Πάει κι αυτό λοιπόν… Πέρασε. Για το σχεδόν μεταφυσικό γεγονός που λέγεται «γερμανικές εκλογές» μιλάμε, μετά τις οποίες υποτίθεται θα συνέβαινε το ένα, θα άλλαζε το άλλο, μεγάλες προσδοκίες και wishful thinking ευχολόγια. Για κάποιους εδώ στο Νότο τουλάχιστον…
Εν τω μεταξύ στον Βορρά… Παραμονή εκλογών και το κλίμα είναι υποτονικό, ανέκαθεν ήταν («ξενέρωτοι Γερμανοί βρε παιδί μου»), είναι και που οι εκλογές εδώ έχουν αποδειχθεί ένα άθλημα στο οποίο πολλοί συμμετέχουν, αλλά στο τέλος κερδίζει πάντα η Άνγκελα, ίσως μόνο οι αφίσες των χαμογελαστών «ψηφίστε με» υποψηφίων που καμαρώνουν στους στύλους να θυμίζουν το γεγονός. Το Βερολίνο μοιάζει να ασχολείται περισσότερο με τον μαραθώνιό του και τα βαριά σύννεφα που έχουν κατέβει χαμηλά πάνω από την πόλη. Όχι, τούτη δεν είναι μια κάποια ποιητική μεταφορά για την ζοφερή απειλή του AfD, κατά βάση το αποτέλεσμα είναι σχεδόν αναμενόμενο, κανείς δεν θα πάθει σοκ, εδώ και δύο-τρία χρόνια άλλωστε είναι σε πορεία ανοδική, έχει πατήσει πόδι σε σχεδόν κάθε τοπικό κοινοβούλιο με ενίοτε εντυπωσιακά ποσοστά, οπότε αύριο μένει να επισφραγιστεί κι επίσημα η είσοδος του στην μεγάλη σκηνή. Όλα αυτά βέβαια μοιάζουν και λίγο μακρινά εδώ, στο μάτι του κυκλώνα της σκληρής gentrification, κάπου στο Prenzlauer Berg, τρώγοντας μια vegan-ωμοφαγική πίτσα στα 16 ευρώ και ένα ποτό αγγούρι-κουρκουμά (η νέα μόδα), με ωραίους χαλαρούς ανθρώπους τριγύρω, οι περισσότεροι δεν είναι καν ντόπιοι. Άλλωστε, όπως λέει κι ένα σύνθημα σε τοίχο «όλο το Βερολίνο μισεί την AfD». Όλο το Βερολίνο; Χμμμ. Την άλλη μέρα νωρίς πρωί, ησυχία, λίγος κόσμος στους δρόμους, ομίχλη, απέναντι μου στην S-Bahn κάθεται ένα γομάρι με μπλούζα Thor Steinar. Δίπλα του ένας άλλος άσχετος τύπος, φάτσα καθημερινή και μάλλον συμπαθητική, στα τέσσερα δάχτυλα του χεριού έχει χτυπήσει τατουάζ κάτι γράμματα, διακρίνω κατά σειρά Α, d, o, l. Δεν δυσκολεύτηκα να μαντέψω το πέμπτο…
«Όλο το Βερολίνο μισεί την AfD». Όλο το Βερολίνο; Χμμμ.
Κάθε προσέγγιση σε ένα εκλογικό αποτέλεσμα νομίζω θα έπρεπε να λαμβάνει υπόψη ότι έχει να κάνει με ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο το οποίο αποτυπώνει μια «μέση» (με ότι παραμορφωτικό συνεπάγεται αυτό) εικόνα μιας κοινωνίας. Πόσο μάλλον όταν εν προκειμένω έχουμε να κάνουμε με μία [κοινωνία], η οποία κουβαλά ιστορία βαριά και οδυνηρή και πολλές αντιθέσεις εγγεγραμμένες εκ γεννησιμιού στο DNA της, ήδη από τότε που μορφοποιήθηκε με την στρατιωτική συνένωση δεκάδων πριγκιπάτων, δουκάτων και ανθυποδουκάτων, που διαιρέθηκε σε προτεστάντες και καθολικούς, σε Ανατολή και Δύση, σε καπιταλισμό και κομμουνισμό. Αντιθέσεις άλλες φανερές και άλλες καλά κρυμμένες, όλες όμως υπαρκτές με τις ραφές να είναι χτυπητές πολλές φορές. Άλλη είναι λοιπόν η Γερμανία σε τούτο το μικρό συμπαθητικό εστιατόριο που βρισκόμαστε, άλλη εκείνη λίγες στάσεις του τραμ (ή μήπως έτη φωτός;) πιο κει, στις δυσοίωνες εργατικές πολυκατοικίες-κουτιά του Lichtenberg, άλλη είναι η Γερμανία στο μικρό χωριό της θείας μου στη Βαυαρία, όπου ο γιγαντόσωμος γείτονας με το μουστάκι και την βαριά του ακαταλαβίστικη προφορά παραπονείται για τους τεμπέληδες που θρέφει (και όχι δεν λέει για τους Έλληνες, αλλά για τους υπόλοιπους Γερμανούς), άλλη είναι η Γερμανία στην ανιαρή κωμόπολη της γιαγιάς μου κάπου στο Ρουρ με το προάστιο-γκέτο που έχει αποδειχθεί παραγωγικό φυτώριο για μαχητές του Isis.
