Μπορούμε να μιλήσουμε για αυτό που το Ringer ονόμασε «ελληνική περιπέτεια του Ρικ Πιτίνο» (σε αυτό το προφίλ που περιέργως πως 🙂 δεν αναπαράχθηκε καθόλου στο βασίλειο του copy-paste που λέγεται «ελληνικό ίντερνετ») με δύο τρόπους.
Ο πρώτος είναι με σκληρά facts – ο 66χρονος Νεοϋρκέζος Hall of Famer είναι μια από τις 30 σημαντικότερες προσωπικότητες στην ιστορία του αμερικάνικου κολλεγιακού μπάσκετ. Ένα προπονητικό όνομα, ανάλογο σε εκτόπισμα του Ντομινίκ Γουίλκινς (ή του Ριβάλντο αν το δούμε αλλιώς), που υπό φυσιολογικές συνθήκες δε θα είχε κάποιον λόγο να έρθει στην Ευρώπη. Βρίσκεται στα μέρη μας αυτοεξόριστος μιας και τον ξέβρασαν οι αυστηροί, υποκριτικοί, πλην όμως υπαρκτοί κι εφαρμόσιμοι, κανόνες του NCAA που δεν μπορούσε να κάνει τα στραβά τα μάτια στα συνεχόμενα σκάνδαλα που είχε εμπλακεί ο Πιτίνο τα τελευταία χρόνια ως κόουτς του Πανεπιστημίου του Λούιβιλ. Η γκάμα ήταν μεγάλη: από το σεξουαλικό σκάνδαλο με την παράνομη «συνοδό» που τον έκανε ύλη μεσημεριανάδικου να απευθύνει δημόσια απολογία στη σύζυγο και την οικογένειά του, μέχρι δωροδοκίες για προσέλκυση αθλητών που ανάγκασαν τo Κολλεγιακό να του αφαιρέσει το πρωτάθλημα του 2013, το δεύτερο στην 40ετή καριέρα του και τελευταίο μεγάλο κόλπο του. Τον Ιούνιο του 2017 ο Πιτίνο βρέθηκε εκτός κάδρου. Σε μάλλον προχωρημένη ηλικία για να επιχειρήσει ένα τρίτο πέρασμα από το NBA, άλλωστε δεν άφησε ξεχωριστή σφραγίδα ούτε στους Knicks ούτε στους Celtics για να τον νοσταλγούν στην επαγγελματική λίγκα. Θα μπορούσε να πάει σπίτι του (όχι πάντως την έπαυλη στη Φλόριδα που πούλησε μάλλον για να ανταπεξέλθει στα αυξημένα δικαστικά έξοδα), αλλά κάποιοι άνδρες απλά δεν μπορούν να πάνε σπίτι τους. «Κρέμασε το μπλέιζέρ του», έγραφαν τον περασμένο Σεπτέμβριο τα αμερικάνικα μπασκετικά sites, μετά τη συνέντευξη που έδωσε ο κόουτς στο ESPN λέγοντας ότι αποσύρεται. Για την επιλεκτική ηθική της αμερικάνικης σόου μπιζ, στην οποία ως μαζικό θέαμα εντάσσονται και τα σπορ, ο Πιτίνο ήταν πολύ τοξικός για να τον φιλοξενήσει οποιοσδήποτε πάγκος, κολλεγιακός ή επαγγελματικός. Το τηλεφώνημα από την Ελλάδα δεν κάλυψε μόνο την ανάγκη του Παναθηναϊκού μετά το διαζύγιο με τον Πασκουάλ, αλλά κι εκείνη -ίσως μεγαλύτερη- του Πιτίνο να μη νιώσει ακόμα συνταξιούχος και να σχεδιάσει μια χολιγουντιανή επιστροφή δικαίωσης στις ΗΠΑ. Ακόμα κι αν αυτή δε συμβεί τελικά ποτέ.
