Είναι άλλο να το διαβάζεις ή να το βλέπεις σε ντοκιμαντέρ, κι άλλο να περπατάς δίπλα στην «πράσινη γραμμή» που χωρίζει τη Λευκωσία (και την Κύπρο) στη μέση. Φαντάσου την πρόσβαση σε όλες τις κάθετες οδούς στην Πανεπιστημίου κλειστή με αναχώματα. Να κυλά η Ακαδημίας, η Σόλωνος, η άλλη μισή Αθήνα από πίσω, να ακούς το χτυποκάρδι της, κι όμως να μην μπορείς να την αγγίξεις.
Στη Λευκωσία, τη μόνη πλέον διαιρεμένη πρωτεύουσα στον κόσμο, περπατάς παράλληλα στο «τείχος», κι αφουγκράζεσαι στα τυφλά ανάσες απ’ την άλλη μεριά της πόλης. Σκαρφαλώνεις ψηλά με το βλέμμα άτακτο πιτσιρίκι που αδημονεί να δραπετεύσει στ’ απαγορευμένα χωράφια.
Κι εκεί που αναρωτιέσαι πόσο διαφορετική να ειν’ η ζωή πίσω απ’ το «τείχος», μια δρασκελιά μακριά, βλέπεις τρεις ευτυχώς όχι καπνισμένες κάννες στραμμένες προς το μέρος σου. Είναι των φαντάρων που φυλάν σκοπιά δίπλα στην κυματίζουσα ημισέληνο, απ’ το μπαλκόνι κτιρίου που ορθώνεται επάνω στη διαχωριστική γραμμή κι έχει την πολυτέλεια να αγναντεύει και τις δυο πλευρές. «No photos» γράφει απειλητικό το σήμα παραδίπλα, κοκκαλώνει το χέρι μου στην τσάντα, ευτυχώς κι ο εγκέφαλός μου με ειδοποιεί στο τσακ ότι γενικά δεν είναι διόλου σώφρων να στρέφεις φωτογραφικό φακό σε ανθρώπους με όπλα.
Ένας δρόμος που διαλαλεί με βαθιά πίκρα τη διχοτόμηση είναι αναμφισβήτητα η πεζοδρομημένη «Ερμού» της Λευκωσίας: η εμβληματική Οδός Λήδρας. Εκεί που περπατάς χαζεύοντας τα μαγαζιά και τα πολύβουα café της, ξαφνικά ένα φυλάκιο σου φράζει τον δρόμο. Αν δεν περάσεις έλεγχο διαβατηρίων, δεν συνεχίζεις παρακάτω. Η υπόλοιπη Οδός Λήδρας απλώνεται στο κατεχόμενο τμήμα. «Καλωσήρθατε στην Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» γράφει η ταμπέλα – κι αναμοχλεύει το θυμικό.
Μια βόλτα ωστόσο στο κατεχόμενο τμήμα κρύβει τεράστιους πολιτιστικούς θησαυρούς, αν μη τι άλλο αρχιτεκτονικούς.
Μετά από δυο ώρες περπάτημα κι έχοντας μόλις αφήσει πίσω μας τις καλλίτροπες καμάρες του οθωμανικού Μπουγιούκ Χαν, του πάλαι ποτέ μεγαλύτερου καραβανσεράι του νησιού και σήμερα ολοζώντανου κέντρου τεχνών, ξαφνικά κοντοστεκόμαστε. Στη βιτρίνα του καφενέ, μπροστά μας, κρέμεται μια σημαία που γράφει «United Federal Cyprus» – «Ενωμένη Ομοσπονδιακή Κύπρος». Έχουμε βρει σίγουρα το καλύτερο μέρος να ξαποστάσουμε.
Το μαγαζί λέγεται Hoi Polloi. Μέσα, μια ταμπέλα γράφει σε ελληνικά, τουρκικά και αγγλικά: «Να με θυμάσαι – Hatirla Beni – Remember Me». Η έκπληξή μου γίνεται ακόμα μεγαλύτερη όταν έρχεται να πάρει παραγγελία ένας ψηλόλιγνος ξανθός τύπος με γαλάζια μάτια και αψεγάδιαστη λονδρέζικη προφορά. Πώς βρέθηκε ένας Άγγλος να εργάζεται σε café που προωθεί την ειρήνη στα Κατεχόμενα;
Μόνο που ο Simon Bahceli (Σάιμον Μπατσελί) δεν είναι σκέτο «Άγγλος», είναι Αγγλο-Τουρκοκύπριος, όπως θα μου πει. Με πατέρα Τουρκοκύπριο και μητέρα Αγγλίδα. Είναι ο ιδιοκτήτης του Hoi Polloi.
