Categories: ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Έρευνα: Οι Διαταραχές Πρόσληψης Τροφής είναι μια επικίνδυνη ασθένεια

Η κα. Μαρίτα Γεραρχάκη είναι κλινική ψυχολόγος στην «ΑΝΑΣΑ», της πρώτης μη κερδοσκοπικής εταιρίας στην Ελλάδα που δημιουργήθηκε με στόχο την ενημέρωση, την πρόληψη και τη θεραπεία των ανθρώπων που πάσχουν από Διαταραχές Πρόσληψης Τροφής.  Ιδρύθηκε τον Μάιο του 2007 από μια εξειδικευμένη ομάδα επιστημόνων και συνδράμει με δράσεις ενημέρωσης και αφύπνισης του ευρέως κοινού για την ύπαρξη και τις διαστάσεις του προβλήματος των Δ.Π.Τ, ολοκληρωμένες υπηρεσίες κατεύθυνσης και στήριξης των ανθρώπων που πάσχουν, των οικογενειών, των εκπαιδευτικών και του φιλικού περιβάλλοντος των ασθενών. Ακόμη, η «ΑΝΑΣΑ» παρέχει δωρεάν διάγνωση και θεραπεία ασθενών από το 2008 μέσα από τη δημιουργία του πρώτου κέντρου ημέρας για τις Δ.Π.Τ.

Όπως μας ενημερώνει η κα. Γεραρχάκη «οι Διαταραχές Πρόσληψης Τροφής είναι κατηγορίες ψυχοπαθολογικών διαταραχών, οι οποίες χαρακτηρίζονται από δυσλειτουργικές διατροφολογικές συνήθειες που αφορούν είτε ανεπαρκή/ελλειπή είτε υπερβολική πρόσληψη τροφής σε βάρος της σωματικής και ψυχικής υγείας του ατόμου. Δεν πρόκειται απλώς για μία “περαστική μόδα” ή για μία “φάση”, αλλά για ιδιαίτερα σοβαρές, ενδεχομένως και θανατηφόρες παθήσεις. Οι πιο συνήθεις Δ.Π.Τ είναι η ψυχογενής ανορεξία και η ψυχογενής βουλιμία. Μια άλλη μορφή είναι επίσης η επεισοδιακή πολυφαγία ή αλλιώς ψυχαναγκαστική υπερφαγία. Χαρακτηρίζονται όλες από ακραία συναισθήματα, σκέψεις και συμπεριφορές σχετικά με τη λήψη τροφής, το βάρος και την εικόνα του σώματος.»

