Είναι εκείνοι με τους οποίους κάνουμε τις πρώτες μας συνωμοσίες, προκειμένου να μην ανακαλύψει η μαμά ποιος έφαγε όλο το παγωτό, εκείνοι που μας μαθαίνουν να κάνουμε βουτιές, εκείνοι που υπόσχονται ότι θα μας προσέχουν πάντα. Πολλές φορές όμως, είναι και εκείνοι που μας μαθαίνουν το σκληρό πρόσωπο της ζωής, εκείνοι των οποίων το τείχος προσπαθούμε χρόνια να σπάσουμε. Είναι οι μπαμπάδες μας και δεν είναι τέλειοι, αλλά και ποιος είναι τέλειος στο κάτω-κάτω;
Στην φετινή Γιορτή του Πατέρα, η συντακτική ομάδα της Popaganda, αποφάσισε να γράψει για τους δικούς της μπαμπάδες, γιατί μπορεί «μάνα να είναι μόνο μια», αλλά και μπαμπάς είναι ένας και μοναδικός, με τα καλά του και τα κακά του…
Η αλήθεια είναι, πως δυσκολεύομαι να θυμηθώ πότε ήταν η τελευταία φορά που αγκαλιαστήκαμε με τον μπαμπά μου. Ίσως να ήταν σε ένα jazz festival, όταν ήμουν περίπου τριών ετών και καθόμουν στα πόδια του χαζεύοντας ένα σαξόφωνο. Η σχέση μας είναι βαθιά ιδιόμορφη και αρκετά περιπετειώδης – ξεκινώντας από το ότι δεν τον έχω αποκαλέσει ποτε «μπαμπά», παρά μόνο «Ιλάν» όπως και είναι το όνομά του. Η φιγούρα του Ιλάν, είναι συνδεδεμένη με τις αμέτρητες ώρες που περνάει καθημερινά μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή, με δεκάδες φύλλα χαρτιού και πολυάριθμα CD’s να κοσμούν το κρεβάτι του, καθώς προετοιμάζει πυρετωδώς μία ακόμη ραδιοφωνική εκπομπή. Εδώ και 25 χρόνια, οι συζητήσεις μας είναι περιορισμένες. Τα «σημαντικά γεγονότα» της ζωής μου, φτάνουν συνήθως στ’ αυτιά του μέσα από τις διηγήσεις της μαμάς μου.
Χρειάστηκαν αρκετά χρόνια για να συμφιλιωθώ με τις ρωγμές που μου ‘χει αφήσει η απουσία στενής επαφής με τον πατέρα, μα σήμερα ξέρω πως αυτή είναι η αλήθεια μας, πως δεν χρειάζεται να προσπαθήσουμε επώδυνα για κάτι παραπάνω από αυτό που με ειλικρίνεια μας βγαίνει να είμαστε μεταξύ μας. Και αυτό είναι εντάξει. Είναι εντάξει ακόμη και για όλες τις φορές που οι φωνές του με τρομοκράτησαν και οι τσακωμοί του με τη μαμά μου με γέμισαν οργή. Θέλω μονάχα σήμερα, μιας που δεν έχω καταφέρει ποτέ να του το πω κοιτώντας τον στα μάτια, να ξέρει πως τον αγαπώ. Πως βρίσκω γλυκό ακόμη και το ότι η αγάπη του για τη μουσική και την «αιώνια rock ‘n’ roll εφηβεία», είναι μεγαλύτερη από εκείνη για τις γονεϊκές στιγμές και ευθύνες. Με τον δικό μου ξεχωριστό, αλλόκοτο και «πονεμένο τρόπο», τον αγαπώ.
