Η αστική τάξη στη γειτονιά των αγγέλων

 
Δεν συνηθίζω να πηγαίνω στο νεκροταφείο, ούτε καλά-καλά για τους δικούς μου ανθρώπους που βρίσκονται εκεί. Τώρα είχα όμως ραντεβού και θα έπρεπε να συναντήσω την κυρία Γιώτα Καΐκα – Μαντανίκα για έναν απογευματινό περίπατο στο Α΄ Νεκροταφείο Πατρών. Είχαμε συμφωνήσει να ξεκινήσουμε ανεβαίνοντας την κεντρική κυπαρισσένια αλέα ακολουθώντας ακριβώς το θέμα του λευκώματος της “Ἡ ἀστικὴ τάξη στὴ γειτονιὰ τῶν αγγέλων – Πάτρα: Α’ Νεκροταφείο (1880 – 1920)”. Ενώ αρχικά η βροχή φαινόταν πως θα δυσκόλευε την βόλτα στην συνέχεια προσέθεσε μια αίσθηση απομόνωσης στην γαλήνη του νεκροταφείου, νιώθοντας λες και περπατάς στην εξοχή περιεργαζόμενος ό,τι βλέπεις τριγύρω σου.

Το Ά Νεκροταφείο των Πατρών έχει μια ιστορία άγνωστη στους Πατρινούς, που ταυτίζεται όμως με την ίδια την ιστορία της πόλης. Η κυρία Καΐκα-Μαντανίκα το κατάλαβε αυτό όταν πριν μια δεκαετία περίπου παράλληλα με την έρευνα της για τους αρχικούς κατόχους των τάφων της “κυπαρισσένιας αλέας” ανακάλυψε κάτι πολύ ενδιαφέρον. Διαβάζοντας το βιβλίο “Ιστορίες της Πόλης” (εκδ. Περί Τεχνών – 2004) διάβασε την λίστα με τους μετόχους του Δημοτικού Θεάτρου Απόλλων. Ήταν τα ίδια σχεδόν ονόματα που βλέπουμε στους τάφους της “Α’ Τάξης” του νεκροταφείου. Έτσι γεννήθηκε μέσα της η απορία αν αυτή η ομάδα μετόχων ήταν ο βασικός πυρήνας μιας τοπικής αστικής κοινωνίας που είχε συνείδηση του ρόλου της. Με τον τρόπο που αγόρασαν μοίρασαν μεταξύ τους και κατασκεύασαν τους ταφικούς τους οίκους φαίνεται πως είχαν επίγνωση τους ρόλου και της ταυτότητας τους.

Η κυρία Καΐκα-Μαντανίκα, γέννημα θρέμμα της Πάτρας ξέρει την ιστορία της πόλης της όσο λίγοι. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία το ΑΠΘ και επέστρεψε στην Πάτρα, που συχνά την αναφέρει τόσο στοργικά ως “η πόλη μου”, για να διδάξει για δύο δεκαετίες ως καθηγήτρια σε Λύκεια και Γυμνάσια του κέντρου της Πάτρας. Μου εξήγησε πως μέσα από τα μνήματα μπορεί κανείς να διαβάσει την ιστορία, τη γλώσσα, την κοινωνία, τις πολιτιστικές εκφράσεις των ανθρώπων και πως μελετώντας μια “γειτονιά” του νεκροταφείου καταλαβαίνει κανείς ότι κάποιοι φρόντισαν να έχουν και μεταθάνατον τις παρέες που είχαν όταν ήταν και εν ζωή, όταν έχτιζαν τα νεοκλασσικά τους στο κέντρο της πόλης, οργάνωναν τις επιχειρήσεις τους και συγγένευαν με γάμους. μεταξύ τους. Η μελέτη που κατέληξε στο λεύκωμα και σε ένα δίτομο βιβλίο με τίτλο “Το πτερόν εις τον πίλον. Οι γνωστοί–άγνωστοι Πατρινοί και η πολυεθνική κοινωνία της Πάτρας (1880–1920)” δεν έγινε από μόνο από λαογραφικό ενδιαφέρον όπως αυτό του Πετρόπουλου π.χ. αλλά από ανάγκη επιστημονικής έρευνας και ανάλυσης της σχέσης μιας εποχής που η Πάτρα ήταν στην ακμή της, με την ζωή και τα έργα της τάξης που είχε κύρος και δύναμη που συνομιλούσε κατά καιρούς με την κεντρική εξουσία και διαφέντευε την ίδια την πόλη.