Εάν θέλουμε να αποκτήσουμε μια πιο λεπτομερή γνώση γύρω από τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της κάθε νόσου, η κα. Γεραρχάκη εξηγεί αντίστοιχα. «Η ψυχογενής ανορεξία είναι μια πολύ σοβαρή και σε μερικές περιπτώσεις επικίνδυνη για τη ζωή ασθένεια, η οποία διακρίνεται από εκούσια μείωση της πρόσληψης τροφής. Ένα κύριο χαρακτηριστικό της είναι ο έντονος φόβος για αύξηση του βάρους με συνέπεια οι πάσχοντες να αποστρέφονται καθετί που μπορεί να οδηγήσει σε αυτή. Επίσης, η διαταραγμένη εικόνα που έχουν για το σώμα τους τούς παροτρύνει να συνεχίσουν τις προσπάθειες για απώλεια βάρους παρά το γεγονός ότι παραμένουν σημαντικά λιποβαρείς, ενώ αρνούνται πεισματικά τη σοβαρότητα των επιπτώσεων. Στα αρχικά στάδια, το άτομο περιορίζει την πρόσληψη τροφής στις διαιτητικές και, επομένως, υγιεινές τροφές και αποφεύγει την κατανάλωση λιπών και υδατανθράκων. Μετρά με ιδιαίτερη επιμέλεια τις θερμίδες που προσλαμβάνει και προσπαθεί η ημερήσια κατανάλωση να είναι η μικρότερη δυνατή, ενώ χαρακτηριστική είναι η ικανοποίηση που νιώθει όταν καταφέρνει να μειώσει το βάρος του. Καθώς η νόσος εξελίσσεται μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνη απώλεια βάρους (περίπου κάτω από το 15% του φυσιολογικού) επιδρώντας με επιβλαβή τρόπο στην υγεία. Οι ιατρικές επιπλοκές της ψυχογενούς ανορεξίας σχετίζονται, όπως είναι σαφές, κυρίως με τον υποσιτισμό κι έτσι ο οργανισμός πέφτει σε “χειμερία νάρκη” προσπαθώντας να εξοικονομήσει ενέργεια. Η ξηρότητα τού δέρματος, η υπερτρίχωση με λεπτό χνούδι στο πρόσωπο και τον κορμό, η πτώση των τριχών τής κεφαλής, οι αλλαγές στα νύχια, η υποθερμία και η δυσανεξία στο κρύο, η βραδυκαρδία και η υπόταση, η ζάλη, οι καρδιακές αρρυθμίες, η ατροφία τού εγκεφάλου με συνέπειες στη συγκέντρωση, την προσοχή και τη μνήμη, η μυοπάθεια, η δυσκοιλιότητα, η αμηνόρροια, η αναστολή της αύξησης του ύψους στην εφηβική ηλικία, η εμφάνιση πρώιμης οστεοπόρωσης, ο εκνευρισμός και η κατάθλιψη είναι μερικά μόνο από τα συμπτώματα της νόσου. H αντιμετώπιση της ψυχογενούς ανορεξίας είναι δύσκολη, απαιτεί προσέγγιση του προβλήματος από μια θεραπευτική ομάδα και συνίσταται σε τακτικό ιατρικό έλεγχο, εφαρμογή προγράμματος σίτισης και σε ψυχολογική θεραπεία του ασθενούς και της οικογένειας του. Πρέπει να πούμε πως, δυστυχώς, η θνησιμότητα ανέρχεται περίπου στο 12%-15% των πασχόντων. Ο θάνατος προέρχεται κυρίως από τις καρδιολογικές επιπλοκές που προκαλεί ο υποσιτισμός, από ηλεκτρολυτικές διαταραχές ή μπορεί να οφείλεται ακόμη και σε αυτοκτονία. Από τους ασθενείς που θα επιβιώσουν, περίπου οι μισοί θα αναρρώσουν πλήρως, ενώ στο 30% αυτών η νόσος παρουσιάζει υποτροπές και στο 20% μεταπίπτει σε χρόνια κατάσταση. Τα παραπάνω ποσοστά κατατάσσουν την ψυχογενή ανορεξία στις πλέον επικίνδυνες ψυχικές διαταραχές.»

Η κα. Μαρίτα Γεραρχάκη, κλινική ψυχολόγος στην «ΑΝΑΣΑ»

Δεύτερη κατά σειρά, η ψυχογενής βουλιμία αποτελεί επίσης μια σοβαρή ασθένεια, η οποία χαρακτηρίζεται από ένα κύκλο συμπεριφορών, που συνήθως ξεκινούν με επεισόδια υπερβολικής και ανεξέλεγκτης πρόσληψης τροφής. Όπως αναφέρει η κα. Γεραρχάκη «τα χαρακτηριστικά στοιχεία στη συμπεριφορά του ασθενούς με ψυχογενή βουλιμία είναι τα επανειλημμένα επεισόδια υπερφαγίας και η απώλεια αυτοελέγχου κατά την κατανάλωση. Τυπικά, το άτομο καταναλώνει σε σύντομο χρόνο μεγάλες ποσότητες φαγητού, συνήθως πλούσιες θερμιδικά, ενώ όσο το επεισόδιο είναι σε εξέλιξη, νιώθει ότι είναι αδύνατο να σταματήσει. Αμέσως μετά, κυριεύεται από συναισθήματα ενοχών και δυσανεξίας κι έτσι εφαρμόζει μέτρα αντιμετώπισης προκειμένου να αποφευχθεί η αύξηση του βάρους. Συγκεκριμένα, καταλήγει σε πρόκληση εμετού, νηστεία, εντατική γυμναστική, λήψη καθαρτικών, διουρητικών ή άλλων φαρμακευτικών σκευασμάτων, τα οποία προσπαθεί να κρατήσει κρυφά. Αξίζει να πούμε πως το βάρος του ατόμου παραμένει συχνά στα ευρέως φυσιολογικά όρια. Μολονότι η ψυχογενής βουλιμία» συνεχίζει «συχνά θεωρείται σύμπτωμα της ανορεξίας, αποτελεί ξεχωριστή διαταραχή πρόσληψης τροφής. Παρατηρείται περισσότερο σε γυναίκες φυσιολογικού βάρους ή ελαφρά υπέρβαρες και σε συχνότητα 2%-4% στους εφήβους. Σε σύγκριση με τα άτομα που πάσχουν από ψυχογενή ανορεξία, οι ασθενείς με βουλιμία τείνουν να παρουσιάζουν συχνότερα συναισθηματικές διαταραχές, ενώ η νόσος συνυπάρχει σε μεγάλο βαθμό με κατάθλιψη και αδυναμία στη διαχείριση άγχους.» Είναι σαφές πως και σε αυτή την περίπτωση η υγεία κλονίζεται σε μεγάλο βαθμό. «Οι περιοδικοί κύκλοι επεισοδιακής υπερφαγίας και αυτοπροκαλούμενων εμετών» εξηγεί η κα. Γεραρχάκη «μπορούν να επηρεάσουν το σύνολο του πεπτικού συστήματος προκαλώντας πιθανή γαστρορραγία, φλεγμονή και ρήξη του οισοφάγου, πεπτικό έλκος και παγκρεατίτιδα, χρόνια ακανόνιστη εντερική δραστηριότητα, ενώ οδηγούν και σε απώλεια ηλεκτρολυτών λόγω της αφυδάτωσης που επέρχεται από την απώλεια καλίου, νατρίου και χλωρίου. Αυτές οι καταστάσεις ενδέχεται να επηρεάσουν με τη σειρά τους τόσο την καρδιά, όσο και τις λειτουργίες άλλων ζωτικών οργάνων.»

