Η αγάπη μας είναι απέραντη κι αδιαπραγμάτευτη. Αποφασίσαμε όμως φέτος να κάνουμε ένα αντι-αφιέρωμα στη Γιορτή της Μητέρας. Να γράψουμε για όλα εκείνα τα αδιόρθωτα που κάνουν και μας εξοργίζουν. Χωρίς να ακούνε κουβέντα, χωρίς να τους ενδιαφέρει ότι δεν είμαστε πια στην προεφηβική ηλικία, ανεξάρτητα από το αν μοιραζόμαστε ή όχι ακόμα την οικογενειακή στέγη.
Παντού γύρω σήμερα, μοιράζουν λουλούδια. Θα τους πάμε κι εμείς τα δικά μας. Αλλά, πριν την επίσκεψη για το οικογενειακό τραπέζι, η συντακτική ομάδα της Popaganda συμπληρώνει την έκφραση «Μάνα είναι μόνο μια, αλλά καμιά φορά…»…
Δε θα καταλάβω ποτέ πώς γίνεται λίγο πριν τα 40 μου όταν βρισκόμαστε μαζί σε κάποια οικογενειακή/ κοινωνική εκδήλωση να με σκουντάει διακριτικά και να μου λέει το εξοργιστικό «χαιρέτα», λες και δεν είμαι ο γιος της αλλά κάποιος άνθρωπος των σπηλαίων. Δε θα μπορέσω να αναχαιτίσω ποτέ τον σίφουνα που έρχεται στο σπίτι μου και παρά τις εκκλήσεις «κάτσε να πούμε καμιά κουβέντα», σαν οδοστρωτήρας παίζει ταυτόχρονα τον ρόλο της οικιακής βοηθού/ interior designer – «αφού έτσι κι αλλιώς στο κινητό είσαι όλη την ώρα». Δε θα αποκτήσω ποτέ την υπομονή να απαντώ με ηρεμία σε όλα εκείνα τα τηλεφωνήματα που ξεκινάνε με ένα επίμονο «τι έχεις;» πριν το «καλησπέρα». Δεν ξέρω που θα μας βγάλει αυτή η όμορφη περιπέτεια που λέγεται Facebook και για εκείνη ξεκίνησε, επισήμως, μόλις πρόσφατα. Δε θα σταματήσω ποτέ να λέω με το ίδιο κέφι την ιστορία από το καλοκαίρι του 1998 που εγώ έβλεπα με άγχος την Κροατία στο Μουντιάλ της Γαλλίας κι εκείνη με μια μαλακτική στο χέρι μου ξέπλεκε τις τζίβες από τα «ράστα» που είχα αποφασίσει να λύσω, τερματίζοντας μια σύντομη περίοδο εσωτερικής ενδοσκόπησης για τις ολοφάνερες τζαμαϊκανές μου ρίζες – «δε θα σε ενοχλώ, εσύ κάνε τη δουλειά σου και δες το ματς», το χειρότερο δεν είναι ότι το έλεγε αλλά ότι το πίστευε. Νομίζω, επίσης, ότι όταν μας βλέπουν κάποιοι τρίτοι, είναι σχεδόν αδύνατο για εκείνους να μου συγχωρήσουν ότι είμαι ένας άνθρωπος που έχει το προνόμιο να απολαμβάνει (και να εκμεταλλεύεται) τόση ανυπολόγιστη αδυναμία που του δείχνει κάποιος άλλος. Η μαμά μου, δηλαδή.
Απλά βγες για ένα καφέ με τρεις-τέσσερις φίλους ή φίλες σου, που είχαν την τύχη να μεγαλώσουν δίπλα στο αρχέτυπο της Ελληνίδας Μάνας – ή καλύτερα της Μεσογειακής Μάνας (καθώς το ελληνικό παράδειγμα δεν είναι και τόσο μοναδικό. Συζητήστε χωρίς φόβο και πάθος για τα πράγματα που θεωρείτε ανυπόφορα στις μανάδες σας. Οι απαντήσεις θα είναι ίδιες ή έστω πανομοιότυπες.
