Ολιγοσέλιδη, με σύντομες ειδήσεις, ασπρόμαυρες εικόνες, περιορισμένες διαφημίσεις και στήλες που ξεπερνούν τον ένα αιώνα ζωής. Διατηρεί το μεγάλο της μέγεθος που υποδηλώνει τη συντηρητική υφή της και αρνήθηκε να γίνει άλλο ένα ταμπλόιντ όταν αυτά άνθιζαν τη δεκαετία του ‘80. Το φετινό πρωταπριλιάτικο πείραγμα της προς τους αναγνώστες ήταν η «είδηση» πως ο Πρίγκηπας Νικόλαος ιδρύει νέο κόμμα με έδρα το Τατόι. Ο λόγος για την «Εστία», έναν από τους πιο εμβληματικούς τίτλους του χάρτινου Τύπου που μετράει 140 χρόνια ιστορίας.
Η σημερινή καθημερινή πολιτική εφημερίδα ξεκίνησε ως ένα εβδομαδιαίο φιλολογικό περιοδικό το 1876 από τον λόγιο Παύλο Διομήδη δημιουργώντας έναν κύκλο, τον «κύκλο της Εστίας», που στελεχώθηκε από τους εκπροσώπους του πνεύματος της περιόδου όπως οι Γιάννης Ψυχάρης, Κωστής Παλαμάς, Εμμανουήλ Ροΐδης, Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Ανδρέας Καρκαβίτσας, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Γεώργιος Ροΐλος, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ιωάννης Πολέμης μεταξύ πολλών άλλων ακόμη. Παράλληλα με το απογευματινό φύλλο και μέχρι το 1895 το περιοδικό συνεχίζει την έκδοσή του με διευθυντή τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Έπειτα από μια μακροχρόνια διακοπή, η φιλολογική «Εστία» επανέρχεται στο πιεστήριο το 1927 με την προσθήκη «Νέα» στον μέχρι τότε τίτλο της και ως λογοτεχνική επιθεώρηση θα συνεχίσει την έκδοσή της μέχρι σήμερα.
Εντός μια στοάς της οδού Αμερικής και στα τωρινά γραφεία της εφημερίδας που προάγει ως εμβληματικό απόφθεγμα το «διατηρώντας το σεβασμό στο παρελθόν αλλά και με το βλέμμα στραμμένο διαρκώς στο μέλλον», οι αναγνώστες της δεν τηλεφωνούν για να ρωτήσουν αν έχει περισσέψει κάποια μουσική συλλογή του κυριακάτικου φύλλου, αλλά για να διορθώσουν μια λάθος περισπωμένη στον τίτλο ενώ ο διευθυντής της Ελευθέριος Σκιαδάς εξηγεί γιατί το ημερήσιο φύλλο που άλλαξε περιεχόμενο το 1894 χρησιμοποιεί απλουστευμένη καθαρεύουσα και πολυτονικό. «Η Εστία επιμένει σε μια ελληνική γλώσσα άκρως ευανάγνωστη. Αφού δε μπορούμε να κάνουμε τη γλώσσα μας διεθνή μπορούμε να την κάνουμε χρήσιμη αξιοποιώντας όλα τα χαρακτηριστικά της, όπως είναι τα πνεύματα. Η ορθή διατύπωση είναι εξίσου σημαντική και ευτυχώς που κάποτε υπήρξε η γραμματική του Τριανταφυλλίδη, ένα δείγμα που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε μέχρι σήμερα».