Τέλος, η επεισοδιακή πολυφαγία αναγνωρίστηκε σχετικά πρόσφατα ως μια ξεχωριστή κατηγορία Δ.Π.Τ. «Χαρακτηρίζεται» όπως αναφέρει η ψυχολόγος «από επεισόδια ανεξέλεγκτης και παρορμητικής υπερφαγίας κατά τα οποία το άτομο καταναλώνει μια σημαντικά μεγάλη ποσότητα φαγητού περίπου μέσα σε δυο ώρες. Η ποσότητα αυτή είναι σαφώς περισσότερη από αυτή που θα έτρωγαν οι υπόλοιποι άνθρωποι το ίδιο χρονικό διάστημα. Αυτό που χαρακτηρίζει τον πάσχοντα από επεισοδιακή πολυφαγία είναι το γεγονός ότι τρώει πιο γρήγορα απ’ότι συνήθως και μέχρι να νιώσει άβολα, καταναλώνει μεγάλες ποσότητες ακόμα κι όταν δεν πεινάει, προτιμά να τρώει μόνος επειδή αισθάνεται ντροπή, νιώθει έως και αηδία για τον εαυτό του, ενώ έχει ενοχές και άγχος για αυτό που συμβαίνει. Αυτό, όμως, που κάνει την πολυφαγία να διαφέρει από τη βουλιμία είναι η απουσία των αυτοπροκαλούμενων εμετών. Ωστόσο, επειδή ακριβώς υπάρχουν περίοδοι επαναλαμβανόμενων διαιτών, το βάρος αυτών των ανθρώπων μπορεί να έχει υπερβολικές διακυμάνσεις. Τα εν λόγω επεισόδια συμβαίνουν κατά μέσο όρο δύο ημέρες την εβδομάδα για διάστημα έξι μηνών ή και περισσότερο, ενώ δεν προκύπτουν αποκλειστικά κατά τη διάρκεια της νευρικής ανορεξίας ή της νευρικής βουλιμίας. Συχνά, η επεισοδιακή υπερφαγία οδηγεί περίπου στους ίδιους κινδύνους υγείας που σχετίζονται με την κλινική παχυσαρκία, όπως είναι η υπέρταση, τα υψηλά επίπεδα χοληστερόλης, η καρδιοπάθεια, ο διαβήτης τύπου ΙΙ και η νόσος της χοληδόχου κύστης

Τοίχος στην «ΑΝΑΣΑ»

Στα γραφεία της «ΑΝΑΣΑ»