Κατά συνέπεια τούτο δεν είναι ένα κείμενο του τύπου «θα σε πω εγώ, θα στα ξηγήσω όλα, τα πράγματα είναι απλά», ποτέ τα πράγματα δεν είναι απλά. Βέβαια εδώ, από τον ομφαλό της γης, όπου μέτρο των πάντων είναι η πάρτη μας και η απόλυτα στενή εθνική οπτική, όλα …ξεκαθαρίζουν. Το «μήνυμα των εκλογών» ήταν ασφαλώς -και μάλιστα σε αριστεροκεντροδεξιά σύμπλευση στη χαιρεκακία- ότι «οι ναζί ξανάρχονται», λίγο στα αίτια τα χαλάμε μόνο, αλλού φταίει η λιτότητα και το Δ’ Ράιχ, αλλού ο κουμουνισμός (sic) και αλλού ο «εθνολαϊκισμός» (sic sic sick). Μαζί έρχονται και οι εύκολες απλουστεύσεις και αναγωγές για κατανάλωση στα εσωτερικά μέτωπα, το CDU είναι και καλά η γερμανική ΝΔ, το AfD οι ΑΝΕΛ κοκ, πως λένε διάφοροι οπαδοί στη Γερμανία είμαι Μπάγερν επειδή φοράει κόκκινα και είναι σαν την Ολυμπιακάρα ή Ντόρτμουντ επειδή είναι ΑΕΚάρα; Για λίγες μέρες όλα αυτά βέβαια, μέχρι να βρεθεί το επόμενο «σοβαρό» ή μη θέμα για να διχάσει. Και η ζωή συνεχίζεται…
Μολονότι πάντως η συζήτηση των ημερών έχει επικεντρωθεί στον ελέφαντα του AfD, αξίζει εμείς να σταθούμε λίγο στην Άνγκελα, την τύποις, έστω και πύρρεια, νικήτρια των εκλογών. Αυτή άλλωστε, εδώ και χρόνια, κρατά και το μαχαίρι και το καρπούζι στη γερμανική πολιτική, και ως φαίνεται θα το κρατά μέχρι η ίδια να το αποφασίσει. Οσονούπω θα κλείσει 4 (!) τετραετίες στο επιβλητικό κτίριο στις όχθες του Σπρεε, μια αδιανόητη αντοχή για άλλον ευρωπαίο πολιτικό, ακόμη κι αν παρατηρήσουμε ότι οι Γερμανοί αντιπαθούν τις αλλαγές και τις πολλές εχμμ μεταρρυθμίσεις, γι’ αυτό και συνήθως οι καγκελάριοι τους μένουν κάτι αιώνες στην εξουσία. Η Μέρκελ όμως τους έχει ξεπεράσει όλους, ακόμη και τον πολιτικό της μπαμπά, Χέλμουτ Κολ. Και το έχει καταφέρει χωρίς να είναι καμία χαρισματική ή συναρπαστική προσωπικότητα. Αν τύχει να διαβάσεις (κουράγιο!) πολιτική της ομιλία, στη δεύτερη κιόλας παράγραφο νοσείς από βλεφαρόπτωση. Είναι όμως ακριβώς αυτό της το στοιχείο στο οποίο βασίζεται η εμπιστοσύνη του κόσμου, η μετριοπάθεια, η ασφάλεια και η σιγουριά που εμπνέει, λες και είναι η ενσάρκωση της παραδοσιακής γερμανίδας «Χάουσφράου», της νοικοκυράς η οποία στιβαρά και χωρίς ρίσκα κρατά την οικονομία του σπιτιού. Ησυχία, τάξη