Την Ingeborg Beugel τη συνάντησα το μεσημέρι της Τετάρτης στο διαμέρισμα της εν μέσω ασταμάτητων τηλεφωνημάτων άλλα και αλληλέγγυων νευμάτων που κατέφθαναν με τη μορφή γλυκισμάτων και εμψυχωτικών χειραψιών. Φορούσε το ίδιο φανταχτερό κόκκινο καπέλο που διέρρηξε το προηγούμενο απόγευμα την αβάσταχτη κενότητα του Μαξίμου και για λίγο μετατράπηκε σε σύμβολο δημοσιογραφικής τόλμης. Αν το σκεφτείς, έξω από τις χωροχρονικές συντεταγμένες, δεν έκανε κάτι τρομερά ρηξικέλευθο. Απηύθυνε με ευθύτητα στον Πρωθυπουργό ένα ερώτημα για τις παράνομες επαναπροωθήσεις που ασκεί το ελληνικό κράτος στο Αιγαίο και τον Έβρο. Αν λειτουργούσε, έστω και υποτυπωδώς, η διακηρυγμένη ανεξαρτησία του Τύπου, αυτό το ερώτημα θα είχε τεθεί επισταμένα και επαναλαμβανόμενα από τα ελληνικά media με την κριτική και την οξύτητα που αρμόζει σε ένα ζήτημα διεθνούς δικαίου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το γεγονός ότι κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί (εν συνόλω γιατί μεμονωμένα ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι και Μέσα το έχουν θέσει) είναι που καθιστά ένα αυτονόητο δημοσιογραφικό ερώτημα, ριζοσπαστικό διάβημα. Και κάπως έτσι ήχησαν τα τύμπανα του πολέμου. Πρώτος τα βάρεσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, υπερβαίνοντας απρεπώς τον θεσμικό του ρόλο που μεταξύ άλλων προβλέπει τη διατήρηση ψυχραιμίας και τη λογοδοσία στον Τύπο. Απάντησε, σε άκρως εριστικό τόνο, μαλώνοντας επί της ουσίας, την Ολλανδή δημοσιογράφο και υπεκφεύγοντας μέσω φωνασκιών και λεκτικών αναπηδήσεων.
«Είμαι δημοσιογράφος παραδοσιακού τύπου, ίσως και δεινόσαυρος στα μάτια κάποιων. Έχω μια ισχυρή αντίληψη περί δημοσιογραφικής ηθικής και την τηρώ. Για μένα βασική υποχρέωση του δημοσιογράφου είναι να εξετάζει τα στοιχεία και να λέει την αλήθεια, να ελέγχει την εξουσία, τους πολιτικούς για το εάν μένουν συνεπείς στις υποσχέσεις τους και για την ειλικρίνεια τους. Ο πρωθυπουργός με κατηγόρησε για προσβλητική συμπεριφορά. Η αλήθεια είναι όμως ότι εγώ δέχτηκα προσβολές. Και όχι μόνο εγώ, η ελληνική κοινωνικά και ο προσφυγικός πληθυσμός προσβάλλονται με αυτή τη στάση που φέρνει κοντά σε οργουελιανή δυστοπία. Όλος ο κόσμος γνωρίζει πως η Ελλάδα και άλλα κράτη κάνουν επαναπροωθήσεις. Υπάρχει ένα βουνό από στοιχεία. Ωστόσο η ελληνική κυβέρνηση, ιδιαίτερα ο Μητσοτάκης και ο Μηταράκης, κοιτούν την κάμερα και λένε ψέματα. Προσωπικά έκανα μόνο τη δουλειά μου, όπως κάθε δημοσιογράφος οφείλει να κάνει» μου λέει η Ingeborg Beugel.
Ισχύει πως όλος ο κόσμος γνωρίζει. Οι επαναπροωθήσεις στη θάλασσα άλλα και οι απαγωγές προσφύγων που ακουμπούν στη στεριά και έπειτα εξαφανίζονται και τους ξαναρίχνουν στο νερό, γίνονται τόσο συστηματικά και απροκάλυπτα που δεν θα μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητες. Υπάρχει ένας τεράστιος όγκος μαρτυριών, τεκμηρίων και αποδεικτικού υλικού που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Με τις επαναπροωθήσεις έχουν ασχοληθεί έγκριτα διεθνή μέσα όπως το περιοδικό Spiegel και ο Guardian, έχουν εκπονηθεί έρευνες από το Lighthouse Reports και ανεξάρτητα ινστιτούτα όπως το Forensic Arhitecture, έχουν κατατεθεί σχετικές προσφυγές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, έχει τεθεί το ζήτημα στο Ευρωκοινοβούλιο και τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που κάθε άλλο παρά άμοιρη ευθυνών είναι. Η κυβέρνηση καμώνεται την θιγμένη, διότι η επιτομή της αντιμεταναστευτικής της πολιτικής συνιστά κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Και η πλειονότητα των ελληνικών media αντί να αναδείξει το έγκλημα, στέκεται σαν ασπίδα υπεράσπισης της κυβέρνησης, συνθέτοντας ένα αποπνικτικό περιβάλλον για την ελευθεροτυπία.
