Categories: ΔΙΕΘΝΗ

Η γενιά Ζ έρχεται οπότε ρίχτε τους Millenials στα σκυλιά

Ο συντάκτης αυτού του άρθρου ανήκει στη γενιά των millennials. Αν ο όρος σας ξενίζει, πέρα από μία αναζήτηση στο ίντερνετ που πιστεύω θα σας κατατοπίσει πολύ καλύτερα από οποιαδήποτε απόπειρά μου, μπορώ να χρησιμοποιήσω την πλησιέστερη σε εμάς αναλογία και να πω ότι ανήκω στη γενιά των €700 (βλέπε και παρακάτω). Σύμφωνα με τη Wikipedia, ως γεννημένος το 1982, είμαι από τους πρώτους -ηλικιακά- εκπροσώπους αυτής της γενιάς που «ταλαιπώρησε» την προηγούμενη δεκαετία δεκάδες αρθρογράφους και πολλαπλάσιους ερευνητές που προσπάθησαν να διασαφηνίσουν τα χαρακτηριστικά της κοόρτις στην οποία ανήκω. Μία απλουστευμένη σύνθεση των διαφόρων απόψεων που κυκλοφορούν θα μπορούσε να είναι η εξής: πρόκειται για μία μάλλον άτυχη γενιά η οποία παρ’ ότι ενηλικώθηκε σε ένα περιβάλλον υψηλής τεχνολογίας άργησε να συνειδητοποιήσει τις επιπτώσεις που επέφερε η τεχνολογική εξέλιξη στην αγορά εργασίας. Θεωρώντας εαυτούς οικονομικά «προστατευμένους» (καβατζωμένους;) χάρη στην μακρά περίοδο ανάπτυξης που κράτησε μέχρι το 2008, προσπάθησαν να ισορροπήσουν τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας με τις δυνατότητες για προσωπική καλλιέργεια που τους ανοίγονταν χάρη στην τεχνολογία. Όταν χτύπησε η κρίση, ως νεότεροι ήταν και οι πιο ευάλωτοι στις κινήσεις περιορισμού των εξόδων που ακολούθησε ο επιχειρηματικός κόσμος. Πιο απλά, βρέθηκαν χωρίς δουλειά ή έστω χωρίς σταθερή δουλειά. Ακόμα και στην περιβόητη για τον ατομικισμό της αμερικανική κοινωνία, πολλοί αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στο πατρικό τους (γενιά μπούμερανγκ), επιβεβαιώνοντας επιφανειακά όσους βλέπουν μία κακομαθημένη γενιά που την ανέθρεψαν υπερπροστατευτικοί γονείς.

Ένα είναι σίγουρο: η οικονομική κρίση θα ακολουθεί τους millennials σε όλη τους τη ζωή: είναι αποδεδειγμένο πως τα άτομα που μπαίνουν στην αγορά εργασίας υπό συνθήκες ύφεσης τείνουν να έχουν χαμηλότερα εισοδήματα καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Κάτι πολύ αρνητικό για τα ίδια τα άτομα αλλά και για όσους θέλουν να πουλήσουν κάτι σε αυτά τα άτομα. Κάτω από αυτό το πρίσμα μπορούμε να καταλάβουμε τον θόρυβο που έχει προκαλέσει στις τάξεις των επαγγελματιών του μάρκετινγκ στην άλλη όχθη του Ατλαντικού η ενηλικίωση της επόμενης -μη προβληματικής- γενιάς, της γενιάς Ζ. Σε πρόσφατο άρθρο, το Salon χαιρετίζει τους «Ζήτα» και τις κερδοφόρες προοπτικές που φαίνεται να ανοίγουν στις επιχειρήσεις.