και ασφάλεια, λιτός βίος, sparen και τα λεφτουδάκια μας στην τοπική Sparkasse να είναι ασφαλή, μαζί ένα ακόμη κραταιό κοινωνικό κράτος (έστω και αποδυναμωμένο από τις τελευταίες μεγάλες μεταρρυθμίσεις του… σοσιαλδημοκράτη Σρέντερ, ο οποίος έκανε ότι έκανε και τώρα είναι υπάλληλος του Πούτιν). Καμία σχέση με «νεοφιλελευθερισμούς» και άλλες τέτοιες (κυρίως ελληνικές) φαντασιώσεις, η Άνγκελα δεν είναι Μάγκυ (και μεταξύ μας, πολλά πράγματα που ισχύουν στη Γερμανία, αν εφαρμόζονταν στην Ελλάδα οι εγχώριοι «βάστα Γερούν» θα έκραζαν για …Σοβιετία). Η μόνη μάλιστα μεγάλη αλλαγή που αποτόλμησε όλα αυτά τα χρόνια ήταν προς …αριστερή κατεύθυνση, όταν έκλεισε τα περισσότερα πυρηνικά εργοστάσια και προκήρυξε τη στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (χρόνιο αίτημα της γερμανικής πράσινης και μη αριστεράς).
Η μόνη μάλιστα μεγάλη αλλαγή που αποτόλμησε η «Χάουσφραου» Άνγκελα Μέρκελ όλα αυτά τα χρόνια ήταν προς …αριστερή κατεύθυνση, όταν έκλεισε τα περισσότερα πυρηνικά εργοστάσια και προκήρυξε τη στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας
Και κάπως έτσι, ήσυχο-ήσυχο το ποταμάκι κυλούσε το γαλάζιο του νεράκι, με τους δημοσιογράφους μόνο να γκρινιάζουν για την απολιτίκ αποχαύνωση του κόσμου και μια εσωκομματική μερίδα για το καράβι που στρίβει αριστερά και αφήνει κενό στα δεξιά. Μέχρι που… Μέχρι που έσκασε η προσφυγική κρίση. Όπου ομολογουμένως επέδειξε για πρώτη ίσως φορά τόλμη ηγέτη, βγήκε μπροστά με το περίφημο «θα τα καταφέρουμε» προωθώντας μια ανεκτική και ανοιχτή πολιτική την οποία έως και θα ζήλευε μια κάποια αριστερή κυβέρνηση του Νότου που ξέρω. Η δε γενικότερη εικόνα ευμάρειας και σταθερότητας κάπου θόλωσε, έσκασαν και τα απανωτά σκάνδαλα της αυτοκινητοβιομηχανίας, μαζί και άλλα σκανδαλάκια και σκανδαλάρες (σαν αυτό με το νέο -έχει ο Θεός ακόμη- αεροδρόμιο του Βερολίνου, που αν διαδραματιζόταν στα μέρη μας δεν θα μας ξέπλενε ούτε ο Ρήνος με όλα του τα παραποτάμια). Μολαταύτα, υπό τις συνθήκες αυτές, με τις πλατείες να βράζουν, με τα γιουχαΐσματα και τις ντομάτες στις συγκεντρώσεις, η απώλεια των περίπου 8 μονάδων μπορεί να φαντάζει μεγάλη, αλλά υπό τις συνθήκες που περιγράψαμε είναι έως και ανεκτή.
