Categories: ΔΙΕΘΝΗ

Χέλμουτ Κολ (1930-2017): Αυτός που Κανείς Δε Φανταζόταν

«Εμβληματική φυσιογνωμία της μεταπολεμικής Ευρώπης», «ένας μεγάλος Ευρωπαίος», «η ίδια η ουσία της Ευρώπης». Με αυτά τα λόγια οι ηγέτες της Δύσης απότισαν φόρο τιμής στον Χέλμουτ Κολεπί 16 χρόνια Καγκελάριο της Γερμανίας (1982-1998) – τα τελευταία 8 μάλιστα της ενοποιημένης Γερμανίας μετά την πτώση του Τείχους -που έφυγε από τη ζωή την περασμένη Παρασκευή σε ηλικία 87 ετών.

Κι όμως, ο Χέλμουτ Κολ υπήρξε, τουλάχιστον έως τα μέσα της δεκαετίας του ’80, ο πλέον υποτιμημένος Γερμανός, αν όχι Ευρωπαίος, πολιτικός. Εσωστρεφής, μάλλον αντι-εστέτ και καθόλου πνευματώδης ή «καλλιεργημένος», ανέμπνευστος και σχετικά αδύναμος ως ομιλητής, ο Κολ φάνταζε «λίγος», δίχως χάρισμα, δίχως γοητεία, αίγλη ή εκτόπισμα (παρά τα 193 εκατοστά από τα οποία έβλεπε τον κόσμο), ιδιαίτερα όταν έστεκε απέναντι σε «κολοσσούς» όπως ο Σμιτ, ο Αντενάουερ ή ο Βίλυ Μπραντ.

Σε εκείνα τα πρώτα χρόνια της πολιτικής του σταδιοδρομίας, δεν ήταν λίγοι μάλιστα εκείνοι που προεξοφλούσαν τη γρήγορη αποχώρησή του από την πολιτική. Ενώ, την ίδια στιγμή, ήταν αρκετοί όσοι τον κοσμούσαν με πλειάδα απαξιωτικών χαρακτηρισμών: «επαρχιώτης», «αχλάδι», «μαύρη Αρκούδα», «υποσημείωση της πολιτικής ιστορίας της Γερμανίας», για να αναφέρουμε μόνον μερικούς από τους πλέον ευφάνταστους.

Κρίνοντας αναδρομικά, ο Κολ διέψευσε κάθε προσδοκία. Αναμετρήθηκε με την ιστορία και κατόρθωσε να πετύχει όσα κανείς δεν θα φανταζόταν.

Ας πάμε στην αρχή. O Χέλμουτ Γιόσεφ Μίκαελ Κολ, το τρίτο παιδί του Χανς Κολ, ενός εφοριακού και βετεράνου του αυτοκρατορικού στρατού, και της γυναίκας του Σεσίλια, έρχεται στη ζωή στο Λουντβιχσχάφεν, στις 3 Απριλίου 1930.
Ο τόπος: μια μικρή επαρχιακή πόλη της νοτιοδυτικής Γερμανίας, στο κρατίδιο της Ρηνανίας – Παλατινάτου.
Ο χρόνος: στην «καρδιά» του μεσοπολέμου, σε μία από τις πιο κρίσιμες περιόδους της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, τρία χρόνια πριν ο Χίτλερ κατακτήσει στην εξουσία.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του: αναμφίβολα δύσκολα. Χάνει τον μεγάλο του αδερφό στον πόλεμο, αναγκάζεται να ενταχθεί – όπως όλοι οι Γερμανοί έφηβοι της εποχής –  στη ναζιστική νεολαία, παρότι η οικογένειά του, συντηρητικοί ρωμαιοκαθολικοί που ποτέ δε φάνηκαν να ενστερνίζονται το ναζισμό, ζει τις δύσκολες συνθήκες των τελευταίων χρόνων του πολέμου.


Ο νεαρός Χέλμουτ Κολ ποζάρει μπροστά από την εικόνα του Κόνραντ Αντενάουερ

Έπειτα από τη λήξη του πολέμου και αφού έχει ήδη ενταχθεί στη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση της Γερμανίας (CDU) ολοκληρώνει τις γυμνασιακές του σπουδές και σπουδάζει νομικά, κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες και ιστορία στα Πανεπιστήμια της Φρανκφούρτης και της Χαϊδελβέργης. Δίχως να παύει να ασχολείται ενεργά με την πολιτική λαμβάνει διδακτορικό δίπλωμα πολιτικών επιστημών, το 1958.

