώ από άλλη χώρα και προσπαθήσεις να φέρεις τον τζιχαντισμό ή τον αντιαμερικανισμό ή τον αντισημιτισμό στα πανεπιστήμια, θα σε απελαύνουμε άμεσα. Θα βρεθείς εκτός σχολής».
Σε άλλη περίπτωση, οι φοιτητές «προειδοποιήθηκαν» από τον γενικό εισαγγελέα του Οχάιο ότι μπορεί να βρεθούν κατηγορούμενοι με βάση νόμο του 1953 για την Κου Κουξ Κλαν. Πολλοί φοιτητές καλύπτουν τα πρόσωπά τους προσπαθώντας ουσιαστικά να αποφύγουν την πανταχού παρούσα τεχνολογία αναγνώρισης προσώπου. Ο συγκεκριμένος νόμος προέβλεπε ότι δεν μπορούν να σχηματίζονται ομάδες ατόμων για την διάπραξη πλημμελημάτων «ενώ φορούν καπέλα, μάσκες και άλλη μεταμφίεση».
Όπως δείχνει και η περίπτωση της Τζόντι Ντιν, οι προσπάθειες καταστρατήγησης της ελευθερίας του λόγου είχε ξεκινήσει στις ΗΠΑ με τις πρώτες ενέργειες διαμαρτυρίας μέσα στα πανεπιστήμια, πριν τις καταλήψεις.
Ήδη από τον περασμένο Νοέμβριο, στο όνομα της καταπολέμησης του «αντισημιτισμού», το Πανεπιστήμιο Κολούμπια είχε ανακοινώσει ότι απαγορεύει δύο φιλοπαλαιστινιακές φοιτητικές ομάδες, τους Students for Justice in Palestine (Φοιτητές για τη Δικαιοσύνη στην Παλαιστίνη) και την Jewish Voice for Peace (Εβραϊκή Φωνή για την Ειρήνη). Η τελευταία οργάνωση χαρακτήρισε την απόφαση «εφιαλτική ενέργεια λογοκρισίας και απόπειρα εκφοβισμού», αφού οι οργανώσεις κάνουν αυτό που πρέπει, «εναντιώνονται στον πόλεμο και καλούν σε ανακωχή για να σωθούν ζωές».
Τον Νοέμβριο επίσης, η πρόεδρος του Χάρβαρντ Κλοντίν Γκέι είχε καταδικάσει ως «αντισημιτική» τη φράση «από το ποτάμι έως τη θάλασσα» (που αναφέρεται στα σύνορα μιας ελεύθερης Παλαιστίνης). Βέβαια, αυτό δεν στάθηκε αρκετό για να αποτρέψει την εξώθησή της σε παραίτηση. Ο τυπικός λόγος που η Γκέι παραιτήθηκε από πρόεδρος του Χάρβαρντ ήταν κατηγορίες για αντιγραφή. Αρχή του τέλους της ωστόσο στάθηκαν κατηγορίες ότι δεν εφάρμοζε τους πανεπιστημιακούς κανονισμούς για να σταματήσει τον «αντισημιτικό λόγο» (βλέπε: κριτική εναντίον του Ισραήλ). Σε ακρόαση του Κογκρέσου για τον αυξανόμενο «αντισημιτισμό» στα Πανεπιστήμια, η Γκέι κατηγορήθηκε ότι δεν έδωσε ξεκάθαρες απαντήσεις.
Για παρόμοιους λόγους εξωθήθηκε σε παραίτηση και η πρόεδρος του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια Ελίζαμπεθ Μαγκίλ, καθώς επικρίθηκε ότι δεν καταδίκασε φωνές που καλούν σε «γενοκτονία του Ισραήλ». Είχε μπει στο στόχαστρο από το προηγούμενο καλοκαίρι, όταν χορηγοί της ζήτησαν να ακυρώσει ένα προγραμματισμένο παλαιστινιακό λογοτεχνικό συνέδριο στο πανεπιστήμιο, κι εκείνη απάντησε ότι θα διεξαχθεί κανονικά τον Σεπτέμβριο, επικαλούμενη την ελευθερία του λόγου. Από τους νέους μακαρθιστές δεν την έσωσε ούτε η ομιλία της τον Νοέμβριο του 2023 όταν καταδίκασε μετ’ επιτάσεως την αντισημιτική ρητορική.