Ο άνθρωπος αυτός με έμαθε να είμαι αυτόνομη. Μού έμαθε να κάνω το ποδήλατο που τόσο αγάπησα και με έβαλε πίσω από το τιμόνι του αυτοκινήτου από πολύ μικρή, μαθαίνοντάς μου από τα σήματα, μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια για τη μηχανή του αυτοκινήτου. Μας πήγαινε πεζοπορίες, εκδρομές, διακοπές διαρκείας και road trips από τη μια άκρη της Ελλάδας ως την άλλη, για να μαζέψουμε όσο περισσότερες εικόνες από τον κόσμο γύρω μας, έτσι ώστε να ανακαλύψουμε αργότερα μόνες μας τα υπόλοιπα. Όταν δεν είχαμε σχολείο, μας έπαιρνε με την αδερφή μου στο γραφείο του και μας ξεναγούσε στο χώρο της δουλειάς του, ενώ, μαζί, μαζεύαμε τα ζουμερά δαμάσκηνα από τον κήπο στο χωριό και φτιάχναμε το δεντρόσπιτο, τοποθετώντας τα τελάρα με τέτοιο τρόπο πάνω στα κλαδιά της κερασιάς, ώστε να μην τραυματίσουμε το δέντρο. Είναι αυτός που όπου κι αν βρισκόμαστε θα πάρει μια σακούλα και θα μαζέψει τα σκουπίδια που είχαν αφήσει προηγουμένως κάποιοι ασυνείδητοι. Είναι αυτός που χαιρετάνε όλοι στον δρόμο, γιατί είναι πάντα ευγενικός και έξω καρδιά.
Κυρίως όμως, ο άνθρωπος αυτός, ο μπαμπάς μου, με τα καλά του και τα κακά του, με εμψυχώνει και με στηρίζει σε κάθε μου βήμα μέχρι σήμερα. Δείχνει, χωρίς ντροπή, την εύθραυστη αρρενωπότητά του, καθώς δεν φοβάται να κλάψει και να συγκινηθεί. Μου πέρασε τις ευαισθησίες και τις αγωνίες του για τις αδικίες του κόσμου αυτού. Μου έδειξε πως είναι να έχεις το θάρρος της γνώμης σου, να μη φοβάσαι να μιλήσεις όταν βλέπεις να γίνεται κάτι στραβό δίπλα σου και να διεκδικείς πάντα το σωστό και το δίκαιο.
Σήμερα, ημέρα του πατέρα και εγώ θέλω να γράψω για εσένα, για το πρώτο μου ραντεβού. Για εσένα που καθόμουν στους ώμους σου και με έβαζες να συλλαβίζω δυνατά τα πανό που περνούσαν, να φυσάω μέσα σε μια κόκκινη σφυρίχτρα. Μου έλεγες: «Η μαμά φοβάται που είμαστε μαζί εδώ, όμως δεν θα μπορούσαμε να είμαστε και πουθενά αλλού, έτσι δεν είναι;». Και μεγαλώναμε μαζί μέχρι που αλλάξαμε πανό, διαφωνώντας στα συνθήματα, πληγώνοντας ο ένας τη γενιά του άλλου. Ούτε που θυμάμαι πόσες φορές είδα το σώμα σου μελανιασμένο από γκλομπιές, τα μάτια σου φωτιά από δακρυγόνα. Και δεν έκλαψα ποτέ χωρίς να κλάψεις περισσότερο, δεν έκλεισα την πόρτα οργισμένα πίσω μου, χωρίς να την ξανανοίξεις.
Ήταν η αγκαλιά σου την πρώτη μέρα στο Πανεπιστήμιο, οι τσακωμοί μας για το πότε θα βγω απ’ αυτό, η αμηχανία του όταν σου έδειξα το πτυχίο λέγοντας ότι αν το κορνιζάρεις «Μα την Παναγία, θα το κάψω». Και θυμάμαι όλα τα αεροπλάνα που πήρα χωρίς να με αφήσεις από το βλέμμα σου, μέχρι που έκλεισαν οι πόρτες πίσω μου, η σιγουριά σου όταν επέστρεφα πως: «Βρήκες τίποτα καλύτερο από σουβλάκι εκεί στα ξένα;». Και δεν μπορώ να ξεχάσω τον πρώτο μεγάλο χωρισμό, που είχα αποφασίσει να κλάψω για κάθε μέρα, εκείνων των τεσσάρων χρόνων, που μου υποσχόσουν ότι θα περάσει και που αγανακτώντας κάποια στιγμή αναρωτήθηκες: «Ε, τι τον χώρισες τότε ρε Χρύσα;».