Ένα χρόνο μετά εκλέγεται μέλος της τοπικής βουλή της Ρηνανίας – Παλατινάτου. Εφεξής, η αναρρίχησή του στην εξουσία θα επιτελεστεί με επιτάχυνση. Το 1969, γίνεται υπουργός, και το 1976, προς έκπληξη πολλών μεγάλων στελεχών, το κόμμα του τον αναγορεύει σε πρόεδρο και υποψήφιο για την Καγκελαρία. Το 1982 θα διαδεχτεί τον Χέλμουτ Σμιτ στην Καγκελαρία και την αμέσως επόμενη χρονιά, με τη βοήθεια του FDP, θα τον κατατροπώσει, πετυχαίνοντας ένα αξεπέραστο εκλογικό ποσοστό, 48,6%, το μεγαλύτερο από την εποχή του Κόνραντ Αντενάουερ. Όσα θα ακολουθήσουν αποτελούν ήδη γνωστή ιστορία.

22/9/1984: Φρανσουά Μιτεράν και Χέλμουτ Κολ κρατιούνται χέρι χέρι στο Βερντέν τιμώντας τα θύματα και των δύο λαών στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, 70 χρόνια από την έναρξή του.

 

Ας κάνουμε έναν σύντομο απολογισμό.

Σημείο πρώτο: Ήταν ο αρχιτέκτονας της επανένωσης της Δυτικής με την Ανατολική Γερμανία.
Την είχε οραματιστεί αρκετά χρόνια πριν το 1989. Μετά την πτώση του Τείχους θα διαχειριστεί τα γεγονότα δεξιοτεχνικά και θα καταφέρει να ενώσει τις δύο Γερμανίες, απολύτως ειρηνικά.
Σημείο δεύτερο: Αποτέλεσε τον θεμελιωτή της προσέγγισης μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας.
επιτυγχάνοντας να έρθει κοντά με γάλλους πολιτικούς εξαιρετικά ιδιόρρυθμους, ιδιαίτερους και διαφορετικούς, όπως ο Μιτεράν και ο Σιράκ. Η εικόνα από την επέτειο της μάχης του Βερντέν, με τον Κολ να κρατά το χέρι του Μιτεράν εμπρός από το κενοτάφιο αποτελεί φωτογραφία-σύμβολο.
Σημείο τρίτο: Υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και του κοινού νομίσματος (βλ. Ευρώ).
Ξεκινώντας τη συζήτηση για το κοινό νόμισμα από τις αρχές του 1980 και συμβάλλοντας ενεργά στην ολοκλήρωση των διεργασιών της συνθήκης του Μάαστριχτ, γοητεύοντας ακόμη και την «Σιδηρά Κυρία» Μάργκαρετ Θάτσερ.
Σημείο τέταρτο: Υπήρξε ο μακροβιότερος Καγκελάριος μετά τον Μπίσμαρκ.
Κυβέρνησε τη μεταπολεμική Γερμανία σχεδόν 16 ολόκληρα χρόνια (1982 – 1998).

Μάργκαρετ Θάτσερ, Χέλμουτ Κολ, Ρόναλντ Ρέιγκαν – Τα 80s

Και μετά; Μετά αρχίζουν τα δύσκολα χρόνια της ιδιώτευσης. Η ιστορία μοιάζει να του ζητά πίσω όσα του πρόσφερε. Το 1998 χάνει τις εκλογές κι αποσύρεται από την πολιτική. Για την ακρίβεια, αναγκάζεται να αποχωρήσει μια και έχει ξεσπάσει το σκάνδαλο με τα «μαύρα ταμεία» του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος. Ο πνευματικός του υιός Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αναλαμβάνει την προεδρία του CDU και ταυτόχρονα προσπαθεί να λύσει τον γόρδιο δεσμό του σκανδάλου των χρηματοδοτήσεων. Την ίδια εκείνη εποχή, η Άνγκελα Μέρκελ, το «κορίτσι του» όπως αρέσκοταν να την αποκαλεί, προδίδει τον μέντορά της και ζητά ριζική ανανέωση στο κόμμα. Η φήμη του έχει αμαυρωθεί. Το 2001 χάνει τη γυναίκα του. Η alma mater και μητέρα των δύο παιδιών του, αυτοκτονεί. Μία σπάνια μορφή φωτοδερματίτιδας ίσως είναι ο υπαίτιος, καθώς της επέβαλε να ζει μακριά από το φως του ήλιου. Τα χρόνια περνούν. Ο ίδιος αντιμετωπίζει ένα σοβαρό τραυματισμό που συνοδεύεται από εγκεφαλικό επεισόδιο. Κυκλοφορεί πια με καροτσάκι. Κάπου εδώ έρχεται και το οριστικό τέλος.

