«Να έρχεστε ρε παιδιά να μου μιλάτε. Όσο πιο συχνά μπορείτε, να έρχεστε»… Αυτά είναι τα λόγια του Απόστολου προς τα παιδιά της ομάδας «Γέφυρα». Ο Απόστολος κοιμάται μόνιμα στην οδό Μάρνης και η ομάδα σε κάθε της δράση περνάει από ‘το σημείο του’ για να τσεκάρει και να μιλήσει μαζί του. Ο Τάσος λέει: «αυτή είναι μια συχνή αντίδραση, ιδιαίτερα με όσους έχουμε οικοδομήσει μια επικοινωνία. Σκέψου ότι μπορεί να είσαι ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να έχει μιλήσει ολόκληρη την μέρα».
Η δράση της ομάδας social street work «Γέφυρα» έχει ξεκινήσει από το καθιερωμένο σημείο συνάντησης στην Ομόνοια. Ο Τάσος, η Έμιλυ, η Ηρώ και η Μαρία, είναι έτοιμοι για μια από τις καθιερωμένες τους «βόλτες» στο κέντρο της πόλης. Μόνο που εδώ «βόλτα» σημαίνει να βρουν ανθρώπους που μένουν στο δρόμο. Να τους προσεγγίσουν, να μιλήσουν μαζί τους και να τους γνωρίσουν.
Η oμάδα σταματάει στην γωνία της Σολωμού. Δίνει προφυλακτικά σε εκδιδόμενες γυναίκες που στέκονται στο δρόμο. Τα κορίτσια χαμογελάνε και η σκηνή δεν φαίνεται να έχει καμία αμηχανία, αντίθετα μοιάζει με κάτι που έχει επαναληφθεί πολλές φορές. Όσο η προσέγγιση αυτή λαμβάνει χώρα ο Τάσoς περιγράφει τη γέφυρα «ως το εγχείρημα μιας ομάδας ανθρώπων με εμπειρία στο social street work με σκοπό την προσέγγιση των ανθρώπων που ζουν στο δρόμο. Θέλουμε να τους μάθουμε και να μας μάθουν. Να τους προσεγγίσουμε. Να γνωριστούμε και να μας εμπιστευτούν. Σεβόμαστε απόλυτα λοιπόν τους χώρους τους σε όλες μας τις προσεγγίσεις. Είναι σαν να μπαίνω στο σπίτι σου. Για εμάς ακόμα και ένα παγκάκι, έχει κουδούνι και εξώπορτα και κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να έχει την διάθεση να σου ‘ανοίξει το σπίτι του’».
Στο φανάρι της Βερανζέρου και με την βροχή να δυναμώνει τα παιδιά έχουν ακόμα μια προσέγγιση. Η ομάδα παίρνει τον χρόνο της κάθε φορά που μέλη της μιλάνε με έναν άστεγο. Ανά δυάδες κάποιοι συζητάνε και οι υπόλοιποι φροντίζουν να παρακολουθούν την ασφάλεια της προσέγγισης: «σε βοηθάει να μην επωμίζεσαι από κάθε μας συνάντηση και όλο το συναισθηματικό βάρος αν» μου λέει ο Τάσος. «Κάθε φορά που πλησιάζεις κάποιον έχεις την φρεσκάδα της ουσιαστικής κουβέντας και επικοινωνίας» τον συμπληρώνει η Μαρία που κάνει ταυτόχρονα και την καταγραφή του περιστατικού βάσει ώρας, σημείου και ανθρώπων.
Τα στενάκια γύρω από την πλατεία Βάθης είναι γεμάτα κόσμο. Μιλάμε με τα παιδιά για την ομάδα και η Ηρώ προσπαθεί να με κατατοπίσει αναφορικά με το target group: «λίγο πολύ είναι όλοι οι άνθρωποι που συναντάμε στον δρόμο και βρίσκονται σε κατάσταση δρόμου. Άστεγοι, ουσιοεξαρτώμενοι, εκδιδόμενες/οι, παιδιά που δουλεύουν, ή ακόμα και άνθρωποι που μπορεί να έχουν στέγη, αλλά για διάφορους λόγους περνάνε ένα μεγάλο διάστημα του χρόνου τους στον δρόμο. Όπως καταλαβαίνεις μεγάλο δείγμα των ανθρώπων μπορεί να συνδυάζει πολλά από τα παραπάνω χαρακτηριστικά». Η Έμιλυ προσθέτει: «εμείς βλέπουμε μια διαδρομή. Φαντάσου ότι είναι σαν να βλέπουμε μια πολύ μεγάλη ευθεία που δεν μπορείς να διακρίνεις ούτε την αρχή και να μην ξέρεις από που έχει ξεκινήσει και φυσικά ούτε και το τέλος. Βλέπεις ένα κομμάτι της διαδρομής. Και μέσα από την συζήτηση και την γνωριμία, λειτουργούμε συμβουλευτικά και σε καμία περίπτωση βεβιασμένα ή καταπιεστικά, τύπου να γραφτείς σε ένα πρόγραμμα γιατί είναι για το καλό σου. Προσπαθούμε να δείξουμε στον καθένα ότι το κάθε βήμα πρέπει να το κάνεις μόνος σου και φυσικά βάσει των αναγκών του».