Ξέρεις, ο μπαμπάς μου γνώρισε αγόρια μου με μακριά μαλλιά, σκουλαρίκια και μαυροκόκκινες σημαίες στην μπλούζα, ξέροντας πως ακόμη και αν σήμερα μας χωρίζουν κάμποσα πολιτικά σκαλοπάτια, θα είναι για πάντα ο μεγαλύτερος επαναστάτης που γνώρισα ποτέ. Ο μπαμπάς μου. Τα πρώτα μου βιβλία, ο λόγος που κάνω ωραία γράμματα, οι συναυλίες και η κάθε Κυριακή Πειραιάς για τη μεγάλη, ερυθρόλευκη αγάπη του.
Ο μπαμπάς μου, που δεν εμπόδισε ποτέ τις τρέλες μου, δεν ονειρεύτηκε ποτέ για εμένα, χωρίς εμένα. Ο μπαμπάς μου, που αγαπάει τη Νέλλη και του αρέσουν τα ταβερνάκια στα Εξάρχεια. Ο μπαμπάς μου, η πρώτη μέρα της Άνοιξης, για πάντα.
Τα πέντε πρώτα χρόνια της ζωής μου, τα πέρασα σχεδόν εξ ολοκλήρου μακριά από τον πατέρα μου, γιατί κι εκείνος, όπως και χιλιάδες άλλοι Αλβανοί μπαμπάδες, μετανάστευσε για να αναζητήσει ένα δικαιότερο μέλλον για την οικογένειά του. Κάπου εκεί στα τρία μου όμως, δεν άντεξε και ήρθε και με πήρε να περάσουμε μαζί το καλοκαίρι στην Αθήνα. Ακόμα θυμάμαι που στο ταξίδι με είχε αγκαλιά γιατί ζαλιζόμουν και μου αγόραζε τηγανητές πατάτες κάθε φορά που κάναμε στάση. Οι τηγανητές πατάτες με έκαναν ευτυχισμένη κι εκείνος το ήξερε. Ο κύριος Μπένι, ο μπαμπάς μου, τα ξέρει όλα και κυρίως πως να μας κάνει να γελάμε δυνατά.
Όταν κάποια στιγμή χιόνισε τον Φλεβάρη, ο κύριος Μπένι ήρθε φορτσάτος όπως πάντα, στο δωμάτιο για να μας το ανακοινώσει και ντύθηκε για να πάμε να παίξουμε χιονοπόλεμο και να πιούμε ζεστές σοκολάτες. Έτσι κάνει ο κύριος Μπένι και έτσι κάνουν όλοι οι Μπαϊρακτάρηδες με τις κόρες τους, μικροί και μεγάλοι. Δεν βαριούνται ποτέ να παίξουν χιονοπόλεμο κι ας χρειαστεί να ξυπνήσουν από τις 06:30. Ο κύριος Μπένι, που είναι ακόμα έφηβος κι ας πάτησε τα 56, στεναχωριέται όταν δεν του λέμε τα γκομενικά μας, ανάβει πάντα το θερμοσίφωνο για να έχουμε ζεστό νερό όταν γυρνάμε από την δουλειά ή τις εξόδους, μας περιμένει με το τραπέζι στρωμένο, προσέχει κάθε αλλαγή πάνω μας και ξέρει κάθε καινούριο ρούχο, γιατί ο κύριος Μπένι δεν βαριέται ποτέ να ασχολείται με τα κορίτσια του. Βιώνει την πατρότητα απενοχοποιημένα. Δεν ντρέπεται να μας αγκαλιάσει, να μας φιλήσει, να μας τρολάρει, να μας δώσει στυλιστικές συμβουλές. Δεν ντρέπεται να πλύνει πιάτα, να σφουγγαρίσει και να ξεσκονίσει, γιατί ο κύριος Μπένι αγαπάει την μαμά μας, που χωράει στην παλάμη του.
Βλέπει μαζί μας μπάλα, ενόργανη και μπαλέτο, όλα με τον ίδιο ενθουσιασμό.