Αυτομάτως όλοι μπαίνουμε στη διαδικασία να αναρωτηθούμε ποιοι είναι οι λόγοι που μπορεί να οδηγήσουν στην εκδήλωση των συγκεκριμένων διαταραχών. Η κα. Γεραρχάκη βεβαιώνει πως «η ακριβής αιτία των διαταραχών αυτών δεν είναι γνωστή. Αυτό για το οποίο μπορούμε να μιλήσουμε με βεβαιότητα είναι πως οι Δ.Π.Τ αποτελούν σύνθετες ψυχικές παθήσεις που απορρέουν από ένα συνδυασμό μακρόχρονων συμπεριφορικών, συναισθηματικών, γνωστικών, ψυχολογικών, διαπροσωπικών και κοινωνικών παραγόντων. Πιο συγκεκριμένα, χαρακτηριστικά όπως η χαμηλή αυτοεκτίμηση, το αίσθημα ανεπάρκειας ή έλλειψης ελέγχου στη ζωή, η κατάθλιψη, το άγχος, ο θυμός και η μοναξιά συνθέτουν κατά ένα μέρος το “προφίλ” του ανθρώπου που πάσχει. Εν συνεχεία, ένα φορτισμένο οικογενειακό περιβάλλον, οι τεταμένες διαπροσωπικές σχέσεις, η δυσκολία στην έκφραση των συναισθημάτων, ενδεχομένως ένα ιστορικό χλευασμού λόγω σωματικού βάρους, καθώς και ιδιαίτερα τραυματικά γεγονότα, όπως η σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση, “στρώνουν” το έδαφος για την εκδήλωση των Δ.Π.Τ. Ακόμη, φαινόμενα όπως οι κοινωνικές πιέσεις που εξυμνούν το πρότυπο της ισχνότητας και προσδίδουν αξία στην απόκτηση του “τέλειου σώματος”, οι στενοί ορισμοί της ομορφιάς που περιλαμβάνουν αποκλειστικά γυναίκες και άνδρες συγκεκριμένου σωματικού βάρους και διάπλασης και τέλος, η αξιολόγηση των ατόμων βάσει της εξωτερικής τους εμφάνισης και όχι με γνώμονα τις προσωπικές αξίες και δυνατότητες ενισχύουν τη ροπή των ανθρώπων προς τέτοιου είδους παθήσεις. Από την άλλη πλευρά, επιστήμονες εξακολουθούν να ερευνούν τα βιοχημικά ή βιολογικά αίτια που μπορεί να ευθύνονται για τις Δ.Π.Τ. Σε μερικά από τα άτομα, που εκδηλώνουν διαταραχές τέτοιου τύπου, ορισμένες βιοχημικοί παράμετροι του εγκεφάλου που ελέγχουν την πείνα, την όρεξη και την πέψη είναι ασταθείς. Ωστόσο, η ακριβής έννοια και οι επιπλοκές αυτής της αστάθειας βρίσκονται ακόμη υπό έρευνα. Τέλος, σε κάποιες περιπτώσεις οι Δ.Π.Τ οφείλονται σε κληρονομικούς παράγοντες. Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, η επίδραση του γενετικού παράγοντα είναι ιδιαίτερα σημαντική. Οι άνθρωποι» συνεχίζει «που εμφανίζουν Δ.Π.Τ συχνά χρησιμοποιούν την τροφή και τον έλεγχο αυτής ως μέσο αντιστάθμισης συναισθημάτων, τα οποία, διαφορετικά, θα τους κυρίευαν ή θα ήταν δύσκολο για αυτούς να τα αντιμετωπίσουν. Ορισμένες φορές υιοθετούν συμπεριφορές, όπως αυτές που αναφέρθηκαν ήδη, προκειμένου να νιώσουν ότι έχουν τον έλεγχο της ζωής τους. Γρήγορα, όμως, αυτή η κατάσταση αποκτά τη δική της ανεξάρτητη πορεία, αρχίζει να παίρνει τη μορφή εξάρτησης εκμηδενίζοντας το αίσθημα της αυτοεκτίμησης και καταστρέφοντας τη σωματική και ψυχική υγεία.»