«Κι αυτό που γράφει “Ενωμένη Ομοσπονδιακή Κύπρος” στη βιτρίνα δεν είναι σημαία, είναι πανό από διαδήλωση υπέρ της ειρήνης», σπεύδει να μου διευκρινίσει. «Διαδηλώσαμε εν μέσω πανδημίας ταυτόχρονα στον Βορρά και στο Νότο, κάτι που νομίζω δεν είχε ξαναγίνει. Και κρατούσαμε αυτό το ίδιο πανό – κάποιοι το λένε σημαία, αλλά είναι πανό, δεν θέλω σημαίες στο μαγαζί μου, η μόνη σημαία που έχουμε εδώ είναι το Ουράνιο Τόξο (σ.σ.: ΛΟΑΤΚΙ+)». Ήταν τον Απρίλιο του 2021, λίγο πριν την άτυπη πενταμερή της Γενεύης, διαβάζω στο Euronews, όταν Τουρκοκύπριοι κι Ελληνοκύπριοι διαδήλωσαν ταυτόχρονα στα δύο τμήματα της Λευκωσίας υπέρ της λύσης του Κυπριακού στη βάση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας.
Ζητώ από τον Simon να μου αποκρυπτογραφήσει το όνομα του café. «Μα, προέρχεται από τα ελληνικά!» μου λέει. Νιώθω λίγο ανόητη. «Είναι μια αγγλική παράφραση του ‘Οι Πολλοί’».
Άγγλοι ακαδημαϊκοί δανείστηκαν τη φράση πιθανόν από τον Επιτάφιο του Περικλή, όπου η δημοκρατία, το πολίτευμα των πολλών, αντιπαραβάλλεται με την ολιγαρχία, το πολίτευμα των ολίγων. Ωστόσο, με τον καιρό, το «hoi polloi» στ’ αγγλικά έφθασε να σημαίνει τις «μάζες», τον «λαουτζίκο». «Ο Antony θα είναι στο σαλόνι για τους VIP όπου δεν χρειάζεται να ανακατευτεί με τους hoi polloi», διαβάζω χαρακτηριστικά στο λεξικό του Κέιμπριτζ. «Ήταν ιδέα μιας πρώην συντρόφου μου, και πραγματικά δεν θα μπορούσα να έχω βρει καλύτερο όνομα», λέει ο Simon.
«Από τα πρώτα πράγματα που έκανα ήταν να προσλάβω Έλληνα»
Πριν τον ρωτήσω κι άλλα για το μικρό, ιδιαίτερο καφενείο του, είμαι περίεργη να μάθω γιατί διάλεξε αυτό το οπωσδήποτε πιο «δύσκολο» μέρος να μείνει αντί για τη Βρετανία; «Μεγάλωσα στην Αγγλία. Αλλά πάντα ήξερα ότι θα ζούσα στην Κύπρο αν μου δινόταν η ευκαιρία. Όταν ήμουν 5 χρονών αποφάσισα ότι μια μέρα θα ζω εδώ. Και δεν εγκατέλειψα ποτέ το όνειρό μου».
Τι μπορεί να κάνει ένα πιτσιρίκι στα 5 του να πάρει μια απόφαση ζωής; «Τότε πρωτοήρθα στο νησί. Ήταν το 1972, πριν τον πόλεμο. Δεν θυμάμαι πολλά φυσικά, αλλά ερωτεύτηκα το μέρος… Νόμιζα ότι ο κόσμος ήταν χάλια, κι όταν ήρθα στην Κύπρο ένιωσα ξαφνικά πολύ χαρούμενος. Ήταν ο καιρός, το φυσικό τοπίο, τα ζώα που περιφέρονταν στον κήπο, αλλά κυρίως οι άνθρωποι, τόσο φιλικοί και ευγενικοί… Οι συγγενείς εδώ με έκαναν να νιώσω ότι με ήθελαν… Δεν νομίζω ότι ένιωσα ποτέ έτσι στην Αγγλία όπου οι άνθρωποι δεν είναι συγκριτικά τόσο ζεστοί».