Όταν έφτασα τον Απρίλιο του 1997 στην Ελλάδα με την μητέρα μου, ο κύριος Μπένι μας περίμενε σε ένα έτοιμο καθαρό, νοικοκυρεμένο σπίτι και όταν η 2χρονη αδερφή μου, που δεν τον αναγνώριζε, τον αποκάλεσε «κύριο» και όχι «μπαμπά», έβαλε τα κλάμματα, γιατί έτσι είναι οι Μπαϊρακτάρηδες μπαμπάδες, κλαίνε και δεν ντρέπονται. Από την πρώτη μέρα που ξαναβρεθήκαμε επιτέλους και οι τέσσερις κάτω από την ίδια στέγη, ο Αρμπέν Μπαϊρακτάρι, ο υπέροχος πατέρας μου, αναπληρώνει εκείνα τα πέντε χαμένα χρόνια. Μπορεί να μην άκουσε τις πρώτες μας λέξεις και να μην είδε τα πρώτα μας βήματα, αλλά βαδίζει συνέχεια δίπλα μας περήφανα και πάντα με «χωρατά». Μπορεί να μας βάζει τις φωνές όταν φοράμε τα πουκάμισά του, αλλά κατάβαθα του αρέσει. Ο κύριος Μπένι, χωρίς να ξέρει τι είναι φεμινισμός, μας έκανε φεμινίστριες, γιατί μας υπενθύμιζε πάντα πως το φύλο μας μας κάνει ισχυρές και πως μπορούμε σε αυτή τη ζωή να τα καταφέρουμε όλα, χωρίς την βοήθεια κανενός άνδρα (η βοήθεια του μπαμπά, εξαιρείται). Ήξερα πάντα ότι ήταν ξεχωριστός, αλλά κατάλαβα ότι είναι ο πιο κουλ, όταν είδα ότι όλα όσα έβλεπα εγώ σε εκείνον, τα έβλεπαν και οι φίλες μου, που πίνουν μαζί του τσίπουρα και του κάνουν τράκα κάνα τσιγάρο.
Στο σπίτι μας είναι κάθε μέρα Γιορτή του Πατέρα, γιατί για τον πατέρα μας είναι κάθε μέρα Γιορτή των Κοριτσιών του.
Ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να αναφερθώ στον πατέρα μου χωρίς να κομπιάσει η φωνή μου. Ίσως και γι’ αυτό ό,τι γράφω για εκείνον έχει μια αίσθηση απόστασης, πάντα φοβάμαι ότι αν αφήσω τον εαυτό μου ελεύθερο θα ξεχυθεί όλη η οργή που ένιωσα όταν τον έχασα ξαφνικά από ανακοπή καρδιάς στον ύπνο του. Ήμουν 20 χρονών όταν έφυγε, έχουν περάσει 28 χρόνια από τότε. Σα να λέμε δύο ολόκληρες ζωές και η μία με μία μόνιμη έλλειψη. Σαν μια μαύρη σκιά που είναι πάντα εκεί όσο και αν κάνεις ότι δεν τη βλέπεις. Ήταν 44, μικρότερος από όσο είμαι εγώ σήμερα. Με έμαθε να αγαπάω τη μουσική, έπιανε την κιθάρα του και τραγουδούσαμε μαζί από Καζαντζίδη μέχρι Μπομπ Ντίλαν και συνέχεια μου αφιέρωνε το «Τρελή κι αδέσποτη παρ’ όλη την αγάπη». Κάθε Πρωτομαγιά όταν ήμουν παιδάκι με έπαιρνε και περπατούσαμε μαζί στην εργατική πορεία και όταν φτάναμε στο Χαρβάτι (μου είχε κάνει εντύπωση το όνομα γιατί έμοιαζε με το επίθετό μας) του ζητούσα τυρόπιτα. Αγωνίστηκε με τα τραγούδια του και τους συντρόφους του για να πέσει η Χούντα, μου έμαθε ποιος ήταν ο Τσε και ο Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα, το Bella Ciao, o Άσιμος, η καλή του φίλη Τάνια Τσανακλίδου, η Μαρίζα Κωχ που τον πάντρεψε με τη μαμά μου. Μεγάλωσα κοντά του με μουσικές, αγωνιστικές πορείες και συγκεντρώσεις, στα φεστιβάλ του Ρήγα Φεραίου, στις συναυλίες του, στις μπουάτ της εποχής εκείνης.
