Ποτέ άλλοτε το δικαίωμα αδείας ενός κρατούμενου δεν απασχόλησε τόσο πολύ τη δημόσια συζήτηση, όσο στην περίπτωση του Δημήτρη Κουφοντίνα. Για μια ακόμη φορά τις τελευταίες μέρες παρατηρούμε μια διάταξη του σωφρονιστικού κώδικα να φιλτράρεται με ιδεολογικά πρίσματα και να αποτελεί αντικείμενο πολιτικών αντιπαραθέσεων και υποκειμενικών ερμηνειών.
Ωστόσο, αν αυτό το ερώτημα που τίθεται πλέον με όρους επιτακτικότητας και κρισιμότητας εξαιτίας της απεργίας πείνας του κρατούμενου, αποσυνδεθεί από συναισθηματικές φορτίσεις, νομικούς ακροβατισμούς και πολιτικές επενδύσεις, τότε η απάντηση του είναι μάλλον αυτονόητη.
Ο Δημήτρης Κουφοντίνας παραδόθηκε το Σεπτέμβρη του 2002 αναλαμβάνοντας την πολιτική ευθύνη για τη δράση της οργάνωσης «17 Νοέμβρη» και έθεσε τον εαυτό του στην κρίση της ελληνικής δικαιοσύνης. Δικάστηκε , καταδικάστηκε και πλέον εκτίει την ποινή που του επιβλήθηκε. Όπως όλοι οι κρατούμενοι στα σωφρονιστικά ιδρύματα της χώρας, υπάγεται στις διατάξεις του σωφρονιστικού κώδικα (ΣΚ).
Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 55 παρ. 1 του ΣΚ οι τακτικές άδειες λαμβάνονται εφόσον:
«1. Ο κατάδικος έχει εκτίσει το ένα πέμπτο της ποινής του χωρίς ευεργετικό υπολογισμό ημερών ποινής λόγω εργασίας και η κράτηση έχει διαρκέσει τουλάχιστον τρεις μήνες. Σε περίπτωση έκτισης ποινής ισόβιας κάθειρξης, η κράτηση πρέπει να έχει διαρκέσει τουλάχιστον οκτώ έτη.
Κατ` εξαίρεση, σε αυτόν που καταδικάστηκε σε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης για παράβαση της παρ. 2 του άρθρου 380 του Ποινικού Κώδικα, τακτικές άδειες χορηγούνται εφόσον έχει εκτίσει τα δύο πέμπτα της ποινής του χωρίς ευεργετικό υπολογισμό ημερών ποινής λόγω εργασίας και η κράτηση έχει διαρκέσει τουλάχιστον δύο έτη.
Αν στον κατάδικο έχουν επιβληθεί περισσότερες ποινές κατά της ελευθερίας και δεν έχει γίνει προσμέτρηση τους σε μια συνολική ποινή, κατά το άρθρο 94 του Ποινικού Κώδικα, για τον υπολογισμό της ποινής που έχει εκτιθεί κατά την έννοια της παρούσας διάταξης, λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των επί μέρους ποινών.
Σε περίπτωση ποινικού σωφρονισμού, απαιτείται ο εφηβικής ή μετεφηβικής ηλικίας κατάδικος να έχει εκτίσει το ένα πέμπτο του περιορισμού που του έχει επιβληθεί χωρίς ευεργετικό υπολογισμό ημερών ποινής λόγω εργασίας και η κράτηση έχει διαρκέσει τουλάχιστον τρεις μήνες.
(2) Δεν εκκρεμεί κατά του καταδίκου ποινική διαδικασία για αξιόποινη πράξη σε βαθμό κακουργήματος ή διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ή έκδοσης σε τρίτη χώρα.»
Μ’ αυτό τον τρόπο περιγράφονται οι τυπικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας. Στις ουσιαστικές, το ίδιο άρθρο παρακάτω περιλαμβάνει τις εξής παραμέτρους:
(3) Εκτιμάται ότι δεν υπάρχει κίνδυνος τελέσεως, κατά τη διάρκεια της άδειας, νέων εγκλημάτων.
