Το βράδυ της 13ης Νοέμβρη, κατά τις εννιά, ήμουν στο σπίτι του αδερφού μου του Γιώργου. Βλέπαμε τον αγώνα ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία καθισμένοι στον καναπέ γύρω από μια πίτσα. Ο Γιώργος μου είχε προτείνει νωρίτερα να πάμε στο γήπεδο ,το πρωί είχε βρει κάτι εισητήρια..Ο καιρός όμως δεν ήταν καλός ,ο καναπές του ήταν αναπαυτικός, έτσι τελικά αποφασίσαμε να μείνουμε μέσα. Όπως πολλοί άλλοι, έτσι και εμείς ακούσαμε κατά τη διάρκεια του αγώνα δύο παράξενους δυνατούς θορύβους. Υποθέσαμε βέβαια πως προέρχονταν από τις κερκίδες και τους θεατές, όμως και αυτή η σκέψη μόνη της μας τάραξε αρκετά. Η ατμόσφαιρα ήταν κάπως παράξενη καθώς ήταν μάλλον αρκετά απίθανο ένας φιλικός αγώνας να γίνει αιτία για να δημιουργηθούν τέτοιου είδους προβλήματα ανάμεσα στους φιλάθλους.
Λίγα λεπτά αργότερα ο Γιώργος έλαβε ένα μήνυμα από κάποιον φίλο του με το οποίο τον ενημέρωνε πως είχαν ακουστεί πυροβολισμοί στο δέκατο διαμέρισμα του Παρισιού, εκεί δηλαδή όπου βρισκόμασταν. Τρέξαμε αμέσως να ακούσουμε τις ειδήσεις και προς μεγάλη μου έκπληξη ανακάλυψα πως οι πυροβολισμοί είχαν πέσει στο εστιατόριο Le Petit Cambodge όπως και σε ένα μπαρ ακριβώς απέναντι του, το Carillon, δύο μέρη τα οποία επισκέπτομαι πολύ συχνά τα τελευταία χρόνια.
Αρχικά ήμουν αρκετά μπερδεμένος όσον αφορά στο τι είχε συμβεί αλλά σύντομα ένα συναίσθημα θλίψης και απελπισίας με κατέβαλε. Πώς γίνεται κάποιος να επιτεθεί σε χώρους όπου ο κόσμος διασκεδάζει; Αμέσως πήρα τηλέφωνο έναν φίλο ο οποίος μένει ακριβώς πάνω από το Carillon και τον ρώτησα εάν ήταν καλά και εάν είχε καταλάβει τι είχε ακριβώς συμβεί. Όσο του μιλούσα δεχόμουν συνεχώς κλήσεις και μηνύματα από φίλους. Ήταν πάρα πολύ παράξενο, σιγά σιγά ένας πανικός, που όμοιο του δε μπορώ να περιγράψω και ούτε έχω ζήσει, απλωνόταν πάνω από την πόλη. Μου πήρε αρκετή ώρα να συνεφέρω τον εαυτό μου και να συνειδητοποιήσω τι είχε συμβεί. Τότε ξεκίνησε για μένα το ταξίδι προς την κόλαση.
Αυτό το γράμμα όμως δεν έχει σκοπό να περιγράψει τη βαρβαρότητα των γεγονότων της 13ης Νοέμβρη. Όχι! Αυτό το γράμμα είναι ένα συναίσθημα από μόνο του, ένας πόνος τον οποίο νιώσαμε όλοι μας. Εγώ, οι φίλοι μου, η πόλη μου αλλά και ολόκληρη η Γαλλία.
Είμαι ένας βέρος Παριζιάνος, μεγαλωμένος, όπως όλοι οι συμπολίτες μου, μέσα σε αυτό το παράξενο και ξεχωριστό πολυπολιτισμικό κολλάζ της πόλης μου. Εκπαιδεύτηκα μέσα σε ένα περιβάλλον αλληλοκατανόησης, ανοχής και ανιδιοτέλειας. Αυτή η χώρα μου έδωσε εξ αρχής τη δυνατότητα να γίνω ο άνθρωπος που επιθυμώ.