Η άποψη που θέλει τις Διαταραχές Πρόσληψης Τροφής να είναι κυρίως «γυναικεία υπόθεση» επιβεβαιώνεται από τα λεγόμενα της κας Γεραρχάκη. «Ειδικά οι γυναίκες» αναφέρει «φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στην ανάπτυξη αυτών των διαταραχών, καθώς αντιπροσωπεύουν το 85%-90% των ατόμων που έχουν διαγνωστεί με κάποια από αυτές. Το γεγονός ότι οι εν λόγω διαταραχές είναι επιλεκτικά συχνότερες στις γυναίκες και ότι στις κοινωνίες που δίνεται έμφαση στη λεπτόσωμη σιλουέτα ως ιδανικό πρότυπο ομορφιάς τα ποσοστά είναι μεγαλύτερα, υποδηλώνει ότι παράγοντες που σχετίζονται με την κοινωνία και την κουλτούρα αυτής διαδραματίζουν ένα σημαντικό ρόλο τόσο στην παθογένεια όσο και στην αυξητική τάση των διαταραχών αυτών. Όπως, όμως, έχουμε ήδη πει, οι Δ.Π.Τ είναι σύνθετες και πολυπαραγοντικές ψυχικές νόσοι και οι κοινωνικο-πολιτισμικοί παράμετροι δεν είναι οι μόνοι που συντελούν στην ανάπτυξη και συντήρηση τους. Πρέπει ακόμη να πούμε πως πρωτοεμφανίζονται συνήθως στην εφηβική ηλικία και περίπου το 0,5%-2% των γυναικών πάσχει από νευρογενή ανορεξία και το 2%-4% από βουλιμία, ενώ είναι 8-9 φορές συχνότερες σε αυτές απ’ότι στους άνδρες. Τα τελευταία χρόνια, όμως, η διαφορά αυτή φαίνεται να μικραίνει. Στις Η.Π.Α, παραδείγματος χάρη, η ψυχογενής ανορεξία αποτελεί την τρίτη συχνότερη νόσο στις έφηβες, ενώ αντίθετα, η ψυχαναγκαστική υπερφαγία εμφανίζεται περίπου στην ίδια συχνότητα και σε γυναίκες και σε άνδρες (1,5:1) σε ένα ποσοστό κοντά στο 5% του πληθυσμού. Στην Ελλάδα και σύμφωνα με τα στοιχεία μας, παρά το γεγονός ότι έχουν γίνει απόπειρες καταγραφής των περιστατικών Δ.Π.Τ, οι επιδημιολογικές μελέτες που είναι απαραίτητες για να έχουμε αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία δεν έχουν διεξαχθεί ακόμα.» 

Όπως μαθαίνουμε από την κα. Γεραρχάκη, είναι λίγες οι έρευνες που έχουν εστιάσει στο να κατανοήσουμε τις Δ.Π.Τ στο ανδρικό φύλο. «Η αναλογία μεταξύ γυναικών και ανδρών που έχουν λάβει τη διάγνωση μιας τέτοιας διαταραχής είναι 10:1. Ωστόσο, οι επαγγελματίες που ειδικεύονται στη θεραπεία των ανδρών πασχόντων διατυπώνουν την υποψία ότι οι καταγραφές αυτών είναι λιγότερες σε σχέση με την πραγματικότητα. Το μέγεθος αυτό δεν αντανακλά τα αληθινά ποσοστά, τα οποία οι ειδικοί θεωρούν ότι είναι σημαντικά υψηλά σε συγκεκριμένες υποομάδες ανδρών. Για παράδειγμα, έρευνες αναφέρουν αρκετά υψηλά ποσοστά σε ομοφυλόφιλους άνδρες (Elkin, 1999). Βάσει μελετών, υπάρχει μια διαφορά» αναφέρει η κλινική ψυχολόγος «στην εκδήλωση των διαταραχών αυτών στους άνδρες καθώς ασχολούνται λιγότερο με το να φτάσουν σε ένα ιδανικό βάρος ή με το μέγεθος των ρούχων που φορούν και εστιάζουν περισσότερο σε θέματα που αφορούν τη γράμμωση των μυών τους και την αποφυγή εναπόθεσης λίπους σε συγκεκριμένα σημεία του σώματος.»

Οι Διαταραχές Πρόσληψης Τροφής αποτελούν ένα δύσκολο θεραπευτικό εγχείρημα, όπως μας ενημερώνει η ψυχολόγος, τόσο λόγω της σοβαρότητας της νόσου όσο και της άρνησης που συναντάται στους ασθενείς ως προς την αναγνώριση και παραδοχή της ύπαρξης του προβλήματος. «Οι πάσχοντες διακατέχονται από μυστικοπάθεια σε ό,τι αφορά τη διατροφική τους συμπεριφορά με αποτέλεσμα να είναι ιδιαίτερα διστακτικοί στο να επισκεφθούν οικειοθελώς έναν ψυχολόγο ή ένα ψυχίατρο. Είναι άκαμπτοι στο να δεχτούν βοήθεια, χαρακτηριστικό το οποίο αποτελεί και κύριο γνώρισμα του τρόπου σκέψης και αντίληψης του εαυτού τους (παραδείγματος χάρη άκαμπτος τρόπος σκέψης γύρω από το ιδανικό βάρος), ενώ άλλα στάδια από τα οποία περνούν είναι τα ψέματα, οι συμπεριφορές που στόχο έχουν να ξεγελάσουν τους γύρω τους πως όλα είναι φυσιολογικά, η απόλυτη στάση και η απομόνωση. Είναι σαφές πως η έγκαιρη διάγνωση και αρχή θεραπείας της νόσου οδηγεί και σε καλύτερα αποτελέσματα. Ωστόσο, η αντίσταση και η άρνηση λειτουργούν ανασταλτικά στην επιτυχή αντιμετώπιση. Δυστυχώς, στις πιο συνήθεις περιπτώσεις πασχόντων η κινητοποίηση έρχεται όταν η νόσος έχει κυριεύσει σε σημαντικό βαθμό τη ζωή τους και πια νιώθουν την απόλυτη έλλειψη ελέγχου. Πρέπει να τονίσουμε ότι ο ρόλος του οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντος θα έπρεπε να είναι υποστηρικτικός και ενθαρρυντικός για τη θεραπεία του ασθενούς. Επειδή ακριβώς η δυναμική της οικογένειας σχετίζεται στενά με την εκδήλωση των Δ.Π.Τ είναι σημαντικό τα μέλη αυτής να λάβουν πληροφόρηση από κάποιον επαγγελματία ψυχικής υγείας σχετικά με το τι ενδείκνυται και τι όχι στον υποστηρικτικό αυτό ρόλο.»