Σχεδόν κάθε καλοκαίρι το περνούσε στη Νικαριά και πολλά βράδια χαλάρωνε σε μια γωνιά στο αγαπημένο του καφενείο, στο Φραντάτο, χαϊδεύοντας αφηρημένος την κιθάρα του. Καμιά φορά νόμιζα ότι ήταν προέκταση των χεριών του. Ίσως τη ζήλευα και λίγο που εκείνη περνούσε περισσότερο χρόνο μαζί του. Όταν όμως με έπαιρνε μαζί του στο νησί τα ξεχνούσα όλα. Εκείνες τις πολύτιμες ημέρες υπήρχαν μόνο βόλτες με καΐκια από τον Αρμενιστή στον Εύδηλο, η παρότρυνσή του ότι θα τα καταφέρω όσο έκανα αστείες φιγούρες για να μάθω τον Ικαριώτικο, ο τρόπος που κάθε φορά όταν πατούσε το πόδι του στο νησί, άρχιζε αυτομάτως να μιλά με τραγουδιστή Ικαριώτικη προφορά και ο ίδιος, τα πανηγύρια, η πρώτη φορά που άκουσα το «Κόκκινο φουστάνι» κάποια ξημερώματα στα «μπουζούκια» στο Λιβάδι όσο μια υπέροχη ηλιοκαμένη μελαχρινή τύπισσα χόρευε και έβγαζε το ντέρτι της φορώντας -τι άλλο- ένα κόκκινο φουστάνι, οι απέλπιδες προσπάθειές του να με κρατήσει μακριά από τις καστανιές που υπήρχαν γύρω από το σπίτι μας στο Φραντάτο μιας και όλο και κάποιο αγκάθι χωνόταν στα δάχτυλά μου, τα ατέλειωτα γέλια του και οι πρωινές του ζοχάδες όταν έπρεπε να ξυπνήσει. Θυμάμαι ακόμα το τελευταίο καλοκαίρι μας στο νησί, ένα από τα πιο ευτυχισμένα της ζωής μου. Ήταν πάντα πειραχτήρι με όλους, ακόμα και όταν ήταν στεναχωρημένος με κάτι έβρισκε τρόπο να κάνει πλάκα για να το ξορκίσει. Όταν καμιά φορά γινόταν αυστηρός μαζί μου και με στεναχωρούσε, θα πήγαινε στο βουνό για να μαζέψει και να μου φέρει τα αγαπημένα μου λουλούδια, τα κυκλάμινα, για να μου ζητήσει συγγνώμη. Αγαπούσε τον τσαμπουκά μου που τον είχα πάρει από αυτόν και όταν προσπαθούσε να μου επιβάλλει την άποψή του σε κάτι, η αντίδρασή μου τον έκανε πάντα να γελάει με αγάπη και να μου λέει «είσαι κόρη μου εσύ». Νομίζω ότι τα θηλυκά που αγάπησε περισσότερο απ’ όλα ήταν η κιθάρα του και η Ικαρία. Γι’ αυτό και η ψυχή του θέλησε να μείνει εκεί για πάντα το καλοκαίρι του ‘93.
Η τελευταία φορά που είδα τον Περικλή Χαρβά ήταν όταν έφευγε να πάει στη Νικαριά και πριν κλείσει την πόρτα πίσω του μου είπε: «σε περιμένω στο νησί να πιούμε τα κρασάκια μας». Δεν πρόλαβα να πάω. Πίστευα ότι είχαμε πολλά χρόνια ακόμα μπροστά μας να τα ζήσουμε μαζί. Είμαι όμως πολύ τυχερή γιατί έχω τα τραγούδια του να με κάνουν συνεχώς υπερήφανη γι’ αυτόν. Και αυτό είναι το καλύτερο δώρο που μου έκανε ποτέ.
