Πριν από 11 χρόνια, ένα από τα πιο διάσημα παπιά του κόσμου, ο Σκρουτζ ΜακΝτακ, σκαρφάλωνε στην πρώτη θέση της λίστας του Forbes «Fictional Fifteen», με τις δεκαπέντε πιο πλούσιες φανταστικές προσωπικότητες από ταινίες, μυθιστορήματα και κόμικ. Με συνολική περιουσία 65 δισ. δολ., ο ιδιοκτήτης ανθρακωρυχείων και θείος του Ντόναλντ Ντακ έκανε τον Δράκο Smaug να φάει το σκόνη του και συνέχιζε απτόητος τα μακροβούτια στην πισίνα του με τα δολάρια.
Ήδη από το 2012 όμως οι ζάμπλουτοι φανταστικοί ήρωες ηττούνταν κατά κράτος από τους πραγματικούς ζάμπλουτους: ο συνολικός πλούτος των Fictional 15 (209,5 δισ. δολ.) ωχριούσε μπροστά στον συνολικό πλούτο των 15 πραγματικών κροίσων (519,6 δισ. δολ). Εν έτει 2024, δε, ο Σκρουτζ ΜακΝτακ μοιάζει με φτωχό συγγενή μπροστά στα 218,2 δισ. του σημερινού No 1 στην λίστα του Forbes, Bernard Arnault, της πολυεθνικής ειδών πολυτελείας LVMH Moët Hennessy Louis Vuitton, αλλά και στα 202,8 δισ. δολ. του Νο 2 Τζεφ Μπέζος, ιδρυτή της Amazon.
Με δυο λόγια, οι πλούσιοι σήμερα είναι πιο πλούσιοι κι από αυτό που μπορούσαμε να φανταστούμε.
Τα πρόσφατα στοιχεία αποδεικνύονται ακόμα πιο σοκαριστικά:
Μέσα σε μόλις τρία χρόνια, από το 2020 μέχρι το 2023, η συνολική περιουσία των πέντε πλουσιότερων ανθρώπων του κόσμου υπερδιπλασιάστηκε: από 405 δισ. δολ. σκαρφάλωσε στα 869 δισ. δολ. Ήταν τα χρόνια της πανδημίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ίδιο διάστημα πάνω από τη μισή ανθρωπότητα, τουτέστιν 5 δισεκατομμύρια άνθρωποι, έγιναν φτωχότεροι. Αυτά τουλάχιστον καταγράφει η Oxfam στην πρόσφατη έκθεσή της Inequality Inc. Ας σημειωθεί ότι όταν κατέρρεε η ΕΣΣΔ, το 1991, οι πέντε πλουσιότεροι του πλανήτη είχαν συνολική περιουσία μικρότερη από 70 δισ. δολ. Το αντίστοιχο ποσό σήμερα είναι υπερδεκαπλάσιο!
Αν οι κροίσοι συνεχίζουν να αυξάνουν την περιουσία τους με τέτοιο ρυθμό, η Oxfam προβλέπει πως μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια θα εμφανιστεί ο πρώτος τρισεκατομμυριούχος στην ιστορία.
Λογική πρόβλεψη όταν, για παράδειγμα, ο Τζεφ Μπέζος από 98 δισ. δολ. το 2017 σκαρφάλωσε στα 202,8 δισ. δολ το 2024.
Η έκθεση της Oxfam συμπέραινε επίσης τα εξής:
Το τρισεκατομμύριο ως νούμερο είναι ασύλληπτο. Αν βάλεις το ένα επάνω στο άλλο στην παλάμη σου, «ένα τρισεκατομμύριο δολάρια είναι ένας πάκος χαρτονομισμάτων των 1.000 δολαρίων σχεδόν 67 μίλια [107.826 χμ.] ψηλός», όπως είχε πει ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρέιγκαν το 1981 όταν για πρώτη φορά το χρέος της χώρας πλησίαζε αυτό το νούμερο. Φανταστείτε ότι τα 67 μίλια έχουν ξεφύγει από τη στρατόσφαιρα και φθάνουν κάπου στη θερμόσφαιρα.
Ένα τρισεκατομμύριο είναι λίγο μεγαλύτερο από το ΑΕΠ της Τουρκίας (906 δισ. δολ.) και λίγο μικρότερο από το ΑΕΠ της Σαουδικής Αραβίας (1,1 τρισ. δολ.).