Κάπου πίσω απ’ την Ομόνοια μια ακόμα πιάτσα από εκδιδόμενες γυναίκες. Τα κορίτσια πλησιάζουν και αφήνουν προφυλακτικά: «είναι ειδικά προφυλακτικά με μηνύματα και πληροφορίες σε διάφορες γλώσσες. Επίσης, έχουν και το τηλέφωνο 1109 που είναι γραμμή για τις καταγγελίες του trafficking. Όμως αυτό δεν μπορείς να το πεις ανοιχτά. Γενικά η προσέγγιση με τις εκδιδόμενες αλλάζει. Δεν μιλάμε πολύ ώρα γιατί μπορεί ο επόπτης τους να είναι κοντά και ενώ θέλουμε να κάνουμε καλό να τους δημιουργήσουμε πρόβλημα. Σκέψου να βρούνε τον μπελά τους επειδή εμείς καθόμαστε και τους λέμε τα δικά μας» λέει η Έμιλυ.
Λίγο πριν πλατεία Καραϊσκάκη γίνεται άλλη μια προσέγγιση σε έναν άστεγο.Ο Τάσος αναλύει το μεγαλόπνοο εγχείρημα της Γέφυρας: «πέραν της έρευνας και της καταγραφής, ο μεγάλος μας στόχος, είναι να γνωρίσουμε αυτούς τους ανθρώπους και μέσα από την γνωριμία αυτή, σιγά σιγά και σταδιακά να τους κινητοποιήσουμε να κάνουν κάτι οι ίδιοι για τον εαυτό τους. Κανένας δεν θα φύγει από τον δρόμο αν δεν καταφέρει να λύσει το θέμα που τον έφερε εδώ. Εμείς θέλουμε να φύγει από εδώ και να μην μας έχει ανάγκη. Τώρα πάντα παίζει το κομμάτι να τους ενισχύσουμε με όποιον τρόπο μπορούμε (ρούχα, φάρμακα σκεπάσματα και ποτέ λεφτά) αλλά αυτό είναι ένα εργαλείο, όχι το ζητούμενο. Εμένα προσωπικά δεν με νοιάζει να τον έχω εδώ και να τον ταΐζω τις τρεις φορές την εβδομάδα που βγαίνουμε για social street work».
Το Μεταξουργείο, κάπως πιο σκοτεινό, αλλά και αυτό γεμάτο με κόσμο. Μια παρέα προσφύγων προσπαθεί να φτιάξει το κατάλυμα της για το βράδυ. Αντιλαμβάνομαι ότι δεν πηγαίνουμε προς τα εκεί και γυρνάω στον Τάσο: «ναι, οι πρόσφυγες δεν είναι στο επίπεδο της δουλειάς της Γέφυρας χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν συμμετέχουμε σε ανάλογες δράσεις. Δεν είναι σε καμία περίπτωση θέμα γλώσσας, αλλά αυτό που συμβαίνει στην χώρα μας τελευταίους μήνες είναι τόσο μεγάλο που μας ξεπερνάει και πίστεψε με ξεπερνάει την κάθε οργάνωση ατομικά. Κατά την γνώμη μου λύνεται μόνο με σύμπραξη. Αυτοί οι άνθρωποι είναι περαστικοί, δεν θέλουν να μείνουν στην χώρα μας. Και η καταγραφή τους δεν έχει καμία ερευνητική αξία για εμάς. Φυσικά όπως σου είπα συμμετέχουμε σε δράσεις που τους αφορούν».