Τρεις συγκλονιστικές μαρτυρίες γυναικών που έπασχαν από Διαταραχές Πρόσληψης Τροφής

«Από παιδί είχα πολύ χαμηλή αυτοεκτίμηση, η οποία σχετιζόταν με τις συνθήκες που μεγάλωσα» αναφέρει ανώνυμα η γυναίκα, στην οποία ανήκει η πρώτη μαρτυρία. «Η καθημερινή πολύ έντονη βία που αντιμετώπιζα μέσα στο σπίτι» συνεχίζει «είχε σαν αποτέλεσμα να κάνω χρήση ουσιών στα 15 μου χρόνια. Μόλις απεξαρτήθηκα στα 23, μου πρόεκυψε η βουλιμία σαν ένας ακόμη τρόπος να κακοποιώ τον εαυτό μου και να μη βιώνω τα συναισθήματά μου. Εκείνη την περίοδο το μυαλό μου κατακλυζόταν από αυτο-μειωτικές σκέψεις όπως “δεν αξίζω τίποτα, δεν χρησιμεύω σε τίποτα, δεν μπορώ να ελέγξω αυτό που μου συμβαίνει, άρα είμαι ο χειρότερος άνθρωπος”, ενώ, παράλληλα, είχα φτάσει σε σημείο να σιχαίνομαι τον εαυτό μου λόγω των συνεχών εμετών. Μετά από διάστημα ενός χρόνου και με την πολύτιμη βοήθεια των συγγενών μου και ενός φιλικού προσώπου απευθύνθηκα σε ειδικό. Η ντροπή και η πεποίθηση ότι μπορώ να τα καταφέρω μόνη μου ενήργησαν αποτρεπτικά για να το κάνω νωρίτερα. Η διαδικασία της ψυχολογικής υποστήριξης στάθηκε πάρα πολύ σημαντική για εμένα καθώς έσωσε κυριολεκτικά τη ζωή μου και μου τη χάρισε πίσω.» Ολοκληρώνει λέγοντας πως «κατάφερα να πιστέψω στον εαυτό μου, να πραγματοποιήσω τα επαγγελματικά μου όνειρα και να πετύχω τους μεγαλύτερους στόχους μου. Νιώθω βαθύτατα ευγνώμων, πολύ τυχερή και ολοκληρωμένη.»