(4) Συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν την προσδοκία ότι δεν υπάρχει κίνδυνος φυγής και ότι ο κρατούμενος δεν θα κάνει κακή χρήση της αδείας του… 2. Για να διαπιστωθεί αν συντρέχει αυτή η προϋπόθεση εκτιμώνται ιδίως: α) η προσωπικότητα του κατάδικου και η εν γένει συμπεριφορά του μετά την τέλεση της πράξης, κατά τη διάρκεια, της κράτησης, σε συνδυασμό με το άρθρο 69 παράγραφος 2 του παρόντος Κώδικα και κατά τη διάρκεια των αδειών, που ενδεχομένως του έχουν ήδη χορηγηθεί, β) η ατομική, επαγγελματική και κοινωνική κατάσταση του ιδίου και της οικογένειάς του, καθώς και οι τυχόν οικογενειακές του υποχρεώσεις, γ) η ωφέλεια, την οποία μπορεί να έχει για την προσωπικότητα του καταδίκου και τη μελλοντική του εξέλιξη η λήψη μέτρων για τη σταδιακή επάνοδό του σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας.»
Σύμφωνα με το ισχύον νομικό πλαίσιο, ο Δημήτρης Κουφοντίνας συμπλήρωσε τις νόμιμες προϋποθέσεις για την χορήγηση τακτικής άδειας απουσίας, από τις 6-9-2010, ενώ έλαβε την πρώτη άδεια 7 χρόνια και 2 μήνες αργότερα τον Νοέμβριο του 2017, μετά δηλαδή από 15 και πλέον χρόνια κράτησης.
Με δεδομένο ότι αυτό που αξιολογείται για τη χορήγηση τακτικών αδειών είναι η στάση ενός κρατούμενου κατά τη φυλάκιση του και όχι οι πράξεις που οδήγησαν σε αυτήν – και οι οποίες κρίθηκαν τελεσίδικα από τα ελληνικά δικαστήρια – προκύπτει ότι ο Δημήτρης Κουφοντίνας πληροί και τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος, καθώς δεν έχει τιμωρηθεί ποτέ πειθαρχικά, πλην μια ολιγοήμερης πειθαρχικής κύρωσης που του επιβλήθηκε το 2002 για τη δημοσίευση δηλώσεων του σε ενημερωτικό Μέσο. Από το Νοέμβριο του 2017 μέχρι σήμερα ο Δημήτρης Κουφοντίνας έχει λάβει έξι τακτικές άδειες και έχει τηρήσει όλες τις φορές τους προβλεπόμενους όρους.
Μάλιστα οι δύο εισαγγελείς που έκριναν θετικά για τη χορήγηση των δύο πρώτων αδειών του κρατούμενου, παραπέμφθηκαν πειθαρχικά γι’ αυτή τους την κρίση αλλά οι πειθαρχικές διαδικασίες εις βάρος τους κατέληξαν στην απαλλαγή και τη δικαίωση τους από τον Άρειο Πάγο.
Τότε ήταν και η πρώτη φορά ιστορικά που η Ομοσπονδία Σωφρονιστικών Υπαλλήλων εξέδωσε ψήφισμα υπέρ των δύο δικαστικών λειτουργών και υπέρ της άδειας του κρατούμενου. «Θεωρήσαμε και εξακολουθούμε να θεωρούμε ως απολύτως άδικες τις πειθαρχικές διώξεις κατά των δύο καταξιωμένων και έγκριτων Εισαγγελικών λειτουργών, που ως Πρόεδροι του Συμβουλίου Αδειών, με ομόφωνες αποφάσεις του Συμβουλίου και σε διαφορετικές συνεδριάσεις του, χορήγησαν διήμερες τακτικές άδειες απουσίας στον καταδικασθέντα, για δολοφονίες και άλλες τρομοκρατικές ενέργειες, κρατούμενο Δημήτριο Κουφοντίνα. Η αλήθεια είναι ότι, με βάση τον σχετικό Νόμο, η άδεια αυτή χορηγήθηκε με αρκετή καθυστέρηση -16 χρόνια μετά την καταδίκη του- σε διπλάσιο δηλαδή από το προβλεπόμενο από τη νομοθεσία χρόνο» ανέφεραν χαρακτηριστικά.
