«Μην γράψεις το πραγματικό μου όνομα, κινδυνεύω να ταυτοποιηθώ όσο μακριά κι αν βρίσκομαι, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Δώσε μου εσύ ένα όνομα, κι ας ελπίσουμε ότι η ιστορία μου θα προσφέρει κάτι στις γυναίκες που δίνουν αγώνα για την επιβίωσή τους, αυτή τη συμβολική ημέρα».
Την κοιτάζω μέσα από την οθόνη του whatsapp. Είναι γύρω στα 35 αλλά μοιάζει μικρότερη, έχει τα μαλλιά πιασμένα πίσω και φορά ένα λευκό φούτερ που σε συνδυασμό με τον λευκό τοίχο πίσω της έρχεται σε έντονο κοντράστ με το εβένινο δέρμα της. Γυρίζει πέρα δώθε την οθόνη του κινητού και με ξεναγεί στο τρία επί τρία σπίτι της. Μου δείχνει με περηφάνεια το τραπέζι όπου δουλεύει: «Από εδώ το λαπτοπ, από εδώ ο υπολογιστής». Μοιάζει με έναν αυτοσχέδιο οικιακό πύργο ελέγχου, μόνο που αντί για αεροπλάνα, από εδώ η Αΐσα ελέγχει τη ζωή της, αποστολή εξίσου δύσκολη και επικίνδυνη απ΄ όσο μου έδωσε να καταλάβω με την αφήγησή της.
«Στη χώρα μου υπήρχαν πολλές πολιτικές αναταραχές, ήμασταν σε εμφύλιο πόλεμο. Ήμουν κοντά στα 20, είχα πάει επίσκεψη στη θεία μου, για διακοπές, ήρθαν αντάρτες στην πόλη, τα έκαναν λίμπα, έπιαναν τους άντρες και τους σκότωναν και τις γυναίκες, αιχμάλωτες και τις εξαφάνιζαν. Με έπιασαν κι εμένα, με έκλεισαν σε ένα δωμάτιο όπου με βίαζαν και με χτυπούσαν για εννιά ολόκληρα χρόνια.
Μια μέρα, ένας δικός τους που με λυπήθηκε. Προσπάθησε να με βοηθήσει, μου έδωσε φάρμακα και βιταμίνες, με φυγάδευσε αλλά μας έπιασαν. Εκείνον τον σκότωσαν επί τόπου, εμένα με πυροβόλησαν στην πλάτη -έχω ακόμη το σημάδι από τη σφαίρα- αλλά επέζησα και φαίνεται πως το ξανασκέφτηκαν, και με ξανάκλεισαν στο μπουντρούμι. Πίστευα ότι αυτό ήταν, θα πεθάνω, ωστόσο, τρεις μήνες μετά, μια μέρα, άκουσα χλαπαταγή στο σπίτι, κάτι συνέβαινε, κι άρχισαν να το σκάνε σαν τα ποντίκια γιατί φαίνεται πως είχαν έρθει να τους πιάσουν. Το έσκασαν αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή. Δεν τόλμησα να βγω αμέσως, περίμενα να δω τι γίνεται, κι όταν βεβαιώθηκα ότι δεν γυρνούσαν πίσω, δραπέτευσα. Δεν είχα πού να πάω, κρυβόμουν, φοβόμουν ότι θα με έπιαναν. Οι γονείς μου και οι συγγενείς μου είχαν πεθάνει, όλοι για πολιτικούς λόγους. Στην τσέπη μου είχα το ισοδύναμο πέντε ευρώ στο εθνικό μας νόμισμα. Παρακάλεσα μια γριούλα, της εξήγησα την κατάστασή μου και δέχτηκε να με βοηθήσει, με πήγε στον σταθμό του τρένου, μου έβγαλε εισιτήριο με ένα τρένο που μεταφέρει εμπορεύματα κι έτσι άφησα πίσω την πατρίδα μου.
Επόμενος σταθμός: Μπουρκίνα Φάσο. Όταν έφτασα, δεν ήξερα πού να πάω, είχα πάντα τα 5 ευρώ στην τσέπη, αλλά έπρεπε να βρω κι άλλα χρήματα, να βγάλω εισιτήριο, να συνεχίσω το ταξίδι προς κάποια χώρα όπου να είμαι ασφαλής. Κατέληξα σε ένα χωριό, όπου πάλι μια γριά γυναίκα με βοήθησε. Πουλούσε νερό, της ζήτησα να μου δώσει να πουλάω κι εγώ με αντάλλαγμα μερικά νομίσματα, δέχτηκε και έτσι έμεινα μαζί της για λίγο, έως ότου ένας άνδρας μου πρότεινε δουλειά σε μια άλλη γειτονική χώρα, τη Μπενίν. Αν τον εμπιστευόμουν; Η εμπιστοσύνη είναι καλό πράγμα αρκεί να έχεις επιλογή. Εγώ δεν είχα.