Όπως θα έγραφε αργότερα σε ένα άρθρο της η Γκέι, η μάχη εναντίον της ήταν απλώς μέρος ενός ευρύτερου πολέμου που στοχεύει στην ηθική απονομιμοποίηση πυλώνων της αμερικανικής κοινωνίας. «Τέτοιες εκστρατείες συχνά ξεκινούν με επιθέσεις στην εκπαίδευση και την ειδημοσύνη, γιατί αυτά είναι τα εργαλεία που καθιστούν τις κοινότητες ικανές να διακρίνουν την προπαγάνδα».
Και δεν σταματούν εκεί.
Το Βερολίνο ακολουθεί κατά πόδας την Ουάσιγκτον στον περιορισμό της ελευθερίας του λόγου. Το πιο γνωστό επεισόδιο συνέβη τον περασμένο Απρίλιο, όταν η Γερμανία «έριξε πόρτα» στον πρύτανη του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης και Βρετανοπαλαιστίνιο χειρουργό δρα Ghassan Abu Sittah. Ο Abu Sittah, διεθνώς διακεκριμένος για τη δουλειά του με τραυματίες πολέμου και παιδιά, έχει εργαστεί πολλές φορές στα κατεχόμενα Παλαιστινιακά Εδάφη ως εθελοντής με τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα – από την πρώτη Ιντιφάντα. Έχει επίσης εργαστεί σε Ιράκ, Συρία, Υεμένη, Νότιο Λίβανο. Στον τωρινό πόλεμο, δούλεψε κυρίως στα νοσοκομεία al-Ahli και Shifa στη Γάζα.
Ο Abu Sittah έχει καταθέσει στη βρετανική αστυνομία και στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την εμπειρία του στη Γάζα. Σε συνέντευξή του τον Ιανουάριο είπε ότι περιέθαλψε εγκαύματα από λευκό φώσφορο, όπλο που το Ισραήλ αρνείται ότι χρησιμοποίησε. Περιέγραψε ακόμα πώς επιβίωσε από την έκρηξη στις 17 Οκτωβρίου στο al-Ahli, που οι Παλαιστίνιοι αποδίδουν στο Ισραήλ, η δε Δύση σε ρουκέτα της Χαμάς που έχασε τον στόχο.
Ο πρύτανης είχε αφιχθεί στη Γερμανία για να συμμετέχει σε συνέδριο για την Παλαιστίνη, που διοργάνωνε η Jewish Voice for Peace. Είπε ότι του απαγόρευσαν την είσοδο «για λόγους ασφάλειας των ατόμων στο συνέδριο και δημόσιας τάξης». «Η φίμωση ενός μάρτυρα που έχει καταθέσει στο Διεθνές Δικαστήριο ενισχύει τη συνενοχή της Γερμανίας στη συνεχιζόμενη σφαγή», έγραψε στο Twitter.
Αυτή η πρωτοφανής «Betätigungsverbot» (απαγόρευση δράσης) είχε εκδοθεί ταυτόχρονα και για δύο ακόμα βασικούς ομιλητές του ίδιου Συνεδρίου, τον επικεφαλής του ΜεΡΑ25 Γιάνη Βαρουφάκη, που ασκεί κριτική στο Ισραήλ από την απαρχή του πολέμου, και τον Παλαιστίνιο ερευνητή Salman Abu Sitta. Ο Γιάνης Βαρουφάκης δήλωσε αργότερα ότι μηνύει τις γερμανικές αρχές στα γερμανικά δικαστήρια.
Τι απέγινε το συνέδριο; 2.500 ένστολοι της γερμανικής αστυνομίας εισέβαλαν στον χώρο (οι συμμετέχοντες ήταν περί τα 200 άτομα) και το σταμάτησαν με συνοπτικές διαδικασίες, κόβοντας το ηλεκτρικό ρεύμα, κατάσχοντας μικρόφωνα και προσάγοντας κάποιους συμμετέχοντες.
Λίγους μήνες αργότερα, στον Abu Sitta θα απαγορευόταν η είσοδος και στη Γαλλία, όπου είχε προσκληθεί σε ειδική συνεδρίαση της Γαλλικής Γερουσίας για την κατάσταση στη Γάζα. Γάλλος αξιωματούχους δήλωνε ότι υποχρεούνταν να τον απελάσουν επειδή η Γερμανία είχε επιβάλει απαγόρευση σε ολόκληρη την περιοχή Σένγκεν. Του απαγορεύτηκε επίσης η είσοδος στην Ολλανδία, όπου θα μιλούσε στις 17 Μαΐου σε οργανώσεις πολιτών και βουλευτών στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ.