Κατά την εξέταση του νέου αιτήματος για άδεια του Δημήτρη Κουφοντίνα, εισαγγελικός λειτουργός, ο οποίος στο παρελθόν είχε συναινέσει σε αντίστοιχο αίτημα του κρατούμενου, διαφώνησε τώρα και προσέφυγε κατά της πλειοψηφούσας θετικής κρίσης του Πειθαρχικού Συμβουλίου της φυλακής.
Το θέμα κρίθηκε στο Δικαστικό Συμβούλιο Βόλου που αποφάνθηκε αρνητικά. Στο σκεπτικό του Συμβουλίου για πρώτη φορά αμφισβητούνται οι τυπικές προϋποθέσεις που πληροί ο κρατούμενος με το αιτιολογικό ότι είναι πολυισοβίτης. «Eρευνητέο ερμηνευτικά τυγχάνει το ζήτημα της δυνατότητας χορήγησης τακτικής αδείας σε καταδικασμένους σε πλείονες της μίας ποινές ισοβίου καθείρξεως. Κατά την κρίση του Συμβουλίου τούτου, εφόσον ουδέν προβλέπεται, ούτε ρυθμίζεται ως προς τη χορήγηση αδείας σε καταδικασμένους σε πλείονες της μίας ποινές ισοβίου καθείρξεως, δεν είναι επιτρεπτή, κατ’ άρθρο 55 παρ. 1 ΣΚ, η χορήγηση τακτικής αδείας στις περιπτώσεις αυτές, διότι ο νομοθέτης θα το προέβλεπε ρητά», σημειώνεται χαρακτηριστικά. Πρόκειται για μια μάλλον διασταλτική ερμηνεία του νόμου που αντιβαίνει στις γενικές νομοθετικές διατάξεις, καθώς συνεπάγεται επιδείνωση των όρων φυλάκισης.
Ως προς αυτό έχουν τοποθετηθεί έγκριτοι νομικοί και παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Ποινικό Δίκαιο Γενική Θεωρία» του Καθηγητή Ιωάννη Μανωλεδάκη:
«Σύμφωνα με την αρχή n.c.n.p.s.l το αξιόποινο δημιουργείται μόνο με νόμο και όχι ερμηνευτικά….. Στο μέτρο που αυτή η διαστολή, συστολή και αναλογία επεκτείνει τις συνέπειες ενός ποινικού κανόνα σε βάρος του δράστη ή του κατηγορουμένου ή του καταδίκου, διαπλάθοντας έτσι ποινικό δίκαιο πέρα από το ρητά εκφρασμένο γράμμα του νόμου, απαγορεύεται”….. “Η διασταλτική, συσταλτική και αναλογική ερμηνεία επιτρέπονται όμως στο μέτρο που περιορίζουν τις δυσμενείς συνέπειες των ποινικών κανόνων, διαπλάθοντας δίκαιο υπέρ του δράστη, του κατηγορουμένου ή του καταδίκου.»
Άλλωστε υπάρχει σχετική γνωμοδότηση του αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου το 2011 αλλά και πρακτικές που έχουν εφαρμοστεί εδώ και πολλά χρόνια στα σωφρονιστικά ιδρύματα της χώρας και αφορούν τόσο σε χορηγήσεις αδειών σε πολυισοβίτες, όσο και σε υφ’ όρων απολύσεις τους.
Στο μεγαλύτερο του μέρος, όμως, το σκεπτικό του βουλεύματος στέκεται στη συρραφή παλιότερων δηλώσεων του Δημήτρη Κουφοντινα που αποτυπώνουν το ιδεολογικό του υπόβαθρο.