Η δεύτερη κατά σειρά μαρτυρία ανήκει επίσης σε μία γυναίκα, η οποία από τα 16,5 χρόνια της έως τα 19 έπασχε από νευρική ανορεξία. Στη συνέχεια και μέχρι την ηλικία των 22 ετών αντιμετώπισε την ψυχογενή βουλιμία σε συνδυασμό με επεισόδια υπερφαγίας. «Είναι δύσκολο να εξηγήσεις» μας λέει «πώς προκύπτουν αυτές οι διαταραχές. Πρέπει πρωτίστως να υπάρχει το υπόβαθρο που θα ευνοήσει τη “γέννηση” και την εξέλιξη τους. Στην περίπτωση μου, όπως και γενικότερα, το εν λόγω “υπόβαθρο” βασιζόταν καθαρά σε ένα συνδυασμό ψυχολογικών και συναισθηματικών παραγόντων, στην ψυχοσύνθεση και στον χαρακτήρα μου, στην οικογένεια μου και στις επιρροές που ασκούν τα πρότυπα των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Ήμουν πρωταθλήτρια κολύμβησης και, όπως είναι σαφές σε τέτοιες συνθήκες, το βάρος και η διατροφή απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή. Συγχρόνως ήμουν στην εφηβεία, περίοδο που ούτως ή άλλως τα κορίτσια αρχίζουν να παρατηρούν τις αλλαγές στο σώμα τους και δίνουν περισσότερη έμφαση στην εικόνα. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανήσυχη και τελειομανή φύση μου, αλλά και με κάποιες καταστάσεις που βίωνα με οδήγησαν να κάνω κάτι βλαβερό στον εαυτό μου.» Η ίδια συνεχίζει λέγοντας πως «αντιλαμβάνεσαι αρκετά νωρίς ότι αντιμετωπίζεις δυσκολίες με τη διατροφή σου. Όσο και να θέλεις να αγνοήσεις συμπεριφορές και συναισθήματα, όπως η διαρκής ενασχόληση με το φαγητό, η καταμέτρηση των θερμίδων, οι ενοχές, τα ξεσπάσματα και η κόπωση, δεν μπορείς. Παρ’ότι ξέρεις πως κάτι έχει αλλάξει σε σχέση με το παρελθόν, η δύναμη που σου ασκούν οι Δ.Π.Τ είναι τέτοια που δεν σε αφήνει να το παραδεχτείς, ενώ προσπαθείς διαρκώς να πείσεις τους γύρω σου πως όλα είναι φυσιολογικά. Ο εαυτός σου, όμως, είναι ο μόνος που δεν μπορείς να ξεγελάσεις.»

 

Η ίδια αναφέρει πως «εκείνη την περίοδο το μυαλό μου βρισκόταν σε μια χαώδη κατάσταση, ενώ όλη μου η ενέργεια αναλωνόταν καθημερινά σε σκέψεις που αφορούσαν την τροφή. Δεν μπορούσα να δω πόσο δυστυχισμένη ήμουν και πόσα πράγματα μού στερούσε αυτή η διαδικασία. Κάπως έτσι, η μία σκέψη διαδεχόταν την άλλη και μέρα με τη μέρα βυθιζόμουν ολοένα και περισσότερο. Όταν βρέθηκα για πρώτη φορά αντιμέτωπη με τη νευρική ανορεξία, την ευθύνη της “σωτηρίας” μου ανέλαβαν οι γονείς μου. Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να με βοηθήσουν και να σταθούν δίπλα μου ξεκινώντας με την αναζήτηση εξειδικευμένης βοήθειας τόσο για εμένα όσο και για εκείνους, ενώ επέμεναν να τη δεχτώ παρά τη δική μου άρνηση. Το πρώτο στάδιο λειτούργησε για εμένα σαν “αντιπυρετικό” καθώς περιορίστηκαν τα έντονα συμπτώματα, ενώ πήρα εκείνα τα κιλά που θα διασφάλιζαν την επιβίωση μου σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η απόφαση, όμως, δεν ήταν δική μου, αλλά δική τους. Δεν την υποστήριζα συνειδητά και επομένως, δεν θα μπορούσε να έχει μακροχρόνια αποτελέσματα. Η συνέπεια ήταν να εγκαταλείψω με την πρώτη ευκαιρία μη μπορώντας να δω τους γονείς μου ως “συμμάχους” πια. Ωστόσο, είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ πόσο αναγκαίο ήταν να ζητήσω βοήθεια από μόνη μου, κάτι που συνέβη λίγο καιρό αργότερα με την πολύτιμη υποστήριξη μιας φίλης.» Η θεραπευτική διαδικασία απεδείχθη για εκείνη πολύτιμη καθώς τη βοήθησε να γνωρίσει τον εαυτό της και να ανακαλύψει πτυχές του που μέχρι πρότινος αγνοούσε. «Η ψυχοθεραπεία» αναφέρει «είναι ένα “ταξίδι” που μόνο ωφελεί έστω κι αν δεν ξεκίνησε συνειδητά ως τέτοιο.»