H γκρίνια, πρώτο και κυριότερο (στην περίπτωσή μου ουσιαστικά το μοναδικό). Γκρίνια για τη διατροφή σου, τα ρούχα σου, την κοινωνική σου ζωή, το δωμάτιο ή το σπίτι σου, τις ώρες που βγαίνεις και μπαίνεις και κάπου εδώ σταματάω γιατί κυριολεκτικά δεν υπάρχει κάτι για το οποίο να μην μπορεί να γκρινιάξει η αγαπημένη μας μαμά, αν το θέλει.
Η μητέρα μου προφανώς δεν αποτελεί εξαίρεση στο παραπάνω, κάθε άλλο. Είμαι πεπεισμένος ότι σταδιακά αναγάγει την γκρίνια σε μοναδικό τρόπο επικοινωνίας και συνδιαλλαγής. Άλλα οκ, η γκρίνια περιορίζεται στα λόγια, οπότε σε τελική ανάλυση, μπορείς ανά πάσα στιγμή να την αγνοήσεις. Τι γίνεται όμως όταν περνάμε στις πράξεις και τις παρεμβάσεις; Τι γίνεται όταν οι μαμάδες είναι αποφασισμένες να αναλάβουν δράση για εμάς, επειδή αυτές ξέρουν καλύτερα; Ευτυχώς οι μαρτυρίες φίλων και μη, είναι πολλές και συνεπώς παρήγορες.
Δεν θα μάθω ποτέ, ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να αποτρέψω την μάνα μου, αποτελεσματικά από το να παρεμβαίνει στη ζωή μου «για το δικό μου καλό», ως άλλη γκουρού. Από το πιο απλό κι απρόσωπο πράγμα – όπως μια συμβουλή για την μαγειρική ή τα ρούχα – έως το πιο σύνθετο και προσωπικό, – ένα τατουάζ, τον γάμο, whatever – αν η μητέρα σου έχει αντίθετη άποψη από τη δική σου, φοβάμαι πως the game is over. Η άποψη της μάνας, είναι προφανώς η σωστή και στην περίπτωση που δεν την ασπαστώ, καλό θα ήταν να συμβιβαστώ με την ιδέα ότι για το επόμενο διήμερο πάνω κάτω, θα βλέπω το κρεμάμενο ως το πάτωμα φατσάκι της. Της αναγνωρίζω βέβαια ότι δεν μου επιβλήθηκε ποτέ. Ενδεχομένως γιατί ξέρει κατά βάθος ότι πάντα έχω δίκιο. Χρόνια πολλά μαμά μου!
Ένα πρωινό Σαββάτου ανακοίνωσα στην μάνα μου ότι θα πάω να κάνω ένα μικρό τατουάζ και εκείνη απλά αδιαφόρησε (επικριτικά πάντα). Όταν το βράδυ γύρισα και είχα κάνει ένα όντως μεγάλο τατουάζ, χωρίς να το πολυσκεφτεί μου ότι κάνω αυτά που κοροϊδεύει και με αποκάλεσε εντελώς στεγνά «αλήτισσα». Μετά από κάνα δυο μέρες της πέρασε ο θυμός, αλλά συγγνώμη δε μου ζήτησε για τον χαρακτηρισμό της. Δεν το είχε μετανιώσει καθόλου η τύπισσα. Όταν πάλι, πριν από μερικούς μήνες αποφάσισα να πάω να τρυπήσω την μύτη μου, δεν της αποκάλυψα τίποτα, είπα να πάρω τα ρίσκα μου και να δω την ξαφνική της αντίδραση. Ε, αυτή την φορά ευτυχώς δεν υπήρχαν συγκεκριμένοι χαρακτηρισμοί που θα μου προκαλούσαν μόνιμα ψυχολογικά τραύματα. Μου είπε στεγνά και καθαρά να φύγω από το σπίτι της και να μην ξαναπατήσω. Μάλιστα, μου το έλεγε καθημερινώς επί δυο βδομάδες περίπου, γιατί αυτός ο θυμός δεν έφυγε. Ευτυχώς όμως, προς το παρόν τον έχει θάψει κάπου βαθιά και έχω ακόμα μια σκεπή πάνω από το κεφάλι μου. Αυτή είναι η μαμά μου, δεν πιστεύει σε παιδαγωγικές μεθόδους ανατροφής ενός παιδιού και άλλα τέτοια new age. Εφ΄όσον είμαστε εγώ και η αδερφή μου υγιείς, ντυμένες και ταϊσμένες, θεωρεί ότι έχει κάνει τέλεια την δουλειά της. Για να είμαι ειλικρινής και δίκαιη, όμως, η μαμά μου όμως ξέρει ποιο μαλακτικό να βάζει στα σεντόνια μου για να κοιμάμαι χαρούμενη, μου ετοιμάζει το τάπερ μου το πρωί, μου ανάβει το θερμοσίφωνο όταν ξέρει ότι θ’ αργήσω να γυρίσω κι εκείνο το ξημέρωμα που γέμισα όλο το δωμάτιό μου με εμετούς, πίστεψε όντως ότι κάτι είχα φάει και με πείραξε, όσο και αν προσπαθούσε να της εξηγήσει ο πατέρας μου πως ήμουν στουπί.