«Οι δηλώσεις «να αντισταθούμε στην κρατική τρομοκρατία», «να ξαναπιάσουμε το κόκκινο νήμα αυτών των αγώνων» και «η ένοπλη δράση δείχνει το δρόμο για την κλιμάκωση του κοινωνικού και του πολιτικού αγώνα», οι οποίες παραπέμπουν ευθέως στη βία, όχι μόνο δεν αποτελούν ένδειξη μίας πορείας σωφρονισμού και σεβασμού της έννομης τάξης, αλλά αντιθέτως καταδεικνύουν ένα πρόσωπο που εμπράκτως και σταθερά αποτάσσεται την έννομη τάξη, δοθέντος ότι δεν αποτελούν απλά μία ιδεολογική τοποθέτηση του εν λόγω καταδίκου, ούτε μία αυθόρμητη αντίδρασή του υπό ορισμένες συνθήκες συναισθηματικής πίεσης… Ενδεικτικό δε στοιχείο της προσωπικότητας του εν λόγω καταδίκου είναι η παντελής και απολύτως συνειδητή έλλειψη οποιασδήποτε μεταμέλειας για τις άδικες πράξεις τις οποίες τέλεσε και τις οποίες εξακολουθεί να θεωρεί ως πολιτικά εγκλήματα, θέτοντας τον εαυτό του σε θέση ήρωα-πολιτικού κρατουμένου… Eν όψει και των ανωτέρω δηλώσεων παρέπεται ότι ο ως άνω κατάδικος δεν είναι πρόθυμος να αλλάξει στάση ζωής, αλλά εμμένει στην άποψή του περί ένοπλης ανατροπής του «κρατικού μονοπωλίου της βίας» και άρα καθιστά εναργές ότι ευκαιρίας δοθείσης, δεν αποκλείεται να τελέσει και νέες αξιόποινες πράξεις ιδιαίτερης απαξίας. Περαιτέρω, καλεί σε συμπαράσταση και αλληλεγγύη προς υποστήριξη του αγώνα του για τη λήψη άδειας εξόδου από το σωφρονιστικό κατάστημα και ομάδες εκτός της φυλακής, αμφισβητήσιμης νομιμότητας, αναφερόμενος και πάλι στο κόκκινο νήμα της ζωής, που από το μέσο άνθρωπο δύναται να ερμηνευθεί και ως «αίμα».
Εδώ, το Συμβούλιο εικάζει με βάση όχι πραγματικά περιστατικά που έχουν συμβεί κατά τη διάρκεια των σχεδόν 17 χρόνων φυλάκισης του κρατουμένου αλλά με βάση τις πολιτικές του πεποιθήσεις ότι «δεν αποκλείεται να τελέσει και νέες αξιόποινες πράξεις». Κάτι τέτοιο όμως, δε συνιστά ορθή ανάγνωση και εφαρμογή του νόμου. Η Έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη , που συντάχθηκε το 2008 από τον νυν γραμματέα Αντεγκληματικής Πολιτικής Ευτύχη Φυτράκη αποσαφηνίζει πλήρως τα κριτήρια πάνω στα οποία μπορεί να εδράζεται μια απόρριψη αιτήματος αδείας και αυτά σε καμία περίπτωση δεν αντικατοπτρίζονται στο σκεπτικό του Συμβουλίου:
«Κατά το άρθρο 54 παρ. 5 ΣΚ “[η] απόρριψη αίτησης για χορήγηση αδείας γίνεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του αρμόδιου οργάνου”.. ……. Στο συγκεκριμένο ζήτημα, ειδικότερα, κρίνεται αιτιολογημένη η απόρριψη του αιτήματος, εφόσον περιέχονται συγκεκριμένα γεγονότα, όπως π.χ. η απόδραση, η προηγούμενη παραβίαση των περιοριστικών όρων, η πειθαρχική τιμώρησα ή η συμπεριφορά κατά τη διάρκεια της προηγούμενης άδειας, τα οποία τεκμηριώνουν την κρίση περί υποψίας “φυγής ή τέλεσης νέων εγκλημάτων”. Η απόφαση πρέπει δηλαδή να περιέχει συγκεκριμένα εμπειρικά δεδομένα, βάσει των οποίων τεκμηριώνεται η συνδρομή των όρων του νόμου, δηλαδή κίνδυνος φυγής ή τέλεσης νέων εγκλημάτων. Μάλιστα, εν προκειμένω, ο νομοθέτης υποδεικνύει τα πεδία από τα οποία θα αντληθούν οι πληροφορίες και τα τεκμήρια για διάγνωση των στοιχείων του νόμου. Μία κρίση που δεν πληροί αυτά τα κριτήρια που έρχεται σε αντίθεση με τα πραγματικά στοιχεία της εμπειρικής παρατήρησης της συμπεριφοράς του κρατούμενου και δεν είναι επαρκής. Εξάλλου λανθασμένες και εκτός του πλαισίου του νόμου είναι κρίσεις όπως αυτές κατά τις οποίες δεν πρέπει να δοθεί η άδεια διότι «δεν έχει αποκηρύξει το παρελθόν του και δεν έχει εκδηλώσει μεταστροφή και μεταμέλεια».