Μπαμπά ακούς; Έχω περάσει πολλές στιγμές από τη ζωή μου να σκέφτομαι τη στιγμή που θα σε αντιμετώπιζα. Που θα σου έλεγα ότι δεν με αγκάλιαζες αρκετά όταν μεγάλωνα. Ότι δεν μου διάβαζες παραμύθια για να κοιμηθώ. Ότι δεν μου έλεγες αρκετά γλυκόλογα σαν και αυτά που έλεγαν οι μπαμπάδες στις ταινίες στα παιδιά τους. Ότι δεν μου έδειχνες την τρυφερότητα που θα έδειχνα εγώ στο παιδί μου, που δείχνω στους ανθρώπους που αγαπώ. Ότι ένιωθα την απογοήτευση στο βλέμμα σου και στα λόγια σου επειδή δεν έπαιζα ποδόσφαιρο σαν και σένα, δεν χρησιμοποίησα ποτέ το ψαροντούφεκο που μου είχες πάρει, δεν έγινα ποτέ αυτό που ονειρευόσουν για τον γιο σου.
Έχω χρησιμοποιήσει πολλά μυξομάντιλα να σκουπίζω δάκρυα στις σκηνές ταινιών που μπαμπάδες και παιδιά έχουν συναισθηματικές συζητήσεις που καταλήγουν σε κάθαρση, κι εμείς ποτέ δεν κάναμε. Έχω σκεφτεί πολλές φορές ότι φταίει το ζώδιο σου για τη συναισθηματική συστολή σου. Ή η ανατροφή σου, ή ότι μεγάλωσες με μία σκληρή μητέρα και χρειάστηκε από μικρός να αντιμετωπίσεις καθημερινές δυσκολίες που δεν θα έπρεπε να διαχειρίζονται παιδιά. Αλλά όταν μεγάλωνα δεν με ένοιαζε τίποτα απ’ όλα αυτά. Θύμωνα και έβλεπα μόνο όλα όσα ένιωθα ότι δεν μου έδινες.
Και μετά ενηλικιώθηκα. Και αξιολόγησα ξανά τα πιστεύω μου, τις συμπεριφορές μου και τους ανθρώπους της ζωής μου. Και έπρεπε να αντιμετωπίσω και εσένα πάλι. Χωρίς να το ξέρεις. Το πατρικό πρότυπο σαν ιδέα και εσένα σαν άνθρωπο. Και όταν γύρισα πίσω στα χρόνια που περάσαμε στο ίδιο σπίτι κατάλαβα ότι δεν ήσουν αυτό που νόμιζα. Κατάλαβα πόσο με αγαπούσες. Πόσο με αγαπάς ακόμα κι αν δεν το λες με λόγια όσο θα ήθελα να το ακούω. Πως όσο και αν διαφωνούσες μαζί μου πάντα με άφηνες να κάνω τις επιλογές μου. Δεν με ανάγκασες ποτέ να γίνω αυτό που ήθελες. Δεν με κατάλαβες όσο θα ήθελα, αλλά με στήριξες κάθε φορά που σε χρειαζόμουν έμπρακτα. Ήσουν εκεί όταν διαφωνούσες, ήσουν εκεί όταν δεν ήθελες, όταν έπρεπε να αλλάξεις για να βρίσκεσαι δίπλα μου. Μου έδειχνες καλοσύνη και γενναιοδωρία και τιμιότητα και με ενέπνευσες χωρίς να με αγχώνεις να γίνω ο άνθρωπος που αγαπώ να βλέπω σήμερα στον καθρέφτη. Μου δίδαξες τι σημαίνει ηθική και αρχές και πιστεύω, χωρίς να ασκείς εξουσία, μια λέξη που τόσο εχθρεύομαι. Σου μοιάζω πολύ περισσότερο απ’ όσο θα παραδεχτώ ποτέ. Ιώβειος υπομονή είναι αυτό που έκανες σε όλη σου τη ζωή και πάντα έδινες με πραγματική ανιδιοτέλεια, όπως έχω δει λίγους ανθρώπους να δίνουν στη ζωή τους. Θέλει πολύ θάρρος η ανιδιοτέλεια άλλωστε, κάτι που λείπει από τους πολλούς. Δεν ήσουν ο τέλειος πατέρας και δεν ήμουν ο τέλειος γιος. Κανείς δεν είναι άλλωστε τίποτα και από τα δύο. Και όταν τα κατάλαβα αυτά σε συγχώρεσα και σου ζήτησα συγγνώμη ταυτόχρονα στο μυαλό μου.