Ήρθε τελικά να μείνει στην Κύπρο το 1991. Πρωτοδούλεψε στη Λεύκα. Εξάλλου, δεν είχε σχέση με τη Λευκωσία. Ως παιδί έρχονταν εδώ μόνο για να επισκεφθούν συγγενείς και για ψώνια. Κατάγεται από ένα χωριό κοντά στην Κερύνεια.
«Μόνο αργότερα, όταν έγινα δημοσιογράφος, ήρθα στη Λευκωσία».
«Συνάδελφος;», ξαφνιάζομαι.
«Ναι, ήμουν δημοσιογράφος έως το 2014, πάνω από δέκα χρόνια – κάποια στο Reuters. Δούλευα για τη Cyprus Mail στον Νότο και συνεργαζόμουν πολύ με ξένα μέσα».
Ελληνοκύπριοι έρχονται εδώ, συναντούν τους Τουρκοκύπριους φίλους τους και τα πίνουν μαζί. Συναντούν και Τούρκους, οπότε σπάει κι αυτή η ‘προκατάληψη’.
Άφησε λοιπόν τη δημοσιογραφική του καριέρα κι άνοιξε αυτό το café-εργαστήρι πολυπολιτισμικής συνύπαρξης σε μια χώρα σημαδεμένη από τον διχασμό. «Το ξεκίνησα σαν μια παράλληλη δραστηριότητα. Αλλά από χόμπι τελικά έγινε επιχείρηση».
«Από τα πρώτα πράγματα που έκανα ήταν να προσλάβω έναν Έλληνα. Όλα αυτά τα χρόνια, έχω προσλάβει και Ελληνοκύπριους. Μόνο Αρμενιο-κύπριο δεν έχει τύχει να προσλάβω μέχρι στιγμής, αλλά είχα έναν Μαρωνίτη Κύπριο. Προσπάθησα να εκπροσωπείται εδώ ολόκληρη η Κύπρος. Είχα και Τούρκους υπαλλήλους. Να υπάρχει εδώ όλη η εικόνα».
Δεν είναι λοιπόν περίεργο που στο Hoi Polloi συχνάζουν όσοι είναι υπέρ της συμφιλίωσης στο νησί. Και η ντόπια ιντελιγκέντσια, ποιητές, καλλιτέχνες, συγγραφείς. «Ελληνοκύπριοι έρχονται εδώ, συναντούν τους Τουρκοκύπριους φίλους τους και τα πίνουν μαζί. Συναντούν και Τούρκους, οπότε σπάει κι αυτή η ‘προκατάληψη’. Φυσικά δεν έρχονται μόνο άντρες, έρχονται και γυναίκες. Κι όσοι εργάζονται εδώ είναι υπέροχοι άνθρωποι, είναι πολύ πιθανόν να γίνουν παρέα σου ή και φίλοι σου…
…Οι Ελληνοκύπριοι ξέρουν ότι είναι ευπρόσδεκτοι εδώ. Όταν περνούν από μπροστά, όλοι κοντοστέκονται και κοιτούν το πανό. Και τις διάφορες κρεμασμένες αφίσες στον τοίχο, που οι μισές είναι γραμμένες στα ελληνικά. Τραβούν φωτογραφίες. Κοιτιούνται μεταξύ τους με έκπληξη τύπου ‘τι γίνεται εδώ;’. Βάζουμε αφίσες για εκδηλώσεις στον Βορρά και στον Νότο, που μπορεί να είναι στα τουρκικά, τα ελληνικά, τα αγγλικά. Οπότε γίνεται ξεκάθαρο τι νιώθουμε, ακόμα κι αν κάποιος δεν ξέρει».
