«Υπερασπίσου το παιδί, γιατί αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα». Ο στίχος του 1979 από το τραγούδι «Κάποτε θα ‘ρθουν να σου πουν» που ερμηνεύει ο Παύλος Σιδηρόπουλος είναι πιο επίκαιρος από ποτέ. Οι λέξεις που χρησιμοποιούμε έχουν σημασία και δύναμη -από τα τραγούδια, μέχρι τα σχέδια νόμου. Η λέξη «υποχρεωτική» μπροστά από το συνεπιμέλεια είναι το κλειδί στην προκειμένη περίπτωση. Γιατί να επιβληθεί από τα πάνω η συνεπιμέλεια, υποχρεωτικά, για όλες τις οικογένειες και να μην κρίνεται, όπως μέχρι σήμερα, ανά περίπτωση; Είναι όντως μια μάχη της κυβέρνησης για ισότητα των φύλων ή έτσι θέλουν -κι έχουν καταφέρει σε μεγάλο βαθμό- να το περάσουν;
Λαμβάνοντας υπόψη την άνιση κατανομή του μιντιακού χρόνου που κατέλαβαν όσοι τάσσονται υπέρ της επιβολής υποχρεωτικής συνεπιμέλειας, εδώ επιδιώκεται να δοθεί χώρος στην άλλη πλευρά, η οποία έχει αποσιωπηθεί και παραγκωνιστεί πλήρως από τα κυρίαρχα μέσα. Δηλώθηκε, άλλωστε, και σε διαδικτυακή συζήτηση της ΜΚΟ «Σύλλογος Συνεπιμέλεια», όπου συμμετείχαν κυρίως μπαμπάδες που μιλούσαν απαξιωτικά για γυναίκες και μητέρες: «Έχουμε νικήσει ήδη στην επικοινωνιακή μάχη!».
Θα περίμενε κανείς σε αυτή τη δημόσια συζήτηση να πρωταγωνιστεί το παιδί και οι επιθυμίες του κι όχι να γίνεται έδαφος διαμάχης, εργαλειοποίησης και μπαλάκι στα χέρια -ποιών;- μεγάλων. Η συνεπιμέλεια προβλεπόταν και πριν τη συγκεκριμένη αναθεώρηση με βάση διάταξη άρθρου (1513 Α.Κ.) και πρέπει να δημιουργεί τουλάχιστον υποψίες το γεγονός ότι τώρα θέλουν να την κάνουν υποχρεωτική.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή κι ας μιλήσουμε με γεγονότα, επιστημονικές τοποθετήσεις, πραγματικές καταστάσεις και δηλώσεις φορέων που ασχολούνται χρόνια με ζητήματα ισότητας και δικαιωμάτων.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας ανάρτησε για διαβούλευση ένα νέο σχέδιο νόμου, φιλοδοξώντας να αλλάξει το προοδευτικό νομικό καθεστώς του Οικογενειακού Δίκαιου. Μέχρι σήμερα έχουν δημοσιευτεί τρία διαφορετικά κείμενα, τα οποία προσθαφαιρούν διατάξεις και περιλαμβάνουν αντιφάσκουσες έννοιες. Το παρόν νομοσχέδιο απέχει πολύ από το πόνημα της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής υπό τον πρώην εισαγγελέα Αρείου Πάγου, Ιωάννη Τέντε, και οι αντιδράσεις από την κοινωνία των πολιτών, αλλά και από επιστημονικούς φορείς, είναι πολύ σοβαρές.
Στην επιτροπή Τσιάρα, συμμετείχαν επιλεγμένοι εκπρόσωποι του νομικού κόσμου. Επιστημόνισσες κι επιστήμονες με αντικείμενο το παιδί και την ψυχική υγεία, την οικογένεια και τις γυναίκες, τις μητέρες κ.ά ήταν ανύπαρκτες κι ανύπαρκτοι, ενώ εκπρόσωποι κοινωνικών φορέων, φορέων δικαιωμάτων του παιδιού, γυναικείων και φεμινιστικών οργανώσεων, της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου, κοινωνιολόγων, επίσημων δικαστικών ενώσεων κ.λπ. απουσίαζαν επίσης, καθώς μάλλον θεωρήθηκαν αχρείαστοι.