Δεν βρήκα ποτέ την ευκαιρία να σου πω μπαμπά ότι σε θαυμάζω. Ίσως γιατί εγώ δεν έχω το θάρρος, ίσως γιατί δεν χρειάστηκε. Να σου πω ότι σε σέβομαι. Να σου πω ότι σε εκτιμώ. Να σου πω ότι σε αγαπώ μπαμπά.
Μπαμπά σε αγαπώ.
The first time I saw your face. Δύσκολο να ανακαλέσω. Αλλά θυμάμαι άλλες.
Την εξέδρα στο χωριό και τον τρόπο που βουτούσε με το κεφάλι («έλα, θα σε μάθω, είναι εύκολο»). Τις απλωτές που σβήνονταν ανάμεσα στα «προβατάκια» των κυμάτων («έλα, μη φοβάσαι στα βαθιά»). Τον μεσημεριανό ύπνο, πλάι – πλάι, κάτω από τον πλάτανο, μετά τη γιορτή του δεκαπενταύγουστου («έλα, κοιμήσου, εδώ είμαι εγώ, δίπλα σου»). Το πως ανοίγεις και τρως μια τυρόπιτα («έλα, εύκολο, την ανοίγεις στα δύο σαν στρείδι, αρπάζεις το τυρί με το δάχτυλο και μετά επιτίθεσαι στα φύλλα»). Τα μεσημέρια στο αυτοκίνητο, μετά το σχολείο, μέχρι να κλείσει το μαγαζί, καθαριστήριο, και να πάμε σπίτι («έλα, άκου αυτές τις ωραίες τεράστιες άσπρες κασέτες, έχουν μέσα τους τραγούδια από Ξαρχάκο και Χιώτη/Λίντα, αυτά δηλαδή που όταν μεγαλώσεις θα τα ακούς και θα τρέχουν καταρράχτες στα μάτια σου, επειδή θα σου το θυμίζουν»). Την ένταση με την οποία σήκωνε τα χαλιά, ένα από τα «δώρα» της δουλειάς («έλα, βάλε και συ δύναμη, μπορείς»). Τα μάτια του που δεν καταλάβαιναν αλλά γελούσαν όταν του φώναζες, «όχι άλλη τσάκιση στο τζιν, ρε μπαμπά» («έλα, εσύ δεν το ξέρεις, αλλά δεν ήθελα ποτέ να κάνεις αυτό που κάνω, θα ήθελα να γίνεις κάτι άλλο») Το βλέμμα, φωτεινό άστρο, στην προσδοκία να γίνεις αυτό που πάντα ήθελε («έλα, λέω εγώ και εσύ διαλέγεις, δάσκαλος, γιατρός, καθηγητής, δικηγόρος, πυρηνικός αστροναύτης, επιστήμονας»). Και που τελικά εσύ ποτέ δεν έγινες (και δεν διάλεξες). Το βλέμμα, άστρο που πάει να σβήσει αλλά καταφέρνει ακόμη κι αστράφτει όταν η πραγματικότητα φωνάζει τα δικά της («έλα, μη βασανίζεσαι, θα γίνεις ελεύθερος κάτι, θα φτιάξεις το δικό σου βασίλειο, θα φτιάξεις το δικό σου μαγαζί, το δικό σου παλάτι, εγώ θα «γκρεμίζω» κι εσύ θα «χτίζεις»»). Και η αλήθεια. Που είναι πάντα εκεί. Και εσύ κάπου αλλού.