Μόνο μία αρνητική αντίδραση θυμάται, όταν μια ηλικιωμένη Τουρκοκύπρια, κάτοικος Βρετανίας, άρχισε να ωρύεται για το πανό, δεν σήκωνε κουβέντα. Το 99% των αντιδράσεων όμως είναι θετικές. Μάλιστα, «τα πρωινά του Σαββάτου, έρχονται Τούρκοι στρατιώτες που έχουν ρεπό… κάθονται κάτω από το πανό και κάποιες φορές με ρωτούν γι’ αυτό, τους εξηγώ και το βρίσκουν ενδιαφέρον. Διαβάσαμε γι’ αυτό, μου λένε. Υπάρχουν και προοδευτικοί, δεν είναι όλων τα κεφάλια τίγκα στην προπαγάνδα, να λένε ‘η Κύπρος είναι δική μας τώρα’ και τέτοια. Η Τουρκία είναι μεν τώρα δικτατορία, αλλά η κοινωνία εξακολουθεί να είναι πλουραλιστική. Μπορεί οι άνθρωποι να φοβούνται να πουν πράγματα δημοσίως, αλλά κατ’ ιδίαν λένε πολλά. Τώρα ειδικά με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης υπάρχουν φωνές επικριτικές για την κυβέρνηση».
Θεωρεί ότι οι άνθρωποι στα Κατεχόμενα είναι διχασμένοι. «Νομίζω οι μισοί Τουρκοκύπριοι θα ήθελαν να ανήκουν στη Δημοκρατία της Κύπρου και οι άλλοι μισοί θα ήθελαν να ανήκουν στην Τουρκία. Γι’ αυτό υπάρχουν και οι εναλλαγές εδώ μεταξύ προοδευτικών και οπισθοδρομικών κυβερνήσεων. Τώρα έχουμε μια πολύ οπισθοδρομική κυβέρνηση, που συντάσσεται με την Τουρκία ανεξάρτητα με το τι είναι η Τουρκία σήμερα. Γιατί κι η Τουρκία δεν είναι στατική. Έχει αλλάξει πολύ την τελευταία 20ετία. Η σημερινή κυβέρνηση εδώ είναι εναντίον των Ελληνοκύπριων, της Ελλάδας. Όταν είχαν πρωτοεκλεγεί, μισούσαν τον Ερντογάν. Κι ο Ερντογάν προώθησε την αντικατάστασή τους με προοδευτικούς που στήριξαν το Σχέδιο Ανάν. Όταν όμως αυτά δεν προχώρησαν, ο Ερντογάν συντάχθηκε με τους εθνικιστές στην Τουρκία, κι έτσι κι εδώ ανέκαμψαν εθνικιστές. Γυρίσαμε λοιπόν στο σημείο όπου βρισκόμασταν το ’90, όταν πρωτοήρθα να ζήσω εδώ».
Σίγουρα έχει αρκετές ιδιαιτερότητες το να ζεις στα Κατεχόμενα. Πόσο μάλλον να τρέχεις μια μικρή επιχείρηση κι είσαι μεγαλωμένος σε ένα εντελώς διαφορετικό πολιτισμικό κι επιχειρηματικό περιβάλλον όπως η Αγγλία. Η ισοτιμία της τουρκικής λίρας απέναντι στα σκληρά νομίσματα είναι πονοκέφαλος, μου λέει ο Simon. «Αλλάζει κάθε τρεις και πέντε. Ανεβάζω λοιπόν τις τιμές σε τουρκική λίρα, αλλά τις κατεβάζω σε ευρώ, γιατί δεν θέλω να χρεώνω περισσότερο τους πελάτες που πληρώνουν σε ευρώ από εκείνους που πληρώνουν σε τουρκική λίρα. Όταν πρωτοάνοιξα, ένα ποτήρι μπίρας FS είχε 2,5 ευρώ, τώρα έχει 2,3, κάποια στιγμή ήταν στο 1,60. Το δε εισόδημά μου ανεβαίνει διαρκώς σε τουρκική λίρα, αλλά συχνά κατεβαίνει σε ευρώ».
Κυρίως, όμως, «το φορολογικό καθεστώς είναι πραγματικά προβληματικό εδώ, υποθέτει ότι είσαι απατεώνας και λειτουργεί μόνο με ανεντιμότητα», λέει ο Simon. «Οι φόροι είναι τόσο υψηλοί που δυσκολεύεσαι να επιβιώσεις, οπότε οι περισσότεροι φοροδιαφεύγουν. Εγώ δεν έχω συνηθίσει να φοροδιαφεύγω, δεν μου αρέσει, πιστεύω ότι είναι καλό να πληρώνεις φόρους γιατί τότε έχεις δημόσιες υπηρεσίες. Οπότε κάνω έντιμη φορολογική δήλωση, κι αυτό μειώνει πολύ το εισόδημά μου… Έπειτα, οι υπηρεσίες είναι απρόβλεπτες, κόβεται το ηλεκτρικό, το νερό, χαλάνε πράγματα και δεν έρχονται γρήγορα να τα φτιάξουν. Είναι Μέση Ανατολή, οι άνθρωποι έχουν αργούς ρυθμούς. Όμως έχω μια ζωή χωρίς άγχος, συγκριτικά με αυτή που θα είχα στη Βρετανία. Μου αρέσει ο τρόπος ζωής. Όπως ότι συναντώ ανθρώπους στον δρόμο και πιάνω την κουβέντα».