Ονομάζομαι Θεόδωρος. Γεννήθηκα το 1982 στο Παρίσι, στο ενδέκατο διαμέρισμα και συγκεκριμένα στην κλινική Leonard de Vinci. Ζω στην πόλη που γεννήθηκα εδώ και τριάντα δύο χρόνια. Μεγάλωσα στον δρόμο Faubourg Saint Denis στο δέκατο διαμέρισμα. Αυτός ο δρόμος είναι γνωστός ως εκείνος ο οποίος φιλοξενεί τις περισσότερες διαφορετικές εθνικότητες στην Ευρώπη. Εκατόν δέκα τον αριθμό.. Εγώ ο ίδιος άλλωστε μπορεί να είμαι Γάλλος αλλά έχω Ελληνική καταγωγή από τους δύο γονείς μου. Ένας βέρος Παριζιάνος με άλλα λόγια, μεγαλωμένος, όπως όλοι οι συμπολίτες μου, μέσα σε αυτό το παράξενο και ξεχωριστό πολυπολιτισμικό κολλάζ της πόλης μου. Εκπαιδεύτηκα μέσα σε ένα περιβάλλον αλληλοκατανόησης, ανοχής και ανιδιοτέλειας. Αυτή η χώρα μου έδωσε εξ αρχής τη δυνατότητα να γίνω ο άνθρωπος που επιθυμώ. Αυτή η χώρα μου έδωσε τη δυνατότητα να πετύχω στη ζωή μου. Δυστυχώς όμως έχω την εντύπωση πως αυτή η ευκαιρία απλώς μετετράπη στο μυαλό ορισμένων σε μια αδιάφορη και άνευ περιεχομένου κοινοτυπία. Η πολυπολιτισμικότητα που θα έπρεπε να μας ενώνει σήμερα μας χωρίζει με τον πιο βίαιο τρόπο.
Κάποιοι βάρβαροι θέλησαν να μας τρομοκρατήσουν, να μας διαχωρίσουν και να μας σκοτώσουν την ώρα που εμείς γιορτάζαμε την ελευθερία και τη χαρά. Ήρθαν σαν άγρια ζώα να μας πολεμήσουν, εμάς και αυτό που αντιπροσωπεύουμε.
Αλλά ποιοι είστε εσείς; Τι αντιπροσωπεύετε; ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΜΗΤΕΡΕΣ ΣΑΣ;
Όμως τα φρικτά τους εγκλήματα ήταν μάταια. Τα εγκλήματα τους μας έκαναν πιο δυνατούς και πιο αλληλέγγυους από ποτέ. Σήμερα αγαπάω ακόμα περισσότερο την πόλη μου, τη χώρα μου και τους μουσουλμάνους φίλους μου τους οποίους ντροπιάσατε με τις πράξεις σας. Σήμερα αγαπάω ακόμα περισσότερο τους ελεύθερους ανθρώπους, τη διαφορετικότητα και την ανοχή σε αυτήν.
Επαναλαμβάνω.
Σήμερα είμαστε πιο ενωμένοι, πιο αλληλέγγυοι από ποτέ.
Σήμερα είμαστε πιο δυνατοί από ποτέ.
Σήμερα αγαπάω ακόμα περισσότερο την πόλη μου, τη χώρα μου και τους μουσουλμάνους φίλους μου τους οποίους ντροπιάσατε με τις πράξεις σας. Σήμερα αγαπάω ακόμα περισσότερο τους ελεύθερους ανθρώπους, τη διαφορετικότητα και την ανοχή σε αυτήν.
Αυτές οι επιθέσεις με βίασαν ψυχικά όπως και τα εκατομμύρια των Παριζιάνων και των Γάλλων. Είναι η νεότητα όλου του κόσμου που πληγώθηκε, αυτή και η πιο πιστή της συντροφιά, η ελευθερία.