Ο δεύτερος τρόπος να μιλήσουμε γι’ αυτόν είναι να τοποθετήσουμε τον Ρικ Πιτίνο στην παράνοια της «ομορφότερης χώρας του κόσμου», αγαπημένη άλλωστε λέξη του ανθρώπου που τον προσέλαβε στα μέρη μας και φρόντισε τη βραδιά της μεγαλύτερης νίκης εδώ και τουλάχιστον 6 χρόνια της ομάδας που διοικεί, ο κόσμος να ασχολείται με το Instagram του. Να τον αποκαλούμε αναμορφωτή λόγω της εντυπωσιακής πρεμιέρας του με την ΤΣΣΚΑ, ενώ καλά καλά δεν ήξερε τα ονόματα των παικτών του. Να τον ειρωνευόμαστε μετά τις ήττες που, φυσικά και φυσιολογικά, ακολούθησαν για τη βαφή στα μαλλιά και τα «τουριστικά» του tweets. Να ξεσπαθώνουμε σαν τον κόουτς Βαγγέλη Αλεξανδρή στα ραδιόφωνα «μας λέει κι ο Πιτίνο για deflections – εμείς τα λέμε αυτά 25 χρόνια τώρα» (πριν ανεβάσει τον πήχυ με την αντισημιτική κριτική στον Μπλατ). Να προσπαθούμε να του εξηγήσουμε γιατί δεν κατεβαίνουμε να παίξουμε στο δεύτερο ημίχρονο, γιατί αφήνουμε στρινγκ στον πάγκο των αντιπάλων, γιατί δεν θα κοουτσάρει την Κυριακή στο ΣΕΦ και γιατί μπορεί σύντομα να κοουτσάρει… ξερωγώ, στην Αδριατική Λίγκα. Να μην τον αξιοποιήσουμε με δυο λόγια, αυτό που θα έπρεπε να κάνουμε και με τον Μπλατ.
Στο προαναφερθέν άρθρο του Ringer (που μη νομίζετε ότι εκτιμηθηκε και δεόντως στην πράσινη ΚΑΕ), ο Πιτίνο παρουσιάζεται ως χαρακτήρας σε μια μπασκετική μεταφορά του Χαμένοι στη Μετάφραση. Μένει μέχρι τα ξημερώματα ξύπνιος στη βίλα του στο Ψυχικό (με την πισίνα που ακόμα δεν έχει χρησιμοποιήσει) για να βλέπει αγώνες στην αμερικάνικη τηλεόραση, επισκέπτεται όσα περισσότερα μνημεία και μουσεία μπορεί στον πολύ ελεύθερο χρόνο που έχει, κάνει Πρωτοχρονιά στη Μεγάλη Βρετάνια με 30 ανθρώπους που μόλις έχει γνωρίσει, παρατηρεί τον φανατισμό του ελληνικού ντέρμπι από τον τρόπο που του μιλάνε Ολυμπιακοί και Παναθηναϊκοί εκεί που πάει για καφέ και φαγητό, προσπαθεί να καταλάβει γιατί τα παίρνουμε όλα τόσο πολύ στα σοβαρά.
Κι όπως αποδεικνύεται από την εικόνα του Παναθηναϊκού εδώ και 5-6 εβδομάδες κάνει πολύ καλά τη δουλειά του. Έχει ήδη κατακτήσει το Κύπελλο Ελλάδας, έχει αναστήσει τις ελπίδες πρόκρισης στα πλέι-οφ της Ευρωλίγκας με το σερί των 4 νικών που τρέχει (συνολικά έχει 7-5) και παίρνοντας το σκαλπ της ΤΣΣΚΑ έδωσε στον κόσμο του Παναθηναϊκού την εκτός έδρας νίκη που ψάχνει ουσιαστικά από το χορευτικό του Διαμαντίδη την άνοιξη του 2013 στη Βαρκελώνη.
«Δεν ξέρει τους παίκτες του», «δεν ξέρει τους αντιπάλους», «δεν ξέρει τη διοργάνωση», «δεν τα πάει καλά με τους επαγγελματίες», «με τέτοια καριέρα πίσω του θα είναι δογματικός και θα φάει τα μούτρα του» ήταν οι πρωτες παρατηρήσεις. Εν μέρει ορθές, αλλά κι εν πολλοίς Κλουζό. Ο Πιτίνο δεν τα ξέρει όλα αυτά, αλλά -αλίμονο, 40 χρόνια φούρναρης- ξέρει το άθλημα. Τόσο καλά ώστε να διαγνώσει γρήγορα τα προβλήματα αυτής της τόσο κακοσχεδιασμένης ομάδας με την τόσο προβληματική χημεία που είναι ο φετινός Παναθηναϊκός. Σταδιακά, εγκατέλειψε την πανάκεια του επιφυλακτικού low mistake basketball που προστάτευε πάση θυσία ο Τσάβι Πασκουάλ. Κατέβασε τον χρόνο επίθεσης, κάτι που δούλεψε πολύ καλά απέναντι σε υποδεέστερους αντιπάλους εκτοξεύοντας την παραγωγικότητα του τριφυλλιού στους 90 πόντους. Αξιοποίησε τα συγκεκριμένα προσόντα παικτών όπως ο Ντισόν Τόμας κι ο Ιωάννης Παπαπέτρου, ανέβασε ψυχολογικά το μέχρι τώρα ναυάγιο που λεγόταν Παπαγιάννης, κατέφυγε σε υπερβολές για να δείξει στο υλικό του ότι το πιστεύει («ο Καλάθης καλύτερος πασέρ του Μάτζικ», ο «Luke Skywalker Λεκαβίτσους» κτλ.).