ΥΓ: Αφήστε που με αποκαλεί πασά κι αυτό υπερνικά εκείνο το «αλήτισσα»…
Δεν είναι εύκολο να διαχειρίζεσαι μια τοξική σχέση με τη μητέρα σου, σίγουρα χρειάζονται χρόνια για να το χωνέψεις. Ο David Chase, ο δημιουργός του Sopranos πάλευε από παιδί με την κατάθλιψη και τις κρίσεις πανικού, ίσως παλεύει ακόμα. Στην σειρά που τον έκανε ευρέως γνωστό, ο ρόλος της -άκρως προβληματικής για τα παιδιά της- Livia Soprano είναι εμπνευσμένος από την μητέρα του. Ο David Chase, δηλαδή, περιέγραψε ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής του, την ψυχική του υγεία και την έλλειψη στοργής από τη μητέρα του, μέσα από μια οικογένεια μαφιόζων του Νιου Τζέρσεϊ. Είναι πραγματικά δύσκολο να μην έχεις αυτό που θεωρούν όλοι αυτονόητο, την αγάπη της μητέρας σου, αλλά, ίσως μπορείς να βγάλεις κάτι όμορφο από αυτό για να ξορκίσεις μια κατάσταση που δεν επέλεξες. Και δεν χρειάζεται να γράψεις μια σειρά που θα επηρεάσει την πορεία της αμερικάνικης τηλεόρασης, βρες άλλον τρόπο.
Την αγαπάω, δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς. Κι ας ήρθε να μου πει στα 22 μου ψελλίζοντας αμήχανα ότι «υπάρχει κι αυτό το AIDS παιδί μου» και κατάφερε να πει την λέξη «προφυλακτικό». Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που μου μίλησε γι’ αυτό το θέμα, και ήταν στα 22 μου. Δυστυχώς, δεν μπορούσε να το χειριστεί καθόλου -και νομίζω ακόμη- ότι η κόρη της έχει και αυτή ερωτική ζωή όπως όλοι οι άνθρωποι. Ευτυχώς ήμουν αρκετά υπεύθυνη από μόνη μου. Αλλά μου έλειψε μεγαλώνοντας να συζητώ μαζί της, όχι μόνο όσα χρειαζόμουν να ξέρω και αφορούσαν την υγεία μου ως γυναίκα, αλλά και τις συναισθηματικές μου ανασφάλειες και προβληματισμούς όσον αφορά τον εκάστοτε σύντροφό μου . Όχι, ότι δεν προσπάθησε μετέπειτα να με πλησιάσει αλλά μάλλον ο άτσαλος τρόπος της και ότι είχαν χαθεί τα κρίσιμα χρόνια της εφηβείας δεν με έκαναν να ανοιχτώ. Ισχύει άραγε το ποτέ δεν είναι αργά;
Μάνα, μανούλα, μητέρα μαμά. Και τι μαμά. Η μαμά Χριστίνα, βρίσκεται πάντα σε ετοιμότητα να διαχειριστεί, μία τα δραματικά άγχη της «Μουτσάτσας» της όπως με αποκαλεί, μία τις στενοχώριες μου, τα κλάματα και τις ερωτικές μου περιπέτειες. Και μια ακόμα την αρρωστομανία μου (αυτό κι αν την έχει εξαντλήσει), κι οτιδήποτε άλλο μπορεί να προκύψει σε καθημερινή βάση. Τους τελευταίους όμως μήνες, η μαμά Χριστίνα έχει αποκτήσει ένα smartphone και τα πράγματα στο σπίτι δεν είναι καθόλου ευχάριστα. Μπορεί να της μιλάς ή να την φωνάζεις για να της πεις κάτι που επείγει, κι εκείνη να είναι καλωδιωμένη με τα ακουστικά της, ακούγοντας τραγούδια στο… YouTube. Τόσο καλωδιωμένη που έχουν υπάρξει φορές που δεν ακούει ούτε το κουδούνι, και να σου εγώ που έχω