Ο Τάσος εκτιμά ότι περίπου 1.500 άτομα κοιμούνται στους δρόμους της Αθήνας και αυτό χωρίς να μπορούμε να εκτιμήσουμε όλους εκείνους που μένουν σε χαλάσματα και εγκαταλελειμμένα σπίτια. «Εξαιτίας της δομής της ελληνικής κοινωνίας ο δρόμος είναι σαν να κοιτάς μια φωτογραφία του κοντινού παρελθόντος. Θέλω να πω ότι για κάθε άνθρωπο που σήμερα μένει στον δρόμο, υπάρχει σε κάποια φάση της ζωής του ένα υποστηρικτικό πλαίσιο, είτε συγγενικό, είτε φιλικό. Στην συνέχεια μπορεί και να βοηθήσουν και οι εν γένει γνωστοί. Αυτή η φάση του δικτύου συγγενείς – φίλοι – γνωστοί που συγκρατεί τους ανθρώπους απ’ το να φτάσουν στον δρόμο κρατάει συνήθως από 3-5 χρόνια. Άρα, όταν βλέπουμε έναν άνθρωπο στον δρόμο που βγήκε πρόσφατα έχει συμβεί κάτι στη ζωή του περίπου το 2012. Θα πρέπει δε να έχεις υπόψιν σου ότι οι περισσότεροι απ΄ τους ανθρώπους αυτούς είχαν κάποτε μια απολύτως φυσιολογική».
Στην Αγησιλάου, συναντάμε τον Μανώλη, στο γνωστό του σημείο. Ξυπνάει και θέλει κουβέντα. Είναι εμφανές ότι είναι χρήστης, όμως η Ηρώ μου επισημαίνει: «η διαδρομή του πώς φτάνεις να δεις αυτό που βλέπεις εδώ στον δρόμο είναι κάτι πολύ δύσκολο να εξετάσεις. Μπορεί ας πούμε οι ουσίες να φέρνουν τον δρόμο, ή εν τέλει ο δρόμος και η έλλειψη στέγης να φέρνει μετά από καιρό κάποια εξάρτηση. Δεν ξέρεις ποτέ». Η ομάδα συνεχίζει με μια αίσθηση χαράς γιατί είδε μια προσέγγισή της να τα πηγαίνει εμφανώς καλύτερα και να έχει καταγράψει πρόοδο από την προηγούμενη συνάντηση. «Φυσικά και αυτό δίνει κουράγιο και στις δύο πλευρές» λέει η Μαρία και ψάχνουμε όλοι μαζί λίγο φως από τις ιστορίες επιτυχίας της ομάδας και της εμπειρίας των παιδιών. Ξεκινάει η Ηρώ: «δεν νομίζω ότι υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από τις περιπτώσεις που συναντάμε ξανά κάποια προσέγγισή μας που έχει κάνει σημαντική βελτίωση. Που όταν τους πρωτοσυναντήσαμε ήταν τελείως παρατημένοι απ’ τον εαυτό τους και βλέπεις σιγά σιγά τα βήματα, τις μικρές, αλλά εν τέλει και μεγάλες αλλαγές. Ακόμα και μικρά πράγματα όπως η έκδοση της ταυτότητας που είναι ενδεχομένως ακόμα και ασήμαντο, αλλά για αυτούς του ανθρώπους ένα πολύ σπουδαίο βήμα. Ένα βήμα συνειδητοποίησης του ότι υπάρχω και μπορώ να υπάρχω». Ο Τάσος μιλάει για τις δικές του περιπτώσεις που τον καθόρισαν: «Μέσα από τα 5 χρόνια social street work, οι περιπτώσεις εκτός από πολλές είναι κατά βάση και πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Θυμάμαι μια περίπτωση άστεγης που παλέψαμε έναν ολόκληρο χειμώνα να την κρατήσουμε ζωντανή γιατί είχε θέματα υγείας, το κρύο ήταν πολύ χωρίς να έχει καν κουβέρτες και εξοπλισμό, και ξαφνικά ενώ προσπαθούσαμε να την βοηθήσουμε την χάσαμε απ’ τον δρόμο.Δεν την βρίσκαμε πουθενά, σε κανένα από τα σημεία της. Μετά από πέντε μήνες την συναντήσαμε εντελώς τυχαία. Ντυμένη, περιποιημένη με ένα μπαστουνάκι, σε εξαιρετική κατάσταση. Δεν της μιλήσαμε γιατί ήταν με κάποιον, όμως κοιταχτήκαμε μεταξύ μας και όλη η ομάδα είχε ένα τεράστιο χαμόγελο γιατί ξέραμε ότι δεν της αλλάξαμε εμείς την ζωή, αλλά παίξαμε έναν κάποιον ρόλο. Κανένας μας δεν ξέρει πόσο μικρό, ή μεγάλο ρόλο παίζει η δράση μας. Δεν έχει καμία σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι να είσαι εκεί τι στιγμή που ο άλλος το έχει ανάγκη και θα μπορεί να το προσχωρήσει».