Στο μεταξύ ο Δημήτρης Κουφοντίνας ως ένδειξη διαμαρτυρίας έχει προχωρήσει από τις 2 Μαΐου σε απεργία πείνας. Είναι προφανές ότι τα περιθώρια ενός ανθρώπου 61 ετών με επιβαρυμένη υγεία ήδη από τις προηγούμενες απεργίες πείνας, είναι περιορισμένα. Από το νοσοκομείο του Βόλου, όπου νοσηλεύεται ανακοίνωσε γραπτώς ότι δεν πρόκειται να σταματήσει την απεργία εάν δεν ικανοποιηθεί το αίτημα του και ότι αρνείται κάθε ιατρική βοήθεια. «Η απεργία πείνας είναι ύστατο μέσο πάλης, είναι το μέσο που τίμησαν με τους αγώνες και τις θυσίες τους τόσοι και τόσοι αγωνιστές, παλεύοντας μέχρι το τέλος. Θα ήμουν πολύ μικρός αν δεν ακολουθούσα μέχρι το τέλος αυτόν τον μεγάλο δρόμο. Γι’ αυτό συνεχίζω την απεργία πείνας, μέχρι τη δικαίωση ή μέχρι το τέλος. Αρνούμαι κάθε ιατρική βοήθεια και απαλλάσσω τους αγαπημένους μου από την ευθύνη της απόφασης να με επαναφέρουν οι γιατροί σε περίπτωση που χάσω τη συνείδηση», υπογραμμίζει.
Την Παρασκευή 10 Μαΐου η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου ζήτησε να τις διαβιβαστούν το βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου του Βόλου, ο ιατρικός φάκελος του Δημήτρη Κουφοντίνα, η έκθεση της κοινωνικής λειτουργού της φυλακής και το τελευταίο ιατρικό πιστοποιητικό από το νοσοκομείο όπου νοσηλεύεται ο απεργός πείνας. Η κα. Δημητρίου αν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δε συντρέχουν ικανοί λόγοι για την απόρριψη του αιτήματος του κρατούμενου, έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση του δικαστικού βουλεύματος.
Η υπόθεση αυτή αφορά στα δικαιώματα ενός κρατουμένου, πολύ περισσότερο αφορά στο αν οι νόμοι εφαρμόζονται στη βάση της αξιακής τους διάστασης και όχι επιλεκτικά, στο αν εντός του κρατικού μηχανισμού διαμορφώνονται μικρά καθεστώτα εξαίρεσης με ρεβανσιστικό πνεύμα ανοίγοντας ολισθηρά μονοπάτια αυθαιρεσίας. Απευθυνθήκαμε σε ανθρώπους που εξαιτίας του θεσμικού ή του επαγγελματικού τους ρόλου, διαθέτουν γνώση και εμπειρία σε ζητήματα κράτους δικαίου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτή είναι η άποψη τους.