Σαν να μην έφταναν αυτά, λείπουν στοιχεία και επίσημες καταγραφές. Χωρίς μελέτες, πώς -και, κυρίως, γιατί- θα ανατραπεί ένα νομικό πλαίσιο, το οποίο θεωρείται προοδευτικό; Τι θέλει να πετύχει η κυβέρνηση, της οποίας ο αρχηγός έχει δηλώσει «Έχω πλήρη αίσθηση ότι οι βασικές δουλειές στο σπίτι γίνονται από τη νοικοκυρά»;
Η Παιδοψυχιατρική Εταιρεία Ελλάδος, επίσημος επιστημονικός φορέας των Ψυχιάτρων Παιδιού και Εφήβου, αφού επεξεργάστηκε τα ζητήματα, ανακοίνωσε ότι «πρέπει να προβλέπονται όλες οι μορφές επιμέλειας και επικοινωνίας παιδιών-γονέων, και κάθε φορά να επιλέγεται η καταλληλότερη για το συγκεκριμένο παιδί, χωρίς να επιβάλλεται υποχρεωτική νομοθετική ρύθμιση συν-επιμέλειας ούτε υποχρεωτικός χρόνος διαμονής των παιδιών με καθένα από τους δύο γονείς».
Μεταξύ άλλων, σημειώνει πως «δεν θα πρέπει να θεωρείται εκ των προτέρων αυτονόητη η δυνατότητα των γονέων να αναλάβουν τη φροντίδα των παιδιών τους, οι δε σχέσεις του παιδιού με τον κάθε γονέα, δεν διαμορφώνονται «εν κενώ» μετά το χωρισμό τους αλλά αποτελούν συνέχεια της προηγούμενης φάσης ζωής της οικογένειας».
Εντοπίζει τα αίτια των γονικών συγκρούσεων ως κάτι που είναι συχνά πολύ βαθύτερο και δεν αναμένει «να λυθούν απλά με το ισόχρονο μοίρασμα της επιμέλειας, αλλά με κατάλληλη υποστήριξη των γονέων». Εύστοχα παρατηρούν οι παιδοψυχίατροι ότι «επειδή στα συγκρουσιακά διαζύγια υπάρχουν όλα τα προαναφερόμενα πολύπλοκα θέματα της ψυχικής ζωής των γονέων και των παιδιών, θεωρούμε ότι “σολομώντειες λύσεις” δεν είναι προς το συμφέρον του παιδιού, γι’ αυτό και η μορφή της επιμέλειας δεν πρέπει να ρυθμίζεται άκαμπτα και οριζόντια».
Και ο Γιώργος Νικολαΐδης, Ψυχίατρος και Διευθυντής Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, εκφράζει τις ενστάσεις του σχετικά με το Άρθρο 13, το οποίο προβλέπει ότι «Αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής».
Εξηγεί ότι «αμετάκλητη δικαστική απόφαση θεωρείται όταν έχουν εξαντληθεί όλα τα ένδικα μέσα – στην πράξη, αμετάκλητη είναι μόνο η απόφαση του Αρείου Πάγου. Αυτό είναι σαν να τιμωρεί η πολιτεία όσα παιδιά βρίσκουν το θάρρος να σπάσουν τη σιωπή και να μιλήσουν.
Μια υπόθεση κακοποίησης παιδιού, σωματικής ή σεξουαλικής, για παράδειγμα, για να δικαστεί σε πρώτο βαθμό, να πάει στο Εφετείο και να τελεσιδικήσει στον Άρειο Πάγο, συχνά χρειάζεται να ξεπεράσει τη δεκαετία. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι ένα παιδί που κακοποιείται από τον ένα γονιό του και βρίσκει το θάρρος να το καταγγείλει θα πρέπει υποχρεωτικά να περνάει το 1/3 του χρόνου του με τον κακοποιητή γονιό του μέχρι να ενηλικιωθεί».