Άλλοι ήταν οι πραγματικοί χαμένοι (που εν προκειμένω δεν τα παίρνουν όλα), «στροφή της κεφαλής επ’ αριιιι-στερά», εκεί όπου θα συναντήσουμε το SPD σε μια πορεία κατά το άσμα «πιο χαμηλά, πιο χαμηλά». Και κάπου εδώ θα μπει και η Ελλάδα μας στο κάδρο. Όχι με τις κλασικές αναφορές στους τεμπέληδες του Νότου, όχι. Αλλά με τον εμπλουτισμό της έτσι κι αλλιώς εύπλαστης γερμανικής γλώσσας με έναν καινοφανή όρο: pasokisierung. «Πασοκοποίηση» δηλαδή, έναν εύστοχο και λίαν περιγραφικό ομολογουμένως όρο για την πανευρωπαϊκή κατάπτωση της καημένης της σοσιαλδημοκρατίας. Ενός χώρου που, αφού για χρόνια συμπορεύθηκε έως και ταυτίστηκε στον ΤΙΝΑ (There Is No Alternative), κάνοντας δρόμο σε οικονομικές μεταρρυθμίσεις, πολέμους και εισβολές με τους διάφορους Σρέντερ και Μπλερ, τώρα περνάει χοντρή υπαρξιακή κρίση, ποιος είμαι και που πάω. Όσο κι αν το SPD προσπάθησε να σώσει οτιδήποτε κι αν σώζεται με τον «άφθαρτο» μεν, άχρωμο και άοσμο δε βρυξελλοειδή Μάρτιν Σουλτς, φρονώ ότι αν δεν είχε πίσω του μια μακρόχρονη ιστορία, μια βάση ψηφοφόρων που ακόμη το στηρίζουν παραδοσιακά, αλλά και την παντελή απουσία μιας σοβαρής αριστεράς, θα είχε πέσει σε πραγματικά πασοκικά ποσοστά. Μόνη «καλή» είδηση ήταν ότι τούτη τη φορά μπήκαν στη βουλή τα φιλελέδια τα καλά τα αυθεντικά, μπας και τούτη τη φορά γλυτώσει το κόμμα την ευνουχιστική συγκυβέρνηση και του φύγει η ρετσινιά του δεκανικιού (δύσκολο, αλλά όλοι με μια ελπίδα ζούμε). Το οποίο FDP (τα φιλελέδια ντε) επανήλθε μετά από μια τετραετία στο μούσκιο, μια επιστροφή, η οποία πάντως δεν έχει να κάνει τόσο με αλλαγή σε πολιτικό προσανατολισμό, περισσότερο οφείλεται στην PR-γοητεία και τον …λαϊκισμό του αρχηγού του, Κρίστιαν Λίντνερ (του “Selfiemademan” όπως έχει ευφυώς αποκληθεί).
Εξίσου, ίσως ακόμη πιο χαμένοι υπό τις περιστάσεις αυτές, είναι οι Die Linke που κατάφεραν σε συνθήκες ραγδαίας αποδόμησης της σοσιαλδημοκρατίας αλλά και κυβερνητικής φθοράς να παραμείνουν στάσιμοι και να τερματίσουν μόλις πέμπτοι. Κάτι που μπορούμε να το αποδώσουμε στο γεγονός ότι το κόμμα για ένα μεγάλο κομμάτι των ψηφοφόρων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ως αντιπολίτευση, καθώς ακόμη κουβαλάει ιδιοσυστατικά στα γονίδιά του τον σκληροπυρηνικό ανατολικογερμανικό καθεστωτισμό, συγχρόνως όμως έπεσε και στην παγίδα του «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου», ειδικά το κομμάτι γύρω από το αμφιλεγόμενο αστέρι που λέγεται Σάρα Βάγκενκνεχτ άσκησε κριτική στα ανοιχτά σύνορα της Μέρκελ με επιχειρηματολογία που θα την ζήλευε ακόμη και το AfD.
Το AfD δεν είναι εύκολο να το βάλεις σε κουτάκι. Πολλές οι αντιφάσεις που κουβαλά. Μπορεί να έχει στις τάξεις του από διανοούμενους που μιλάνε για την ανώτερη κουλτούρα της Ευρώπης και την άμυνα απέναντι στους «εξ ανατολής βαρβάρους» (κάποτε οι Εβραίοι και οι Σοβιετικοί, σήμερα οι Μουσουλμάνοι) μέχρι και μια …ομοφοβική λεσβία.