Στην Εστία, ο αναγνώστης δε θα διαβάσει φερ’ ειπείν πως οι πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης «θα της γυρίσουν μπούμερανγκ», αλλά θα μάθει πως ελληνιστί θα της γυρίσουν «αυτεπίστροφο» από τη στιγμή που στο συγκεκριμένο έντυπο αποφεύγεται η χρήση ξένου λεξιλογίου. «Υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες λέξεις στη γλώσσα μας που δεν χρησιμοποιούνται σήμερα, επικρατεί μια διάχυτη λεξιπενία που οφείλουμε να πολεμήσουμε, έχουμε άλλωστε πολλά να προσφέρουμε διεθνώς αφού δεν είναι τυχαίο πως μέχρι σήμερα δεν έχει υποχωρήσει η δημιουργία επιστημονικών όρων με βάση τους την ελληνική ρίζα. Η γλώσσα λοιπόν έχει άμεση σχέση με το μήνυμα της εφημερίδας, το γεγονός δηλαδή πως πρέπει να κοιτάμε μπροστά με σεβασμό στο χθες. Δεν υπάρχει μέλλον χωρίς παρελθόν και αν αυτό το λάμβαναν υπόψη τους και οι εκάστοτε διοικούντες της δημόσιας ζωής τα πράγματα θα ήταν εντελώς διαφορετικά».
Αντιγράφοντας πρότυπα του ξένου τύπου, στις 6 Μαρτίου 1894 ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης παρουσιάζει στο αναγνωστικό κοινό, ένα τετρασέλιδο φύλλο το οποίο ανοίγει ανάποδα κάνοντας πολλούς να μιλάνε για λάθος στη σελιδοποίηση. Μόνο που το τέχνασμα αυτό εξυπηρετούσε τόσο τον διαχωρισμό της ύλης – αρθρογραφική στις εξωτερικές σελίδες, ειδησεογραφική στις εσωτερικές- όσο και την αβίαστη διαφήμιση του τίτλου που γρήγορα πέρασε στα χέρια της οικογένειας Κύρου. Μπορεί πλέον η εφημερίδα να μη διαβάζεται ανορθόδοξα ωστόσο κάποια από τα πρωτότοκα στοιχεία της παραμένουν αναλλοίωτα στο χρόνο. «Οι αξίες της εφημερίδας που παραμένουν απαράβατες για τους σημερινούς αρθρογράφους της δεν της επέτρεψαν ποτέ να γίνει ένα μέσο για το ευρύ κοινό, πρόκειται για ένα καλαίσθητο έντυπο με απαραβίαστες αρχές, η εφημερίδα που έχει εμπλακεί λιγότερες φορές σε δημόσιες διαμάχες χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν είναι δεικτική και με αιχμές Δεν είναι λίγοι εκείνοι που ισχυρίζονται πως η εστία είναι κακιασμένη και συντηρητική υπάρχουν πολλοί τίτλοι μας μπορεί να ενοχλούν, να χαρακτηρίζονται είτε υπερσυντηρητικοί είτε ιδιαιτέρως δηκτικοί. Και τις κακίες μας λοιπόν τις έχουμε και τις πολιτικές μας θέσεις ξεκάθαρα, όμως είμαστε ιδιαιτέρως προσεκτικοί στη διαχείριση της πληροφορίας προσέχοντας να μην εμπεριέχει προσωπική εκτίμηση η κάποιου είδους σχόλιο».
«Η Εστία επιμένει σε μια ελληνική γλώσσα άκρως ευανάγνωστη. Αφού δε μπορούμε να κάνουμε τη γλώσσα μας διεθνή μπορούμε να την κάνουμε χρήσιμη, αξιοποιώντας όλα τα χαρακτηριστικά της, όπως είναι τα πνεύματα.»