Η ερώτηση, ωστόσο, παραμένει. Πως τα κατάφερε αυτός ο μη χαρισματικός «επαρχιώτης»;

Η απάντηση φαντάζει απλή: επιμονή, θέληση, σθένος, αποφασιστικότητα, στρατηγική σκέψη, πολιτικός ρεαλισμός και, την ίδια στιγμή, όραμα, αλλά και μία απαράμιλλη ικανότητα να γνωρίζει πως σκέφτεται και τι επιθυμεί ο μέσος Γερμανός.

Είναι αλήθεια πως ο Κολ διάθετε ένα ανεξάντλητο ένστικτο εξουσίας, μία ανένδοτη επιμονή απέναντι σε κάθε είδους κριτική ή εμπαιγμό, και μία απαρασάλευτη πίστη στον εαυτό του. Είχε την ικανότητα να συνδυάζει το όραμα και τον πολιτικό ρεαλισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα, πολλά χρόνια μετά από όσα έγιναν, ακόμη και οι εχθροί του αναγνωρίζουν τη στρατηγική του ματιά και ικανότητα. Δεν διστάζουν δε να τον αποκαλέσουν «Μακιαβέλι της δεκαετίας του 1980», η πολιτική δράση του οποίου συνιστά παγκόσμια κληρονομιά.

O Χέλμουτ Κολ στα τελευταία χρόνα της ζωής του

Ο Κολ διέθετε ανεξάντλητη ενέργεια και θέλησή να πετύχει τους στόχους που έθετε, ξεπερνώντας εμπόδια, κριτική και επιθέσεις, αλλά και αδιαφορώντας για την κοινή γνώμη. Όταν η Γερμανία ετοιμαζόταν να υιοθετήσει το ευρώ, προχώρησε σταθερά και ολοκλήρωσε τη διαδικασία, παρακάμπτοντας προσκόμματα και αγνοώντας τις αντιδράσεις των συμπατριωτών του. Στην περίοδο της ενοποίησης, συνέχισε να τροφοδοτεί με κεφάλαια την Ανατολική Γερμανία, παρά τις αντιδράσεις των Δυτικογερμανών στην υψηλή φορολογία, την προϊούσα αύξηση της ξενοφοβίας και τον νέο-ναζισμό


Την ίδια στιγμή, ο Κολ είχε μία απαράμιλλη ικανότητα να γνωρίζει πως σκέφτεται και τι επιθυμεί ο μέσος Γερμανός. Δεν είναι τυχαίο ότι εμφανιζόταν και γινόταν αποδεκτός ως ο άνθρωπός τους, εκείνος που δουλεύει για αυτούς, ένας απλός Γερμανός, της διπλανής πόρτας όπως και εκείνοι. Λιγότερο πνευματώδης ή «διανοούμενος», με αδυναμίες και λάθη, αλλά με επίγνωση της ευθύνης των πράξεών του, ορθών ή λανθασμένων. Ένα είδος πατρικής φιγούρας που μετέδιδε πάντα μία αίσθηση ακλόνητης δύναμης. Δεν κατέφευγε ποτέ στη δραματοποίηση ή τον εκφοβισμό. Γι’ αυτό και κατόρθωσε να ενσαρκώσει την ασφάλεια και την σταθερότητα. Επίμονος, αντέχοντας τις λοιδορίες και τα εμπαικτικά σχόλια των «καλλιεργημένων» και εστέτ Γερμανών πολιτικών. Αυτή την εικόνα του επαρχιώτη, αντι-διανοούμενου, φάνηκε να την καλλιεργεί με περισσή φροντίδα και προσοχή.

Τα λόγια, αυτήν τουλάχιστον τη στιγμή, μάλλον περισσεύουν. Ο μεγάλος αυτός πολιτικός άνδρας ανήκει στην ιστορία. Αυτός που κανείς δεν φανταζόταν κατόρθωσε να ενσαρκώσει, αλλά και να τιθασεύσει, το πνεύμα των καιρών του. Γι’ αυτό και μόνον η κληρονομιά που άφησε μοιάζει δυσθεώρητη.

Βασίλης Μουρδουκούτας