Η κα Καΐκα κάθε φορά που ζητούσε κάτι από την μητέρα της, όταν αυτή δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να της το προσφέρει, η απάντηση της ήταν πάντα η ίδια: “Ε, δεν είσαι και η κόρη του Κόλλα!” Η Οικογένεια Κόλλα έχει τους τάφους της στη δυτική πλευρά της κυπαρισσένια αλέας. Βαθύπλουτη οικογένεια οι Κολλαίοι ο τάφος της οικογένειας του εμποροτραπεζίτη Μ. Κόλλα είναι το σημαντικότερο ναϊσκόμορφο μνημείο του νεκροταφείου. Συγκρίνεται με τον τάφο του Κούπα στο Α΄Νεκροταφείο Αθηνών, έργο Φιλιππότη. Σχεδόν όλοι οι τάφοι που βρίσκονται στην Α΄ τάξη στο αρχείο του νεκροταφείου ανήκουν σε πρόσωπα που έχουν σχέση με το εμπόριο και άλλες τραπεζικές δραστηριότητες ή είναι κτηματίες.

“Περιδιαβαίνοντας το νεκροταφείο της Πάτρας θα αντιληφθεί κανείς την διαφορά ανάμεσα στα δύο διαφορετικά δόγματα. Το Ορθόδοξο και το Προτεσταντικό που κυριαρχεί η απλότητα. Δεν υπάρχουν μεγάλα ταφικά μνημεία, ούτε εκφράζεται καμία αγωνία των ξένων αστών να δείξουν στον κόσμο ποιοι ήταν, σε αντίθεση με τους ντόπιους αστούς…Αυτό που ήταν στην ζωή δεν τους ενδιέφερε να το δείχνουν και μετά θάνατο. Την τελευταία τους κατοικία τη θέλουν απλή. Δεν διακρίνεται στους ξένους το “άγχος” να “γνέφουν” στον επισκέπτη του νεκροταφείου από θέση περίοπτη. {…} Από την άλλη μεριά, οι ορθόδοξοι νιώθουν συνεχιστές των αρχαίων Ελλήνων και των βυζαντινών. Γύρω τους βλέπουν συνέχεια τα απομεινάρια των πολιτισμών τους.”

Οι συμβολισμοί που θα αντιληφθεί κανείς είναι αρκετοί. Είτε με το “Πενθούν Πνεύμα” που πρόκειται για έναν φτερωτό ερωτιδέα που κρατά ανάποδα τη δάδα της ζωής η οποία έχει σβήσει, είτε με τη “Πενθούσα Μούσα” που πρόκειται για μια πεπλοφόρο κόρη η οποία μπορεί να κρατάει πυρσό, να ακουμπά σε τεφροδόχη ή να την αγκαλιάζει θρηνώντας. Οι χιαστοί πυρσοί συμβολίζουν το σβήσιμο της ζωής, και πολλές φορές τους συναντάμε αναποδογυρισμένους στολίζοντας το πρόσθιο ή το πίσω μέρος της επιτάφιας στήλης. Το αναμμένο λυχνάρι, ένδειξη της ανάμνησης που καίει, η πεταλούδα αναπαριστά την ψυχή, οι “παπαρούνες τον αιώνιο ύπνο και ακόμα πιο σπάνια εμφανίζεται η “κουκουβάγια” ως σύμβολο σοφίας που αναφέρεται στο επάγγελμα του νεκρού όπως κράνη μέσα σε δάφνες, κανόνια, παράσημα και άγκυρες με σταυρούς. Το “στεφάνι” το βλέπουμε να στολίζει σταυρούς και ταφόπλακες, είτε σε σύνθεση, να το κρατάει η πεπλοφόρος φόρη ή ο άγγελος. Αυτό έρχεται από την αρχαιότητα αφού σε όλους τους νεκρούς αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι φορούσαν στεφάνι ασφοδέλων που ήταν σύμβολο θανάτου. Πολύ συχνά εμφανίζεται και η “τεφροδόχη” σε διάφορες παραλλαγές και μεγέθη, ομοίωμα του αγγείου όπου κατά την αρχαιότητα τοποθετούσαν την τέφρα του νεκρού και συμβολίζει βέβαια τον θάνατο. Ενώ στον χριστιανικό ορθόδοξο κόσμο δεν έχουμε καύση νεκρού, την τεφροδόχη την συναντάμε με ένα νόημα καθαρά συμβολικό επηρεασμένο από τον δυτικό κόσμο αλλά και την αρχαία Ελλάδα. Σπανίζουν οι γρύπες που η μικτή μορφή τους δίνει την έκφραση των τριών σφαιρών του κόσμου, της ουράνιας, της επίγειας και της υποχθόνιας, με το αετίσιο του κεφάλι, το λιονταρίσιο σώμα και την φιδίσια ουρά, συμβόλιζε δε και την ισχύ. Γενικά παρατηρούμε μια αρχαιοπληξία της ελληνικής κοινωνίας.