Η ιστορία της Κ.Π. επιβεβαιώνει τις τραγικές συνέπειες που θα έχει αυτό το νομοσχέδιο, αν υπερψηφιστεί, στις ζωές εκατοντάδων γυναικών και παιδιών. Η Κ.Π. έμεινε έγκυος κι αποφάσισε με τον τότε σύντροφό της να μεγαλώσουν μαζί το παιδί. «Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, λόγω προβλήματος υγείας έπρεπε να μένω σε ακινησία. Σε αυτό το διάστημα, ελάχιστα συνέβαλε ο πατέρας του παιδιού στα ιατρικά και λοιπά έξοδα που αφορούσαν το παιδί μας, αναγκάζοντάς με να χρησιμοποιώ τις αποταμιεύσεις μου και να δανείζομαι από συγγενικά μου πρόσωπα. Όμως πάντοτε είχε χρήματα για τις δικές του ανάγκες και επιθυμίες», δηλώνει η Κ.Π. στην Popaganda.
Μετά τη γέννα, η συμπεριφορά του πατέρα έγινε χειρότερη. «Αφιέρωνε το χρόνο του σε βόλτες και όταν ήταν σπίτι το μόνο που έκανε είναι να βλέπει τηλεόραση. Είχα φορτωθεί όλο το βάρος της ανατροφής του μωρού, της φροντίδας του σπιτιού αλλά και των οικονομικών, καθώς εκείνος ήταν άνεργος και δεν έδειχνε κάποιο ενδιαφέρον να εργαστεί. Σε συνδυασμό με τα βίαια ξεσπάσματά του, πήρα την απόφαση να χωρίσουμε. Εξοργισμένος, ένα βράδυ με χτύπησε με μπουνιές στην πλάτη την ώρα που θήλαζα, επειδή του ζήτησα να κρατήσει το μωρό που ήδη είχα κοιμήσει, προκειμένου να δω για λίγο την ξαδέρφη μου». Τότε ξεκίνησε «ο πραγματικός εφιάλτης». «Με καλούσε εμμονικά στο τηλέφωνο, με έβριζε και με απειλούσε. Είχε μπουκάρει δύο φορές μέσα στο σπίτι μου, τη μία σπάζοντας τα πάντα και μία που έσπασε μόνο την πόρτα της πολυκατοικίας, γιατί έσπευσε η γειτονιά να με βοηθήσει. Δεν ήμουν υποχρεωμένη νομικά να του δίνω το παιδί, αλλά το έκανα κάθε φορά κι εκείνος φρόντιζε να με βρίζει, να με φτύνει, να με χτυπάει και να με απειλεί μπροστά στο παιδί». Δεν είχε δώσει καμία διατροφή εδώ και 7 χρόνια, ενώ εξαφανιζόταν για μεγάλα χρονικά διαστήματα έως και ενάμιση έτους. Η δικαιοσύνη στάθηκε τυφλή και όρισε διανυκτέρευση του παιδιού κάθε Παρασκευοσαββατοκύριακο στο σπίτι του πατέρα του.
«Το δικαστήριο δεν πίστεψε ότι πρόκειται για βίαιο και ασταθές άτομο, παρά τις φωτογραφίες του σπασμένου μου σπιτιού, τις καταθέσεις των μαρτύρων μου, τις καταγγελίες μου στην αστυνομία και την εισαγγελία ανηλίκων και την ιατροδικαστική έκθεση από τον ξυλοδαρμό που έχω υποστεί. Το δικαστήριο του έδωσε το ⅓ που θέλουν να φέρουν με το νομοσχέδιο χρόνια πριν ανοίξει η συζήτηση που γίνεται τώρα κι έτσι εξέθεσε εμένα και το παιδί σε έναν ατελείωτο κύκλο βίας. Άνθρωποι σαν κι αυτόν οργανώνονται και μάχονται για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια, δρώντας μεθοδευμένα και χρησιμοποιώντας τα δικαιώματα των παιδιών ως εργαλεία αποπροσανατολισμού από τα πραγματικά τους κίνητρα, που δεν είναι άλλα από τον έλεγχο και την εξουσία στις ζωές των γυναικών και των παιδιών», ανέφερε η Κ.Π., στηρίζοντας σθεναρά το #ΑμετάκληταΟΧΙ.