«Η εκ νέου απόρριψη της αίτησης του κρατούμενου Δημήτρη Κουφοντίνα για τη χορήγηση άδειας – και ιδίως η θεμελίωση της απόρριψης από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο σε στοιχεία κατά βάση φρονηματικά χωρίς να λείπουν και κάποια λογικά άλματα – θέτει ξανά το ζήτημα αν είναι νοητή η παρέκκλιση από τους κανόνες που θέτει ο σωφρονιστικός κώδικας για συγκεκριμένη κατηγορία κρατουμένων. Όπως έχει και στο πρόσφατο παρελθόν επισημάνει η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου – με αφορμή και πάλι το ζήτημα των αδειών του συγκεκριμένου κρατούμενου – ζητούμενο είναι η τήρηση των αρχών του κράτους δικαίου με την ορθή εφαρμογή του νόμου για όλους, χωρίς εξαιρέσεις , κατά την έκτιση της ποινής. Εν προκειμένω, η θεμελίωση εξαίρεσης από το δικαίωμα στη χορήγησης άδειας με βάση το φρόνημα του κρατούμενου δε βρίσκει κανένα έρεισμα στο νόμο. Επιπλέον η κρίση του δικαστικού συμβουλίου για τον κίνδυνο κακής χρήσης της άδειας , θα πρέπει να αναμετρηθεί στο γεγονός ότι ο συγκεκριμένος κρατούμενος έχει ήδη λάβει αρκετές φορές άδεια χωρίς να μπορεί να αμφισβητηθεί ότι τήρησε πλήρως τους όρους κι έκανε καλή χρήση αυτών.
Ο θεσμός των αδειών των κρατουμένων μετρά κάποιες δεκαετίες ζωής. Η επιτυχία του γενικότερα δεν αμφισβητείται και οφείλεται και στο γεγονός ότι εφαρμόζεται στο σύνολο των κρατουμένων – ακόμα και στους πιο επιβαρυμένους από τους βαρυποινίτες – ανεξάρτητα από τις πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκαν , τις ποινές που τους επιβλήθηκαν ή τα φρονήματα τους. Εξάλλου, ο σκοπός του νομοθέτη ήταν όχι μόνο η σταδιακή επανένταξη του κρατούμενου στην κοινωνία αλλά και η συμβολή στην ομαλή λειτουργία της φυλακής μέσα από την αποφόρτιση των κρατουμενων και την προσδοκία της επιβράβευσης για την καλή συμπεριφορά τους εντός της φυλακής.
Ο ανθρώπινος πόνος των συγγενών των θυμάτων του Δημήτρη Κουφοντίνα είναι απολύτως σεβαστός και οι αντιδράσεις – σε ανθρώπινο επίπεδο – είναι κατανοητές. Η οργανωμένη πολιτεία, όμως, δεν είναι δυνατό να λειτουργεί εκδικητικά και να εισάγει παρεκκλίσεις από την αρχή της νομιμότητας, εφαρμόζοντας ιδεολογικά κριτήρια.»
«Δεν πρόκειται για ηθικό ή πολιτικό ζήτημα. Είναι θεσμικό ζήτημα. Κάποιος που καταδικάστηκε, από τη στιγμή που βρίσκεται σε κατάστημα κράτησης τίθεται υπό την ισχύ του σωφρονιστικού κώδικα. Ο νόμος 2776 του 1999 δεν έχει υιοθετήσει το λεγόμενο αναμορφωτικό ή βελτιωτικό μοντέλο, με την έννοια ότι όποιος μπαίνει μέσα στη φυλακή , πρέπει να αλλάζει άποψη. Από το 1999 μέχρι το 2019 , σ’ αυτά τα 20 χρόνια πέρασαν πολλές κυβερνήσεις , πολλών αποχρώσεων. Καμία δεν άλλαξε τις διατάξεις του σωφρονιστικού κώδικα για τη χορήγηση αδειών, ώστε να βάλει ειδικές ρυθμίσεις για περιπτώσεις τρομοκρατών και ότι οι ευεργετικές διατάξεις αφορούν μόνο τους μετανοήσαντες.