Πήγα και έπιασα δουλειά σε ένα maki (μικρό μαγαζί που πουλά ποτά και τσιγάρα). Δεν έβγαινε όμως ο λογαριασμός, δεν έβλεπα μέλλον, ήμουν ολομόναχη, σε απελπισία. Μια μέρα ήπια βενζίνη, ήθελα να πεθάνω, δεν άντεχα άλλο τον φόβο και την ανασφάλεια. Αλλά ήρθε μια γυναίκα και με βρήκε, με επανάφερε στη ζωή και δείχνοντας να κατανοεί την κατάστασή μου, μου είπε ότι αυτή και οι δικοί της θα με βοηθούσαν, θα μου έφτιαχναν χαρτιά και θα με έστελναν κάπου μακριά, δεν μου είπαν πού.
Το ταξίδι κράτησε πολλές μέρες και τελικά έφτασα στην Τουρκία, όπου με περίμεναν τρεις άνδρες, δύο λευκοί και ένας μαύρος. Με πήγαν σε ένα σπίτι και εκεί κατάλαβα ότι έπεσα θύμα ανθρώπινης εμπορίας, τότε δεν ήξερα τι σημαίνει, το έμαθα μετά. Έκλαιγα, με χτυπούσαν, μου πήραν το διαβατήριο και το κινητό και άρχισαν να με εκδίδουν σε άνδρες που έρχονταν να αγοράσουν σεξ και ναρκωτικά. Σε κάθε απόπειρά μου να διαπραγματευτώ μαζί τους την ελευθερία μου, στην καλύτερη περίπτωση με εκφόβιζαν λέγοντας «κοίτα πόσα κάναμε για σένα για να φύγεις από την Αφρική» και «αν το συνεχίσεις θα σε γυρίσουμε πίσω στην πατρίδα σου κι εκεί να δούμε πώς θα τα βγάλεις πέρα». Στη χειρότερη, με χτύπαγαν. Στις υπόλοιπες γυναίκες που κράταγαν στην ίδια κατάσταση στο σπίτι έλεγαν να μη μου μιλάνε για να μην τους μπαίνουν ιδέες στο κεφάλι. Φυσικά δεν με άφηναν να βγω έξω.
Ωστόσο, μια μέρα ξεγλίστρησα, βγήκα, κατάφερα να φτάσω ως το λεωφορείο. Είδα κάποιον, κατάλαβα ότι είναι από τη Σενεγάλη και αρχίσαμε να μιλάμε. Με ρώτησε γιατί έκλαιγα, του τα είπα μέσες άκρες, και μου πρόσφερε δουλειά σε εστιατόριο, όπου θα μου πρόσφερε δουλειά και ύπνο, αλλά θα μου κρατούσε τους μισθούς για να εξοικονομήσω λεφτά για το μέλλον μου. Δέχτηκα, δεν είχα επιλογή. Έμεινα έξι μήνες στο εστιατόριο, ρώταγα τι θα μου συμβεί, αν υπάρχει κάποιο πλάνο, κανείς δεν μου έλεγε τίποτα. Ως που μια μέρα, θυμάμαι χτύπησε το τηλέφωνο κι εκείνος ξαφνικά μου είπε, “we have to go, very far, get your things and go”. Mπήκαμε στο λεωφορείο, πηγαίναμε, πηγαίναμε, φτάσαμε από το Ακσαράϊ, στα βάθη της Τουρκίας, ως το παραλιακό Μπόντρουμ, 12 ώρες ταξίδι. Όταν αποβιβαστήκαμε μου είπαν να τρέξω μέσα σ’ ένα δάσος να κρυφτώ. Το έκανα. Μετά με βρήκαν, με έβαλαν σε βάρκα μαζί με άλλους, έσπρωξαν τη βάρκα και μας είπαν, «πηγαίνετε».
Είχε θαλασσοταραχή, ο φόβος με έτρωγε, δεν είχα ξαναμπεί στη θάλασσα, δεν ήξερα τι είναι η βάρκα. Κάποια στιγμή είδα ένα φως μέσα στο σκοτάδι να αναβοσβήνει, έκανα σήμα με τα χέρια, οι άλλοι μου είπαν «τι κάνεις, θες να μας πιάσουν;» ωστόσο συνέχισα να νεύω με το χέρι γιατί προτιμούσα να μας πιάσει η αστυνομία από το να πνιγούμε. Μας επιβίβασαν στο σκάφος τους, μας οδήγησαν στο καμπ στην Κω όπου μας κατέγραψαν και μας «καλωσόρισαν». Ήμουν έκπληκτη. Βρισκόμουν στην Ευρώπη. Αλλά δεν υπήρχε μέρος να κοιμηθώ στο καμπ, δεν είχα τίποτα πάνω μου, ούτε χρήματα, ούτε δεύτερη αλλαξιά ρούχα, τίποτα απολύτως. Βρέθηκε ένας Αφρικανός, καλός άνθρωπος, έδωσε 30 ευρώ σε κάποιον άλλο, και μου παραχώρησαν ένα κρεβάτι σε ένα χαμόσπιτο, στη μέση του πουθενά μέσα σε ένα χωράφι, όπου κοιμήθηκα σερί για δύο εβδομάδες. Απλώς κοιμόμουν και ψηνόμουν στον πυρετό κι αυτός ο ευγενικός συνάνθρωπος με φρόντιζε να μην πεθάνω.