Η πλατεία Κουμουνδούρου είναι ένα από τα σημαντικά σημεία της πόλης για την ομάδα. Τα παιδιά κάνουν το διάλειμμά τους, κοιτάνε τα χαρτιά τους και οργανώνουν την συνέχεια της δράσης. Συζητάμε για τον ρόλο του κράτους και την διακριτική ανυπαρξία του. Η Μαρία βλέπει την θεσμική ανεπάρκεια υπό άλλο πρίσμα: «δεν είναι μόνο ότι το κράτος δεν βλέπει αυτούς τους ανθρώπους, αλλά δεν βλέπει και όλους όσους θέλουν αυτοβούλως να ασχοληθούν με τέτοια προβλήματα. Εγώ ας πούμε αισθάνομαι ότι σπουδάζω κάτι συναφές και δεν έχω κάνει ποτέ κάτι το ουσιαστικό να προσφέρω. Σκέψου πόσοι φοιτητές των κοινωνικών επιστημών θα μπορούσαν να κάνουν street work. Αυτό θα έπρεπε να είναι το μάθημα». Ο Τάσος προσθέτει μια ακόμη οπτική της κρατικής ανεπάρκειας: «ακόμα και όταν συμβαίνουν πράγματα απ’ την μεριά του κράτους υπάρχει μια δομική έλλειψη επικοινωνίας με εισπράττει και τι καταλαβαίνει ο κόσμος του δρόμου. Θα σου πω μια περσινή ιστορία. Μίλαγα με μια προσέγγιση μας στα μεγάλα κρύα της Αθήνας τις μέρες που χιόνισε. Ο δήμος είχε ανοίξει την Γκράβα. Τον ρώτησα λοιπόν γιατί δεν πάει να διανυκτερεύσει για 2-3 μέρες εκεί. Περίμενα ότι θα ακούσω για την δυσκολία του να φτάσει εκεί και ο άνθρωπος μου απάντησε: ‘Είσαι καλά; Να πάω για 2 μέρες, να ζεσταθώ, να συνέλθω, να συνηθίσω σε θαλπωρή και περιποίηση και μετά να ξαναβγώ στον δρόμο’. Το κράτος λοιπόν πολλές φορές δεν μπορεί να αφουγκραστεί τέτοιες οπτικές. Όπως επίσης και ορισμένες ΜΚΟ που με τις καλύτερες των προθέσεων μοιράζουν σε αστέγους ακριβά υλικά και μετά έχουμε είτε μπαράζ κλοπών μεταξύ τους, είτε ακόμα και προσπάθειες να τα πουλήσουν οι ίδιοι».
Η άδεια Βαρβάκειος αγορά είναι και αυτή ιδανική για όσους έχουν για στέγη τους το δρόμο. Χαμηλός φωτισμός, υπόστεγα και στενάκια. Η ‘δράση’ φτάνει προς το τέλος της και τα παιδιά αρχίζουν να μου μιλάνε για τον εαυτό τους μέσα στο social street work. «Νομίζω ότι μου δίνει πολλά πράγματα και σε πάρα πολλά επίπεδα» μου λέει η μικρότερη σε εμπειρία Μαρία. «Αυτό που δεν αλλάζω με τίποτα είναι η αλήθεια της επικοινωνίας στο SSW. Με έχει κερδίσει πολύ ότι σε εμπιστεύεται πολύ εύκολα ο κόσμος. Τα βλέμματα είναι καθαρά και ότι συμβαίνει πέρα για πέρα αληθινό». «Πρώτα πρώτα παρότι μπορεί να ακούγεται λίγο εγωιστικό μέσα σε ελάχιστη ώρα ξεχνάς τι προβλήματα μπορεί να έχεις εσύ γιατί σε συγκριτικό επίπεδο αυτό που ζούνε αυτοί οι άνθρωποι είναι συγκλονιστικό» μου λέει η Ηρώ.
Ομόνοια μεσάνυχτα και κάτι. Η «Γέφυρα» φτάνει στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε. Η «Βόλτα» φτάνει στο τέλος της. Ένα βιωματικό μάθημα αλληλεγγύης και δράσης με κεφαλαία γράμματα ανθρωπισμού που χωρίς καμία αίσθηση ιδιοτέλειας.Αφήνω για την Έμιλυ την τελευταία κουβέντα: «η κοινωνία μας είναι διασκορπισμένη σε χίλια κομμάτια. Υπάρχει θυμός, υπάρχει κοινωνικός αποκλεισμός, υπάρχει μια γενικευμένη κρίση και αν κάποιοι από εμάς πιστεύουμε ότι μπορούμε να την γλιτώσουμε από όλα αυτά κάνουμε πολύ μεγάλο λάθος. Είναι ευθύνη μας και είναι όφελος για την ίδια την κοινωνία να έχει τα κομμάτια της κοντά. Να προσπαθεί και με υπέρτατο όπλο της την αλληλεγγύη να αλλάζει».