Ή, αλλιώς, αν βγάζατε 10.000 δολ. την εβδομάδα (9.230 ευρώ), για να αποκτήσετε την περιουσία που είχε στα τέλη του 2023 ο Έλον Μασκ, δηλαδή 180 δισ. δολ., θα έπρεπε να δουλεύετε κάθε εβδομάδα για περισσότερο από 300.000 χρόνια, πριν δηλαδή πρωτοεμφανιστεί ο homo sapiens στην Αφρική, όπως σημείωνε ο Guardian.
Ας δούμε όμως τον υπερβολικό πλούτο σε ιστορικό πλαίσιο. Πρώτος δισεκατομμυριούχος του πλανήτη ανακηρύχθηκε το 1916 από τον Τύπο της εποχής ο βιομήχανος Τζον Ροκφέλερ, που μεταξύ άλλων ήταν ιδρυτής του πετρελαϊκού κολοσσού Standard Oil Company. Η Standard Oil το 1880 είχε τον έλεγχο του 90% των αμερικανικών διυλιστηρίων και αγωγών. Ο Ροκφέλερ ήταν τόσο πλούσιος, που θεωρείται ότι θα έμπαινε και σήμερα στη λίστα των κροίσων εάν ζούσε. Το 1937, το σύνολο της περιουσίας του αντιστοιχούσε στο 1,5% της συνολικής οικονομικής παραγωγής των ΗΠΑ, καθιστώντας τον έναν από τους πιο πλούσιους ανθρώπους του πλανήτη μέχρι σήμερα. Για να γίνει αντιληπτή η αντιστοιχία, αρκεί να αναφερθεί ότι η συνολική περιουσία του Μπιλ Γκέιτς το 2018 αντιστοιχούσε στο 0,45% του αμερικανικού ΑΕΠ.
Την εποχή του Ροκφέλερ, βέβαια, το ΑΕΠ των ΗΠΑ ήταν περί τα 50 δισ. δολ., ενώ σήμερα ανέρχεται στα 27 τρισ. δολ. Ένας σύγχρονος τρισεκατομμυριούχος λοιπόν θα κατείχε ποσό αντίστοιχο του 2,5-3% του ΑΕΠ της πλουσιότερης χώρας στον κόσμο.
Στην κούρσα για τον πρώτο τρισεκατομμυριούχο συμμετέχουν αρκετοί. Καταρχάς, οι δισεκατομμυριούχοι έχουν πολλαπλασιαστεί σαν τα κουνέλια. Στις αρχές του 2008 ήταν 1.000, με συνολική περιουσία 4,4 τρισ. δολ. Το 2024 είναι περισσότεροι από ποτέ: 2.781 με συνολική περιουσία 14.2 τρισ. δολ.
Κι αυτό παρά την οικονομική κρίση, την πανδημία και τις άλλες «μαύρες κατάρες» που χτύπησαν εν τω μεταξύ τον πλανήτη (ή μήπως εξαιτίας αυτών;).
Μία από τις αιτίες του πολλαπλασιασμού των κροίσων και της περιουσίας τους είναι ότι σήμερα υπάρχουν πολυεθνικές ολιγοπώλια, που ουσιαστικά λειτουργούν χωρίς πραγματικό ανταγωνισμό. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να εξηγηθεί η τεράστια αύξηση της διαφοράς μεταξύ κόστους παραγωγής και τιμής πώλησης, η οποία από 7% το 1980 «πήδηξε» στο 59% το 2020, όπως σημείωνε η Oxfam;
Κι αν ο κροίσος Γουόρεν Μπάφετ είχε διατυμπανίσει το 2011 ότι φορολογείται λιγότερο από τη γραμματέα του, σήμερα οι Μπάφετ όλου του κόσμου συνεχίζουν το πάρτι. Το 2019, διαπιστώθηκε ότι για πρώτη φορά οι 400 πλουσιότεροι Αμερικανοί πλήρωσαν λιγότερο φόρο ως ποσοστό του συνολικού εισοδήματός τους από οποιαδήποτε άλλη κατηγορία φορολογουμένων. Το 2018 λοιπόν πλήρωσαν 23% – ενώ το 50% των χαμηλότερων εισοδηματικά Αμερικανών πλήρωσε 24,2%, έγραφαν στον «Θρίαμβο της Αδικίας» οι οικονομολόγοι Saez και Zucman. Αν κανείς σκεφθεί ότι το 1980 οι πλουσιότεροι 400 πλήρωναν 47% και το 1960, 56%, αντιλαμβάνεται πόσο έχει συντελέσει αυτός ο παράγοντας στην υπερσυγκέντρωση του πλούτου.