Έλα όμως που η ιστορία έχει δείξει ότι σε τέτοιες περιπτώσεις και νομιμοποιείς την ατζέντα του θεωρητικού αντιπάλου σου αλλά και στην καταμέτρηση των κουκιών βγαίνεις χαμένος, γιατί ο κόσμος θα προτιμήσει το ορίτζιναλ. Το γνήσιο. Ένα αυθεντικά λαϊκό κόμμα. Χωρίς εισαγωγικά. Πόσο μάλλον όταν αυτό (μοιάζει να) επαγγέλλεται και μια εναλλακτική απέναντι σε μια ευρεία ισοπεδωτική συναίνεση. Μια «Εναλλακτική για τη Γερμανία», αυτό σημαίνουν γαρ τα αρχικά AfD. Η νέα, καθαρά τρίτη δύναμη στο γερμανικό πολιτικό σκηνικό. Το κόμμα που έσπασε το ταμπού της μη-ύπαρξης στην Bundestag άλλου δεξιότερα του CDU (ή του CSU για να ακριβολογούμε, αυτού του βαυαρικού μορφώματος χριστιανικού σωβινισμού που βαστούσε μέχρι σήμερα τα ακροδεξιά μπόσικα). Το κόμμα που όμως στην πραγματικότητα …δεν είναι κόμμα. Μπορεί μεν να ξεκίνησε ως τέτοιο, ως το κόμμα του συντηρητικού ευρωσκεπτικιστή και τεχνοκράτη επιχειρηματία, στην πορεία όμως μετεξελίχτηκε σε κίνημα έτσι όπως κατελήφθη ουσιαστικά από μια δυναμική που φούντωσε από τα κάτω, από τους δρόμους, ξεκινώντας από την (φευ) πανέμορφη Δρέσδη. Χωρίς μάλιστα έναν «χαρισματικό» ή (εθνο)λαϊκιστή λαοπλάνο ηγέτη. Γι’ αυτόν τον λόγο ακριβώς το AfD δεν είναι εύκολο να το βάλεις σε κουτάκι. Εξού και οι πολλές αντιφάσεις που κουβαλά. Κι έτσι μπορεί να έχει στις τάξεις του από διανοούμενους που μιλάνε για την ανώτερη κουλτούρα της Ευρώπης και την άμυνα απέναντι στους «εξ ανατολής βαρβάρους» (κάποτε οι Εβραίοι και οι Σοβιετικοί, σήμερα οι Μουσουλμάνοι) μέχρι και μια …ομοφοβική λεσβία. Παρά δε τις ομοιότητες, δεν πρόκειται για φαινόμενο τύπου Τραμπ. Δεν είναι επίσης απλά ακροδεξιό, ούτε απλά ξενοφοβικό, ούτε και μια στέγη κάθε πικραμένου πρώην συντρόφου της Μέρκελ (αυτό δεν αποδεικνύεται και αριθμητικά). Επίσης δεν είναι ναζιστικό (ή έστω νεοναζιστικό). Αν και σίγουρα ψηφίστηκε από πολλούς τέτοιους τύπους, ένας «δυσλεξικός έφηβος που τριπάρει με την Γκεστάπο» (όπως γράφει και ο Νόρδνταλ στο συγκλονιστικό Ιllska/ Το Κακό) έχει άλλες επιλογές για να εκφράσει το βίτσιο του. Είναι όλα αυτά μαζί και κάτι παραπάνω…
Η μεγάλη επιτυχία του AfD εδράζεται στο ότι κατάφερε να αξιοποιήσει (και προφανώς να ενισχύει) ένα κλίμα πολιτικής αν-ορθότητας που είχε καλλιεργηθεί για χρόνια, νομιμοποιώντας στο δημόσιο λόγο την ακροδεξιά επιχειρηματολογία, σε επίπεδο ουσίας αλλά και ρητορικής πλέον, καθιστώντας την “salonfähig” (μια ωραία αμετάφραστη γερμανική λέξη, η οποία αναφέρεται σε κάτι άξιο, αποδεκτό από τα “σαλόνια”) περιττή. Έτσι ακούγονται και λέγονται πλέον πράγματα δημοσίως που παλιότερα ήταν αδιανόητα, ταυτισμένα με τον ακραίο νεοναζιστικό χώρο: για ανθρώπινα σκουπίδια, για την Λατρεία της Ενοχής (Schandekult) που πρέπει επιτέλους να σταματήσει, για το μνημείο του Ολοκαυτώματος στο Βερολίνο που είναι ντροπή (το μνημείο, όχι το Ολοκαύτωμα!), για «τους παππούδες μας που πολέμησαν τον τίμιο αγώνα για να υπερασπίσουν την Ευρώπη».
Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτή η «απελευθερωτική» διαδικασία έχει βαθιές ρίζες στον ακαδημαϊκό χώρο, εκεί κατά έναν τρόπο «νομιμοποιήθηκε» και πήρε επιστημονικοφανή επικάλυψη. Ήταν κάπου στα μέσα των 80s, όταν μια μερίδα ιστορικών με μπροστάρη τον Έρικ Νόλτε πρότεινε μια νέα ερμηνεία της τραυματικής γερμανικής ιστορίας στο πνεύμα «ήμασταν κι εμείς κακοί, αλλά οι άλλοι ήταν χειρότεροι, και αυτοί άρχισαν πρώτοι», όπου οι άλλοι ήταν οι κομμουνιστές φυσικά, από τους οποίους υποτίθεται εμπνεύστηκαν οι ναζί, κάτι σαν τη γνωστή θεωρία των δύο άκρων κοντολογίς. Και τελικό επιμύθιο «επιτέλους, για πόσο πια μας θα μας τον κοπανάτε εμάς των σημερινών Γερμανών το ναζισμό, ουφ, αμάν πια» (αν όλα αυτά κάτι σας θυμίζουν, ναι, τα δικά μας φυντάνια Καλύβας-Μαραντζίδης είναι τα βαλκανικά αποπαίδια τούτων των αναθεωρητικών προσπαθειών). Απέναντι σε αυτή την απόπειρα σχετικοποίησης του Κακού στάθηκαν τότε πολλοί σημαντικοί άνθρωποι του πνεύματος, από τον Χάμπερμας μέχρι τον Γκρας, η αντιπαράθεση ήταν δημόσια, σε περιοδικά και εφημερίδες (μένοντας στην ιστορία ως “Historikerstreit”, ο καβγάς των ιστορικών), και παρόλο που οι απόψεις των αναθεωρητών δεν κατάφεραν να γίνουν mainstream, ο σπόρος είχε ήδη πέσει. Με τα χρόνια, σιγά-σιγά, κούτσα-κούτσα, ξύπναγε ο -σε καταστολή ευρισκόμενος- γερμανικός πατριωτισμός. Στο Μουντιάλ του 2006 έσπασε το ταμπού του …κουνήματος της σημαίας, όλα χαρωπά και γελαστά με μπύρες και λουκάνικα, και κάπως έτσι, από σπάσιμο ταμπού σε ταμπού, φτάσαμε στο σήμερα. Κι όπως αποδείχθηκε, ήταν ζήτημα χρόνου να βρεθεί η αφορμή και η συγκυρία για να εκδηλωθεί αυτή η αποενοχοποίηση και στο πολιτικό επίπεδο, ως η ολοκλήρωση μιας μακράς κοινωνικής διεργασίας.
Κοιτώντας προς τα πάνω, είναι η εμπέδωση μιας αδυναμίας, μιας αίσθησης ότι όσο κι αν δουλέψεις δεν θα μπορέσεις να ξεφύγεις από το προκαθορισμένο ταξικό σου πλαίσιο. Και κοιτώντας προς τα κάτω, είναι ο φόβος (…) Υπό το πρίσμα λοιπόν αυτό, το AfD είναι στην βαθιά του ουσία ο μοντέρνος φασισμός.
Μια αφορμή που δόθηκε με την προσφυγική κρίση, η οποία έδρασε καταλυτικά στην εκδήλωση ξενοφοβικών ανακλαστικών και με μια εγγενή αίσθηση ανωτερότητας και υπεροχής, συν τη ρομαντική μεταφυσική λατρεία της πατρίδας, της Heimat, οδήγησαν σε ένα πραγματικά εκρηκτικό μείγμα. Σκέφτομαι ότι ίσως ήταν ένα, ε καλής πρόθεσης, λάθος της Μέρκελ να κατανείμει τους πρόσφυγες σε όλα τα ομόσπονδα κρατίδια, ακόμη και σε μικρά χωριά, όλοι γνωρίζουμε ότι η προσαρμογή του Ξένου σε μια κλειστή κοινότητα είναι πάντα δύσκολη, οι πόλεις ανέκαθεν ήταν αποτελεσματικότερα χωνευτήρια. Πέραν τούτου όμως, ας παρατηρήσουμε ότι η ανατολική Γερμανία, όπου συναντάμε πολλά κάστρα του AfD, δέχτηκε και τους λιγότερους πρόσφυγες, σε μια έμμεση απόδειξη ότι είναι η κινδυνολογία, το φάντασμα του Ξένου, και όχι η ίδια η επαφή μαζί του αυτή που καλλιεργεί το ξενοφοβικό κλίμα. Όχι τυχαία, είναι οι ίδιες αυτές περιοχές όπου συναντάμε και τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας και φτώχειας στη χώρα.