Κι «απαγόρευσε» το τρίποντο. Ναι, τόσο «δογματικός», ο κόουτς που θεωρείται υπεύθυνος για την εισβολή του τριπόντου στο NCAA. Ο Παναθηναϊκός σουτάρει τα λιγότερα τρίποντα (19.4) ανά παιχνίδι από όλες τις ομάδες της Ευρωλίγκας πλην της Ζαλγκίρις κι έχει το δεύτερο χειρότερο ποσοστό με 31.15% – μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα ήταν ουραγός σε αυτήν την κατηγορία. Συγκρίνοντας όμως τα 12 ματς των ημερών Πιτίνο με τα 13 του Πασκουάλ (στο ΟΑΚΑ με την Αρμάνι έκατσε στον πάγκο ο Βόβορας), ο Παναθηναϊκός σουτάρει 5 φορές λιγότερο έξω από τα 6.75 (16.4 έναντι 21.5), έχει βελτιώσει την ευστοχία του (33 έναντι 29%), βάζει 3 πόντους παραπάνω (80.5 έναντι 77.4) κάνοντας μόνο 1 λάθος περισσότερο παρότι παίζει το ματς σε σαφώς περισσότερες κατοχές. Οι αριθμοί ίσως είναι «ο επιστημονικότερος τρόπος για να λες ψέματα», εδώ όμως μας δείχνουν ξεκάθαρα ότι ο Πιτίνο, αφού ο Πασκουάλ δε φρόντισε (ή δεν εισακούστηκε) να πλαισιωσει με σουτέρ τον Καλάθη, αποφάσισε η ομάδα να εκτελεί πιο νωρίς στο 24αρι και να μην της μένει η μπάλα στην εκπνοή του καταφεύγοντας σε καλαματιανά 1 με 1 και τρίποντα-προσευχές. Στο ευρωπαϊκό μπάσκετ, άλλωστε, πολλά τρίποντα (ας πουμε 25-30 ανά ματς) οι ομάδες συνήθως δεν σουτάρουν επειδή είναι στρατηγική επιλογή τους, αλλά επειδή σε αυτό τους εξωθεί η αντίπαλη άμυνα.
Για να μην τρελαθούμε, ο Ρικ Πιτίνο δεν είναι ο Χάρι Χουντίνι κι ο Παναθηναϊκός παραμένει μια μέτρια ομάδα, σε σχέση όχι μόνο με το απώτερο αλλά και το πρόσφατο παρελθόν. Οι πιθανότητες για πρόκριση στους 8 που, ακόμα κι αν τα καταφέρει, αποτελούν τοίχο, παραμένουν εναντίον του. Όμως η παρουσία αυτού του παμπόνηρου τύπου στην μπασκετική καθημερινότητά μας είναι ευλογία. Οι απολαυστικές συνεντεύξεις τύπου, οι απλές αναλύσεις χωρίς να μετατρέπει το άθλημα σε μοριακή βιολογία (μόλις χθες ειρωνεύτηκε τον εαυτό του για την τελευταία -πετυχημένη αλλά κακή- επίθεση στη Μόσχα), το χαμόγελο αμηχανίας όταν έρχεται αντιμέτωπος με την καφρίλα μας, η γενικότερη προσέγγιση από την οποία έχουμε μόνο να μάθουμε και είμαστε εμείς οι γραφικοί όταν προσπαθούμε να την αποδομήσουμε. Για όλα αυτά, ανεξαρτήτως ομάδας (ή ακόμα ακόμα κι ενασχόλησης με το μπάσκετ), όλοι αγαπάνε τον Ρικ Πιτίνο. Τον σχολιάζουν στα chats που σκοτώνουν την ώρα τους, τον παρακολουθούν με πλατιά χαμόγελα και θα ήθελαν πολύ να του κανουν παρέα στη μοναχική αθηναϊκή του αυτοεξορία. Ή απλά εύχονται αυτή να μην τελειώσει τον Ιούνιο…