Τον ακούω και σκέφτομαι ότι οι Έλληνες μάλλον έχουμε περισσότερα κοινά με τους Τούρκους, παρά με τους Ευρωπαίους, όσο κι αν δεν μας αρέσει αυτό. «Ναι, είναι πολλά τα κοινά. Κάποιες φορές νομίζω ότι οι Ελληνοκύπριοι έχουν πιο πολλά κοινά με τους Τούρκους, παρά με τους Τουρκοκύπριους. Οι Ελληνοκύπριοι είναι πιο θρησκευόμενοι και της παράδοσης. Οι Τουρκοκύπριοι είναι πολύ πιο κοσμικοί και από τους Τούρκους και από τους Ελληνοκύπριους, είναι πολύ δύσπιστοι με τη θρησκεία, κάποιες φορές σχεδόν φανατικά. Φαντάσου, όταν άνοιξαν τα περάσματα, πήγα στον Νότο μια Κυριακή, είδα τα πλήθη στις εκκλησίες, κι ήμουν σε φάση ‘Τι στο καλό, πάνε εκκλησία;’. Νόμιζα ότι είναι σαν κι εμάς. Ένας Τουρκοκύπριος δεν θα πλησιάσει σε τζαμί. Πάνε μόνο στις κηδείες, και πάλι στέκονται απέξω».
Τα οδοφράγματα άνοιξαν σταδιακά. Το πρώτο ήταν αυτό του ξενοδοχείου Λήδρα Πάλας, που άνοιξε το 2003. Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι σχημάτισαν τότε ανθρώπινα ποτάμια για να περάσουν στην άλλη πλευρά. Ακολούθησαν τα οδοφράγματα Περγάμου, Στροβιλίων, Αγίου Δομετίου και Αστρομερίτη. Την άνοιξη του 2008 έγινε το ιστορικό άνοιγμα της Οδού Λήδρας. «Σε μόλις μερικές ώρες, ένας τοίχος που χώριζε την κυπριακή πρωτεύουσα για πάνω από 40 χρόνια γκρεμίστηκε, ξεκλειδώνοντας πλημμύρα αναμνήσεων και αποκαλύπτοντας καταρρέοντα αρχοντικά και βιτρίνες καταστημάτων από μια παλαιότερη εποχή», έγραφε ο Simon για το Reuters όταν πρωτομπήκαν οι μπουλντόζες στη Λήδρας. Το 2010 άνοιξε του Λιμνίτη και το 2018, της Δερύνειας και της Λεύκας. Εννιά ρωγμές στο «τείχος», εννιά δρόμοι για την ειρήνη.
«Για μένα είναι γραμμή ζωής», μου λέει ο Simon. «Δεν νομίζω ότι θα είχα μείνει στην Κύπρο αν δεν είχαν ανοίξει. Ειδικά το πέρασμα της Οδού Λήδρας ήταν τρομερά επιδραστικό. Γιατί προηγουμένως η παλιά πόλη βρισκόταν στην άκρη δύο πόλεων ουσιαστικά [σ.σ.: των δύο τμημάτων], είχε γίνει παραγκούπολη όπου ζούσαν κυρίως μετανάστες και από τις δύο πλευρές. Όταν άνοιξε λοιπόν, μαγαζιά, μπαρ, εστιατόρια επανήλθαν εκεί, και στις δυο πλευρές της πράσινης γραμμής».
«Το άνοιγμα της Λήδρας συνέβαλε υποθέτω και σε αυτό που κάνετε στο café. Γιατί όταν οι άνθρωποι συναντιούνται, οι προκαταλήψεις κονιορτοποιούνται σε μεγάλο βαθμό», λέω στον Simon Bahceli. «Ναι, ακριβώς. Και η Λευκωσία είναι το μόνο μέρος στην Κύπρο που συμβαίνει αυτό. Γιατί η Κερύνεια, η Πάφος, η Λάρνακα, η Λεμεσός, είναι πολύ μακριά… Στη Λευκωσία, συναντιούνται οι πολιτισμοί, περπατάς και στις δύο πλευρές και ακούς τουρκικά, ελληνικά, και είναι κάτι συνηθισμένο. Το θεωρώ θετικό».