Σε αντίθεση με την αρχαιοπληξία στο νεκροταφείο είναι αδύνατο να μην παρατηρήσουμε πως ενώ η ταφή γίνεται δύο μέτρα κάτω από την γη και με δεκάδες κιλά χώματος να σκεπάζουν την σωρό, τα περισσότερα στοιχεία “δείχνουν” τον ουρανό. Οι λογχωτές σιδεριές,  οι επιτύμβιες στήλες και τα λυγερόκορμα κυπαρίσσια δείχνουν τον ουρανό, με την βροχή να έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση όπως και τα δάκρυα όσων θρήνησαν σε αυτό το χώρο. Γιατί εκεί που έχουν πέσει δάκρυα είναι χώρος ιερός και σαν από θαύμα η ίδια η φύση, που δεν γνωρίζει τάξεις, περιποιείται τους ίδιους τους εγκαταλελειμμένους τάφους.

Η επιδίωξη για την αιώνια ζωή είναι μια χίμαιρα που σου καταστρέφει το μόνο πραγματικό δώρο που κάνει η ίδια η φύση, την ίδια την ζωή. Οι αστοί των Πατρών επιδιώκοντας την μετά θάνατον αναγνώριση έφτασαν σε μια ανυπέρθετη κενοδοξία που φτάνει στο βαθμό των θανάσιμων αμαρτημάτων της αλαζονείας και της απληστίας. Κάποιος ίσως αναρωτηθεί αν χωρίς τους ευεργέτες και την ματαιοδοξία τους ή πιο ευγενικά την φιλοδοξία τους, η Πάτρα θα ήταν ποτέ αυτό το λιμάνι της Δυτικής Ελλάδας που ένωνε την χώρα με την Δύση και εκείνη η μητρόπολη που άκμασε και γνώρισε οικονομικό αλλά και πολιτισμικό πλούτο. Αυτό όμως είναι πέρα για πέρα λάθος. Οι ευεργέτες αυτοί δεν θα ήταν τίποτα χωρίς την εργασία όλων αυτών των “μικρών” ανθρώπων που είναι θαμμένοι μακριά από την κυπαρισσένια αλέα, είτε σε απλοϊκούς τάφους είτε σε κενοτάφια. Όλων αυτών που δεν τους ένοιαζε το φαίνεσθαι στην μετά θάνατο ζωή αλλά η επιβίωση, η ίδια η ζωή.

Όμως όπως όλα έχουν ένα τέλος, έτσι με την σταφιδική κρίση, η αγορά σταφίδας που τότε αποτελούσε το 50% εξαγωγικού εμπορίου της Ελλάδας και της επέτρεπε να συμμετέχει στη διεθνή οικονομία με την σταφίδα «ως η Βραζιλία με τον καφέν» κατά Ζολώτα, τώρα αρχίζει να φθίνει και η άρχουσα τάξη που βασίζονταν σε αυτή να χάνει σιγά σιγά την αίγλη της. Το 1922 η μικρασιατική καταστροφή έρχεται να αλλάξει άρδην τα πράγματα και να σβήνει κάθε απόχρωση της Μπελ Εποκ από την αστική ζωή της Πάτρας. Ο περίπατος στην κυπαρισσένια αλέα του Α’ Νεκροταφείου Πατρών και πέριξ ήταν ένα ταξίδι στην κοσμοπολίτικη Πάτρα της Μπελ Επόκ. Οι ιστορίες είναι απλά ιστορίες όταν δεν τις θυμάται κανείς και τα μνημεία έχουν ακριβώς αυτό το σκοπό, να τις υπενθυμίζουν. Ευτυχώς όμως όταν οι ιστορίες ξεχνιούνται τα μνημεία είναι ακόμα εκεί σε πείσμα του καιρού και της λήθης. Μετά από 200 περίπου χρόνια, μάλλον έχουν ξεχαστεί οι ιστορίες της παλιάς πόλης των Πατρών όμως στο Α’ Νεκροταφείο παραμένουν αρκετά αξιοθαύμαστα μνημεία που όσοι τα έφτιαξαν από ματαιοδοξία τώρα μας αποκαλύπτουν μέσω ανθρώπων όπως η Γιώτα Καΐκα-Μαντανίκα όσα δεν ξέραμε για τον τόπο που ζούμε. Γιατί όπως είπε κάποτε ο Ιπποκράτης “Η μεν τέχνη μακρά, ο δε βίος βραχύς.”

Το λεύκωμα “Ἡ ἀστικὴ τάξη στὴ γειτονιὰ τῶν αγγέλων Πάτρα: Α’ Νεκροταφείο (1880 – 1920)” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πικραμένος.

Λουκάς Χαλανδριτσάνος

Share
Published by
Λουκάς Χαλανδριτσάνος