Ωστόσο, στις 16 Μαΐου, η γερμανική Δικαιοσύνη δικαίωσε τον γιατρό και ακύρωσε την ταξιδιωτική απαγόρευση.
Οι προσπάθειες της Γερμανίας να φιμώσει φωνές εναντίον του πολέμου στη Γάζα ξεκίνησαν από νωρίς.
Τον περασμένο Νοέμβριο, υπό την απειλή της υπουργού Πολιτισμού της Γερμανίας Κλαούντια Ροτ για απόσυρση χρηματοδότησης, ο Ινδός ποιητής Ranjit Hoskote εξωθήθηκε σε παραίτηση από την επιτροπή επιλογής έργων για την Documenta 16, μια από τις σπουδαιότερες εκθέσεις σύγχρονης τέχνης διεθνώς. Αιτία, ότι είχε υπογράψει το 2019 επιστολή στην οποία συνέκρινε τον σιωνισμό με τον ινδουιστικό εθνικισμό. Ήταν επιστολή του ινδικού παραρτήματος της κίνησης για μποϊκοτάζ του Ισραήλ Boycott-Divestment-Sanctions (BDS). Σε μια αμφιλεγόμενη απόφαση το 2019, η γερμανική Βουλή χαρακτήρισε το BDS «αντισημιτικό». Ο επικεφαλής της Documenta, Αντρέας Χόφμαν, αποκήρυξε τον ποιητή λέγοντας πως είχε ζητηθεί από όλους στην επιτροπή να επιβεβαιώσουν ότι δεν συνδέονταν με το BDS. Στη συνέχεια, ωστόσο, παραιτήθηκαν όλα τα μέλη της επιτροπής, διαμαρτυρόμενοι για τον περιορισμό της ελευθερίας έκφρασης.
Έπειτα, τον Φεβρουάριο, ήρθε η σειρά της υπουργού Πολιτισμού της Γερμανίας να αντιμετωπίσει ακραίες αντιδράσεις. Η Ροτ επικρίθηκε επειδή απαθανατίστηκε να χειροκροτά τους δημιουργούς ντοκιμαντέρ που βραβεύτηκε στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Βερολίνου και διηγόταν την καταστροφή ενός παλαιστινιακού χωριού της Δυτικής Όχθης από τον Ισραηλινό Στρατό. Στην ομιλία τους, οι δημιουργοί, ο Παλαιστίνιος Basel Adra κι ο Ισραηλινός δημοσιογράφος Yuval Abraham, καταδίκασαν την ισραηλινή κατοχή και κάλεσαν για ανακωχή. Στη συνέχεια, η Ροτ εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία ισχυρίστηκε ότι χειροκρότησε… μόνο για τον Ισραηλινό.
Τον Δεκέμβριο του 2023, το προσκείμενο στο γερμανικό κόμμα των Πρασίνων ίδρυμα Heinrich Böll σε συμφωνία με τη Γερουσία της Βρέμης αποσύρθηκε από την απονομή του βραβείου Πολιτικής Σκέψης Hannah Arendt στoν φυλοδιαφορετικό στοχαστή Masha Gessen. Αιτία, άρθρο του στο New Yorker με τίτλο «Στη Σκιά του Ολοκαυτώματος». Εκεί, αφενός επέκρινε την απόφαση της γερμανικής Βουλής να χαρακτηρίσει «αντισημιτικό» το BDS, αφετέρου έκανε μια διόλου αρεστή σύγκριση:
«Τα τελευταία 17 χρόνια, η Γάζα είναι κατοικημένη υπερβολικά πυκνά, φτωχοποιημένη, ένα μέρος περικλεισμένο από τείχη, όπου μόνο ένα μικρό μέρος του πληθυσμού είχε το δικαίωμα να φεύγει για πολύ λίγο – με άλλα λόγια, ένα γκέτο. Όχι σαν το εβραϊκό γκέτο στη Βενετία ή το γκέτο εντός πόλεως στην Αμερική, αλλά σαν το εβραϊκό γκέτο σε μια χώρα της Ανατολικής Ευρώπης κατεχόμενης από τη ναζιστική Γερμανία».