Μολαταύτα το κύριο διακύβευμα των εκλογών δεν ήταν η οικονομία …ηλίθιε. Ναι, πράγματι, η χώρα έχει κι αυτή τα προβλήματά της, δεν είναι όλα ρόδινα, η ευημερία των αριθμών και τα «μαύρα» πλεονάσματα του προϋπολογισμού δεν έχουν μεταφραστεί σε ευημερία των ανθρώπων. Πράγματι η ψαλίδα μεταξύ πλούσιων και φτωχών διαρκώς ανοίγει, πράγματι η χαμηλή ανεργία (επισήμως στο 5,5%) κρύβει πίσω της ελαστικές κι επισφαλείς σχέσεις εργασίας. Ναι, οι υποδομές, τα γεφύρια, οι αυτοκινητόδρομοι και τα σχολεία παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα συντήρησης. Ναι, όλα αυτά τα χρόνια ο Γερμανός βίωσε απώλεια της αγοραστικής του δύναμης. Το ζήτημα όμως ήταν και είναι περισσότερο ψυχολογικό. Κοιτώντας προς τα πάνω, είναι η εμπέδωση μιας αδυναμίας, μιας αίσθησης ότι όσο κι αν δουλέψεις δεν θα μπορέσεις να ξεφύγεις από το προκαθορισμένο ταξικό σου πλαίσιο. Και κοιτώντας προς τα κάτω, είναι ο φόβος. Ο φόβος και η ανασφάλεια του να είσαι εσύ καλά (“wir sind gut”), μια ανθούσα οικονομία σε έναν κόσμο ο οποίος μοιάζει να πηγαίνει κατά διαόλου. Ο φόβος του καλοζωισμένου μεσοαστού απέναντι στον φτωχό, στον πρόσφυγα, στον μετανάστη, αυτόν που ήρθε να «κλέψει τα προνόμια και τις δουλειές». Ένας φόβος ο οποίος πολύ εύκολα μεταφράζεται σε θυμό και μίσος.
Επειδή σίγουρα θα γραφτούν (ή ήδη γράφονται) κάμποσες ανοησίες για «αγράμματους», «φτωχούς» ή «ακραίους» ψηφοφόρους, στην πραγματικότητα οι μελέτες δείχνουν ότι ο ψηφοφόρος του AfD δεν διακρίνεται ιδιαίτερα ούτε στη μόρφωση ούτε στο εισόδημα. Έτσι σημειώνει το Spiegel σε ένα παλιότερο του άρθρο: «ο τυπικός ψηφοφόρος του AfD είναι μέσης ηλικίας, 35-44, μέσης μόρφωσης, μέσου εισοδήματος». Αφόρητα μέσος, αβάσταχτα «κεντρώος». Ο καλός νοικοκυραίος. Ο μέσος ανθρωπάκος με το μέσο εισόδημα που ζηλεύει τις ελίτ και τα ρετιρέ, αλλά ακόμη πιο πολύ φοβάται και τρέμει τον φτωχό, τον πρόσφυγα, αυτόν που δεν έχει στον ήλιο μοίρα. Γιατί σε αυτόν βλέπει να καθρεφτίζεται το δικό του εφιαλτικό μέλλον, αυτό που απωθεί στα χειρότερα του όνειρα. Υπό το πρίσμα λοιπόν αυτό, το AfD είναι στην βαθιά του ουσία ο μοντέρνος φασισμός, ο σωστός, ο …πρόστυχος (η «σοβαρή Χρυσή Αυγή» που φαντασιώνονταν μερικοί στα μέρη μας). Γιατί ας μην ξεχνάμε, η συμπτωματολογία του φασισμού μπορεί να είναι μεν ακραία, η παθολογία του όμως εντοπίζεται στο θολό «Κέντρο» της εκάστοτε κοινωνίας, εκεί βρίσκει και τη μαζική του στήριξη (όπως ακριβώς συνέβη κάποτε με τον Αδόλφο Χίτλερ). Παρα τα επιφαινόμενα, ο φασισμός ήταν, είναι και θα είναι απροκάλυπτα συστημικός.