Εδώ και μέρες τώρα δυσκολεύομαι να ξαναβρώ τον ύπνο μου. Όχι επειδή φοβάμαι, όχι. Αλλά επειδή είμαι θυμωμένος. Επειδή δε μπορώ ακόμα να καταλάβω αυτά τα αποτρόπαια εγκλήματα των οποίων ήμουν αυτόπτης μάρτυρας. Θα ήθελα μόνο να πω σε αυτούς τους βάρβαρους πως ο παράδεισος στ’ αλήθεια βρίσκεται εδώ.
Αυτές τις μέρες με διακατέχει μια θλίψη ασήκωτη..
Τα σχολεία μας μοιάζουν και οι καθηγητές μας είναι οι ίδιοι. Οι πόλεις μας, οι δρόμοι μας τα παιχνίδια μας, όλα αυτά μοιάζουν. Οι ίδιες μας οι ζωές μοιάζουν μεταξύ τους.
Άρα…γιατι?
Εγώ θα συνεχίσω να βγαίνω έξω, να κοιτάζω τις κοπέλες που μου αρέσουν στο δρόμο, να γελάω και να χορεύω. Θα συνεχίσω να προσπαθώ να ξαναφτιάχνω τον κόσμο κάθε βράδυ, να στήνω μια καινούργια γιορτή.
Υπάρχει ένα Γαλλικό γνωμικό που πάει κάπως έτσι: ‘’και αν χαθεί ένας, θα βρεθούν άλλοι δέκα’’. Λοιπόν, είστε έτοιμοι;;
Εγώ θα συνεχίσω να βγαίνω έξω, να κοιτάζω τις κοπέλες που μου αρέσουν στο δρόμο, να γελάω και να χορεύω. Θα συνεχίσω να προσπαθώ να ξαναφτιάχνω τον κόσμο κάθε βράδυ, να στήνω μια καινούργια γιορτή. Αύριο θα βάλω τα ομορφότερα μου ρούχα και θα πάω στο μπαρ που βρίσκεται κάτω από το σπίτι μου να πιώ με τους φίλους μου. Έπειτα θα πλησιάσω κάποια όμορφη, ελεύθερη Παριζιάνα. Θα ανάψω ένα τσιγάρο πριν την ανεβάσω στη βέσπα μου για να την πάω μια βόλτα μέσα στα όμορφα στενά της πόλης. Θα δούμε τον πύργο του Άιφελ να χαρίζει ξανά φως, μαζί με εκατομμύρια άλλα μικρά και μεγάλα φώτα, στην πόλη μας.
Μεθαύριο θα πάω στην μπουτίκ μου, τη LAPAIX (που στα καταλανικά σημαίνει «ειρήνη»). Θα μιλήσω με τον φίλο μου και συνεργάτη τον Lenny, ο οποίος είναι από την Αϊτή. Στη συνέχεια θα πάω ξανά στο σπίτι του αδερφού μου του Γιώργου για να φάμε το καλύτερο κουσκούς του Παρισιού από τα χέρια της γυναίκας του, της Fatima.
Μου είναι πολύ δύσκολο να βρω τις λέξεις να περιγράψω αυτό το ξεχωριστό συναίσθημα, αυτή την αγάπη που αισθάνομαι για την πόλη μου. Το Παρίσι μπορεί να είναι πληγωμένο αλλά κρατάει το κεφάλι ψηλά.
Ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα ή θάνατος. Η Γαλλία είναι η μητέρα μου και η Ελλάδα ο πατέρας μου. «ΜΠΑΜΠΑ, η μαμά δεν είναι καλά, πόνεσε…»
Θα ήθελα να αφιερώσω όλα αυτά τα λόγια στον παππού μου, τον Θεόδωρο Γιαννιτσάκη, ο οποίος μια μέρα αποφάσισε να μεταναστεύσει στο Παρίσι ώστε λίγα χρόνια μετά να δοθεί σε μένα η ευκαιρία να ζήσω ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ και ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ σε αυτή την υπέροχη πόλη.
Μια ερώτηση μόνο γυρνά μέσα στο μυαλό μου, παππού, και δε μπορώ να βρω την απάντηση..
Γιατί έχασα τρεις φίλους εκείνο το βράδυ;
Θεόδωρος.