Δεκάδες φορείς αντιδρούν σθεναρά στο νομοσχέδιο. Μεταξύ τους 22 οργανώσεις που συγκροτούν την Επιτροπή για το Οικογενειακό Δίκαιο και τη Συναινετική Συνεπιμέλεια, όπως το Δίκτυο για την Αντιμετώπιση της Βίας κατά των Γυναικών, η Ελληνική Αντιπροσωπεία του Ευρωπαϊκού Λόμπι Γυναικών (εκπροσωπεί 50 γυναικείες οργανώσεις), η Ένωση Γυναικών Ελλάδας, η Ενωση Ελληνίδων Νομικών κ.ά.. Το γυναικείο κίνημα αναγνωρίζει την αξία της πατρότητας και έχει ως χρόνιο αίτημα την ανακατανομή του χρόνου για τη φροντίδα των παιδιών και του νοικοκυριού. Με λίγα λόγια, οι γυναίκες θέλουν να έχουν ελεύθερο χρόνο και να μην είναι αποκλειστικά υπεύθυνες για την ανατροφή των παιδιών, ώστε να υπάρχει και εναρμόνιση της εργασιακής τους και οικογενειακής ζωής.
Η Ειρήνη Δαφέρμου, μέλος της καμπάνιας «Όχι στην υποχρεωτική συνεπιμέλεια», αναφέρει ότι η καμπάνια «ξεκίνησε από την ανάγκη γυναικών να βρεθούν και να συνομιλήσουν, να πάρουν βοήθεια η μία από την άλλη, σε ένα δημόσιο χώρο που κυριαρχείται σε μεγάλο βαθμό από το λόμπυ πατεράδων που πιέζουν για υποχρεωτική συνεπιμέλεια. Ένα λόμπυ που χρηματοδοτεί μια πάρα πολύ ακριβή και καλά σχεδιασμένη καμπάνια και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι χαίρει απόλυτης στήριξης της κυβέρνησης που διαχειρίζεται όλα τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, δημιούργησε ένα πλέγμα αδιαπέραστο».
Συνέχισε, καταγγέλοντας πως «η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας παρέκαμψε την κοινοβουλευτική διαδικασία που θα έπρεπε να ακολουθήσει. Υπάρχει λόγος που είναι διαφορετικές οι διαδικασίες και δεν τηρήθηκαν ούτε τα τυπικά σοβαρά δημοκρατικά στάδια. Όταν ξεκινήσαμε αυτήν την καμπάνια, δεν υπήρχε τρόπος να φτάσει πληροφορία στον οποιοδήποτε, ακόμη και σε κοινωνικές ομάδες και συλλογικότητες που θα ενδιαφερόντουσαν να στηρίξουν, να ασκήσουν κριτική, να δώσουν έναν αγώνα. Προσθέστε μέσα σε αυτό την πανδημία και τις συνθήκες έλλειψης δημοκρατίας και δημιουργείται ένα εκρηκτικό μείγμα που εξηγεί πως μπόρεσαν οι Ενεργοί Μπαμπάδες και η καμπάνια τους για την Υποχρεωτική Συνεπιμέλεια να πείσουν ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων ότι είναι μια αναθεώρηση προς το συμφέρον των παιδιών και την ισότητα των φύλων».