Στο Hoi Polloi, οργανώνουν επίσης από ρεμπέτικα γλέντια μέχρι τζαζ-ροκ βραδιές. «Η τελευταία εκδήλωση που φιλοξενήσαμε ήταν ένα drag show με μία περφόρμερ Ελληνοκύπρια και μία Τουρκοκύπρια. Ήρθαν κι οι δυο από το Λονδίνο, όπου ζουν και κάνουν σόου σε meyhanes [σ.σ.: τουρκικές ταβέρνες] και ταβέρνες με πελάτες Κύπριους που δεν είναι εθνικιστές».
«Είστε δηλαδή τόπος συνάντησης γι’ ανθρώπους από κάθε άκρη της Ευρώπης», σχολιάζω.
«Ναι, ‘αντιφρονούντες’, αυτούς που εναντιώνονται σε κανονιστικά πλαίσια. Έχουμε πολλούς πελάτες ΛΟΑΤΚΙ+. Προσωπικά είμαι στρέιτ, αλλά πιστεύω ότι αν αγωνίζεσαι για την ελευθερία κάποιου, αγωνίζεσαι για την ελευθερία όλων».
Ποια τα σχέδιά του για το μέλλον; «Θέλω να προσθέσω λίγο φαγητό στο μενού μας. Κι ίσως σε δυο-τρία χρόνια, ν’ αφήσω εδώ κάποιον στο πόδι μου και να ταξιδέψω, να γράψω ένα βιβλίο».
Η συζήτηση με τον Simon, χειμαρρώδη συνομιλητή, ξεκίνησε στο Hoi Polloi και συνεχίστηκε διαδικτυακά. Είμαι ενθουσιασμένη που έπεσα πάνω στο café του και τον γνώρισα, του λέω. Είμαι ενθουσιασμένη γιατί θρυμμάτισε και τη δική μου προκάτ εικόνα για τα Κατεχόμενα, την οποία αγνοούσα ότι είχα. Είμαι ενθουσιασμένη γιατί ζωντάνεψε μέσα μου ιστορίες που έχω ακούσει στην προσφυγογειτονιά Μικρασιατών όπου μεγάλωσα κι όπου οι άνθρωποι, παρότι άγρια ξεριζωμένοι, μιλούσαν με αγάπη για τον άλλοτε Τούρκο γείτονά τους, τον Τούρκο φίλο τους. Οι περισσότεροι είχαν καταλάβει ότι όταν παλεύουν τα βουβάλια, την πληρώνουν τα βατράχια.
«Ξέρεις, Τούρκοι και Έλληνες είναι καλύτερα μαζί», μου λέει ο Simon. «Βγάζουν κάτι καλό ο ένας στον άλλον. Διαφέρουν στην οπτική τους για τον κόσμο, αλλά αν τους βάλεις μαζί, είναι σαν ένας ολόκληρος άνθρωπος. Οι Έλληνες είναι λίγο περισσότερο του “θεαθήναι”, πιο εξωστρεφείς, πιο ατομικιστές κι αγαπούν περισσότερο την ελευθερία. Οι Τούρκοι είναι πολύ συλλογικοί και μοιρολάτρες. Η συνάντηση με έναν Έλληνα τους κάνει να βλέπουν τον κόσμο πιο ανοιχτά. Η συνάντηση με έναν Τούρκο φέρνει σε επαφή τον Έλληνα με μια εσωστρέφεια που δεν έχει – γιατί κάποιες φορές είναι καλό να κοιτάμε μέσα μας. Νομίζω ότι ταιριάζουν, ότι βγάζουν ο ένας στον άλλον τα καλύτερα χαρακτηριστικά του όταν δεν βρίσκονται σε πόλεμο».
Aferim, Simon Bahceli. Aferim.
Θερμές ευχαριστίες στον Άγγελο Αγγελή και τον Σάκη Παπάζογλου, χωρίς τους οποίους το ρεπορτάζ αυτό δεν θα είχε γίνει ποτέ.