Εδώ έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε τον ιδιαίτερο τρόπο που έχουν (ξανα)ανακαλύψει στην Αμερική προκειμένου να «ζυγίζουν» τις μακροπρόθεσμες και μακρόσυρτες αλλαγές που παρατηρούνται στις κοινωνίες κατά το πέρασμα του χρόνου. Η γενιά σαν εργαλείο ανάλυσης ή -επίσης συχνά- ως αφορμή για κριτική σίγουρα δεν είναι αμερικανική αποκλειστικότητα αλλά στην Ελλάδα δεν έχουμε συνηθίσει να χρησιμοποιούμε αυτήν την ορολογία σε τέτοια έκταση. Έχουμε κι εδώ ξεχωρίσει διάφορες γενιές· αυτήν του 1-1-4, του πολυτεχνείου/μεταπολίτευσης, τη γενιά του MTV που μεγαλώνοντας έγινε η γενιά των €700 για να καταλήξει αυτή των €500 κ.ο.κ., αλλά δεν έχουμε ξοδέψει την ίδια ενέργεια προσπαθώντας να θεωρητικοποιήσουμε το φαινόμενο στο βαθμό που γίνεται στις ΗΠΑ. Αυτή η προσπάθεια να οργανωθεί σε μία θεωρία των γενεών το πλήθος των παρατηρήσεων που συλλέγονται γι’ αυτό το σκοπό έχει επηρεαστεί καταφανώς από τις απαιτήσεις των media, αλλά και των επιχειρήσεων που προσπαθούν να προσαρμοστούν στις επιθυμίες κάθε ξεχωριστής γενιάς, όπως αυτές αποκαλύπτονται μέσα από την έρευνα. Η πιο «ανιδιοτελής» έρευνα δε βρίσκει τόσο εύκολα το δρόμο της προς τις στήλες των σχολιαστών. Στις χειρότερες περίπτωσεις συναντάμε την παραδοσιακή γκρίνια των πρεσβύτερων για τη νεότερη γένια ντυμένη με ένα μανδύα επιστημοσύνης που ευτυχώς παίρνει μερικές φορές την κατάλληλη απάντηση.

Στο θέμα μας, προκειμένου να προσαρμόσουμε καλύτερα τα ευρήματα και τα συμπεράσματα για τους νέους της Αμερικής στα καθ’ ημάς, μπορούμε να φανταστούμε την εκκολαπτόμενη γενιά Ζ σαν ανάλογη αυτής της «γενιάς του μνημονίου». Ο τελευταίος νεολογισμός έχει μέχρι στιγμής χρησιμοποιηθεί για να χαρακτηρίσει τους εικοσάρηδες και τριαντάρηδες που ζουν -απρόθυμα- την κατάσταση της ύφεσης ως ήδη μέλη του ενεργού πληθυσμού· εγώ προτείνω την χρήση του για τα παιδιά που ενηλικιώνονται και αποφοιτούν μέσα σε αυτό το περιβάλλον. Πιστεύω ότι στο μέλλον η «γενιά του μνημονίου» θα τύχει της ίδιας ερευνητικής προσοχής με τη γενιά της μεταπολίτευσης καθώς είναι ξεκάθαρη η ασυνέχεια ανάμεσα στη σημερινή Ελλάδα με αυτήν του 2004 -ας πούμε, και είναι εύλογο να περιμένουμε πως αυτό θα παίξει σημαντικό ρόλο στη συμπεριφορά που θα αναπτύξουν κατά την ωριμότητά τους οι σημερινοί έφηβοι. Άλλωστε η έρευνα -όπως και άλλες- που στάθηκε αφορμή για το προαναφερθέν άρθρο του Salon, χρησιμοποίησε δείγμα από 10 χώρες, και τα τεχνολογικά επιτεύγματα και οι οικονομικές συνθήκες που θεωρείται πως καθορίζουν τις στάσεις της νέας γενιάς μάλλον συμβαδίζουν με αυτές που επικρατούν στην Ελλάδα.

Σε κάθε περίπτωση… πολύς λόγος γίνεται για το γεγονός ότι οι Ζήτα είναι η πρώτη γενιά που μεγάλωσε σε ένα πλήρως ψηφιακό περιβάλλον, σε σύγκριση με τους millennials που μεγάλωσαν με την παράλληλη εξέλιξη της τεχνολογίας που έχει συνυφανθεί στη σύγχρονη ζωή. Πέρα από στομφώδεις κενολογίες του στυλ “οι Ζήτα σκέφτονται σε 4D όταν οι Millennials σκέφτονταν σε 3D”, οι Ζήτα φαίνεται να είναι περισσότερο πρόθυμοι να προστατέψουν την ιδιωτικότητά τους απ’ όσο η προηγούμενη γενιά. Έτσι, εφαρμογές όπως το Snapchat, το Secret ή το Whisper που επιτρέπουν την ανώνυμη ή/και ασφαλή ανταλλαγή εμπειριών έχουν μεγαλύτερη πέραση σε αυτούς απ’ ότι το Facebook όπου η έμφαση δίνεται στο προσεκτικό πλασάρισμα της εικόνας μας.