Όταν συνήλθα κάπως, ζήτησα να μπω στο καμπ, για να μου βρουν ένα μέρος να κοιμάμαι. Στο καμπ, παντού ποντίκια και φίδια, θυμάμαι το άτομο που ήταν υπεύθυνο να λέει «δεν επιτρέπετε να σκοτώνετε το φίδι, είναι ελληνικό, δεν έχετε το δικαίωμα, αν δεν σας αρέσει να πάτε έξω από το καμπ να κοιμηθείτε». Ήταν πολύ δύσκολα, δεν μπορούσες πουθενά να κοιμηθείς σαν άνθρωπος, μια μέρα ήρθε βροχή και αέρας και πήρε τη στέγη… Ήθελα να δουλέψω, να έχω χρήματα για να μπορώ να έχω κάπου να κοιμάμαι.
Ένας Νιγηριανός μου υποσχέθηκε να μου βρει δουλειά στην Αθήνα, είχε έγγραφα, με πήρε με το πλοίο της γραμμής, φύγαμε, φτάσαμε, και κατέληξα στην πλατεία Αμερικής, όπου με παρέδωσε σε τέσσερις Έλληνες κι έναν Νιγηριανό. Με πήγαν με το ζόρι σε ένα δωμάτιο όπου κατάλαβα ότι θα ξαναζούσα την ίδια ιστορία της Τουρκίας. Έπεσα στα πόδια και τους παρακαλούσα, έκανα εμετό από τον φόβο μου. Τίποτα. Έφεραν άντρες για σεξ. Άλλοι μιλούσαν αραβικά, άλλοι ήταν από το Καμερούν, άλλοι από το Κονγκό και τη Νιγηρία. Δεν τους άφηνα να μ’ αγγίξουν, είχα φτάσει στα όριά μου, ήμουν εξαντλημένη, ήθελα πραγματικά να πεθάνω. Έφυγα, αυτό το κατάφερα.
Σε μια περιπλάνηση στην πόλη βρήκα ένα μέρος με wifi και λαπτοπ, χτύπησα τη φράση «βοήθεια – γυναίκες – Αφρική – Ελλάδα» και είδα να σχηματίζεται το όνομα μιας οργάνωσης: HumanRights360. Πήρα τηλέφωνο, με βρήκαν, ένιωθα ότι είχα σωθεί. Μου έδωσαν κουπόνια για το σούπερ μάρκετ, με ανέλαβαν με τα νομικά -ήμουν ακόμα καταγεγραμμένη στην Κω- έδωσαν μάχη για να με εγγράψουν σε καμπ της Αθήνας, να τακτοποιήσουν το αίτημα ασύλου μου, να αναγνωριστώ ως θύμα εμπορίας, να βρω στέγη σε ξενοδοχείο… και δουλειά. Σήμερα δουλεύω σε μια πολυεθνική εταιρεία που ασχολείται με τηλεφωνική εξυπηρέτηση πελατών, υπηρεσίες τεχνικής υποστήριξης και τηλεπωλήσεις. Εργάζομαι από το σπίτι, μέσω τηλεφώνου και υπολογιστή, και εξυπηρετώ στα γαλλικά. Με πολλή μεγάλη δυσκολία καλύπτω τα έξοδά μου. Όμως είμαι ζωντανή».
*Το πρόγραμμα για την ένταξη μέσα από την απασχολησιμότητα της HumanRights360 χρηματοδοτείται από το ίδρυμα Kahane και φιλοξενείται στο εκπαιδευτικό κοινοτικό κέντρο Echo Hub Athens στην Κυψέλη που λειτουργεί από την οργάνωση ECHO100PLUS με στόχο την υποστήριξη της προσφυγικής κοινότητας, μεταξύ άλλων, με προγράμματα γλωσσομάθειας, ηλεκτρονικών υπολογιστών, άθληση και ψυχοκοινωνικές δράσεις.
*Το όνομα της Αϊσα έχει αλλάξει για λόγους προστασίας.
*Η Μελίνα Σπαθάρη είναι δημοσιογράφος, υπεύθυνη προγραμμάτων και συνηγορίας ευάλωτων ατόμων στην οργάνωση HumanRights360.