Η έννοια της επικινδυνότητας δε μπορεί να αφορά ιδέες αλλά μόνο πράξεις. Πουθενά δεν προκύπτει, από οποιαδήποτε εγκύκλιο ή ερμηνεία της, ότι με την ισχύουσα νομοθεσία και με το σκεπτικό των τελεσθέντων εγκλημάτων του κ. Κουφοντίνα και την εμμονή του στην ιδεολογία του, μπορεί να του απαγορευτεί η άδεια. Αυτό δεν πρέπει να συνδεθεί στην κοινή γνώμη με την αποδοχή της τρομοκρατίας αλλά με το κράτος δικαίου, το οποίο δεν τιμωρεί με ιδεολογικά κριτήρια αλλά σύμφωνα με το νόμο»
«Η συζήτηση που διεξάγεται είναι ανορθόδοξη και οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι πρόκειται για τον Κουφοντίνα. Ο κρατούμενος δικάστηκε για τα εγκλήματα του και εκτίει την ποινή του. Από κει και πέρα αυτό που αξιολογείται είναι η στάση του μέσα στη φυλακή. Δεν εξετάζουμε το πρώτο αίτημα. Έχει πάρει άδειες κι έχει υπάρξει συνεπής. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι ύποπτος φυγής, ούτε ελλοχεύει ο κίνδυνος να τελέσει νέα αδικήματα. Η απόφαση του Συμβουλίου φέρνει στο επίκεντρο πολιτικά κριτήρια, τα οποία δεν είναι προϋπόθεση του νόμου. Το να εκδίδεται, λοιπόν, ένα σκεπτικό με βάση τα πολιτικά πιστεύω του κρατούμενου, συνιστά υποχώρηση από τις θεσμοθετημένες κατακτήσεις. Διαμορφώνεται η αίσθηση ότι το Συμβούλιο υποχώρησε σε πολιτικές πιέσεις. Η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχει τη δυνατότητα να παρέμβει. Θα είναι σοβαρό πρόβλημα για τους θεσμούς του κράτους εάν πληγεί η υγεία ενός κρατούμενου που βρίσκεται σε απεργία πείνας»
Η Διεθνής Αμνηστία από την πλευρά της υπενθυμίζει τις υποχρεώσεις του ελληνικού κράτους απέναντι στους κρατούμενους απεργούς πείνας:
«Η Ελλάδα έχει διαπιστωθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ότι έχει παραβιάσει αρκετές φορές τα δικαιώματα των κρατουμένων στις ελληνικές φυλακές και τους έχει υποβάλλει σε βασανιστικές, απάνθρωπες και εξευτελιστικές συνθήκες. Η Διεθνής Αμνηστία έχει εκφράσει πολλές φορές την ανησυχία της για τη συμπεριφορά που υφίστανται οι κρατούμενοι σε αστυνομικά κρατητήρια ή σωφρονιστικά ιδρύματα, ενώ επανειλημμένα έχει ζητήσει τη διεξαγωγή ανεξάρτητης έρευνας για τις συνθήκες του θανάτου της κρατούμενης Κατερίνας Γκουλιώνη. Ειδικότερα για τους κρατούμενους απεργούς πείνας, η Διεθνής Αμνηστία έχει μια ξεκάθαρη άποψη ότι κάθε απόφαση για τη φροντίδα τους, πρέπει να είναι αποτέλεσμα ανεξάρτητης ιατρικής βούλησης σε συνάρτηση με την ιατρική δεοντολογία που θα λαμβάνεται από επαγγελματίες της υγείας και σε μια σχέση εμπιστοσύνης με τον απεργό πείνας. Μη συναινετική σίτιση απεργού πείνας από μη ειδικευμένους ιατρούς και χωρίς ιατρική επίβλεψη ή εάν γίνεται για λόγους άλλους από την ιατρική αναγκαιότητα ή εάν γίνεται με τρόπο που ισοδυναμεί με βασανιστήρια ή άλλη σκληρή, ή η ταπεινωτική μεταχείριση θα ήταν αντίθετη προς τις υποχρεώσεις μιας χώρας στα πρότυπα του διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.»