Η δυνατότητα άμεσης πρόσβασης σε πλήθος πληροφοριών φαίνεται ότι έχει δημιουργήσει άτομα με έντονο το πνεύμα του can-do, του μπορώ-να-το-κάνω, και της επιχειρηματικότητας, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα μακροπρόθεσμα σχέδια τους (ας μην ξεχνάμε ότι οι Ζήτα κατά κύριο λόγο ακόμα βρίσκονται στο σχολείο ή στο πανεπιστήμιο). Το κακό οικονομικό κλίμα και οι ανάλογες προοπτικές απασχόλησης που αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν οι Millennials έχουν γίνει μάθημα για τους Ζήτα που, ακόμα ως μαθητές λυκείου, δηλώνουν σε ποσοστό 77% πως επιθυμούν να ασκηθούν ως interns πριν ολοκληρώσουν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Οι εταιρείες ανταποκρίνονται σε αυτήν την προσφορά: το 50% έχουν ή θα δημιουργήσουν θέσεις μαθητείας για λυκειόπαιδα φέτος. Όσον αφορά το πνεύμα επιχειρηματικότητας: σε ποσοστό 61% για τους μαθητές και 43% για τους φοιτητές δηλώνουν πως θα προτιμούσαν να ξεκινήσουν τη δικιά τους επιχείρηση αντί να είναι υπάλληλοι. Σε συνδυασμό με τις προσδοκίες τους σχετικά με τις θέσεις μαθητείας, φαίνεται να βλέπουν την εμπειρία αυτή σαν εφαλτήριο για τη μελλοντική τους επιχείριση εξίσου χρήσιμη με την προοπτική να αποκτήσουν μία αμοιβόμενη θέση.

Πολύ ενδιαφέρον παρουσιάζει και το εξής στοιχείο: το 97% θεωρούν πως μελλοντικά θα αποκτήσουν το δικό τους σπίτι και τα 3/4 αυτών θεωρούν πως θα το έχουν κατορθώσει μέχρι την ηλικία των 28 ετών. Δεν χρειάζεται να τους κατηγορήσουμε για εύκολη μεγαλοστομία, τα παιδιά όταν ρωτήθηκαν πόσο περιμένουν να πληρώσουν προκειμένου να αποκτήσουν το πρώτο σπίτι τους εκτίμησαν μία τιμή πολύ κοντά στο πραγματικό κόστος, κάτι που αποδεικνύει την καλή πληροφόρησή τους, ενώ δηλώνουν πρόθυμοι να κάνουν θυσίες από τώρα αν έτσι βρεθούν στο μέλλον πιο κοντά στο ιδανικό τους σπίτι. Οι μισοί από αυτούς πιστεύουν πως γνωρίζουν περισσότερα από τους γονείς τους, όταν είχαν την ίδια ηλικία με τους αυτούς, όσον αφορά τις κατάλληλες τακτικές αποταμίευσης, και αποδίδουν αυτήν την ενημέρωση σε οικογενειακές συζητήσεις και στη σχολική εκπαίδευση γύρω από την κρίση. Είναι κάπως εντυπωσιακό να βλέπουμε πόσο συντηρητικά είναι αυτά τα παιδιά· η απόκτηση ιδιόκτητης κατοικίας είναι παραδοσιακό στοιχείο του «αμερικανικού ονείρου» αλλά η αξία που έχει ως επένδυση έχει χτυπηθεί από την κρίση -άλλωστε στο χώρο της κτηματαγοράς έσκασε η φούσκα που συμπαρέσυρε την υπόλοιπη οικονομία. Ο λόγος που τους ωθεί προς αυτήν την κατεύθυνση φαίνεται να είναι άλλος, περισσότερο συναισθηματικός: το σπίτι ως καταφύγιο από την αστάθεια του έξω κόσμου.

Τα δεδομένα που διαβάσατε ίσως προκαλούν μεγαλύτερη εντύπωση απ’ ότι θα έπρεπε· η κοινωνία δεν είναι εργαστήριο και η γενιά Ζ δεν είναι κενός πίνακας, υπάρχει μεγαλύτερη συνέχεια ανάμεσα σε αυτούς και τους Millennials απ’ ότι με τις προηγούμενες γενιές, όπως άλλωστε είναι και το αναμενόμενο. Παρ’ όλα αυτά, από τις έρευνες προκύπτει πως είναι καλύτερα προετοιμασμένοι -τουλάχιστον σε επίπεδο στάσεων- για τη νέα οικονομική πραγματικότητα. Αν καταφέρουν να δημιουργήσουν ένα νέο παράδειγμα για την εργασία σε αυτό το περιβάλλον θα είναι ευτύχημα όχι μόνο για τους ίδιους αλλά για όλους μας.

Χρήστος Καρτσιδήμας

Share
Published by
Χρήστος Καρτσιδήμας