Και τώρα; Τι μέλλει γενέσθαι; Διακινδυνεύοντας τον χαρακτηρισμό του …γαϊδουριού ως μετά Χριστόν προφήτη, ας πιάσουμε τα εύκολα: Το πλέον βέβαιο είναι ότι τελείωσε η βαρεμάρα και η ύπνωση της δημοκρατίας της Μέρκελ, η γερμανική πολιτική θα ζωντανέψει για τα καλά. Εξίσου βέβαιο είναι ότι θα περάσει κανά δίμηνο (καλά Χριστούγεννα και ευτυχισμένος ο νέος έτος) μέχρι να καταλήξουν οι διαπραγματεύσεις, βλέπετε εκεί οι συνεργασίες δεν είναι αποφάσεις της μιας βραδιάς, χέρι-χέρι να χαιρετήσουμε τα πλήθη και την Τρίτη να ορκιστούν οι υπουργοί και να «σηκώσουν τα μανίκια» για δουλειά μπλα μπλα… Τη χαμηλότερη απόδοση στο στοίχημα δίνει η συγκυβέρνηση μεταξύ του CDU, των Πράσινων και των φιλελεύθερων (η αποκαλούμενη και «Τζαμάικα» λόγω του συνδυασμού των χρωμάτων), πρωτόγνωρη μεν και φαινομενικά ασύμβατη, αν και τελικά πιστεύω η χίπστερ οικολογία με την χίπστερ φιλελευθεροσύνη θα τα βρούνε (με το FDP να εποφθαλμιά κιόλας το υπουργείο Οικονομικών, έτσι για να νοσταλγήσουμε μετά τον Βόλφγκανγκ). Εν τούτοις, αν έπαιζα όντως τζογαδόρικα, μπορεί να πήγαινα και για την έκπληξη, για έναν νέο μεγάλο συνασπισμό, ναι μεν το SPD τον αρνείται σε όλους τους τόνους, όμως υπάρχει και ένα σημαντικό «ορθολογικό» κομμάτι του που πιστεύει ότι είναι καλύτερα να είσαι στην εξουσία παρά στην απέξω.
Όσο για το AfD. Όσοι φτάσατε την ανάγνωση ως εδώ, πιστεύω να έχετε πιάσει την κεντρική ιδέα. Το πρόβλημα δεν είναι το AfD αυτό καθαυτό (του οποίου η πολυσυλλεκτικότητα κάποια στιγμή θα λειτουργήσει διασπαστικά, ήδη έχουν αρχίσει να μαλλιοτραβιούνται). Είναι ότι οι ιδέες του έχουν διαποτίσει ολάκερο το πολιτικό φάσμα, έχουν βρει έδαφος γόνιμο ακόμη και σε κάποτε απρόβλεπτες γωνιές. Είναι που ακόμη και σε μια κοινωνία όπως η γερμανική, με τα τόσα αντισώματα απέναντι σε ρατσιστικές ρητορικές, με τα τόσα οξυμμένα αντανακλαστικά, πολλοί έχουν αρχίσει να τις συνηθίζουν, αν όχι και να της αποδέχονται και να τις υιοθετούν. Σε μια περίεργη λογική όπου όταν οι άνθρωποι τύχει να ψηφίσουν «αντι-ευρωπαϊκά» είναι αμόρφωτοι και παραπλανημένοι και «θα δείτε τι θα πάθετε που ψηφίσατε ανάποδα απαίσια στρουμφάκια», αν από την άλλη τύχει και ψηφίσουν από την δεξιά μπάντα με το χέρι σηκωμένο στις 45 μοίρες, μετατρέπονται στον σοφό λαό που έχει δίκιο να είναι θυμωμένος, που πρέπει να σκύψουμε να τον ακούσουμε, να «καλύψουμε το κενό στα δεξιά μας», να σηκώσουμε τείχη στα σύνορα, γιατί, όχι, δεν είμαστε ρατσιστές, (όπως γράφει πάλι ο Νόρδνταλ), ΑΛΛΑ, αλλά «αν δεν υπήρχε τόσο μεγάλος κίνδυνος να σας δούμε να ψηφίζετε ρατσιστές, δεν θα δρούσαμε σαν ρατσιστές (…) Και θ’ αλλάζαμε με χαρά, αρκεί να σταματούσατε κι εσείς να μας απειλείτε ότι θα ψηφίσετε τους ρατσιστές».