Η τρίτη και τελευταία μαρτυρία ανήκει επίσης σε μια γυναίκα, της οποίας η καταστροφική σχέση με τη βουλιμία ξεκίνησε σε ηλικία 17 ετών. «Το φαγητό μου άρεσε από μικρό παιδί παρά το γεγονός ότι αυτός ήταν ο λόγος που δεχόμουν αρνητικά σχόλια από την οικογένεια μου σχετικά με τις ποσότητες που έτρωγα και το βάρος που είχα. Οι δίαιτες ήταν πολύ συχνές στο πρόγραμμα μου, ενώ όταν ξεκίνησα τον αθλητισμό έπρεπε να στερούμαι πολλά πράγματα καθώς, παράλληλα, βρισκόμουν σε μια συνεχή προσπάθεια απώλειας βάρους. Η βουλιμική κοπέλα που πρωταγωνιστούσε σε μία ταινία που είδα στα 17 μου μού έδωσε το έναυσμα να υιοθετήσω την αντίστοιχη συμπεριφορά. Αμέσως σκέφτηκα πως ήταν ένας τρόπος να τρώω ό,τι θέλω χωρίς να παχαίνω. Το δοκίμασα μια φορά και από τότε ξεκίνησα συστηματικά. Για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα το έκανα κρυφά, δεν ήθελα να ξέρει κανείς τίποτα διότι αυτή η κατάσταση με εξυπηρετούσε. Χωρίς να έχω καταλάβει ότι η καθημερινότητα μου περιστρεφόταν μονάχα γύρω από αυτό, νόμιζα ότι κάποια στιγμή θα μπορούσα να το σταματήσω έτσι απλά. Οι σκέψεις μου, όμως, περιορίζονταν στον εξής αέναο κύκλο ερωτημάτων: πότε θα φάω – τι και πόσο θα φάω – πού θα καταλήξω για να κάνω εμετό. Πέρασαν 6-7 χρόνια έως ότου το αποκαλύψω στη μητέρα μου. Με την παρότρυνση της» συνεχίζει «απευθύνθηκα σε έναν ειδικό, όπως έκανα και για αρκετά χρόνια με διάφορους θεραπευτές, χωρίς  να μπορώ να δεχτώ τη βοήθεια τους ακριβώς επειδή δεν ήθελα. Το φαγητό ήταν για εμένα “φίλος”, στήριγμα, παρηγοριά και χαρά, ενώ σταδιακά εξελίχθηκε σε μια σχέση αγάπης και μίσους. Από τις παρέες μου είχα απομονωθεί, δεν με ενδιέφερε να βγω έξω γιατί προτιμούσα να μείνω στο σπίτι μου και να φάω. Δεν σκεφτόμουν τι έκανα με αποτέλεσμα να περάσουν 12 ολόκληρα χρόνια. Όταν ήρθα αντιμέτωπη με όσα κρύβονταν πίσω από τη βουλιμία, ήθελα να απαλλαγώ από αυτή κι έτσι, πριν από λίγα χρόνια, βρήκα τον άνθρωπο που σταδιακά με βοήθησε. Σε ό,τι έχει να κάνει με τη θεραπευτική διαδικασία, επέλεξα εμένα και τη θεραπεύτρια μου ως τις μόνες εμπλεκόμενες και συνειδητά απέκλεισα την οικογένεια μου, καθώς η συμπεριφορά τους είχε αρνητική επίδραση πάνω μου. Όποιος παλεύει με τις διατροφικές διαταραχές, θα πρέπει να ξέρει πως υπάρχει τρόπος να ελευθερωθεί αρκεί να ζητήσει βοήθεια, να βρει τον κατάλληλο άνθρωπο που θα του εμπνεύσει εμπιστοσύνη και να μάθει να αγαπάει τον εαυτό του.»

«Το να φτάσει κανείς να αναγνωρίσει τα ανησυχητικά σημάδια των Δ.Π.Τ και να επισκεφθεί έναν εξειδικευμένο επαγγελματία ψυχικής υγείας είναι σημάδι τεράστιας δύναμης και όχι αδυναμίας, όπως συχνά νιώθουν οι πάσχοντες» βεβαιώνει η κα Γεραρχάκη. «Υπάρχει θεραπεία και το άτομο μπορεί να βγει από το “χρυσό κλουβί” των Δ.Π.Τ με νέα και διεκδικητική στάση ζωής αρκεί να λάβει δράση όσο πιο έγκαιρα μπορεί. Πρόκειται για ένα δύσκολο αγώνα, ο οποίος, όμως, μπορεί να φέρει τη νίκη. Μια νίκη, η οποία σύμφωνα με τους ασθενείς που έχουν θεραπευτεί, είναι από τις πιο πολύτιμες της ζωής τους.»  

Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα της «ΑΝΑΣΑ» www.anasa.com.gr ή να καλέσετε στο 210-9234904.

Κλεοπάτρα Γκατζάνη

Share
Published by
Κλεοπάτρα Γκατζάνη