Μάλιστα, το 2017 υπήρξε σημείο καμπής, καθώς ο τότε Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ πέρασε νόμο που μείωσε τη φορολογική κλίμακα για τα υψηλότερα εισοδήματα και τη φορολογία των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τους Saez και Zucman, το 2018 οι πλούσιοι ήδη απολάμβαναν τα αποτελέσματα, αφού ο φόρος που πλήρωνε το πλουσιότερο 0,1% των νοικοκυριών έπεσε κατά 2,5%. «Τα πλεονεκτήματα που υπόσχονταν οι υποστηρικτές του νόμου -υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης και επιχειρηματικών επενδύσεων καθώς και συρρίκνωση του ελλείμματος- σε μεγάλο βαθμό δεν υλοποιήθηκαν».
Βάλτε στην εξίσωση και τους λεγόμενους «φορολογικούς παραδείσους». Γιατί οι πλούσιοι σήμερα τις «πισίνες» με τα δολάρια δεν τις φτιάχνουν μέσα στο σπίτι, όπως ο Σκρουτζ ΜακΝτακ, αλλά σε κάτι πολύ μακρινές «εξωτικές» τοποθεσίες με περίεργα ονόματα.
Γιατί μας απασχολεί τόσο αν θα προκύψει ο πρώτος τρισεκατομμυριούχος; Δεν θα αποτελεί ένδειξη κάποιας τρελά καλπάζουσας «ανάπτυξης»;
Καταρχάς, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε πως ενώ οι πλούσιοι έχουν πλουτίσει, οι φτωχοί έχουν φτωχύνει. Ηλίου φαεινότερο ότι πρόκειται για σχέση αιτίου-αιτιατού.
Έπειτα, οι πολύ πλούσιοι διαθέτουν δυσανάλογα μεγάλη επιρροή στην πολιτική. Δεν είναι μόνο ότι το 11% των δισεκατομμυριούχων κατείχε ή επιδίωξε να κατέχει κάποια στιγμή πολιτικό αξίωμα, όπως αποκάλυπτε μελέτη. Ούτε ότι, σύμφωνα με την ίδια μελέτη, συνήθως κλίνουν πολιτικά προς τα δεξιά. Είναι πως όταν αφήνονται ανεξέλεγκτα, «τα υπερβολικά πολλά χρήματα μπορεί να οδηγήσουν σε προνομιακή οικονομική μεταχείριση, ευνοϊκές πολιτικές προσβάσεις και άδικες πολιτικές ωφέλειες», έγραφε η συντηρητική αμερικανική δεξαμενή σκέψης Brookings Institution. «Το πολύ χρήμα επιτρέπει στους πλούσιους να επενδύσουν οικονομικούς πόρους για λόμπινγκ και ψηφοθηρία που τους βοηθούν να εξασφαλίσουν ειδικά προνόμια τα οποία δεν δικαιολογούνται αξιοκρατικά. Ο υπερβολικός πλούτος μπορεί να υπονομεύσει τον ανταγωνισμό στην αγορά, να “πνίξει” νέους ανταγωνιστές, να στρέψει τους κανόνες προς το μέρος τους και να καταστήσει εύκολη την κατάχρηση της οικονομικής δύναμης. Κάποιοι πλούσιοι αγοράζουν κιόλας μέσα μαζικής ενημέρωσης ή τεχνολογικές πλατφόρμες, που μπορούν να τους βοηθήσουν με δημόσιες σχέσεις και μαζική επικοινωνία».
Και φυσικά, για ποια πολιτική θα πιέσουν οι κροίσοι; Για λιγότερους φόρους, λιγότερη κρατική παρέμβαση, λιγότερη κοινωνική πολιτική.