Όπως σημειώνει ο Άδωνις Κ.Κύρου σε ένα λεύκωμα αφιερωμένο στα κλειδωμένα πλέον πιεστήρια της εφημερίδας, στην οδό Άνθιμου Γαζή, αριθμός 7, «η εστία που έφυγε, με τις παμπάλαιες λινοτυπικές μηχανές και το μουσειακό πιεστήριο, είναι η επιφάνεια, η επιδερμική προσέγγιση ενός νομοτελειακού θέματος. Γιατί κάτω απ’ αυτή την αντιμετώπιση κρύβεται το βαθύτερο πρόβλημα, που μας αγγίζει όλους. Είναι ο σύγχρονος τρόπος ζωής, το χωνευτήρι αυτό χαρακτήρων και συναισθημάτων, που μεταβάλλει τους ανθρώπους σε μηχανές. Όταν σήμερα ακούει κανείς τα βήματά του ν’ αντηχούν στο έρημο και σκοτεινό τυπογραφείο αυτής της εφημερίδας, που επί τόσα χρόνια προσφέρθηκε να σταθεί αντιμέτωπη στις τεχνολογικές μεταβολές, σε πείσμα των επιτακτικών αναγκών της εποχής μας, έχει την εντύπωση ότι περιδιαβαίνει στα αχνάρια κάποιων άλλων. Όλα εκεί έχουν απομείνει όπως τα άφησε το ανθρώπινο χέρι εκείνο το τελευταίο Σάββατο του Μαρτίου που και η εστία γύρισε της σελίδα της τεχνολογίας, όχι γιατί λιποψύχησε και απαρνήθηκε εκείνο στο οποίο θήτευσε, αλλά γιατί οι δυσκολίες που συσσωρεύθηκαν τα τελευταία χρόνια ύψωναν ανυπέρβλητο φραγμό».
Η Εστία επέμενε μέχρι τα τα τέλη του 20ου αιώνα να τυπώνεται με την περίπλοκη διαδικασία της λινοτυπίας. Μόνο που το 1997 η έλλειψη ανταλλακτικών και πρώτων υλών που εξυπηρετούσαν αυτή τη μέθοδο εκτύπωσης έσβησαν για πάντα τα καζάνια που έλιωναν το μολύβι, σίγησαν τις θορυβώδεις πρέσες και άφησαν αδειανό το μαρμάρινο τραπέζι της στοιχειοθεσίας. Κατά τον Ελευθέριο Σκιαδά, υπάρχει κάτι που έχει να κάνει με αυτή την ιδιάζουσα εφημερίδα, το οποίο δε θα αλλάξει ποτέ: «Οι σχέσεις μας με τους αναγνώστες – ορισμένοι μάλιστα από τους οποίους είναι επιφανείς πολιτικοί και καθηγητές πανεπιστημίου – είναι σταθερά αγαπητικές, αφού οι περισσότεροι επικοινωνούν μαζί μας είτε τηλεφωνικά είτε μέσω επιστολών προκειμένου να μας κάνουν υποδείξεις και να εκφράσουν την άποψη τους θεωρώντας την εφημερίδα “δική” τους, γεγονός που αυξάνει τη δική μας υποχρέωση απέναντί τους. Φροντίζουμε λοιπόν να είμαστε τόσο προσεγμένοι ώστε να μην ενοχλούμε αισθητικά και φιλολογικά τους αναγνώστες μας, συνεπώς δε μας ενδιαφέρει η μεγάλη αναπαραγωγή ειδήσεων, όσο ο σεβασμός στις λέξεις που χρησιμοποιούμε. Υπάρχει άνθρωπος 99 ετών που μας έστειλε επιστολή πρόσφατα λέγοντάς μας πως διαβάζει την εφημερίδα από δέκα ετών. Αντιλαμβάνεστε πως μιλάμε για έναν δεσμό ζωής, αφού όποιος την πιάσει δεν ξεκολλάει από την φιλοσοφία της, θα θέλει την εστία του κάθε πρωί».