Ο πατέρας μου όταν ήταν μικρός, ήταν ραφτόπαιδο. Μεγάλωσε, αγάπησε τη μάνα μου, έφυγαν μαζί από το χωριό και κατέβηκαν στην πόλη, άνοιξαν το μαγαζί, έφτιαξαν σπίτι με ένα μεγάλο κήπο μπροστά να τους θυμίζει το μέρος που παράτησαν, δέντρα, κότες, λαχανικά, λουλούδια, έκαναν δύο παιδιά και άφησαν τον χρόνο να τους παρουσιάσει τις ιστορίες του. Όταν στους τίτλους του τελευταίου επεισοδίου του, πολλά χρόνια μετά, έπεσε η λέξη «end», έχασα την ισορροπία μου. Κυριολεκτικά. Κούτσαινα για ένα μήνα. Η Γιάννα σε όλες τις συνεδρίες των εβδομάδων που ακολούθησαν, ήταν ξεκάθαρη. «Οι γονείς είναι η βάση σου, όταν χάνεις τον ένα, πέφτεις. Μέχρι να σηκωθείς. Και να βρεις το νέο βηματισμό».
Γιος ενός πατέρα. Οι πατεράδες, γιοί πατεράδων που μεγάλωσαν, ως άλλοι γιοί, άλλων πατεράδων. Μια συνέχεια στο χρόνο. Όπου οι μεν είναι το τοτέμ των άλλων. Και οι άλλοι το τοτέμ κάποιων άλλων. Και κάπως έτσι όλοι γινόμαστε τα τοτέμ, των τοτέμ, ω τοτέμ. Κάποιων άλλων.
Γιος ενός πατέρα. Ένας καθρέφτης που για χρόνια θες να σπάσεις. Αυτόν και τα κλισέ που τον συνοδεύουν. Ήρωες, ταυτότητα, αντιγραφή. Στρίβεις από δω, σπρώχνεις από κει, αρνείσαι, απορρίπτεις, ρίχνεις γροθιές, κυρίως στον εαυτό σου. Και ξαφνικά, ξημερώνει αυτή η ήσυχη μέρα, και θες να βάλεις, αυτόν τον καθρέφτη που ποτέ τελικά δεν έσπασες, στο πιο ψηλό σημείο. Και να κοιτάς μέσα τον εαυτό σου (και αυτόν τον άλλο που του μοιάζεις τόσο), γεμάτος ανακούφιση. Γιατί όλα αυτά τα μικρά και μεγάλα που «δεν άντεχες» τώρα είναι δικά σου. Και τα αγαπάς. Το χωρίς χαλινάρι τρέξιμο στα όνειρα, την άνεση στο «καλημέρα, πως σας λένε», τα πειράγματα, τον πανικό στα δύσκολα, την ανάγκη αποδοχής, την αδυναμία σε ταινίες που φέρνουν δάκρυα, την ικανότητα να καταστρέφεις ένα τακτοποιημένο δωμάτιο σε τρία δευτερόλεπτα, την αγάπη στα χοντρά μακαρόνια (στον πατσά ακόμη αντιστέκομαι).
Ο πατέρας μου δεν είναι ο ήρωας μου.
Γιατί, χωρίς να το καταλάβει μου έδειξε κάτι πιο αληθινό. Πως δεν υπάρχουν ήρωες. Μόνο άνθρωποι υπάρχουν, που σε όλη τους τη ζωή, παλεύουν για το καλό ή το κακό. Και κάποιες στιγμές ίσως το καταφέρνουν. Και πως εσύ το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να διαλέξεις. Θα γίνεις άνθρωπος ή απλά το τέρας που φωλιάζει μέσα σου.
Ο πατέρας μου, Παναγιώτης, γεννήθηκε μια μέρα στις αρχές ενός Φλεβάρη και πέθανε μια νύχτα στα τέλη ενός Γενάρη. Τον πρόδωσε η καρδιά του. Είχε τα πιο φωτεινά, ζεστά και παχνιδιάρικα μάτια που έχω δει ποτέ σε άνθρωπο, μάτια καθαρά που πρόδιδαν αμέσως κάθε του «παγαποντιά» . Και κάθε φορά που τον σκέφτομαι, χαμογελώ από τα πολύ βαθιά μου, γιατί ξέρω. Πως πριν όλα αυτά εδώ, κάποια στιγμή, συναντηθήκαμε και αγαπηθήκαμε. Και έτσι διαλέξαμε ο ένας τον άλλο! Για αυτό το ταξίδι. Τόσο απλά. Και ωραία!