Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του κέντρου σκέψης (think tank) Centre for London, η πρωτεύουσα της Μεγάλης Βρετανίας έχει γίνει αρκετά αφιλόξενη για ένα σημαντικό τμήμα εργαζομένων που καταφέρνουν να τα βγάλουν πέρα μετά βίας. Το κέντρο αποκαλεί αυτούς τους εργαζόμενους Endies, ακρώνυμο των λέξεων Employed but No Disposable Income or Savings (Εργαζόμενος αλλά Χωρίς Διαθέσιμο Εισόδημα ή Αποταμιεύσεις) και ορίζει έτσι όσους έχουν ετήσιο εισόδημα από €25.000 έως €41.500 εφόσον πρόκειται για άτομα που ζουν μόνα τους ή για μονογονεϊκές οικογένειες και από €31.500 έως €55.000 για ζευγάρια με παιδιά. Τα άτομα που εμπίπτουν σε αυτά τα κριτήρια, εργάζονται μεν, αλλά το αυξημένο κόστος διαβίωσης στο Λονδίνο καθιστά αδύνατη οποιαδήποτε προσπάθεια βελτίωσης της ποιότητας ζωής τους με ίδια μέσα, καθώς δεν τους περισσεύουν λεφτά για ψυχαγωγία, ή καλύτερα για οτιδήποτε πέρα από τα βασικά -ενοίκιο, πάγιες υπηρεσίες, φαγητό και μεταφορές. Υπολογίζεται ότι το 20% των νοικοκυριών του Λονδίνου βρίσκονται σε αυτήν την κατάσταση. Το εισόδημα τους τους αποκλείει από τα προγράμματα κοινωνικής στήριξης που απευθύνονται σε φτωχότερους, αλλά και οι ίδιοι εμφανίζονται περήφανοι για το γεγονός ότι δε λαμβάνουν κάποιου είδους κρατική ενίσχυση. Παρόλ’ αυτά, εργάζονται εξαντλητικά ωράρια, αν συνυπολογιστεί και η μετακίνηση, σε δουλειές για τις οποίες έχουν περισσότερα των απαιτουμένων προσόντα, αλλά δε βλέπουν τρόπο για να ξεφύγουν από αυτή την κατάσταση.
Προκειμένου να τα βγάλουν πέρα, οι Endies συχνά βασίζονται σε συγγενείς και φίλους, με διάφορους τρόπους. Πολλοί συγκατοικούν, ή εξακολουθούν να μένουν στο πατρικό σπίτι για μεγάλο διάστημα αφού δεν μπορούν να συντηρήσουν μια κατοικία αυτόνομα. Συχνό είναι το φαινόμενο να συνυπάρχουν τρεις γενιές μέσα στο ίδιο σπίτι εφόσον μιλάμε για μόνες εργαζόμενες μητέρες που δεν κατάφεραν ποτέ να ξεφύγουν από το πατρικό ή αναγκάστηκαν να επιστρέψουν. Δεν είναι καθαρά οικονομικοί οι λόγοι που επιβάλλουν αυτή τη συγκατοίκηση, η φροντίδα των παιδιών συχνά απαιτεί τη βοήθεια που μπορεί να προσφέρει ένα άλλο μέλος της οικογένειας. Καθώς η έλλειψη προσιτής στέγης εξαναγκάζει αρκετούς να μετακινούνται από τις γειτονιές που μεγάλωσαν σε πιο απομακρυσμένα προάστια της πόλης, η μεγάλη απόσταση που μεσολαβεί ξαφνικά μεταξύ των συγγενών προκύπτει σαν εμπόδιο στην χρήση αυτής της χείρας βοηθείας. Η απόκτηση ιδιόκτητης κατοικίας απομακρύνεται όλοενα περισσότερο σαν ενδεχόμενο στην καλπάζουσα αγορά ακινήτων του Λονδίνου. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η συγκατοίκηση με γονείς είναι περισσότερο συνηθισμένη για το μέσο Έλληνα απ’ ότι για το μέσο Βρετανό.
Τα αίτια αυτής της τάσης είναι εμφανή: από το 2008 εώς σήμερα, οι μισθοί, ειδικά των Endies, έχουν σημειώσει μικρή πτώση στο Λονδίνο. Αλλά η μεγαλύτερη ζημιά γίνεται από το κόστος ζωής που έχει αυξηθεί πολύ περισσότερο στην πρωτεύουσα αναλογικά με την υπόλοιπη Βρετανία. Συγκεκριμένα, το κόστος του ενοικίου έχει αυξηθεί κατά 14% την τελευταία δεκαετία και αποσπά το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος. Το κόστος των μεταφορών έχει εκτοξευτεί κατά το διάστημα 2008-14: 61% αύξηση για τα λεωφορεία και 49% για το μετρό. Εάν κάποιος επιθυμεί να μετακομίσει σε μία πιο φθηνή περιοχή θα πρέπει να συνυπολογίσει το αυξημένο κόστος χρόνου και χρήματος λόγω συγκοινωνίας σε κάτι που μοιάζει με παίγνιο μηδενικού αθροίσματος.
Οι συγγραφείς της μελέτης προτείνουν κάποιες ιδέες για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Επικαλούνται το παράδειγμα του Φράιμπουργκ, όπου η τοπική διοίκηση παραχώρησε εκτάσεις, σε τιμή χαμηλότερη της εμπορικής, σε ομάδες κατοίκων συνεργαζόμενες με αρχιτέκτονες και μηχανικούς προκειμένου να κατασκευάσουν κατοικίες χαμηλού κόστους αλλά υψηλής ποιότητας. Τα διαμερίσματα που προέκυψαν από αυτή τη διαδικασία τηρούν υψηλές ενεργειακές προδιαγραφές, με αποτέλεσμα το κόστος συντήρησης να περιορίζεται εώς και 85%. Επίσης προτείνεται η προώθηση εναλλακτικών μορφών μετακίνησης όπως το ποδήλατο και αλλαγές στα ΜΜΜ προκειμένου να γίνει το κέντρο του Λονδίνου -χώρος με περισσότερες επιλογές για αυτούς με περιορισμένα εισοδήματα- πιο προσιτό στους κατοίκους απομακρυσμένων περιοχών της πόλης. Περά από τις δημόσιου χαρακτήρα παρεμβάσεις, για την ενίσχυση των ατομικών εισοδημάτων προτείνουν την χορήγηση χαμηλότοκων δανείων για τη διαρκή μετεκπαίδευση των Endies που θα αυξήσουν της ευκαιρίες απασχόλησης τους αλλά και την προσαρμογή της φορολογικής πολιτικής στους νέους τρόπους διαβίωσης, π.χ. με αύξηση του αφορολόγητου για εκτεταμένες οικογένειες που ζουν κάτω από την ίδια στέγη.