«Από τη στιγμή που η Νέα Δημοκρατία ήρθε στην εξουσία, η Ελλάδα έχει κατρακυλήσει στους παγκόσμιους δείκτες ελευθερίας του τύπου πράγμα που είναι άκρως ανησυχητικό και έχει επισημανθεί από διεθνείς οργανώσεις. Είναι τραγικό άνθρωποι που έχουν βιώσει πόλεμο, αυταρχισμό, βία, κλιματική κρίση να αντιμετωπίζονται με τέτοιον τρόπο. Κι όταν το αναδεικνύεις σε κατηγορούν για τούρκικη προπαγάνδα. Αυτή η ρητορική χρησιμοποιείται σαν κάλυμμα για να κρύψει την πραγματικότητα. Είμαι ανταποκρίτρια στην Ελλάδα, οπότε ασχολούμαι με το τι συμβαίνει εδώ. Οι συνάδελφοι μου στην Τουρκία ασχολούνται με αυτά που συμβαίνουν στην Τουρκία. Αν ήμουν εκεί ανταποκρίτρια θα έγραφα για το δικτατορικό καθεστώς του Ερντογάν, για τους χιλιάδες αντιφρονούντες που βρίσκονται στις φυλακές, κι αυτός είναι ένας λόγος παραπάνω για να μην κάνεις συμφωνίες με ένα τέτοιο καθεστώς. Δε μπορεί να ειπώνεται πως η Τουρκία είναι ασφαλής χώρα. Δεν είναι ασφαλής χώρα για τους πρόσφυγες, τα προσφυγόπουλα στην Τουρκία εκτίθενται σε μορφές σύγχρονου δουλεμπορίου. Δε γίνεται ένας δημοσιογράφος να λέει το αυτονόητο και ο Πρωθυπουργός να χάνει την ψυχραιμία του και να αρχίζει να φωνάζει» συνεχίζει η Ολλανδή δημοσιογράφος.
Και ξέρεις πιο είναι το πιο απερίγραπτο; Ότι ενόσω εμείς μιλούσαμε, διάφοροι ανεκδιήγητοι τύποι – ορισμένοι εκ των οποίων έχουν δημοσιογραφική ταυτότητα – κοσκίνιζαν το προφίλ της Beugel, ρωτούσαν γείτονες και περιπτεράδες, άρπαζαν φωτογραφίες της από τα social media και έστηναν τίτλους απίθανης φαιδρότητας που δεν μπορούσες να καταλήξεις εάν έπρεπε να ξεκαρδιστείς ή να απελπιστείς διαβάζοντας τους, επισφραγίζοντας τη διαλεκτική αυτογελοιοποίησης και ανυποληψίας. Μια κανονική δολοφονία χαρακτήρα που άνοιξε τη μπόχα της εθνοπατριαρχίας. Ακόμα δυσκολεύομαι να χωνέψω ότι εμφανίστηκε η λέξη «γεροντοκόρη» σε ειδησεογραφικά site το 2021, τη χρονιά που συζητάμε για το metoo και τη σεξιστική κουλτούρα. Μισογυνισμός, ηλικιακός ρατσισμός και συνομωσιολογία ανθελληνικότητας για να διεγείρουν τα πιο ποταπά ένστικτα του κοινού, να εξουδετερώσουν την προσωπικότητα για να ακυρώσουν το μήνυμα που κομίζει.
«Η επίθεση που δέχομαι είναι ξεκάθαρα μισογύνικη. Είναι η πρώτη φορά που το αντιμετωπίζω στην Ελλάδα άλλα όχι η πρώτη φορά στην επαγγελματική μου πορεία. Στην Ολλανδία το έχω βιώσει όταν ασχολήθηκα με θέματα ταμπού και για την Ελλάδα οι επαναπροωθήσεις είναι θέμα ταμπού. Για παράδειγμα, είχα κάνει μια σειρά εκπομπών για το Ισλάμ και τη σεξουαλικότητα και πολλοί μουσουλμάνοι ήθελαν να με σκοτώσουν. Μετά έκανα μια σειρά για την κακοποιητική πορνογραφία στη Δύση και πώς εξοικειώνει τα παιδιά με αναπαραστάσεις αντικειμενοποίησης σε σχέση με τις γυναίκες. Τότε οι δυτικοί με έβριζαν. Λυπάμαι που υπάρχουν τόσο τοξικοί άνθρωποι και που μετά από τόσα κύματα φεμινισμού, ακόμα οι γυναίκες αντιμετωπίζονται με στερεότυπα και σεξισμό. Όταν μια γυναίκα δε φοβάται και διεκδικεί τη φωνή της, τιμωρείται με σχόλια μίσους και δολοφονία χαρακτήρα. Αυτό συμβαίνει συγκεκριμένα στις γυναίκες και όχι στους άνδρες. Από την άλλη, έχω λάβει και πολλά μηνύματα συμπαράστασης. Ό,τι κάνω είναι κρυστάλλινο και βροντερό, γιατί τα άσχημα πράγματα συμβαίνουν όταν οι καλοί άνθρωποι σιωπούν» καταλήγει.
Αν είχαν ενδιαφερθεί για τις επαναπροωθήσεις όλοι αυτοί που ξεψάχνισαν ποια είναι η δημοσιογράφος που μίλησε για τις επαναπροωθήσεις, ίσως οι επαναπροωθήσεις δεν θα είχαν κανονικοποιηθεί. Ίσως η πολιτική εξουσία θα υποχρεώνονταν να συμμαζευτεί και να σεβαστεί το δικαίωμα των προσφύγων/ισσων για προστασία και πρόσβαση στο άσυλο. Ίσως κάποιοι άνθρωποι δεν θα είχαν κινδυνέψει να πνιγούν στη θάλασσα. Ίσως η ελληνική δημοσιογραφία (στη κυρίαρχη της εκδοχή) να ήταν κάτι κοινωνικά χρησιμότερο από μια παρασιτική ντουντούκα.