Γιατί τι τους ενδιαφέρει αν θα υπάρχει δημόσια παιδεία ή δημόσια υγεία, για παράδειγμα; Ίσως να νοιάζονται για τη δημόσια υγεία στον βαθμό που δεν πεθαίνει μαζικά το εργατικό δυναμικό και για τη δημόσια παιδεία στον βαθμό που δεν ξεμένουν από ειδικούς. Επίσης, πόσο σύνηθες είναι να τους ενδιαφέρουν οι καλές συνθήκες εργασίας για το προσωπικό των επιχειρήσεών τους (γκουγκλάρετε, για παράδειγμα, «εργασιακές συνθήκες στην Amazon»); Γι’ αυτό και συνήθως είναι λιγότερο πιθανό να υποστηρίξουν επενδύσεις στους τομείς που ωφελούν τους πολλούς, όπως κατάγραφε έρευνα.
Πόσο επίσης ενδιαφέρονται για μια αποτελεσματική περιβαλλοντική πολιτική αφού οι δικές τους βιομηχανίες ρυπαίνουν δυσανάλογα περισσότερο σε σχέση με μια μικρή επιχείρηση ή ιδιώτες – και συχνά ρυπαίνουν γιατί απλώς έτσι «έρχεται φθηνότερα»; Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την Oxfam, το πλουσιότερο 1% είναι υπεύθυνο για περισσότερες εκπομπές άνθρακα από το φτωχότερο 66%.
Το δε μέγεθος της πολιτική επιρροής των κροίσων είναι τρομακτικό. Όπως το έθεσε χαρακτηριστικά το New Yorker για τον Έλον Μασκ, για παράδειγμα, σπάνια έχει υπάρξει τέτοια περίπτωση «πολίτη που γίνεται διαιτητής σε πόλεμο μεταξύ των εθνών με τέτοιο πολυσχιδή τρόπο, ή ως προς τον βαθμό εξάρτησης που έχουν οι ΗΠΑ τώρα από τον Μασκ σε μια σειρά τομέων, από το μέλλον της ενέργειας και των μεταφορών μέχρι την εξερεύνηση του διαστήματος».
Την εποχή του Τζον Ροκφέλερ, τον 19ο αιώνα, οι επιτυχημένοι βιομήχανοι, των οποίων ωστόσο οι πρακτικές θεωρούνταν αδίστακτες ή ανήθικες, αποκαλούνταν συχνά «Robber Barons» (βαρώνοι της ληστείας). Κατηγορούνταν ότι διατηρούσαν μονοπώλια και αύξαναν τα κέρδη περιορίζοντας την παραγωγή κι έπειτα αυξάνοντας τις τιμές. Ο Ροκφέλερ ήταν μεταξύ αυτών των «βαρώνων». Οι επιθετικές τους πρακτικές και η λαϊκή δυσαρέσκεια οδήγησαν τελικά στη θέσπιση νόμου εναντίον των τραστ, βάσει του οποίου ο πετρελαϊκός κολοσσός του Ροκφέλερ, η Standard Oil, θα κηρύσσονταν το 1911 παράνομη.
Σήμερα, ποιος θα επιχειρήσει -και πώς- να περιορίσει την τρομακτικά μεγάλη εξουσία των κροίσων;
Οι οποίοι, βέβαια, θα πουν πολλοί, επιδίδονται σε φιλανθρωπίες. Και ο Ροκφέλερ σε μεγάλες φιλανθρωπίες επιδιδόταν – αφού βέβαια είχε δράσει έτσι ώστε να χαρακτηριστεί «βαρώνος της ληστείας».
Μεταξύ άλλων φιλανθρωπιών, ο Ροκφέλερ υπήρξε βασικός χρηματοδότης για την ίδρυση του Πανεπιστημίου του Σικάγο. Από αυτό το πανεπιστήμιο, χρόνια αργότερα, θα ξεπηδούσε η θεωρία του νεοφιλελευθερισμού – η περίφημη «Σχολή του Σικάγο».
Οι σκληρές επιχειρηματικές πρακτικές είχαν πλέον αποκτήσει την οικονομική τους θεωρία. Αυτή που σήμερα βλέπει με συμπάθεια την προοπτική ενός τρισεκατομμυριούχου.
Έχει και η ιστορία κάτι δαιμονικές συμπτώσεις.