Όταν ξεκινήσαμε αυτήν την καμπάνια, δεν υπήρχε τρόπος να φτάσει πληροφορία στον οποιοδήποτε, ακόμη και σε κοινωνικές ομάδες και συλλογικότητες που θα ενδιαφερόντουσαν να στηρίξουν, να ασκήσουν κριτική, να δώσουν έναν αγώνα.
Γυναίκες και μητέρες που πλήττονται από αυτήν την προωθούμενη αναθεώρηση της ΝΔ προσπαθούν να βρουν «λίγο χώρο στη δημόσια σφαίρα για την κριτική του νομοσχεδίου και παράλληλα, να ενημερώσουμε νομικούς, θεσμικούς εκπροσώπους, ψυχιάτρους, ένα σύνολο θεσμικών φορέων που δεν κλήθηκαν σε διάλογο από την κυβέρνηση, ως οφειλόταν να γίνει. Έπρεπε να γίνει διπλή δουλειά».
Εδώ πρέπει να δούμε ποιοι είναι επικεφαλής της καμπάνιας Υποχρεωτικής Συνεπιμέλειας, που το “υποχρεωτική” το αποκρύπτουν για ευνόητους λόγους.
Ένας τρίτος πυλώνας της καμπάνιας είναι η στήριξη των γυναικών, οι οποίες δέχονται απειλές επί καθημερινής βάσεως. «Εδώ πρέπει να δούμε ποιοι είναι επικεφαλής της καμπάνιας Υποχρεωτικής Συνεπιμέλειας, που το “υποχρεωτική” το αποκρύπτουν για ευνόητους λόγους. Είναι πρώην σύζυγοι, οι οποίοι έχουν εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις σε ό,τι αφορά τη γονική μέριμνα και το παιδί τους, για αυτό και δεν έχουν μπορέσει μέχρι σήμερα να έχουν χρόνο με το παιδί, καθώς οι δικαστές που είχαν κρίνει τις περιπτώσεις τους, είχαν αποφασίσει ότι δεν είναι κατάλληλοι. Γενικεύουν μια κατάσταση υποχρεωτικά προκειμένου να καλύψουν κακοποιητές συζύγους και γονείς. Στην πραγματικότητα, μιλάμε για περιπτώσεις με καταγγελίες. Η κυβέρνηση νομοθετεί υπέρ των κακοποιητικών γονέων και συζύγων», συμπλήρωσε η Ειρήνη Δαφέρμου.
Ένας άλλος πυλώνας είναι ο εκμηδενισμός της διατροφής, διότι «τεκμαίροντας την επικοινωνία με το παιδί κατά ⅓ , συμψηφίζεται η διατροφή προς τα κάτω. Το νομοσχέδιο αυτό είναι γραμμένο από αυτούς για αυτούς. Το πόσο σημαντικό είναι για τους μπαμπάδες φαίνεται από το γεγονός ότι η μη καταβολή της διατροφής δεν αποτελεί λόγο για στέρηση επιμέλειας, ενώ αν μια κακοποιημένη γυναίκα, ένα πάρα πολύ συνηθισμένο φαινόμενο, αρνείται να συναντήσει τον πατέρα σε αυτό το ⅓ της επικοινωνίας, στην προσπάθεια να προστατέψει το παιδί, αυτός είναι λόγος στέρησης επιμέλειας. Είναι ένα εφιαλτικό πλέγμα για την ευάλωτη γονεϊκότητα που μέσα στις συνθήκες καπιταλισμού και ρατσισμού, είναι η γυναίκα, η φτωχή, η μετανάστρια, ο ανάπηρος γονιός, η ΛΟΑΤΚΙ γονεϊκότητα, υποχρεώνοντάς τη να είναι σε επικοινωνία με τον κακοποιητή».