Η πολυετής της ιστορία δεν υπήρξε απρόσκοπτη και απαλλαγμένη από την ως είθισται εμπλοκή της δημοσιογραφίας με τις εκάστοτε πολιτικές συγκυρίες αφού η κυκλοφορία της ανεστάλη στα Νοεμβριανά του 1916 οπότε και βασιλόφρονες επίστρατοι αξιωματικοί κατέστρεψαν τα τυπογραφεία της λόγω της υποστήριξης της στο πρόσωπο του Ελευθέριου Βενιζέλου. Όταν το 1922 δημοσίευσε πληροφορίες για τη «δίκη των έξι», των πρωταίτιων της Μικρασιατικής Καταστροφής από έκτακτο στρατοδικείο, ο συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας διέταξε τη διακοπή της κυκλοφορίας της. Τέσσερα χρόνια αργότερα, η δικτατορία του Θεοδώρου Πάγκαλου έπαυσε δύο φορές την λειτουργία της, ενώ κατά τη διάρκεια της κατοχής η Εστία σταμάτησε αυτοβούλως να ενημερώνει, ο εκδότης της Αχιλλέας Κύρου φυλακίστηκε ως αντιστασιακός και το πολιτικό και λογοτεχνικό της αρχείο κάηκε συθέμελα από τους εισβολείς.
Εν έτει 2016 και όταν ο μεγαλύτερος «εχθρός» του Τύπου δεν είναι ο εθνικός διχασμός ή οι μεταβολές του πολιτικού καθεστώτος αλλά η ως επί το πλείστον δωρεάν πανσπερμία στην ενημέρωση που παρέχει το διαδίκτυο, γιατί να αγοράσει κάποιος ένα φύλλο που απορρίπτει σκόπιμα να ποντάρει στις λέξεις που αφηγούνται οι εικόνες; «Μια ολιγοσέλιδη εφημερίδα πρέπει να έχει καλά ζυγισμένο το υλικό της, επομένως μια φωτογραφία στην Εστία συνοδεύει ένα άρθρο μόνο όταν κρίνεται ως απαραίτητη. Θεωρούμε πως η εικόνα θέλει μέτρο και δε χρειάζεται να δίνεται σε ποσότητα, αφού συχνά μας αποπροσανατολίζει. Γιατί λοιπόν να επιλέξει κανείς την Εστία σήμερα; Γιατί θα καταφέρει μέσα σε λίγες λέξεις να διαβάσει όσα προσπαθούν οι άλλοι να του πουν σε δεκάδες σελίδες. Ταυτοχρόνως, πρόκειται για μια εφημερίδα που εκφράζει άποψη καθώς φιλοξενεί στις στήλες της σπουδαίους αρθρογράφους. Αυτό που λείπει σήμερα από τα Μέσα -που αρέσκονται σε ύβρεις και λοιδορίες- είναι η απαραίτητη ψυχραιμία στη μετάδοση της είδησης και η άποψη εκείνη που θα δώσει τροφή στον αναγνώστη να σκεφτεί δημιουργώντας προβληματισμένους και ενημερωμένους πολίτες που είναι καλοί, είναι χρήσιμοι πολίτες».
Όσον αφορά το γεγονός πως οι κυκλοφορίες των εφημερίδων κατακρημνίζονται διεθνώς, ο διευθυντής της Εστίας που έχει καταφέρει να διατρέξει τρεις αιώνες παραμένει πεπεισμένος και αισιόδοξος για το μέλλον της. «Το χαρτί δεν πρόκειται να πεθάνει, θα παραμείνει ως μορφή ενός πνευματικού έρωτα και με την ομορφιά του μελανιού θα ζήσουν πολλοί και για πολλά χρόνια, αυτοί θα είναι οι εκλεκτοί του πνεύματος. Είναι δυστυχές πως ορισμένοι απεμπολούν αυτό το προνόμιο ζωής που είναι το χαρτί όταν το τοποθετείς στη βιβλιοθήκη σου κρατώντας ένα αρχείο. Αυτό το προνόμιο χάνεται σε έναν κόσμο ηλεκτρονικό ο οποίος μπορεί ναι μεν είναι χρήσιμος ως ένα ακόμη εργαλείο για την ανάπτυξη της σκέψης και την ανάδειξη του πολιτισμού δεν αποτελεί όμως την κοιτίδα τους.»