ξεχάσει (κλασικά) τα κλειδιά μου, να βαράω με τις ώρες μέχρι να ανοίξει. Η σχέση μας είναι σουρεάλ, όπως σουρεάλ είναι και τα ουρλιαχτά της κάθε φορά που αγχώνεται ή βγαίνει εκτός ελέγχου, με τον μπαμπά κυρίως. Σχεδόν ανυπόφορα. Και η υπερβολή της με το φαγητό, όμως, συγκαταλέγεται στα ελαττώματά της. Δεν έχει υπάρξει φίλος ή φίλη μου που να έχει μπει στο σπίτι μας και να μην την έχει ρωτήσει πάνω από δέκα φορές αν θέλει να φάει. Την ίδια τακτική ακολουθεί και με τον σκυλάκο μας, ο οποίος κοντεύει να σκάσει από την ποσότητα του φαγητού που του δίνει η μαμά. Παρ’ όλα αυτά, την αγαπάω και με αγαπάει πολύ, πάρα πολύ. Κι όσα χρόνια κι αν μας χωρίζουν, καταφέρνουμε να είμαστε μέσα στο σπίτι οι καλύτερες φίλες, παρά τα σουρεάλ σκηνικά που διαδραματίζονται σε αυτό…
Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορεί να κάνει μία μάνα για να σε εκνευρίσει. Από την ανούσια ερώτηση «ήρθες;» όταν μπαίνεις στο σπίτι, τη συνεχή προτροπή για να φας κάτι που είναι ακριβώς μπροστά σου και τις παραινέσεις για να μιλήσεις με συγγενείς σε γιορτές, μέχρι τα παράλογα τηλεφωνήματα στις 4 το πρωί όταν είσαι έξω και δεν μπορείς να μιλήσεις αλλά εκείνη επιμένει γιατί αρνείται πεισματικά να μάθει να στέλνει μηνύματα.
Όλα αυτά μπορούν να σε κάνουν να «σκας» από τα νεύρα σου την ώρα που νιώθεις ότι σε πνίγει το δίκιο. Η δική μου μάνα τα κάνει όλα αυτά με ζηλευτή συνέπεια καθημερινά. Τα αναγνωρίζει ως λάθη, τα επαναλαμβάνει και τα δικαιολογεί με το απλό, λιτό κι εξοργιστικό «μάνα είμαι τι να κάνω». Το ερώτημα είναι αν μπορείς να τα συνηθίσεις όλα αυτά και η απάντηση είναι πως όχι. Οι εκνευριστικές συνήθειες της μάνας σου δε θα γίνουν ποτέ συνήθεια και για σένα καθώς πάντα θα νιώθεις ότι συμβαίνουν για πρώτη φορά.
Τότε είναι που όταν έχεις κοκκινίσει σαν τον Ομπράντοβιτς, αναρωτιέσαι που πήγε εκείνη η φιγούρα που σε έκανε έκανε να νιώθεις ένα ανεξήγητο συναίσθημα ασφάλειας όταν ήσουν μικρός και μπορούσε με μια απλή κουβέντα να πάρει μακριά όλα σου τα προβλήματα. Σκέφτεσαι γιατί έχει γίνει τόσο σπαστική, γιατί παίρνει στα σοβαρά έστω και το παραμικρό αστείο που θα κάνεις και κυρίως γιατί ενώ αναγνωρίζει ότι γίνεται υπερβολική δεν κάνει κάτι για να το σταματήσει. Απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα δεν υπάρχει. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να συμβιβαστείς με την ιδέα ότι αυτή θα είναι η σχέση σας κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής σου.
Μάλιστα, φτάνεις στο σημείο που τη δικαιολογείς ακόμα και εσύ με τον δικό της τρόπο λέγοντας ότι εν τέλει «μάνα είναι». Μήπως εν τέλει δεν έχει κανένα νόημα όλος αυτός ο εκνευρισμός; Άλλωστε, όπως λένε, μάνα είναι μόνο μία.