«Έχουμε καταφέρει λίγο να σπάσουμε αυτή την ομερτά και τη σιωπή και να έχουμε το σύνολο των αρμόδιων θεσμικών φορέων στο πλευρό της καμπάνιας “Όχι στην υποχρεωτική συνεπιμέλεια” κι αυτό είναι μια νίκη. Τουλάχιστον προκαλέσαμε σοβαρές ρωγμές και η κυβέρνηση θα πρέπει να απολογηθεί. Για ποιο λόγο όλες οι κοινωνικές ομάδες και όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης είναι απέναντι σε αυτό το νομοσχέδιο και δεν μπορεί να βρει στήριξη πουθενά;» αναρωτήθηκε.
Για ποιό λόγο όλες οι κοινωνικές ομάδες και όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης είναι απέναντι σε αυτό το νομοσχέδιο και δεν μπορεί να βρει στήριξη πουθενά;
Το νομοσχέδιο έρχεται σε ευθεία αντίθεση με σωρεία διατάξεων. Συγκεκριμένα, αντιτίθεται στη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, στη Διεθνή Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για την πρόληψη και τη καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας, αλλά και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και την Σύμβαση για την Εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεως κατά των γυναικών.
Επιπροσθέτως, η Πρωτοβουλία Δικηγόρων «Νομικά Θέματα Συν-Επιμέλειας» επισημαίνει ότι «παραγκωνίζεται το συμφέρον του τέκνου που μέχρι σήμερα ήταν ακρογωνιαίος λίθος του Οικογενειακού μας Δικαίου, το οποίο αξιολογούνταν από τον αρμόδιο φυσικό δικαστή κατά περίπτωση και καθιστούσε το Οικογενειακό μας Δίκαιο το πλέον προοδευτικό της Ευρώπης. Με τις προτεινόμενες διατάξεις ο νομοθέτης αποφασίζει τι είναι συμφέρον για όλα τα παιδιά που βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια ανεξαρτήτως ατομικής κατάστασης, κοινωνικής και φυλετικής καταγωγής, τόπου διαμονής και οικονομικής κατάστασης».
Όσον αφορά τη ρύθμιση με τα επιβαλλόμενα ποσοστά χρόνου διαμονής του παιδιού σε κάθε σπίτι, παραβιάζονται βάναυσα τα δικαιώματα των παιδιών. Η Πρωτοβουλία συμπληρώνει: «Οι ρυθμίσεις αυτές ενδέχεται να είναι συμβατές με τα συμφέροντα των παιδιών μόνο στην περίπτωση που μετά το διαζύγιο τα τέκνα φοιτούν σε ιδιωτικά σχολεία και μπορούν να μεταφέρονται στα αντίστοιχα σπίτια των γονέων τους με οδηγούς και οι γονείς τους έχουν αμφότεροι οικονομική επιφάνεια. Επομένως είναι ρυθμίσεις για τη μειοψηφία του πληθυσμού. Οι υπόλοιποι (παρ’ ότι πολλοί έχουν παρασυρθεί και θεωρούν ότι τα προβλήματά τους θα επιλυθούν) θα απογοητευθούν και θα εξεγερθούν».
Εν έτει 2021, θα περίμενε καμιά ή κανένας, μέτρα όπως η θεσμοθέτηση του Οικογενειακού Δικαστηρίου, όπου μια διεπιστημονική ομάδα με ψυχίατρους παιδιού και εφήβου, ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς με εξειδίκευση, θα εκτιμά την κάθε περίπτωση και θα επικουρεί τον δικαστή στην κάθε απόφαση. Οι υπηρεσίες να παρέχονται δωρεάν στα υπό διάσταση ζευγάρια και η διαμεσολάβηση να προηγείται του διαζυγίου, εκτός από τις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας. Τέλος, να καταβάλει η Πολιτεία το ποσό για τη φροντίδα παιδιών, των οποίων οι γονείς βρίσκονται σε ανεργία, στο πλαίσιο ανταποδοτικότητας των φόρων, όπως αναφέρεται και στη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, στο πλαίσιο της προστασίας του ανηλίκου από τη φτώχεια, όπως συμβαίνει εδώ και χρόνια σε άλλες χώρες της Ευρώπης.