Αποκαλύφθηκε έπειτα ότι η γερμανοϊσραηλινή κοινότητα της Βρέμης είχε καλέσει σε αναβολή της τελετής. Κι έτσι ένα βραβείο που απονέμεται στο όνομα μιας τεράστιας μορφής κατά του ολοκληρωτισμού δεν δόθηκε σε διανοητή που μάχεται τον ολοκληρωτισμό, εξαιτίας πιέσεων από χώρα που έχει προσαχθεί στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης με την κατηγορία της γενοκτονίας.
Ήδη από τα τέλη του 2023, πολιτιστικά ιδρύματα στη Γερμανία είχαν καταγγείλει πίεση για ακύρωση εκδηλώσεων που ενείχαν οποιοδήποτε παλαιστινιακό στοιχείο. Για παράδειγμα, η Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης είχε αναβάλει εκδήλωση για την Παλαιστίνια συγγραφέα Adania Shibli και το βιβλίο της «A Minor Detail». Η γερμανική Biennale Σύγχρονης Φωτογραφίας ακύρωσε την περιοδεία του 2024, αφού απέλυσε τον επιμελητή της και διακεκριμένο Μπαγκλαντεσιανό φωτογράφο Shahidul Alam, κατηγορώντας τον για «αντισημιτισμό». Το Μουσείο του Saarland ακύρωσε έκθεση στην οποία συμμετείχε η Εβραιο-Νοτιοαφρικανή καλλιτέχνιδα Candize Breitz γιατί είχε σχολιάσει τον πόλεμο.
ΗΠΑ και Γερμανία σέρνουν τον χορό, όμως η ελευθερία του λόγου έχει «βρεθεί στο απόσπασμα» και σε άλλες χώρες.
Στη Γαλλία για παράδειγμα, η Γαλλοπαλαιστίνια υποψήφια ευρωβουλευτής με το (λαλίστατο υπέρ της Παλαιστίνης) αριστερό κόμμα Ανυπότακτη Γαλλία Rima Hassan κλήθηκε από την αστυνομία στο πλαίσιο έρευνας για «απολογητές της τρομοκρατίας», με αφορμή αναρτήσεις της στο Twitter/X. Στα τέλη Απριλίου, κλητευόταν και η πρόεδρος του κόμματος Mathilde Panot, με αφορμή δελτίο Τύπου για την 7η Οκτωβρίου. Έπειτα, ένα συνέδριο για την Παλαιστίνη που διοργάνωναν ο ιδρυτής της Ανυπότακτης Γαλλίας Ζαν Λικ Μελανσόν, η Hassan και οργάνωση Libre Palestine στο Πανεπιστήμιο της Λιλ στις 18 Απριλίου, ακυρώθηκε εξαιτίας πολιτικών πιέσεων.
Στο Οντάριο του Καναδά, η Βουλή απαγόρευσε την κεφίγια (την παραδοσιακή μαντίλα των Παλαιστινίων) στους χώρους της, ισχυριζόμενη ότι πρόκειται για «πολιτικό» σύμβολο. Στη συνέχεια η απαγόρευση χαλάρωσε: οι επισκέπτες μπορούν να εισέρχονται στο κτίριο φορώντας τη, όχι όμως στην αίθουσα των συνεδριάσεων του Κοινοβουλίου.
Έπειτα, η Human Rights Watch ήδη από τον Οκτώβριο του 2023 είχε καταγγείλει ότι η Meta «εξαφανίζει» από Instagram και Facebook τις φωνές που υποστηρίζουν την Παλαιστίνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Σε περίπου ένα μήνα εντόπισαν πάνω από 1.050 τέτοια περιστατικά.
Τέλος, η Δύση που (σωστά) σχίζει τα ιμάτιά της για την ανελευθερία του Τύπου στην πουτινική Ρωσία, δεν έβγαλε «κιχ» όταν, στις αρχές Μαΐου, «η μόνη δημοκρατία της Μέσης Ανατολής», όπως συχνά αποκαλούν το Ισραήλ, έκλεισε το Al Jazeera στα εδάφη του.
Σε κάθε περίπτωση, όπως έχει πει και ο Νόαμ Τσόμσκι, «εάν δεν πιστεύεις στην ελευθερία της έκφρασης για ανθρώπους με τους οποίους διαφωνείς, τότε δεν πιστεύεις καθόλου στην ελευθερία της έκφρασης».
Και η ιστορία έχει δείξει ότι οι πιο ζοφερές σελίδες της ξεκινούν να γράφονται κάπως έτσι.